Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 3)



Το επόμενο πρωί, η διάθεσή της ήταν φανερά ανεβασμένη. Είχε σκοπό να δείξει στον αλαζόνα Στρατηγό ότι ήταν διαφορετική από τις άλλες Αρχόντισσες που γνώριζε και ότι δε την σταματούσε τίποτε. Φορώντας ένα απ'τα πουκάμισα που πήρε απ'το σπίτι της, το μαύρο παντελόνι της και τις άνετες, δερμάτινες, σκουρόχρωμες μπότες της μαζί με μια προστατευτική ζώνη γύρω από τη λεπτή μέση της, κατευθύνθηκε προς την αυλή, όπου θα την περίμενε ο νεαρός άνδρας. Δίπλα της περπατούσε και η νεαρή Μελωδία, συνομιλώντας μαζί της και κρατώντας νερό και ψωμί με τυρί σε περίπτωση που πεινάσει η αρχόντισσά της. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, είδε τον Στρατηγό, το Μύρωνα και το Λεωνίδα δίπλα από τρία άλογα.
«Καλημέρα, Βασιλιά μου. Στρατηγέ. Σερ Λεωνίδα.», τους χαιρέτησε με ένα ευγενικό χαμόγελο, νιώθοντας ένα ζευγάρι γκρι και ένα ζευγάρι γκριζογάλανα μάτια να την εξετάζουν από πάνω μέχρι κάτω.

«Καλημέρα, Αρχόντισσά μου» την καλημέρισαν με ένα χαμόγελο ο καθένας. Πλησίασε το Μύρωνα.
«Θα μας τιμήσετε με την παρουσία σας στην βόλτα μας, Βασιλιά μου;», τον ρώτησε ευγενικά και εκείνος αναστέναξε λυπημένα, χαμογελώντας. «Δυστυχώς, γλυκιά μου Ρωξάνδρα, εγώ έχω κάτι θέματα να κανονίσω. Θα σας συνοδεύσουν, όμως, ο Σερ Λεωνίδας μαζί με την Μελωδία.» της απάντησε, κρατώντας της τα χέρια στοργικά.
«Μην ανησυχείτε, Βασιλιά μου! Θα έχουμε άπειρο χρόνο να αναπληρώσουμε τον χαμένο.» του είπε τα λόγια που έπρεπε να πει και εκείνος χαμογέλασε. «Φυσικά, Αρχόντισσά μου.» είπε, κοιτώντας την.
Την ώρα που εκείνη άρχισε να νιώθει άβολα και να χάνεται για λίγο πάλι στις σκέψεις της, ένιωσε ξαφνικά τα υγρά του χείλη ενάντια στα δικά της, να της κλέβουν το πρώτο της φιλί.
Στάθηκε εκεί μαρμαρωμένη, χωρίς να κάνει τίποτε. Τι μπορούσε, εξάλλου; Δεν το είχε προβλέψει. Δεν ήθελε να το κάνει, έτσι και αλλιώς. Εκείνος απομάκρυνε τα χείλη του από εκείνη και την κοίταξε χαμογελώντας.
«Θα τα πούμε αργότερα. Καλά να περάσετε.» είπε και απομακρύνθηκε, αφήνοντάς την στήλη άλατος, να στέκεται ακόμα εκεί, νιώθοντας τα άγρια μούσια του σχεδόν τριών ημερών ακόμα να την ενοχλούν στα χείλη της.

Πώς τόλμησε να το κάνει αυτό; Πώς μπόρεσε; Έτσι; Τόσο ξαφνικά; Η ενοχλημένη και ανυπόμονη φωνή του Αρθούρου την επανέφερε στη πραγματικότητα.

«Πάμε; Μην μας πάρει και το βράδυ.»,  είπε και ανέβηκε στο άλογό του. Εκείνη έγνεψε και ανέβηκε μόνη στο δικό της, αν και ο Λεωνίδας προσφέρθηκε να την βοηθήσει.

«Εμ... Εγώ δεν έχω άλογο... Πώς θα-», άρχισε αμήχανα η Μελωδία και ο Λεωνίδας στράφηκε προς το μέρος της με ένα αχνό χαμόγελο. «Θα έρθεις μαζί μου.» της είπε και την βοήθησε να ανέβει πίσω του, στο μεγάλο καφέ άλογό του.

Εκείνη, αν και θα αρνιόταν υπό άλλες συνθήκες, δέχθηκε, καθώς το ζεστό χαμόγελό του την έκανε να νιώθει άνετα με αυτό. Ανέβηκε, κρατώντας τα πράγματα για την Ρωξάνδρα και άρχισαν να κατευθύνονται προς το κοντινό δάσος. Λίγο αργότερα, έχοντας φτάσει αρκετά βαθιά στο δάσος, ο Αρθούρος σταμάτησε.

«Καλύτερα να σταματήσουμε. Αν συνεχίσουμε, μπορεί να είναι επικίνδυνο.», είπε και οι υπόλοιποι συμφώνησαν. Καθώς η Ρωξάνδρα κατέβηκε από τη μαύρη φοράδα της, κοίταξε γύρω της. Καταπράσινα δέντρα χόρευαν με τον αέρα που τα διαπερνούσε και το ποτάμι ακουγόταν ρυθμικά δίπλα τους, κάνοντας το όλο τοπίο να φαίνεται εξωπραγματικό. Λίγο πιο πέρα, μπορούσε να εντοπίσει το απαλό πράσινο γρασίδι να επισκιάζεται από τα φύλλα των ψηλών δέντρων. Μπορούσε να νιώσει την ηρεμία που εξέπεμπε το τοπίο και αυτό την έκανε να νιώθει σα να είναι ξανά σπίτι. Το μόνο που έλειπε ήταν η αλμύρα της θάλασσας να την χτυπά στο πρόσωπο και να εισβάλει στα ρουθούνια της. Όμως το ποτάμι δίπλα τους, ήταν η τέλεια αντικατάσταση.

Λίγο πιο πέρα, καθώς ο νεαρός Αρθούρος έδενε τα άλογά τους κοντά στο γρασίδι και το ποτάμι, ώστε να μπορούν να πιουν και να βοσκήσουν ελεύθερα, το βλέμμα του έπεσε πάνω την νεαρή Αρχόντισσα που κοιτούσε μαγεμένη το χώρο γύρω τους. Φαινόταν σα να χανόταν στο τοπίο που τους περιέκλειε. Σαν να ήταν επιτέλους ελεύθερη για μια μόνο στιγμή… σαν εκείνες τις νύμφες που συνήθιζε να διαβάζει στην μικρή αδελφή του. Εκείνες τις μικρές παιχνιδιάρες νύμφες που τριγύριζαν και κόλαζαν τους νεαρούς άνδρες με την ομορφιά τους. Έτσι και αυτή, όπως εχθές έτσι και σήμερα τον κόλαζε με την εξωτική ομορφιά της και το αθώο ύφος της.

Ξάφνου, το βλέμμα της μελαγχόλησε και από ελεύθερο και μαγεμένο όπως ήταν, ένα μελαγχολικό πέπλο έπεσε πάνω απ'τα μαύρα μάτια της και τα σκέπασε. Σαν κάτι να θυμήθηκε. Σα να ξέρει ότι αργά ή γρήγορα θα φύγουν από εδώ. Νιώθοντας τη μεγάλη επιθυμία να διώξει αυτήν την σκιά απ'τα μάτια της, την πλησίασε, κρατώντας δυο σπαθιά. Στάθηκε μπροστά της και έριξε το ένα μπροστά απ'τα πόδια της. Εκείνη τον κοίταξε μπερδεμένη.

«Παινεύτηκες για τις δεξιότητές σου στη μάχη.», άρχισε, ενώ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο έπαιζε με τα χείλη του.
«Ας δούμε πόσο καλή πραγματικά είσαι.» της είπε και σήκωσε το σπαθί του, έτοιμος να αφοπλίσει οποιαδήποτε κίνησή της. Εκείνη στένεψε τα μάτια της, χαμογελώντας και κοίταξε το σπαθί μπροστά της.

«Οποιοσδήποτε τρόπος νίκης είναι ευπρόσδεκτος;», τον ρώτησε, σηκώνοντας το φρύδι της περίεργη και εκείνος για λίγο απλά την κοίταξε, μπερδεμένος για το τι πρέπει να αποφασίσει. Είναι απλά άλλη μια Αρχόντισσα που νομίζει ότι είναι καλύτερη απ'τον καθένα μας, σκέφτηκε χλευαστικά, τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Της χαμογέλασε θριαμβευτικά.

«Ναι.», είπε, μην έχοντας ιδέα τι τον περιμένει. Όμως το πονηρό χαμόγελο στα χείλη της τον προειδοποίησε και για μια στιγμή σκέφτηκε να πάρει πίσω ό,τι είπε, αλλά η κίνησή της τον άφησε έκπληκτο. Έβαλε το πόδι της κάτω απ'την λαβή του ξίφους και το σήκωσε στον αέρα, πιάνοντάς το επιδέξια. Εκείνος έμεινε να την κοιτά, μαγεμένος απ'τις σίγουρες και επιδέξιες κινήσεις της, όμως η επίθεσή της τον έβγαλε γρήγορα από την ονειροπόλησή του.
Έπεσε στην άκρη και ξανασηκώθηκε με ένα πήδημα, γελώντας και έχοντας το σπαθί του στραμμένο σε αυτήν. Επιδέξια κόλπα για να εκπλήξεις τον αντίπαλο, σκέφτηκε ξανά χλευαστικά, συνηθισμένο.

Έκανε κίνηση προς αυτήν απότομα και εκείνη τον απέφυγε, συγκρούοντας το σπαθί της με το δικό του. Έχοντας έρθει πρόσωπο με πρόσωπο, την κοίταξε, χαμογελώντας της ειρωνικά.
«Μόνο αυτό έχετε, Αρχόντισσά μου;», την ρώτησε κοροϊδευτικά και εκείνη χαμογέλασε πονηρά.

«Φυσικά και όχι, Στρατηγέ μου.», του είπε και τον έσπρωξε με όση δύναμη έχει από κοντά της. Κοίταξε φευγαλέα στα δέντρα. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της και το μαύρο βλέμμα της έπεσε ξανά στο δικό του.

«Νομίζω πως πρέπει να πάρεις μερικές ανάσες, Στρατηγέ μου.», του πρότεινε πονηρά και εκείνος την κοίταξε με σηκωμένα τα φρύδια, καθώς ένα διασκεδαστικό χαμόγελο φλέρταρε τα σαρκώδη χείλη του.

«Ααα ναι εε; Και γιατί;», την ρώτησε εκείνος με τη σειρά του, κοιτώντας την, ενώ το σπαθί του ήταν στραμμένο σε αυτήν.

«Επειδή θα τρέξετε.», του απάντησε και εκείνος για λίγο τα έχασε.

«Τι;», την ρώτησε χαμένος αλλά η μόνη απάντησή της ήταν να τρέξει προς το ποτάμι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Εκείνος την κοίταξε μπερδεμένος αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι έπρεπε να την κυνηγήσει. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άρχισε να τρέχει πίσω της, ενώ αυτή χάθηκε πίσω απ'τα πελώρια δέντρα.

Άλλο ένα απ'τα παιχνίδια της, μονολόγησε από μέσα του και έτρεξε πιο γρήγορα. Έχοντας φτάσει κοντά στο ποτάμι και σε αδιέξοδο, κοίταξε γύρω του, όμως πουθενά η νεαρή πονηρή Αρχόντισσα. Παντού πρασινάδα και τα κλαδιά του δέντρου που χόρευαν από μόνα τους με τον αέρα. Θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα ρομαντικό τοπίο για μια ξέγνοιαστη στιγμή μεταξύ ενός ερωτευμένου ζεύγους. Αλλά όχι. Εκείνος βρισκόταν εδώ, όχι με κάποια κοπέλα που αγαπούσε, αλλά με μια που είχε βαλθεί να του καταστρέψει τον ψυχικό του κόσμο με την θανατηφόρα επικίνδυνη ομορφιά της και τις πονηριές της.

Γύρισε να φύγει, όταν ένιωσε ένα βάρος στους πλατύ ώμους του να τον τραβά προς τα κάτω. Συγκρούστηκε με το σκληρό χώμα και έκλεισε τα μάτια του χάρις την απότομη πτώση και τον ήλιο που έπεφτε επιθετικά πάνω στα μάτια του. Έκανε κίνηση να πιάσει το σπαθί του που είχε πέσει δίπλα του, αλλά μια δερμάτινη σκούρα μπότα το έσπρωξε μακριά από τα χέρια του και στάθηκε από πάνω του. Ο άνθρωπος από πάνω του έστρεψε το σπαθί του προς αυτόν, ακουμπώντας το κρύο βαρύ μέταλλο πάνω στη ζεστή σάρκα του λαιμού του. Ένιωθε την αδρεναλίνη να ανεβαίνει και το αίμα του να τρέχει στις φλέβες του και να τον χτυπά στα αυτιά. Ο δυνατός φωτεινός ήλιος τον εμπόδιζε να δει το πρόσωπο του αγνώστου από πάνω του. «Άντε λοιπόν. Κάντο. Και όλος ο στρατός του Βασιλιά Μύρωνα θα σε κυνηγήσει.», είπε προκλητικά, χρησιμοποιώντας τη θέση του. Η αναμονή τον άγχωνε. Το κρύο μέταλλο τον έπνιγε με έναν δικό του τρόπο ενάντια στο λαιμό. Και ο άγνωστος που στεκόταν από πάνω του τον έκανε να νιώθει σαν πρόβατο που πήγαινε κατευθείαν για σφαγή. Σαν ένα θήραμα που περίμενε υπομονετικά το τέλος του.

Περίμενε για την σκληρή λεπίδα να τον τρυπήσει, παίρνοντάς του έτσι το δικαίωμα να ζει. Όμως αυτό δεν ήρθε ποτέ. Αντιθέτως, ακούστηκε μια γνώριμη γυναικεία σαρκαστική φωνή.
«Δε νομίζω. Θα είχα αρκετούς λόγους για να δικαιολογήσω την πράξη μου. Όμως δε θα το κάνω, γιατί είμαι καλός άνθρωπος.»

Μπερδεμένος, έβαλε τη παλάμη του κόντρα στον ήλιο και στένεψε τα ανοιχτά μάτια του, προσπαθώντας να δει καλύτερα. Δεν έκανε λάθος. Η νεαρή παιχνιδιάρα Αρχόντισσα στεκόταν από πάνω του με ένα αυτάρεσκο αλαζονικό χαμόγελο που είχε απλωθεί στα σαρκώδη χείλη της. Ένα χαμόγελο που θα ήθελε πολύ να το σβήσει από εκεί. Όμως ο τρόπος που θα το έκανε... Αυτό είναι άλλο θέμα. Μάζεψε το ξίφος της και έτεινε το χέρι της για να τον βοηθήσει. Εκείνος το πήρε, όμως αντί να σηκωθεί, την τράβηξε πάνω του. Την έριξε στο έδαφος και ανέβηκε πάνω της, έχοντάς την παγιδευμένη ανάμεσα στο σκληρό βρόμικο έδαφος και το γεροδεμένο μελαμψό σώμα του. Η κραυγή έκπληξής της διαπέρασε τα αυτιά του και η ματιά της συνάντησε την δικιά του. Πήγε να πιάσει το σπαθί της, αλλά έπιασε τους καρπούς της και τοποθέτησε τα χέρια της πάνω απ'το κεφάλι της, έχοντάς την πλέον εντελώς απροστάτευτη και στο έλεός του.

«Εγώ, όμως, δεν είμαι καλός άνθρωπος.», της είπε, με άλλο ένα εκνευριστικό χαμόγελο να κοσμούσε τα χείλη του, ενώ τα λαμπερά μάτια του τρεμόπαιζαν με μια παιχνιδιάρικη λάμψη. Εκείνη στένεψε τα μάτια της και τον αγριοκοίταξε.

«Το κατάλαβα...», μουρμούρησε. Τα πρόσωπά τους απείχαν μόλις λίγα εκατοστά. 

Μπορούσε με ευκολία να νιώσει την ανάσα της να τον χτυπά στο πρόσωπο και την μυρωδιά της να τον γεμίζει, μπαίνοντας απ'τα ρουθούνια του. Αρκετές τούφες είχαν ξεφύγει απ'την πλεξούδα της, κάνοντάς την να μην θυμίζει σε τίποτα την ψυχρή απόμακρη Αρχόντισσα, η οποία υπακούει στα πρέπει που της θέτουν. Όχι. Η γυναίκα που βρισκόταν ανάμεσα στα χέρια του δεν ήταν η γυναίκα που είδε χθες το βράδυ. Η γυναίκα που κρατούσε τώρα ήταν μια ελεύθερη νεαρή σκανταλιάρα γυναίκα, η οποία ακολουθούσε τα θέλω της και έπαιρνε μικρά ρίσκα.

Εκείνη, από την άλλη, με κάθε ανάσα που έπαιρνε, ένιωθε το στήθος της να συγκρούεται με το δικό του και μετά τα τρία τυχαία χτυπήματα, έπιασε τον εαυτό της να απολαμβάνει την ζεστασιά που έβγαζε το σώμα του και την προστασία που ένιωθε στα χέρια του. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν άντρα. Πρώτη φορά που ένιωθε κάποιον τόσο κοντά της. Αν εξαιρούσε βέβαια το ατυχές συμβάν που συνέβη το πρωί με τον μέλλοντα σύζυγό της. Η θύμηση του Μύρωνα την επανέφερε απότομα στην σκληρή πραγματικότητα και τους κανόνες και τα όρια που υπάρχουν. Το παχύ πέπλο που υπήρχε στα μάτια της και την κρατούσε σε ένα όνειρο... σε μια απαγορευμένη φαντασίωση έφυγε αμέσως και τη θέση του πήρε η αμηχανία.

Ο Αρθούρος ένιωσε την αλλαγή της διάθεσής της και την κοίταξε μπερδεμένος. Εκείνη έβηξε αμήχανα και τον έσπρωξε μαλακά για να φύγει από πάνω της. Εκείνος αμέσως σηκώθηκε, απομακρύνοντας το σώμα του απ'το δικό της όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Έτεινε το χέρι του για να την βοηθήσει να σηκωθεί, αλλά εκείνη τον απέφυγε και σηκώθηκε μόνη της, στρώνοντας τα ρούχα της. Τον κοίταξε φευγαλέα.

«Πρέπει να γυρίσουμε. Θα ανησυχούν.», του θύμισε, αποφεύγοντας το βλέμμα του και τον προσπέρασε, φτιάχνοντας τα ρούχα της. Την κοίταξε, καθώς απομακρύνοταν από κοντά του με γοργά βήματα. Από μέσα του, έβριζε τον εαυτό του για την ηλιθιότητα που έκανε και για τα όρια που ήταν ένα βήμα να περάσει. Μάζεψε το ξεχασμένο σπαθί του και την ακολούθησε. Καθώς πλησίαζαν τους φίλους τους, η Μελωδία αναφώνησε ανακουφισμένη.
«Αρχόντισσά μου! Ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε στο κάστρο για ενισχύσεις! Είστε καλά;» την ρώτησε, τρέχοντας προς το μέρος της.

«Μια χαρά είμαι, Μελωδία.» της είπε, καθησυχάζοντας την υπηρέτρια με ένα μικρό χαμόγελο. Ο Λεωνίδας πλησίασε τον φίλο του.

«Έγινε τίποτα;», του ψιθύρισε, όμως είδε ότι ο Αρθούρος κάθε άλλο παρά να μιλήσει ήθελε.
Απέφυγε το βλέμμα του φίλου του και κοίταξε την νεαρή Αρχόντισσα. «Γυρίζουμε; Σε λίγο σκοτεινιάζει.», είπε και εκείνη αμέσως έγνεψε και πήγε προς την μαύρη φοράδα της, η οποία έδειχνε να απολαμβάνει αρκετά την συντροφιά του αλόγου του Στρατηγού. Έλυσε τα χαλινάρια της, τα οποία τα είχε δέσει ο Αρθούρος στο δέντρο και ανέβηκε πάνω της, περιμένοντας τους άλλους. Μόλις ήταν έτοιμοι να φύγουν, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Η διαδρομή ήσυχη, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι οπλές των αλόγων και τα φύλλα που κινούταν με το απαλό αεράκι που χάιδευε τα πρόσωπά τους.

Κανείς δε τολμούσε να μιλήσει. Η Μελωδία είχε χαλαρώσει ακουμπησμένη στην πλάτη του Λεωνίδα και εκείνος ένιωθε την ζεστασιά του σώματός της να τον κατακλύζει. Δε θα μπορούσε να ζητήσει κανείς τους τίποτα παραπάνω.

Απ'την άλλη, η νεαρή Αρχόντισσα και ο Στρατηγός ένιωθαν ένα φάσμα αμηχανίας να τους περικλύζει. Έριχναν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλον και όποτε συναντιόνταν τα βλέμματά τους, γύριζαν απ'την άλλη. Εκείνη, μπορούσε ακόμα να νιώσει το σώμα του να πλακώνει το δικό της, ενώ αυτός μύριζε ακόμα την μυρωδιά της στα ρουθούνια του. Ήταν μια μυστηριώδης γυναίκα, έπρεπε να παραδεχτεί. Όμοιά της, καμία. Είχε καταλάβει ότι η ψυχρή και μυστήρια συμπεριφορά της, ίσως να ήταν ένα τείχος που προστάτευε τα συναισθήματά της. Ποτέ δε θα μάθαινε με βεβαιότητα.

Υπό κανονικές συνθήκες, δε θα το πήγαινε ποτέ τόσο μακριά. Ήξερε ότι την προκαλούσε με κάθε δυνατό τρόπο από την πρώτη στιγμή που την άγγιξε, τότε που έπεσε πάνω του, αλλά εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει το ίδιο. Υπήρχαν όμως όρια.

Ήταν αρραβωνιαστικιά του Βασιλιά, όχι άλλη μια Αρχόντισσα που θα μπορούσε να παίξει μαζί της. Εκείνη ήταν τελείως άβγαλτη σε όλο αυτό. Καταλάβαινε ότι δε γνώριζε τίποτα σε σχέση με το φλερτ που υπάρχει στη Βασιλική Αυλή και ό,τι έχει σχέση με το τι μπορεί να γίνει στους προσωπικούς θαλάμους του καθενός.

Και για μια στιγμή, ένιωσε το πράσινο τερατάκι της ζήλιας να του δίνει μια γερή κλοτσιά στην καρδιά. Θα έχανε την αθωότητά της από τον Βασιλιά. Και μόνο η σκέψη τον τρόμαζε... Ο συλλογισμός του διακόπηκε από έναν δυνατό θόρυβο. Τα άλογα αμέσως τρόμαξαν και σηκώθηκαν, ρίχνοντας κάτω την αφηρημένη μέχρι εκείνη τη στιγμή, Ρωξάνδρα. Ο Αρθούρος έσπευσε να σταματήσει την φοράδα της από το να πέσει πάνω της. Κατέβηκε γρήγορα απ'το άλογό του και έτρεξε σε αυτήν.

Ένας ήχος πόνου βγήκε απ'τα χείλη της, καθώς προσπάθησε να σηκωθεί μόνη της.
«Είσαι καλά;», την ρώτησε αμέσως ανήσυχος, κοιτώντας την κατάματα.

«Να-Πρόσεχε!», φώναξε και αμέσως γύρισε πίσω του, βγάζοντας το σπαθί του. Ένας άντρας με μαύρα ρούχα έτρεχε προς το μέρος του. Εκείνος τον αφόπλισε απ'το σπαθί του και τον κάρφωσε στην κοιλιά, παίρνοντάς του το δικαίωμα ζωής. Άλλος ένας άντρας έκανε την εμφάνισή του πίσω απ'τα δέντρα, αυτή τη φορά κρατώντας ένα τόξο. Το βέλος ήδη τεντωμένο και έτοιμο να χτυπήσει την Ρωξάνδρα. Το βέλος έφυγε με προορισμό την Αρχόντισσα και ο Αρθούρος χωρίς δισταγμό, μπήκε μπροστά της. Η κοφτερή λεπίδα συγκρούστηκε με τον αριστερό ώμο του και εκείνος κραύγαξε από τον πόνο, πιάνοντας το σημείο. Η Ρωξάνδρα αμέσως έβγαλε το στιλέτο της και το πέταξε με άψογο σημάδι κατευθείαν στην καρδιά του δράστη. Αμέσως, σύρθηκε με δυσκολία προς τον Αρθούρο, ο οποίος κειτόταν δίπλα της, βγάζοντας το βέλος απ'τον ώμο του.
«Αρθούρε;! Αρθούρε;! Μίλα μου! Είσαι καλά;!», φώναξε ανήσυχη, πιάνοντας το πρόσωπό του. Εκείνος, σφίγγοντας τα δόντια του, γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε.
«Εντάξει. Είμαι εντάξει.» της είπε και σηκώθηκε με μεγάλη προσπάθεια, πιάνοντας τον ώμο του. Τότε, ο Λεωνίδας, ο οποίος είχε τρέξει μαζί με την Μελωδία για να πιάσουν τα άλογά τους, εμφανίστηκε.

«Είστε όλοι καλά;», ρώτησε και τότε είδε την Αρχόντισσα πεσμένη στο έδαφος. Έτρεξε προς αυτήν κατευθείαν.

«Αρχόντισσά μου, είστε καλά;», την ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε, προσπαθώντας να πάρει μερικές ανάσες, καθώς ένιωθε ακόμα το αίμα να χτυπά στο κεφάλι της απ'την αδρεναλίνη.

«Μια χαρά.» είπε, προσπαθώντας να σηκωθεί.

Στηρίχθηκε στα πόδια της για να σηκωθεί απ'το χώμα, αλλά ένας δυνατός πόνος διαπέρασε όλο το δεξί πόδι της, κάνοντάς την να πέσει ξανά κάτω με μια σφιγμένη κραυγή. Αμέσως, οι δύο άντρες έτρεξε προς αυτήν.

«Λεωνίδα, πάρε τη Μελωδία και πάτε πίσω. Ειδοποιήστε τον Φίλιππο να είναι έτοιμος μόλις την φέρω.» διέταξε και σήκωσε την Αρχόντισσα στα χέρια του, σφίγγοντας τα δόντια του. Κανείς δε έφερε αντίρρηση και αμέσως έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, παίρνοντας μαζί τους και την φοράδα της Ρωξάνδρας.

Η Ρωξάνδρα απ'την άλλη, είχε αφεθεί στα γερά χέρια του Αρθούρου και τον άφησε να την πάει στο άλογό του. Την ανέβασε πάνω και ανέβηκε από πίσω της, κρατώντας την. Η πλάτη της ακούμπησε το γερό στέρνο του και σε κάθε ανάσα του, τον ένιωθε να την σπρώχνει ελαφρά. Ήταν όπως ήταν μικρή, που ο πατέρας της την έπαιρνε στην αγκαλιά του και την νανούριζε. Όπως τότε, έτσι και τώρα, ένιωσε τους μυς της να χαλαρώνουν και τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Η μυρωδιά του μαζί με την κούραση που ένιωθε, την έκαναν να αγνοήσει εντελώς τον πόνο που ένιωθε στο πόδι της. Σύντομα, βρήκε τον εαυτό της να παρασύρεται σε έναν γλυκό ύπνο, με την ανάσα του και την αγκαλιά του να την νανουρίζουν. Ο Αρθούρος απ'την άλλη, την ένιωθε να αναπνέει και σιγά-σιγά να πέφτει στην αγκαλιά του Μορφέα. Όμως, αυτή τη φορά ήταν στη δική του αγκαλιά. Μέσα στα χέρια του. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ώστε να μην επιδεινωθεί η κατάστασή της. Μόλις έφτασε στην αυλή, αμέσως την έριξε στην αγκαλιά του και την πήγε στον Φίλιππο, τον γιατρό της Βασιλικής Αυλής, χωρίς να λογαριάζει τον οξύ πόνο στον ώμο του. Ευτυχώς, ήταν ήδη έτοιμος να υποδεχθεί και να εξετάσει την αναίσθητη Αρχόντισσα.

«Βάλ'την εδώ πάνω.», του είπε, βλέποντας ότι η Ρωξάνδρα ήταν αναίσθητη. Έσκυψε από πάνω της, κοιτώντας την εξεταστικά. «Τώρα λιποθύμησε;», ρώτησε, κοιτώντας το πρόσωπό της. «Την πήρε ο ύπνος κατά την διαδρομή προς την επιστροφή. Έπεσε απ'το άλογο.», πληροφόρησε εκείνος τον ηλικιωμένο άντρα μπροστά του, κοιτώντας την ανήσυχος. Αυτός άρχισε να την εξετάζει. Τελικά, είδε ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν ξεκούραση και μια ειδική αλοιφή για να μην της δημιουργηθούν μελανιές. Καθώς ήταν ακόμα αναίσθητη, την άφησε να ξαπλώσει στο ιατρικό κρεβάτι μέχρι να ξυπνήσει. Είχε μείνει δίπλα της, όλη την ώρα. Δε γνώριζε αν είχε μάθει για την κατάσταση ο Βασιλιάς και ούτε τον ενδιέφερε. Ήθελε μόνο να δει αν πονά. Λογικά θα πονούσε, όμως ήθελε να βεβαιωθεί απ'την ίδια ότι ήταν καλά. Και θα βεβαιωνόταν μόνο αν ξυπνούσε απ'τον λήθαργό της. Άφησε με το ζόρι τον Φίλιππο να περιποιηθεί το τραύμα του και περίμενε.

Μετά από δύο ώρες, επιτέλους την είδε να ανοίγει τα μάτια της. Πρώτα, κοίταξε γύρω μπερδεμένη κι έπειτα, το βλέμμα της έπεσε πάνω του. Η ματιά της στο λεπτό από ανήσυχη έδειξε ανακουφισμένη.

«Αρθούρε-», άρχισε αλλά την διέκοψε.

«Ήρεμα. Όλα καλά. Θες ξεκούραση.», της απάντησε αμέσως την ερώτηση που ήθελε και εκείνη αναστέναξε ανακουφισμένα. Τον κοίταξε πάλι και η ματιά της έπεσε στον άσπρο επίδεσμο που τύλιγε το δεξί ώμο του. Εκείνος ακολούθησε τη ματιά της. «Δεν είναι τίποτα. Μην ανησυχείς. Έχω πάθει και χειρότερα.»,  της είπε, καθώς εκείνη τον κοίταξε ανήσυχη και χαμογέλασε.

Ξαφνικά, μπήκε μέσα φουριόζος ο βασιλιάς. «Τι έγινε; Πότε έγινε;», ρώτησε, βλέποντας την Ρωξάνδρα στο κρεβάτι με τον Στρατηγό δίπλα της. «Υψηλότατε, η Αρχόντισσα χρειάζεται μόνο ξεκούραση και μια αλοιφή για να μην αφήσει μελανιές. Είναι κατά τα άλλα μια χαρά.», απάντησε ο γιατρός στο ερώτημά του, ο οποίος ξεπρόβαλε απ'την αποθήκη εκείνη τη στιγμή. Ο Μύρωνας κοίταξε γύρω και το βλέμμα του έπεσε στον Αρθούρο.
«Εσύ!», φώναξε, δείχνοντάς τον. «Υποτίθεται ότι έπρεπε να την προσέχεις!», του θύμισε, κοιτώντας τον, εξοργισμένος. Ο Αρθούρος αναστέναξε βουβά. Ήταν αρκετά εξαντλημένος και ένας καβγάς με τον Βασιλιά ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν.

«Μας επιτέθηκαν, Βασιλιά μου! Με προστάτεψε με το παραπάνω! Όταν κάποιος πήγε να με σκοτώσει με ένα βέλος, ο Αρθούρος-», άρχισε να τον δικαιολογεί η Ρωξάνδρα αλλά ο Μύρωνας την διέκοψε.

«Και εσύ, δε πρόκειται να ξαναβγείς από τα τείχη του κάστρου χωρίς στρατηγική συνοδεία!», της είπε και ο τόνος του έδειχνε ξεκάθαρα ότι δεν αστειευόταν. Για μια στιγμή, ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Ακόμα δεν ήρθε και της έπαιρνε την ελευθερία της... Την πλησίασε και την σήκωσε στα χέρια του. Εκείνη ήταν έτοιμη να φέρει αντίρρηση, αλλά ήξερε ότι θα ήταν ανώφελο.


Η παγερή ματιά του Βασιλιά έπεσε στον Στρατηγό, ο οποίος τους κοιτούσε αμίλητος. «Όσο για εσένα, δε θα τολμήσεις να την ξαναπλησιάσεις.», είπε και έφυγε, αφήνοντάς τον εκεί. Ο Αρθούρος αναστέναξε, προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του. Την προστατεύει από αυτόν, αλλά όχι από το πραγματικό τέρας...

Despoina Andreoy