Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 7)


Τζόναθαν

Πάντα έχω τον έλεγχο. Σε ότι και αν κάνω, από τις επιχειρήσεις, τις σχέσεις μου και κυρίως στο κρεβάτι μου. Δεν τον έχω ξανά χάσει και όταν το έπαθα, το συναίσθημα που μπορεί να περιγράψει το πως ένιωσα ήταν ο πανικός. Στο μυαλό μου ήρθε η Αναλύζα, την θυμόμουν ακόμα από πάνω μου, γυμνή και εκτεθειμένη και όμως έμοιαζε να έχει τον απόλυτο τον έλεγχο.
Ακόμα και στην ανάμνηση ένιωθα πως ήθελα να τρέξω αυτήν την στιγμή στο σπίτι της.  Έπρεπε να παραδεχτώ πως δεν είχα υπολογίσει την δύναμη της σε αυτό τον τομέα. Στο κρεβάτι έμοιαζε με μία αρχαία θεά, μία ρωμαλέα βαλκύρια που χρησιμοποιούσε την γύμνια και τα θελκτικά της κόλπα ως όπλα. Είχα τρομάξει στο πόσο ανάγκη είχα να την κάνω δικιά μου. Το πως είχα σταματήσει να σκέφτομαι το τίμημα, πως με είχε μεταχειριστεί με αυτόν τον τρόπο ώστε από την πρώτα κιόλας μέρα είχε κοντέψει να κερδίσει το στοίχημα. Κυρίως είχα νιώσει μια βαθύτερη σύνδεση μεταξύ μας την οποία δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Το επακόλουθο συναίσθημα ήταν καθαρός πανικός, έτσι έκανα το μόνο που μπορούσα να κάνω. Το έσκασα.
«Τζον με ακούς;» ο αδερφός μου κούνησε μια πένα μπροστά από τα μάτια μου και με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Τον κοίταξα στα μάτια μου και ίσιωσα την πλάτη μου στην καρέκλα.
«Εμ... Τι;» δεν είχα ακούσει λέξη από τι μου είχε πει.
«Σου μιλάω για την Αναλύζα» είπε. Σούφρωσα τα φρύδια μου καχύποπτος.
«Είδα ότι την έκανες εκπρόσωπο στην επιχείρηση με τα μετάξια» έσπευσε να εξηγήσει.
«Στην ανύπαρκτη επιχείρηση» τον διόρθωσα , σκεπτόμενος πόσο λίγη πρόοδο είχαμε κάνει σε αυτόν τον τομέα. «Ναι σωστά, γιατί δεν συμμερίζεσαι την επιλογή μου;»
«Δεν με ενδιαφέρει που είναι γυναίκα» ο Γουίλλιαμ ανασήκωσε τους ώμους του. «Και πιστεύω ότι είναι πολύ έξυπνη και έχει επιχειρηματικό μυαλό»
Στράβωσα εκνευρισμένος το στόμα μου. Πως τα είχε καταλάβει όλα αυτά ο αδερφός μου; Μήπως ήταν πιο κοντά μαζί της από τι είχα υποψιαστεί ή εγώ έφταιγα; Είχα απομακρυνθεί τόσο λόγο των φόβων μου που δεν μπορούσα να αξιολογήσω την Αναλύζα;
«Δεν είναι αυτός ο λόγος που την έκανα εκπρόσωπο» παραδέχτηκα απρόθυμα, αναλογιζόμενος την απαίτηση του στοιχήματος μας. Η Αναλύζα είχε ζητήσει τις επιχειρήσεις με τα μετάξια, ένας τομέας που δεν ήταν καθόλου αναπτυγμένος στην Αμερική. Είχα προσπαθήσει απεγνωσμένα να διαπραγματευτώ με τους κινέζους εκπρόσωπους, αλλά παράμεναν απρόσιτοι. Η χώρα τους απαγόρευε την μετακίνηση του μεταξιού έξω από τα σύνορα τους με αποτέλεσμα να έχουν το μονοπώλιο.
«Όποιος και να ήταν ο λόγος έκανες καλά, ίσως μας βοηθήσει με τρόπους που δεν έχουμε σκεφτεί. Αν και φοβάμαι ότι σε λίγο καιρό τα συμφέροντα μας θα αντικρούονται» σήκωσα απορημένος το βλέμμα μου.
«Λόγω του πατέρας της;»
«Όχι, η Αναλύζα δεν φαίνεται να συμμερίζεται τα θέλω του πατέρα της. Λόγω του Μέισον, την θέλει για γυναίκα του και είναι γνωστό πως ο πατέρας της συμφωνεί σε αυτόν τον γάμο.»
Το σώμα μου σφίχτηκε και σηκώθηκα από την καρέκλα, έχοντας πάρει την απόφαση μου.
«Θα τη φέρω εδώ να συζητήσουμε για τις επιχειρήσεις. Θέλω να διαπιστώσω αν όσα λες για την προσωπικότητα της είναι αλήθεια» ο Γουίλιαμ ανασήκωσε το φρύδι του, θέλοντας να μου δείξει πως δεν τον ξεγέλαγα με αυτήν την δικαιολογία. Τον αγνόησα και ετοιμάστηκα για την επικείμενη συνάντηση.

Μέσα στην άμαξα σκεφτόμουν τι θα έλεγα στην Αναλύζα. Πως θα δικαιολογούσα ότι χάθηκα για τρεις βδομάδες χωρίς να δώσω κανένα σημάδι ζωής;  Κοίταξα τα λουλούδια που κράταγα στα χέρια μου, ονομάζονταν σοκολατένιος κόσμος και ήταν σπάνιο είδος. Ολόκληρη η άμαξα μύριζε βανίλια και σοκολάτα. Η έπαυλη τους ήταν η μισή από την δική μου αλλά δεν είχε σημασία. Μπήκα μέσα ανενόχλητος χωρίς να συναντήσω κάποιον φρουρό. Φυσικά ο Κάιν ήταν πολύ αυτάρεσκος για να σκεφτεί ότι μπορεί να τον έκλεβαν. Χτύπησα την πόρτα κρατώντας σφιχτά με το ένα χέρι τα λουλούδια. Μπροστά μου εμφανίστηκε μια γυναίκα. Για μια στιγμή την μπέρδεψα με την Αναλύζα, μετά όμως πρόσεξα τις διαφορές αν και μικρές. Την ρυτίδα ανησυχίας πάνω στο μέτωπο της, το βλέμμα της που φάνταζε πιο σκληρό και πιο σοφό από της κόρης της. Είχαν όμως και οι δύο τα ίδια σκούρα δαχτυλίδια στα μαλλιά, το ίδιο χρυσό στα μάτια τους. Ήταν τρομαχτικό το πόσο νέα έδειχνε, υποκλίθηκα κάτω από το ερευνητικό της βλέμμα της.
«Ψάχνω την Αναλύζα» είπα, ξέροντας ότι, οποιαδήποτε πρόφαση και να έβρισκα αυτή η γυναίκα θα καταλάβαινε το ψέμα μου.
«Η κόρη μου είναι στην έκταση μας με τον κύριο Μέισον» απάντησε και ύστερα ανασήκωσε το φρύδι της. «Τι θα κάνεις για αυτό;» για μια στιγμή έμεινα άφωνος. Ένιωσα την παρόρμηση να χαμηλώσω τα μάτια μου και αναρωτήθηκα για την δύναμη των γυναικών αυτής της οικογένειας. Πως τις διαχειριζόταν ο Κάιν;
«Σας ευχαριστώ για την πληροφορία δεσποινίς Νόρμαν» υποκλίθηκα ξανά και κινήθηκα προς το μέρος όπου μου είχε υποδείξει με την ματιά της, προσπαθώντας να μην συνθλίψω τα λουλούδια στο χέρι μου.
Είχα θυμώσει, όχι με την Αναλύζα αλλά με τον εαυτό μου. Η αντίδραση μου ήταν αυτή ενός δειλού και τώρα πλήρωνα τις συνέπειες. Αναρωτήθηκα αν αυτό σήμαινε πως το στοίχημα είχε λήξει. Σήκωσε το κεφάλι μου από την φρέσκια βλάστηση και τους είδα. Η Αναλύζα είχε πιασμένα τα μάτια της ψηλά, τα λακκάκια της διαφαίνονταν έντονα καθώς γέλαγε με κάτι που της είχε πει ο Μέισον. Τα μάγουλα της και ο λαιμός ήταν είχαν πάρει ένα αναψοκοκκινισμένο χρώμα. Έσφιξα το σαγόνι μου και έριξα ένα βλέμμα μίσους στο Μέισον. Η Αναλύζα γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου σαν να με είχε αισθανθεί και το πρόσωπο της σκλήρυνε απότομα. Κατέβηκε επιδέξια από το άλογο της και έπιασε τα γκέμια του. Ένιωσα νευρικός ξαφνικά, δεν με ένοιαζε το εχθρικό βλέμμα του άντρα δίπλα της αλλά το δικός της. Το δικό της βλέμμα ήταν το μόνο που είχε σημασία για εμένα.
Όταν με πλησίασαν αρκετά και οι δύο, χαμήλωσα ελάχιστα το κεφάλι μου σε ένδειξη τυπικού χαιρετισμού. Κανένας από τους δύο δεν ανταπέδωσε την χειρονομία.
«Τι θες εσύ εδώ;» ο Μέισον ήταν ο πρώτος που έσπασε την σιωπή. Ανασήκωσα το φρύδι μου και προσπάθησα να συγκρατήσω το ειρωνικό μου ύφος.
«Ήρθα να μιλήσω στην Αναλύζα» απάντησα ήρεμα και με ειλικρίνεια. Δεν είχα έρθει εδώ για να μαλώσω και ήμουν σίγουρη ότι η Αναλύζα δεν θα το έπαιρνε καλά αν άρχισα να χτυπάω το.... φίλος της.
«Για ποιο πράγμα;» συνέχισε ο Μέισον, ο σαγόνι του ήταν σφιγμένο και η φλέβα στο λαιμό του παλλόταν σαν τρελή. Ήταν έτοιμος για καβγά.
«Αυτό δεν σε αφορά» γρύλισα πριν προλάβω να συγκρατήσω το θυμό μου. Η αντίδραση του Μέισον ήταν ακαριαία. Έπιασε σφιχτά το καρπό της Αναλύζας και την τράβηξε κοντά του. Το κορμί μου σφίχτηκε και άνοιξα το στόμα μου για να πω κάτι πριν τον χτυπήσω στο πρόσωπο αλλά εκείνη την στιγμή η Αναλύζα γύρισε με τέτοιο τρόπο τον καρπό της και ξέφυγε από το άγγιγμα του. Μισόκλεισε θυμωμένη τα μάτια της και χάρηκα που δεν ήμουν αποδέχτης αυτού του οργισμένου βλέμματος.
«Είμαι εκπρόσωπος σε από τις επιχειρήσεις του κύριου Ράιντερ.» είπε κοφτά. «Είμαι σίγουρη ότι έχει έρθει εδώ να μιλήσουμε για δουλειές» στράφηκε προς το μέρος μου και εγώ κούνησα το κεφάλι μου για επιβεβαίωση. Παρατήρησε ικανοποιημένος το Μέισον να τα χάνει και ύστερα να κοκκινίζει από θυμό ή ντροπή.
«Με συγχωρείς, δεν το γνώριζα» ψέλλισε.
«Είναι εκπρόσωπος στις επιχειρήσεις με τα μετάξια» σχολίασα, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου καρφωμένο στο πουκάμισο της. Τι μυστικά μου έκρυβε άραγε;
«Σωστά» η Αναλύζα κούνησε το κεφάλι, στρώνοντας το πουκάμισο της. Στράφηκε προς το Μέισον. «Θα μιλήσουμε την επόμενη φορά που θα έρθεις.»
Τον έδιωχνε. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω το χαμόγελο αυταρέσκειας που σχηματιζόταν στο στόμα μου. Ύστερα όμως η έκφραση μου εξαφανίστηκε όταν η Αναλύζα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και έδωσε ένα απαλό φιλί στο στόμα του Μέισον. Τα λουλούδια λύγισαν κάτω από την λαβή μου καθώς παρακολουθούσα τον Μέισον να φεύγει, ξέροντας πως με είχε νικήσει. Η Αναλύζα με ακολούθησε προς το σπίτι, μείναμε και οι δυο σιωπηλοί καθώς εγώ δεν ήθελα να πω κάτι που ήξερα ότι θα μετάνιωνα. Ανακάλυψα πως προτιμούσα να με χαστουκίζει όταν θυμώνει από το να φιλάει άλλους. Δεν μπήκαμε από την κεντρική είσοδο του σπιτιού, πιθανότατα για να αποφύγουμε τους γονείς της. Η Αναλύζα με οδήγησε σε ένα δωμάτιο όπου στεγάζονταν παλιά σκονισμένα έπιπλα. Στράφηκε προς το μέρος μου με μια τελείως διαφορετική έκφραση. Σταύρωσε τα χέρια της και με κάρφωσε με το βλέμμα της.

«Πες μου ότι έχεις να μου πεις και σήκω και φύγε!»

Αγγελίνα Παντελή