Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 6)


Αναλύζα

Είχαν περάσει τρεις βδομάδες από τότε που ο Τζόναθαν και εγώ είχαμε μοιραστεί  εκείνες τις στιγμές στο κρεβάτι. Δυο εβδομάδες δεν είχα ακούσει τίποτα από εκείνον.  Ήταν λες και είχε χαθεί από προσώπου γης ενώ εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα και δεν μου άρεσε καθόλου.  Δεν ήξερα αν το στοίχημα μεταξύ μας είχε σταματήσει ή όχι. Δεν ήξερα ποια έπρεπε να είναι η επόμενη κίνηση μου και αυτό με έκανε νευρική.  Η πόρτα χτύπησε και με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έφτιαξα το φόρεμα μου καθώς ο πατέρας μου έμπαινε μέσα χωρίς να περιμένει άδεια.  Ο Κάιν με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια αξιολογώντας με, παρέμεινα ακίνητη καθώς εκείνος μειδιούσε ικανοποιημένος.
«Θα έρθει σε λίγο ο Μέισον» είπε, στάθηκε μπροστά μου για να με έπιασε από τους ώμους.
«Τι γίνεται με τους Ράιντερ;» ρώτησε σοβαρά. Εγώ ξεροκατάπια, ο πατέρας μου ήταν το άτομο που φοβόμουν περισσότερο στον κόσμο.
«Τι εννοείς;»
«Τι έχεις μάθει για τις επιχειρήσεις; Έχει καμία αδυναμία που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε;» επέμεινε. Προσπάθησα να κάνω ένα βήμα πίσω για να απομακρυνθώ από το άγγιγμα του, αλλά με κράταγε σφιχτά.
«Δεν έχω μάθει τίποτα, απλώς συναντηθήκαμε μια φορά»
«Μην μου λες ψέματα!» τα δάχτυλα του μπίχτηκαν στη σάρκα μου και το πρόσωπο του στράβωσε από θυμό.
«Αλήθεια λέω πατέρα, δεν γνωρίζω!» επέμεινα.
«Κάιν!» η φωνή της μητέρας μου ήταν αυστηρή και θυμωμένη. Ο πατέρας μου με άφησε απρόθυμα και εγώ έτριψα τον ώμο μου.
«Καλά θα κάνεις να μάθεις, όλοι πρέπει να είμαστε χρήσιμοι για το καλό της οικογένειας» σταμάτησε δίπλα από την μητέρα μου. «Όλοι» ψιθύρισε αγγίζοντας το μάγουλο της. Η Νάιλα μισόκλεισε απειλητικά τα μάτια της. Ο Κάιν σταμάτησε να την αγγίζει και στράφηκε προς το μέρος μου.
«Κοίτα να ψυχαγωγήσεις τον Μέισον, τον χρειαζόμαστε» και ύστερα με ένα χαμόγελο είπε: «Είναι ο μόνος τρόπος για να συμβάλεις στην οικογένεια»

O Μέισον εμφανίστηκε λίγο αργότερα στην έπαυλη μας. Με κοίταξε και το βλέμμα του φωτίστηκε, υποκλίθηκε μπροστά μου. Χαμογέλασα.  Δεν μου έφταιγε σε τίποτα ο Μέισον για όλα αυτά.  Ο Κάιν ήθελε να παντρευτώ τον άντρα από τον οποίο θα επωφελούταν περισσότερο. Μετά τον Τζόναθαν ο Μέισον ήταν η καλύτερη επόμενη επιλογή για εκείνον. 
«Τι θα έλεγες να πάμε για ιππασία;» ρώτησα γρήγορα. Ο  Κάιν με αντάμειψε με ένα εκνευρισμένο βλέμμα. Τον είχε καλέσει στο σπίτι για να μιλήσουν  για επιχείρησεις, σκεπτόμενος ότι υπό την παρουσία μου ο Μέισον δεν θα σκεφτόταν καθαρά. Αν όμως τον έπαιρνα μακριά από εδώ θα χάλαγα τα σχέδιο του πατέρα μου.
«Ναι φυσικά» απάντησε αμέσως ο Μέισον, ρίχνοντας μου ένα μπερδεμένο βλέμμα. Κούνησα ικανοποιημένη το κεφάλι μου.
«Περίμενε με εδώ, θα πάω να βάλω κάτι ποιο κατάλληλο για ιππασία.» τον άφησα μαζί με τον Κάιν που δεν έχασε ευκαιρία για να του μιλήσει. Μπήκα στο δωμάτιο μου και βρήκα την μητέρα μου να κάθεται στο κρεβάτι. Έλυσα τα κορδόνια του κορσέ και έριξα το φόρεμα στο πάτωμα.
«Είσαι σίγουρη ότι είναι καλή ιδέα;» ρώτησε η Νάιλα καθώς ερχόταν προς το μέρος μου. «Ξέρω ότι δεν είναι αυτός που θες πραγματικά. Το ξέρεις και εσύ η ίδια»
«Ε λοιπόν αυτός δεν με θέλει, δεν μπορώ να κάθομαι και να κλαίγομαι ή να περιμένω»  έσκυψα και έψαξα μέσα στην ντουλάπα μου.  Η μητέρα μου με έπιασε μαλακά από τον ώμο και με παραμέρισε ευγενικά. Πήρε με προσοχή ένα διπλωμένο σύνολο και μου το έδωσε.
«Βάλε αυτό, σου πάει πολύ» χάιδεψα το μετάξι και στο μυαλό μου ήρθαν τόσες ευχάριστες αναμνήσεις.  Την κοίταξα στα μάτια.
«Είσαι σίγουρη;»
«Αυτό το ρούχο είναι μια επίδειξη της δύναμης που μπορείς να έχεις Αναλύζα. Δείχνεις ότι δεν είσαι απλώς η όμορφη κόρη του Κάιν, έχεις δικά σου  ισχυρά μυστικά.» κούνησα το κεφάλι μου και χαμογέλασα.  H μητέρα μου δίστασε για μια στιγμή πριν ξαναμιλήσει.
«Ανα, ξέρεις ότι σε αγαπάω έτσι; Θέλω να βρεις την ευτυχία όποιο και να είναι το τίμημα. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη» βγήκε από το δωμάτιο πριν μπορέσω να βρω κάτι να της απαντήσω.
Ο Μέισον κόμπιασε μόλις με είδε. Το βλέμμα του διέτρεξε το σώμα μου που τώρα καλυπτόταν από ένα μεταξένιο πουκάμισο και ένα παντελόνι. Ανασήκωσε το φρύδι μου και δάγκωσα το χείλους μου για να μην γελάσω. Τα φορέματα κάλυπταν μεγάλο μέρος του σώματος των γυναικών. Ενώ ένα παντελόνι αναδείκνυε τις καμπύλες και ήταν σαφώς πιο άνετο ειδικά σε ότι αφορούσε την ιππασία.
«Είναι γυναικείο κινέζικο ένδυμα» σχολίασα λακωνικά και τον έπιασα από το χέρι για να βγούμε από το σπίτι. Πήραμε άλογα από το στάβλο και βγήκαμε στην έκταση μας. Ο ήλιος χτύπησε το πρόσωπο μου και μισόκλεισα τα μάτια μου. Ιππεύσαμε για λίγη ώρα μέχρι που εντόπισα τη μικρή λίμνη και κατέβηκα από το άλογο. Ο Μέισον με κοιτούσε σκεφτικός. Έβγαλα τα παπούτσια μου και έβαλα τα πόδια μου στο νερό. Στράφηκα προς τον συνοδό μου.
«Έλα» τον παρακίνησα. «Είναι πολύ ωραία»
Έβγαλε τα παπούτσια του και στάθηκε μπροστά μου. Σήκωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το πιγούνι μου.
«Γιατί όταν είμαι κοντά σου νιώθω σαν άβγαλτο παιδαρέλι;» μουρμούρισε, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα του στο στόμα μου. «Οι γυναίκες υποτίθεται ότι πρέπει να ήταν εύκολες»
Οι λέξεις με έκαναν να μορφάσω και να απομακρυνθώ από το άγγιγμα του. Ο Μέισον φάνηκε να συνειδητοποιεί τι είπε και έσπευσε να το διορθώσει.
«Δεν το εννοώ με αυτή την έννοια, εννοώ ότι οι επιθυμίες σας είναι απλές, θέλετε έναν καλό γάμο, ασφάλεια και παιδιά»
«Αν νομίζεις ότι είναι τα μόνα που θέλουμε τότε δεν απορώ που δεν έχεις παντρευτεί ακόμα» απάντησα σκληρά. Ο Μέισον έτριψε κουρασμένα το μέτωπο του.
«Ξέρεις γιατί δεν έχω παντρευτεί ακόμα» μουρμούρισε παραιτημένος. Ο θυμός μου εξανεμίστηκε αμέσως. Δάγκωσα το χείλος μου, διχασμένη για το αν έπρεπε να τον πλησιάσω ή να μείνω στη θέση μου. Ο Μέισον είχε κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του εδώ και καιρό. Με ήθελε για γυναίκα του, αν και ποτέ δεν είχα δεχτεί την πρόταση του που ο πατέρας μου προσπαθούσε να με πείσει ήταν η καλύτερη επιλογή για την οικογένεια. Όμως ούτε είχα αρνηθεί ακριβώς και ο Μέισον περίμενε... Περίμενε εμένα να του δώσω μια καθαρή απάντηση. Η αλήθεια όμως ήταν ότι δεν ήθελα να παντρευτώ και όχι επειδή υπήρχε στη μέση ο Τζόναθαν. Ένας γάμος θα με έδενε δίπλα σε έναν άνθρωπο, θα με έδενε σε αυτήν την χώρα και εγώ ήθελα να φύγω. Ήθελα να ξεφύγω εγώ και η μητέρα μου. Τον πλησίασα με αργό βήμα καθώς το νερό επιβράδυνε την κίνηση μου.
«Μέισον δεν είμαι αυτό που χρειάζεσαι» ακούμπησα τρυφερά το μάγουλο του. «Και ούτε μπορώ να γίνω» εκείνος έγειρε το κεφάλι του και έπιασε το χέρι μου που τον άγγιζε.
«Εσένα χρειάζομαι» είπε και τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου με εκπληκτική ταχύτητα. Παραλίγο να σκοντάψω αλλά ο Μέισον με έπιασε από την μέση και με τράβηξε κοντά του. Πέρασα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και άνοιξα το στόμα μου για να υποδεχτώ τη γλώσσα του και την γλυκύτητα του φιλιού. Εκείνος βόγκηξε ελαφρά όταν δάγκωσα το κάτω χείλος του. Με έπιασε και με σήκωσε στην αγκαλιά του και βγήκαμε από το χείλος της λίμνης. Ξαπλώσαμε στην πράσινη βλάστηση και ο Μέισον πέρασε τα χέρια μου μέσα από το πουκάμισο. Τα δάχτυλα του ήταν ζεστά και προσεχτικά. Εξερευνούσε με υπομονή την σάρκα μου, σαν να προσπαθούσε να αποτυπώσει κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Το μυαλό μου εκκενώθηκε από κάθε σκέψη, κάθε λογική. Τα χέρια του σταμάτησαν να είναι δισταχτικά και κινήθηκαν προς το στήθος μου. Δάγκωσα το χείλος μου για να μην βογκήξω καθώς τα χέρια του διέτρεχαν τις ρόγες μου.
«Για αυτό αξίζει να περιμένω Άνα» ψιθύρισε κοντά στο αυτί μου και το χέρι του κατέβηκε προς το παντελόνι. «Είναι πιο εύκολο από τα φορέματα» παρατήρησε με θυμηδία, καθώς παραμέριζε το ύφασμα.  Ο Μέισον με κοίταζε με πόθο, ήταν πολύ όμορφος με τις μαύρες μπούκλες και το πράσινο βλέμμα του.  Ήταν καλός μαζί μου σε αντίθεση με τον Τζόναθαν που έκανε ότι ήθελε ανεξαρτήτου τις επιπτώσεις. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα ότι θα ήμουν πολύ τυχερή αν το είχα για σύζυγο. Παραμέρισε το εσώρουχο και τα δάχτυλα του βρήκαν την κλειτορίδα μου. Βόγκηξα και  καμπύλωσα την λεκάνη καθώς εκείνος έβαζε ένα δάχτυλο μέσα μου. Ο Μέισον χάιδεψε τα μαλλιά μου και έσκυψε. Η γλώσσα του διέτρεξε το λαιμό μου και εγώ άρπαξα το πουκάμισο του και τον τράβηξα πιο κοντά μου. Άνοιξα το στόμα μου χωρίς να μπορέσω να ελέγξω τους ήχους που έβγαζα. Ο Μέισον φαινόταν να το απολαμβάνει να είμαι σε αυτή την κατάσταση. Έκλεισα τα μάτια μου καθώς η ηδονή γινόταν όλο και πιο δυνατή.
«Αφέσου Αναλύζα» ψιθύρισε και η κορύφωση ήρθε. Δεν ήταν όμως το πρόσωπο του Μέισον που έβλεπα μέσα από τα κλειστά μου βλέφαρα, δεν ήταν το στόμα του, ούτε τα χέρια αυτά που είχαν κλείσει γύρω μου. Ήταν τα χέρια ενός ανθρώπου που με έχει αγκαλιάσει τρεις βδομάδες πριν και μετά με είχε ξεχάσει. Μόλις ηρέμησα άνοιξα τα μάτια μου και είδα το Μέισον να χαμογελάει. Άφησε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο μου και ύστερα με βοήθησε να σηκωθώ.
«Είδες τι μπορείς να έχεις μαζί μου;»
Ανέβηκα στο άλογο μου και κούνησα το κεφάλι μου. «Ένιωσα τι μπορώ να έχω» απάντησα αλλά δεν άρχισα να του εξηγώ τους λόγους που δεν ήθελα να είμαι η γυναίκα του. Δεν ήθελα να χαλάσω τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί. Στο δρόμο για το σπίτι συζητήσαμε για ευχάριστά θέματα και ανακάλυψα πως είχε εξαιρετικό χιούμορ. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα ξαναπεράσει τόσο χρόνο μαζί του, συνήθως το απέφευγα. Έπιασα τον εαυτό μου να γελάει και να απολαμβάνει την συντροφιά του. Το γέλιο μου όμως μου κόπηκε απότομα όταν πρόσεξα τη πετρωμένη έκφραση που είχε πάρει ο Μέισον κοιτάζοντας κάτι μπροστά. Ακολούθησα το βλέμμα του και πάγωσα. O Τζόναθαν μας κοίταζε με μια έκφραση που ήταν μεταξύ έκπληξης και θυμού. Στα χέρια του κράταγε ένα μικρό μπουκέτο από σκουρόχρωμα λουλούδια που δεν είχα ξαναδεί. Έστρεψα το βλέμμα με τρόμο και ενοχή στον Μέισον που είχε αρχίσει να αγριοκοιτάζει τον καινούργιο επισκέπτη και ύστερα συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε λόγος να αισθάνομαι έτσι.  Με ένα σάλτο βρέθηκα στο έδαφος και με γρήγορα βήματα πλησίασα τον Τζόναθαν.
Καιρός ήταν να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση. Τα παιχνίδια εξουσίας είχαν θέση μόνο στο κρεβάτι. 

Αγγελίνα Παντελή