«Συγγνώμη κύριε Δούκα», ψέλλισε φοβισμένος και με κατεβασμένο το κεφάλι.
«Ηλίθιε, γιατί σε πληρώνω;» φώναξε οργισμένος και έσφιξε τις γροθιές του.
«Για να προσέχω την δεσποινίς Νεφέλη, κύριε», απάντησε με αφέλεια.
«Μην... μη μιλάς και δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω. Θα σε σκοτώσω κάθαρμα. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια και μετά θα σε εξαφανίσω. Φύγε ηλίθιε και ψάξε να την βρεις!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του, έτοιμος να του χιμήξει.
Ένοιωθε σαν άγριο λιοντάρι μέσα σε κλουβί, ανίκανος να κάνει οτιδήποτε. Δύο εβδομάδες τώρα ήξερε κάθε της κίνηση, μπορούσε να την προστατέψει και ήταν ήσυχος πως είναι ασφαλής. Τώρα όμως ένοιωθε αδύναμος και δειλός. Η κόρη του ήταν η δύναμή του, το δυναμωτικό του και ήταν ικανός να στεγνώσει τους ωκεανούς για να την βρει. Την ήθελε ευτυχισμένη, γι' αυτό κι την είχε διώξει. Ήθελε εκείνη να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, με φίλους, με έρωτα και να χαρεί τα νιάτα της.
Εκείνος δεν είχε καταφέρει να ζήσει. Είχε μια περιουσία να προστατέψει και να μεγαλώσει. Είχε ένα όνομα που έπρεπε να διατηρήσει και οι έρωτες δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα στην ζωή του. Μία φορά είχε κάνει το λάθος να ερωτευτεί και είχε κοντέψει να τινάξει όλα όσα είχε χτίσει στον αέρα. Έτσι απλά, σε μια νύχτα! Η λογική του όμως πάντα υπερίσχυε. Δεν άφησε ποτέ την καρδιά του να πάρει λόγο στην ζωή του και έτσι είχε γίνει άτρωτος.
Μόνο η Νεφέλη τον έκανε να χαμογελά και να νοιώθει για λίγο ζωντανός. Τις υπόλοιπες ώρες κλεινόταν στο γραφείο του και δούλευε. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να τον ενοχλήσει τις ώρες που εργαζόταν και κανείς ποτέ δεν τόλμησε να το κάνει. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της χώρας κι όχι μόνο. Όσοι τον είχαν γνωρίσει, κρατούσαν τυπικές αποστάσεις από αυτόν τον άνθρωπο που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλο τον πλούτο στα χέρια του. Γιατί όλοι ήξεραν πόση δύναμη είχε, την αυτοκρατορία που είχε χτίσει.
Το τηλέφωνο του χτύπησε και το σήκωσε χωρίς πολύ όρεξη.
«Τι θέλεις;»
«Άλεξ πρέπει να μιλήσουμε», άκουσε την τρεμάμενη φωνή μιας γυναίκας. Έμεινε παγωμένος στην θέση του για δευτερόλεπτα μέχρι να βρει ξανά την κυριαρχία του. «Πρέπει να δω το παιδί μου», συνέχισε μετά από μερικά λεπτά σιωπής η ίδια φωνή.
«Τελειώσαμε», της έθεσε τα δικά του όρια. Δεν θα άφηνε κανέναν να χαλάσει την ηρεμία της κόρης του, της πριγκίπισσας του. Είχε κουραστεί πολύ για να την μεγαλώσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τους ενοχλητικούς δημοσιογράφους. Έπρεπε να την βρει και που να πάρει ο διάολος δεν είχε ιδέα που μπορεί να είχε πάει.
Κάλεσε στο τηλέφωνο έναν αριθμό και έδωσε μερικές εντολές. Έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα του και έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος το κενό. Για πρώτη φορά αισθανόταν κενός και ανίκανος να παίξει κανένα παιχνίδι. Ήξερε πως όλη του η δουλειά ήταν ένα παιχνίδι, απλά δεν γνώριζε αν θα έβγαινε τελικά ζωντανός. Ρίσκαρε να χάσει τα πάντα και ήξερε πως η παρτίδα που μόλις είχε στηθεί δεν θα ήταν εύκολη.
Μόλις είχε βρει το επόμενο θύμα. Αν δεν συνεργαζόταν απλά θα έπρεπε να την εκτελέσει. Ψυχρά και χωρίς κανέναν οίκτο.
«Για το καλό της», ψιθύρισε και ηρέμησε λίγο την συνείδησή του.
Έπιασε το όπλο που βρισκόταν στο συρτάρι του γραφείου του και το χάιδεψε. Είχε μόλις δύο εβδομάδες να το χρησιμοποιήσει και μάλλον έπρεπε να το κάνει ξανά πολύ σύντομα. Εκείνη δεν θα τον άφηνε σε ησυχία. Τώρα που είχε επιστρέψει, θα τον στρίμωχνε για τα καλά και δεν ήθελε περισσότερους μπελάδες. Είχε μάθει να ξεφορτώνεται όποιον έμπαινε εμπόδιο στο πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο που μόνος του είχε στήσει.
Έψαξε για σφαίρες, μέχρι που τις βρήκε καταχωνιασμένες σε ένα ντουλάπι. Πήρε μία και την χάιδεψε, την περιεργάστηκε και την έβαλε στην τσέπη του.
«Κλάρα», ψέλλισε και χαμογέλασε. «Συγγνώμη γι' αυτό που θα σου κάνω», συμπλήρωσε ψυχρά χωρίς να αισθάνεται καμιά τύψη.
Θυμόταν ακόμα την σκιά της, την μυρωδιά της, την υφή από το δέρμα της. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό. Εκείνος δεν είχε μπει ποτέ σε δίλλημα. Ήξερε πολύ καλά πως ο μοναδικός δρόμος για την ζωή του ήταν η λογική, ο πλούτος και βάλθηκε να τον κερδίσει με τίμημα τον έρωτα. Θυμόταν τις νύχτες που τρύπωνε κρυφά στο δώμα της, που έπεφτε βαρύς από πάνω της και της χάριζε τον έρωτα του. Μετά τίποτα. Απλά ένα πρωινό του δήλωσε πως είχε μείνει έγκυος. Έτσι απλά του το είχε πει και εκείνος κάτι άρχισε να νοιώθει μέσα του, κάτι σαν φόβο.
Όταν το ανακοίνωσε στον πατέρα του, ο θυμός που είδε στα μάτια του ήταν η μετάφραση του φόβου που ένοιωθε. Δεν μπορούσε να παντρευτεί αυτή την γυναίκα. Κανείς δεν θα δεχόταν έναν τέτοιο γάμο. Εκείνος ήταν γιος γιατρού και εκείνη μια απλή γερμανίδα που είχε έρθει στην Ελλάδα για να ψάξει την τύχη της.
«Πατέρα πρέπει να την παντρευτώ», του είχε πει με πάθος. Την ήθελε αυτή την γυναίκα, την είχε ερωτευτεί.
«Αν φύγεις μαζί της, θα σε σκοτώσω. Αφού δεν σε έπνιξα στην γέννα, θα το κάνω τώρα. Στο ορκίζομαι», τα λόγια του πατέρα του μαχαίρια στην καρδιά του. Ποτέ δεν είχε πιστέψει πως αυτός ο άνθρωπος τον είχε αγαπήσει, πως τον ήθελε στην ζωή του. Η απόρριψη που είχε λάβει από εκείνον ήταν η μεγαλύτερη και βαθύτερη πληγή που είχε ποτέ ανοίξει μέσα του. Είχε ανάγκη όμως να του αποδείξει πως του έμοιαζε, πως θα τον έκανε περήφανο μια μέρα.
Από τότε τα λόγια μεταξύ τους ήταν μετρημένα στα δάχτυλα. Κανείς από τους δύο δεν έκανε βήμα να πλησιάσει τον άλλον. Ο Αλέξανδρος σαν πιο νέος δούλευε σκληρά, μερόνυχτα ολόκληρα. Ετοίμαζε την έφοδό του στην αγορά και δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον απασχολήσει. Ο πατέρας του από την άλλη δεν νοιαζόταν. Τον άφηνε να κάνει ότι ήθελε, αν κι εκείνος δεν πίστεψε ποτέ ότι θα τα κατάφερνε.
Όταν ένα πρωινό ο Αλέξανδρος τον χαιρέτησε και δεν έλαβε ούτε ένα ειρωνικό βλέμμα από τον πατέρα του, ανησύχησε. Γύρισε να τον κοιτάξει και το θέαμα που αντίκρισε δεν ήξερε αν τον έκανε χαρούμενο ή όχι. Ο πατέρας του νεκρός στο πάτωμα με λίγο αίμα να ξεφεύγει από το στόμα του. Καρδιακή προσβολή του είχαν πει οι γιατροί. Ούτε που πήγε στην κηδεία. Έδωσε διαταγή να φτιάξουν έναν καλό μαρμάρινο τάφο, αλλά εκείνος δεν πάτησε το πόδι του στην ταφή.
Μόνο μερικούς μήνες αργότερα, επισκέφθηκε τον τάφο του πατέρα του με ένα κοριτσάκι στα χέρια του και μερικά χαρτιά. Άφησε την μικρή κάτω στο χώμα και έριξε τα έγγραφα πάνω στον τάφο μαζί με μερικά εκατομμύρια να σκορπίζονται από τον άνεμο δεξιά κι αριστερά. Ήταν η πρώτη φορά που του ξέφυγε ένα δάκρυ από τα μάτια.
«Είσαι περήφανος τώρα πατέρα;» ψέλλισε κοιτώντας την φωτογραφία που υπήρχε στον τάφο. «Δεν ήρθα για να σου ανάψω το καντήλι, ούτε γιατί μου έλειψες. Δεν μου έλειψες πατέρα. Χάρηκα που πέθανες, που δεν θα σε ξαναδώ. Χάρηκα! Και ξέρεις κάτι; Δεν θέλω να σου μοιάσω πια. Έγινες ένα με τα σκουλήκια πατέρα. Που είναι το κύρος σου; Κοτζάμ γιατρός και δέχτηκες να μπεις σε έναν τάφο; Αυτή εδώ είναι η Νεφέλη, η κόρη μου. Ναι, η κόρη που ορκίστηκα να αγαπώ και να προστατεύω. Εδώ πατέρα, μπροστά στον τάφο σου, ορκίζομαι πως όποιος την πειράξει θα τον στείλω να σου κάνει παρέα», έλεγε σαν έφτυνε τα λόγια του. «Με έκανες ένα κάθαρμα πατέρα. Δεν μου δίδαξες την αγάπη, δεν με άφησες να κρυφτώ στην αγκαλιά της μαμάς μου. Πουτάνα, μου έλεγες ότι ήταν. Ήμουν τόσο δα παιδάκι πατέρα όταν μου μαύριζες την ψυχή. Μην ζητήσεις έλεος για όλα όσα θα κάνω. Το μίσος μου για όσους σου μοιάζουν είναι μεγαλύτερο από κάθε τι άλλο. Μόλις τελειώσω την αποστολή μου, να καθαρίσω τον κόσμο από κάποια καθάρματα σαν εσένα, θα έρθω να σε βρω στην κόλαση», πήρε την μικρή και έφυγε.
Δεν πάτησε ποτέ ξανά το πόδι του στο νεκροταφείο. Δεν ανέφερε ποτέ τίποτα για τον πατέρα του. Μεγάλωσε με αγάπη την κόρη του και αυτό του έφτανε.
Βασιλική Κυργιαφίνη