Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 15)


Η Ζωή κάνει επίσκεψη στη Σιμόν για να τη βοηθήσει με τον μικρό Ντάνι. Η Περνέλλ την υποδέχεται και της λέει ότι πρέπει να φύγει, να κανονίσει τις λεπτομέρειες με το ορφανοτροφείο.
Η Σιμόν είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιτάει έξω από το παράθυρο μ’ ένα αχανές βλέμμα. Τα μάτια της είναι ακόμα βουρκωμένα και ο Ντάνι κλαίει στην κούνια του δίπλα της. Η Ζωή παίρνει τον Ντάνι στα χέρια της και προσπαθεί να τον ηρεμήσει. «Σιμόν, χρειάζεσαι κάτι; Πεινάς, διψάς;» τη ρωτάει κι αυτή κουνάει το κεφάλι της χωρίς να μιλήσει. Αφού ο Ντάνι ρεύεται, τον ξαναβάζει στην κούνια κι αυτός αποκοιμιέται. Η Ζωή κάθεται στο κρεβάτι, δίπλα στα πόδια της Σιμόν. «Θες να μιλήσουμε;» τη ρωτάει.
Η Σιμόν κουνάει το κεφάλι ξανά. «Έμαθα ότι θα δώσεις τον Ντάνι για υιοθεσία» της λέει κι η Σιμόν την κοιτάει και δακρύζει. «Η μητέρα μου, όχι εγώ. Επιμένει ότι δε μπορώ να το μεγαλώσω μόνη μου» της παραπονιέται με θυμό. «Αλλά εσύ δε θες να τον αφήσεις;» τη ρωτάει η Ζωή, σχετικά εκνευρισμένη.
«Όχι, τον αγαπώ, είναι ό,τι πιο πολύτιμο είχα ποτέ στη ζωή μου. Είναι το μόνο που με συνδέει με τον Τομ» της λέει και κλαίει κι η Ζωή την αγκαλιάζει. «Αλλά η μαμά έχει δίκιο, είμαι πολύ ευάλωτη τώρα και θα γίνω άθλια μάνα. Ούτε μια φορά δε τον κράτησα στην αγκαλιά μου» ομολογεί η Σιμόν.
«Είσαι τραυματισμένη, Σιμόν, λόγω του θανάτου του Τομ αλλά δε σημαίνει αυτό ότι θα γίνεις άθλια μητέρα. Εφόσον τον αγαπάς, είσαι ήδη ένα βήμα μπροστά να γίνεις η καλύτερη μητέρα. Είναι το μωρό σου, Σιμόν! Πιστεύεις ο Τομ θα ‘θελε να δει το παιδί του με μια οικογένεια ξένων;» τη ρωτάει.
Η Σιμόν φαίνεται σκεπτική. «Ξέρεις τι, έχεις δίκιο. Είναι το παιδί μου! Θα το αγαπάω όπως είναι και δε με νοιάζει τίποτα! Θα τα καταφέρω!» λέει χαμογελώντας και πάει και τον παίρνει στα χέρια της. «Μωράκι μου…» ψιθυρίζει με δάκρυα στα μάτια και χαϊδεύει τα μαλλάκια του. Η Ζωή της χαμογελάει, περήφανη.
Εντωμεταξύ, στο δωμάτιο της κλινικής της Λαρίσα, ο Ρικ της κάνει ερωτήσεις σχετικά με το ημερολόγιό της που βρήκε. Αυτή φαίνεται σοκαρισμένη και σαστισμένη και προσπαθεί να βρει εξήγηση γι’ αυτά που γράφει. «Είναι αλήθεια λοιπόν; Σκότωσες τον θείο Ματ μαζί με τη θεία και τη γιαγιά;» ρωτάει ο Ρικ το ίδιο νευρικός.
Αυτή παίρνει το χάπι της και γνέφει. «Το πτώμα του δε βρέθηκε ποτέ, αλλά βρέθηκε το ελικόπτερο στα βαθιά της θάλασσας. Ρικ, ακόμα και σήμερα το μετανιώνουμε, και μας στοιχειώνει το μυστικό αυτό αλλά δεν τον ήξερες. Ήταν βίαιος στη θεία σου και παραλίγο να την πνίξει. Δε μπορούσε να ζούσε άλλο έτσι κι έτσι ήρθε μια μέρα και μου το ζήτησε μαζί με τη γιαγιά. Και έτσι πήγαμε στο ελικοδρόμιο του Ντάνβιλ και αποσυνδέσαμε κάποια καλώδια στο ελικόπτερο, το οποίο μετά κάποια ώρα θα σταματούσε να λειτουργεί» του εξηγεί με δάκρυα στα μάτια και ο Ρικ την κοιτάει, έκπληκτος.
«Ποτέ δε στο ‘πα και δεν σκόπευα, γιατί θα με μισούσες σίγουρα…και δε θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα, αγόρι μου. Καταλαβαίνω αν δε θες να με ξαναδείς αλλά να ξέρεις ότι το μετανιώνω κάθε μέρα από τότε» του λέει κι αυτός μένει σιωπηλός για λίγο για να το επεξεργαστεί.
«Όχι, καταλαβαίνω, ήθελες να προστατεύσεις την αδερφή σου. Αυτό που σκέφτομαι είναι μήπως αυτό που κάνατε τότε έχει σχέση με όσα γίνονται τους τελευταίους μήνες. Μήπως σας είδε κάποιος και θέλει να σας εκδικηθεί; Μήπως όντως απήγαγαν τη Μέριλιν για να με πληγώσουν κι έτσι να πληγώσουν και σένα; Αλλά ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;» αναρωτιέται ο Ρικ και παίρνει δυο κόκκινα χάπια.
«Τι πήρες εκεί;» τον ρωτάει, ανήσυχη. «Τίποτα, κάτι ηρεμιστικά που μου έγραψε η Λίλι. Με βοηθούν να χαλαρώσω» της λέει κι αυτή αναστατώνεται και σηκώνεται απ’ το κρεβάτι.
«Φέρε να τα δω, Ρικ» τον διατάζει κι αυτός την κοιτάει με περιέργεια. «Τώρα, Ρικ!» του φωνάζει. Αυτός της δείχνει το μπουκαλάκι. Αυτή διαβάζει την ετικέτα και αγχώνεται. «Όχι, Ρικ. Όχι! Δε θα πάρεις χάπια! Δε θα γίνεις σαν εμένα και τη θεία σου! Όχι!» του φωνάζει και πάει στο μπάνιο και τα ρίχνει στη τουαλέτα. Αυτός αρχίζει και θυμώνει.
«Τρελάθηκες, μαμά; Ήταν πανάκριβα! Έχεις τρελαθεί τελείως!» της φωνάζει. «Δε τα χρειάζεσαι, Ρικ! Μη τους αφήσεις να νικήσουν, σε παρακαλώ! Δε μπορώ να σε χάσω!» του λέει, κλαίγοντας κι αυτό φεύγει, εκνευρισμένος.
Η Ζωή συναντάει τον Ρικ στο σπίτι της. «Πού είναι ο πατέρας σου;» ρωτάει ο Ρικ. «Πήγε στην αστυνομία, τον κάλεσε ο Λαρς» του λέει η Ζωή και τον αγκαλιάζει. «Πώς είσαι;» τον ρωτάει και του δίνει ένα φιλί. Αυτός της χαμογελάει γλυκά.
«Είμαι λίγο νευρικός τελευταία. Μ’ όλα αυτά που έχουν γίνει…» της λέει και της δίνει κι άλλο φιλί και μετά κάθονται στο μπαλκόνι. Αυτή του σερβίρει μαύρο τσάι με μέλι και γάλα σόγιας. Ύστερα του δίνει το λάπτοπ της που δείχνει το σημερινό άρθρο της εφημερίδας.
«ΤΙΤΛΟΣ: Ο απαγωγέας της Μέριλιν Φιτζ νεκρός» αρχίζει και διαβάζει το άρθρο. «Δε το πιστεύω, κάνουν τον Λαρς ήρωα και τον Τομ τον μεγάλο εγκληματία του Ντάνβιλ» λέει ο Ρικ κι η Ζωή του λέει να διαβάσει τη τελευταία παράγραφο. «Πτώμα 26χρονης βρέθηκε λίγο πιο έξω από το ελικοδρόμιο του Ντάνβιλ, πιθανόν της άτυχης Μέριλιν Φιτζ» διαβάζει ο Ρικ με ανοιχτό το στόμα και σχίζει την εφημερίδα σε κομμάτια και την πετάει απ’ το μπαλκόνι. Ύστερα σπάει τα φλιτζάνια με το τσάι και κλωτσάει τον τοίχο. Η Ζωή προσπαθεί να τον ηρεμήσει αλλά αυτός χάνει τον έλεγχο, την σπρώχνει και πάει να φύγει αλλά πέφτει πάνω στον πατέρα της Ζωής, Μπράντλεϋ, που μόλις μπαίνει στο σπίτι.
«Κ. Μπράντλεϋ, τι έγινε τελικά; Αναγνωρίσατε το πτώμα;;» του φωνάζει κι ο Μπράντλεϋ του απαντάει «Δεν ήταν η Μέριλιν, ευτυχώς». «Πρέπει να μιλήσω στον Λαρς, είναι ακόμα στο τμήμα;» ρωτάει ο Ρικ εκνευρισμένος κι έτοιμος να φύγει αλλά ο Μπράντλεϋ του φωνάζει από μακριά «Πρέπει να έχει φύγει, Ρικ. Μου είπε ότι αφήνει την υπόθεση στους αστυνομικούς, και φεύγει απ’ το Ντάνβιλ» του λέει.
Ο Ρικ κοιτάει τη Ζωή με νόημα και φεύγουν μαζί. «Πού πας, Ζωή;;» της φωνάζει ο πατέρας της. Ο Ρικ με τη Ζωή πηγαίνουν στης Σιμόν. «Χρειαζόμαστε το αυτοκίνητο σου, Σιμόν. Θα ακολουθήσουμε τον Λαρς, φεύγει από την πόλη» της λέει η Ζωή κι η Σιμόν σηκώνεται. «Θα ‘ρθω μαζί σας» τους λέει, αποφασισμένη. Τότε εμφανίζεται η μητέρα της, η Περνέλλ. «Πού θα πας, Σιμόν;» απαιτεί να μάθει.
«Πρόσεχε τον Ντάνι» της λέει η Σιμόν και βάζει τα παπούτσια της και το παλτό της. «Σιμόν, όχι! Δε θα πας πουθενά μ’ αυτούς τους δυο, είναι επικίνδυνο!» της φωνάζει η Περνέλλ. Η Σιμόν της φωνάζει «Αν μ’ αγάπησες ποτέ, μαμά, θα μ’ αφήσεις να κάνω αυτό που πρέπει. Αλλιώς θα πάρω τον Ντάνι και θα φύγω και δε θα μας ξαναδείς ποτέ!!!»
Η Περνέλλ δε λέει κάτι άλλο και στέκεται στο παράθυρο, ανήσυχη, βλέποντας τους τρεις τους να μπαίνουν στο αυτοκίνητο.
Περνάνε πρώτα απ’ το τμήμα και τον βλέπουν να μπαίνει στο αυτοκίνητο. Τον ακολουθούν στα προάστια όπου τελικά παρκάρει έξω από το σπίτι της Μέρεντιθ. Χτυπάει το κουδούνι και του ανοίγει η Μέρεντιθ.

«Δεν έλειπε η θεία σου;» ρωτάει η Σιμόν. «Δεν ήξερα ότι επέστρεψε» λέει ο Ρικ και με το που μπαίνει ο Λαρς, πηγαίνει έξω από το παράθυρο του σπιτιού της Μέρεντιθ. Τη βλέπει να του δίνει ένα μάτσο λεφτά, κι αυτός της δίνει μικρή λευκή βαλιτσούλα με ένα σύμβολο πάνω. 

ΣταύροςkS