Στο σκοτάδι του φόβου της Μάγδας Ματσούκα

Άνοιξε τα μάτια της και τα πάντα ήταν μαύρα. Πνιχτό, μαύρο σκοτάδι την εγκλώβιζε και ένιωσε να πνίγεται. Δεν της άρεσε το σκοτάδι. Το μισούσε παρά το φοβόταν. Μισούσε αυτή την αίσθηση φυλάκισης και εγκλωβισμού που της προκαλούσε. Μισούσε το αίσθημα πνιγμού, λες και κάποιος της έκλεινε την μύτη και το στόμα με ένα μαξιλάρι, μισούσε την σιωπή που έκανε τα αυτιά της να βουίζουν και ένιωθε σαν να έπεφτε στο κενό...

Ένας ήχος ακούστηκε, πνιχτός, βουβός, που έμοιαζε με άνθρωπο που μιλούσε. Άρχισε να ουρλιάζει με όλη της την δύναμη∙ αν άκουγε εκείνη αυτόν που βρισκόταν έξω, θα την άκουγε και αυτός. Όταν σταμάτησε, δεν ακουγόταν τίποτα, όταν ξαφνικά ένα γέλιο, πνιχτό και αυτό, έσπασε την σιωπή. Και μετά πάλι τίποτα. Ποιος ήταν αυτός και πού την είχε κλείσει;
Τα χέρια της ψαχούλεψαν τον χώρο. Ήταν μικρός και μεταλλικός σαν τηλεφωνικός θάλαμος και βρισκόταν ξαπλωμένη σε αυτόν. Έμοιαζε με φέρετρο, μόνο πιο ευρύχωρο. Έψαξε για κλειδαριά ή κάποιο χερούλι που θα της επέτρεπε να βγει από εκεί, μα το μόνο που άγγιζε ήταν η κρύα, λεία επιφάνεια του κουτιού.
Δεν άντεχε το σκοτάδι, την κλειστοφοβία, Δεν άντεχε και την μυρωδιά του κουτιού. Ήταν έντονη και της προκαλούσε αναγούλα. Μύριζε καμμένη σάρκα και οδύνη. Ήξερε τι ήταν και ήξερε ότι αυτή ήταν η μοίρα της. Όχι μόνο η δική της αλλά και άλλων ανθρώπων σαν και αυτήν. Το ερώτημά της ήταν γιατί. Έκλεισε τα μάτια της και ξεκίνησε να προσεύχεται στην μητρική της γλώσσα. Πλέον δεν φοβόταν, ένιωθε ελεύθερη, έστω και μέσα σε ένα μαύρο κουτί. Ελεύθερη να προσευχηθεί, να παρακαλέσει, να συγχωρέσει. Κι ας μην την άκουγε κανείς. Ίσως αν τα έκανε αυτά να την λυπόταν ο Θεός και να την ελευθέρωνε. Ίσως όλο αυτό να ήταν ένας εφιάλτης κι εκείνη, από στιγμή σε στιγμή να ξυπνούσε. Αρκετό καιρό την βασάνιζαν τέτοιου είδους όνειρα. Μακάρι να ήταν όνειρο.

Νοέμβριος 1943, Άουξμπουργκ, Γερμανία.
Έκανε κρύο και φυσούσε αρκετά. Ο χειμώνας πάντα έμπαινε πιο νωρίς στην Γερμανία. Η Μάγκι περπατούσε κρατώντας σφιχτά το κασκόλ γύρω από τον λαιμό της και πήγαινε στο σπίτι της. Είχε σκοτεινιάσει και δεν περπατούσε κανείς άλλος στον δρόμο∙ υπήρχαν μόνο σε κάθε γωνιά στρατιώτες του Γερμανικού Στρατού με το μίσος να γυαλίζει στα μάτια τους. Πέρασε από μπροστά τους βιαστικά, χωρίς να τους κοιτάξει. ¨Επρεπε να πάει σπίτι της γρήγορα, να κλειστεί στην ζεστασιά και την ασφάλεια του δωματίου της, όση ασφάλεια μπορούσε να παρέχει ένα μικρό σπιτάκι σαν το δικό της.
Μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα. Αν και η γειτονιά όπου έμενε ήταν ήρεμη και ήσυχη, πάντα κλείδωνε. Έπρεπε να φυλάξει τα μυστικά της καλά, κάτι που έκανε σχεδόν ένα χρόνο. Φοβόταν. Τον κόσμο, τον πόλεμο, τον εαυτό της. Έναν ολόκληρο χρόνο ζούσε έτσι, από τότε που έφυγε από το πατρικό της. Πίστευε πως θα άντεχε, θα είχε δύναμη, μα το μόνο που είχε φωλιάσει μέσα της ήταν ο φόβος. Υποπτευόταν τους πάντες, νόμιζε πως συνεχώς την παρακολουθούν, ακόμα και την ηλικιωμένη κυρία απένατί της δεν εμπιστευόταν, παρόλο που την είχε βοηθήσει όταν πρωτοπήγε εκεί. Έτρεμε στην σκέψη ότι η πόρτα της θα χτυπήσει και θα είναι για να την συλλάβουν. Και ποιος ξέρει τι θα της έκαναν. Ήξερε, μα δεν ήθελε να τα σκέφτεται.
Κάθισε στην μικρή κουζίνα της και ήπιε ένα τσάι. Πάνω από το παράθυρο κρεμόταν σαν κουρτίνα μια κόκκινη σημαία με τον άσπρο κύκλο και την μαύρη σβάστιγκα.Την μισούσε αφάνταστα αλλά δεν μπορούσε να την ξεκρεμάσει γιατί θα προκαλούσε υποψίες. Και τότε... Στο τραπέζι της κουζίνας ξεδίπλωσε τις αναμνήσεις της, που της φυλούσε για τους δύσκολους καιρούς. Αναπόλισε τις ευτυχισμένες στιγμές που έιχε ζήσει με την οικογένειά της στην Φρανκφούρτη, τους φίλους της, τα μέρη όπου είχε ταξιδέψει... Τότε ήταν περήφανοι και χαρούμενοι για αυτό που είναι, τώρα τους θεωρούσαν σκουπίδια και αποβράσματα. Γιατί ο κόσμος να ήταν τόσο σκληρός;
Ανάμεσα στις γλυκές αναμνήσεις ήρθαν και οι άσχημες να την ταράξουν. Θυμήθηκε την ημέρα που αναγκάστηκε να φύγει και να αφήσει τους γονείς της πίσω, την ημέρα που ο αδερφός της έφυγε στον πόλεμο και ποτέ δεν έμαθε τίποτα για αυτόν ξανά, την ημέρα που όλη της η ζωή άλλαξε. Δεν γνώριζε τι απέγιναν οι γονείς της και δεν ήταν εύκολο να μάθει, γιατί θα αποκαλυπτόταν η αληθινή της ταυτότητα. Με μεγάλο κίνδυνο είχε αλλάξει τα χαρτιά της ώστε να δείχνουν ότι ήταν γερμανικής καταγωγής. Είχε αλλάξει μέχρι και την εμφάνισή της ώστε να μοιάζει με πραγματική γερμανίδα. Δεν θα έπαυε όμως να είναι μια εβραία μέσα στην ναζιστική Γερμανία.
Την επόμενη μέρα, καθώς περπατούσε στον δρόμο, αντίκρισε την σκληρότητα και την απανθρωπιά του τόπου όπου έμενε. Πέντε νέοι της Ναζιστικής Νεολαίας, οπαδοί του Χίτλερ, χτυπούσαν και κλοτσούσαν ένα άλλο παιδί επειδή αρνήθηκε να κάνει τον χαιρετισμό. Πίσω της άκουσε δύο στρατιώτες να μιλάνε :
«Ευτυχώς που υπάρχουν τέτοια παιδιά να δίνουν μαθήματα σε όσους δεν υπακούν. Στα Αποβράσματα! Η νεολαία αυτή θα κάνει θαύματα. Τόσο πιστοί και αφοσιωμένοι στο έργο τους.»
Δεν κάθισε να ακούσει περισσότερα. Η καρδιά της σφίχτηκε και προτίμησε να γυρίσει σπίτι της. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να φύγει από εκεί, μα δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον.
Στο διπλανό σπίτι από το δικό της, είδε έναν στρατιώτη να μιλάει με τον γείτονα. Ο δεύτερος την κοίταξε ψυχρά κι εκείνη τους καλημέρισε και μπήκε γρήγορα στο σπίτι της. Έτρεμε σαν το φύλλο από τον φόβο της. Ο συγκεκριμένος γείτονας κάποτε εργαζόταν στην κατασκοπεία. Λες να έμαθε για εκείνη την αλήθεια; Τι θα έκανε αν χτυπούσε η πόρτα; Τρία χτυπήματα τάραξαν την σιωπή. Η Μάγκι άνοιξε και είδε τον στρατιώτη να στέκεται μπροστά της.
«Καλημέρα κυρία μου. Έχουμε άδεια να ελέγξουμε τα υπόγεια των σπιτιών για να δούμε αν είναι κατάλληλα για καταφύγια. Μπορώ να περάσω;» την ρώτησε ήρεμα.
«Φυσικά. Ότι χρειάζεται και είναι απαραίτητο να κάνετε, έχετε την άδειά μου. Πρέπει να βοηθάμε κι εμείς σαν πολίτες τον στρατό που μας προστατεύει.» είπε με όση φυσικότητα και ψυχραιμία μπορούσε. Του έδειξε την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο και τον άφησε να κάνει την δουλειά του. Όση ώρα έψαχνε, εκείνη ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Δεν είχε στο σπίτι της κάτι που να μαρτυρεί την ταυτότητά της, έτρεμε όμως στην ιδέα ότι μπορεί να το ανακάλυπτε με κάποιο τρόπο.
Όταν ανέβηκε, έψαξε για λίγο και τους άλλους χώρους και στάθηκε στην μπροστινή πόρτα. Της εξήγησε ότι το υπόγειό της ήταν ακατάλληλο για καταφύγιο και πως σε έκτακτο συναγερμό θα έπρεπε να πάει στο καταφύγιο της πόλης, που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία. Ο στρατιώτης κοίταξε την σημαία που κρεμόταν στην κουζίνα, χαμογέλασε τυπικά και έφυγε.
Αφού έκλεισε την πόρτα, σωρριάστηκε στο πάτωμα και ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν είχε τρομάξει τόσο πολύ στην ζωή της, όσο εκείνη τη στιγμή. Την είχε προειδοποιήσει για έκτακτους συναγερμούς. Αυτό σήμαινε πως ο πόλεμος έφτασε κι εκεί. Από μακριά φαίνονταν καπνοί που μαύριζαν τον ουρανό και ακούγονταν βοές λες και έβγαιναν από τα έγκατα της γης. Πολλές φορές έτρεμε και η γη. Πλησίαζαν. Έρχονταν.
Το ίδιο βράδυ ξύπνησε από έναν ακόμη εφιάλτη. Προσευχήθηκε και κάθισε δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας τον ουρανό. Ήταν μαύρος,στο βάθος όμως φαινόντουσαν πορτοκαλιές και κόκκινες λάμψεις. Και τότε τις άκουσε. Ήχησαν δυνατά, διαπεραστικά σε όλη την πόλη. Ο πανικός την πλησίασε και της έπιασε το χέρι να φύγουν. Βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει προς το καταφύγιο. Πίσω της έτρεχε και ο γείτονάς της.
Ξαφνικά ένα χέρι την άρπαξε και την τράβηξε απότομα.Ένιωσε κάτι βαρύ να την χτυπάει στο κεφάλι και ύστερα έπεσε αναίσθητη.
Ξύπνησε σε ένα σκοτεινό κουτί και προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Είχε τρελαθεί από τον φόβο της και άρχισε να ουρλιάζει. Οι φωνές από έξω γελούσαν. Αυτό ήταν. Την είχαν πιάσει και ήξεραν ποια ήταν. Κι εκείνη γνώριζε που βρισκόταν. Ο πανικός δεν θα την βοηθούσε τώρα. Έκανε αυτό που την ηρεμούσε κάθε φορά∙ προσευχήθηκε. Ξαφνικά η θερμοκρασία άρχισε να αυξάνεται πολύ γρήγορα. Σχεδόν καιγόταν και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Αυτό ήταν λοιπόν. Έτσι τελείωνε.
Η φωτιά έγλυφε το εσωτερικό του κουτιού και καπνός έβγαινε από παντού. Μια απαίσια μυρωδιά απλώθηκε στον χώρο, μια μυρωδιά καμμένης σάρκας, οδύνης και φόβου.


Μάγδα Ματσούκα