Η παράξενη μέρα του θανάτου μου της Angelina S.

Και κάπως έτσι πέθανα.

Ήταν ένα κρύο φθινοπωρινό πρωινό. Ξύπνησα με το ζόρι ως συνήθως, μην μπορώντας να πάρω τα πόδια μου μέχρι το γραφείο. Ντύθηκα μηχανικά, πλύθηκα και ετοιμάστηκα σε πολύ γρήγορο χρόνο για να μην πάω για άλλη μια φορά στο γραφείο αργοπορημένος.

Βγήκα στον δρόμο και ο φθινοπωρινός αέρας με χτύπησε καταπρόσωπο, κάνοντας τα μάτια μου να ανοίξουν λίγο περισσότερο. Δεν ήταν μόνο η νύστα, αλλά και η ματαιότητα της καθημερινότητάς μου, η οποία είχε πέσει σε μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπορούσα να ξεφύγω όσο και αν προσπαθούσα. Όχι ότι προσπαθούσα βέβαια.

Οι άνθρωποι γύρω μου ήταν ανάμεικτοι. Ένα κράμα χαρούμενων και θλιμμένων προσώπων, άλλοι ταίριαζαν με την ψυχολογία μου και άλλοι με έκαναν να θέλω να τους χτυπήσω για την ευδιαθεσία τους.

Βρισκόμουν εκεί, ανάμεσά τους, ακίνητος μέσα στην κίνησή τους, επαναλαμβάνοντας πράγματα που δεν μου άρεσαν, ή τουλάχιστον που δεν μου προκαλούσαν κανένα συναίσθημα – Ούτε καν αρνητικό.


Περνούσα τον δρόμο για να φτάσω στην είσοδο της εταιρείας μου όταν άκουσα δυνατές στριγκλιές σαν ρόδας αυτοκινήτου από τα δεξιά μου. Αφηρημένος όπως ήμουν είχα ξεχάσει να ελέγξω τον δρόμο για τυχόν αυτοκίνητα. Ο οδηγός ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα και δεν πρόλαβε να σταματήσει μάλλον.


Όχι όμως.. δεν πέθανα έτσι.


Το μόνο που έγινε ήταν να προκληθεί πανικός στον δρόμο επειδή το αυτοκίνητο σταμάτησε λίγα εκατοστά πριν από το πόδι μου. Από την φόρα του και την μικρή επαφή μας, έπεσα στο οδόστρωμα.


Η αντίδρασή μου ήταν τελείως απαθής. Ένας παραπάνω χτύπος της καρδιάς μου, υποδήλωσε ότι είχα τρομάξει κάπως μην χάσω τη ζωή μου.


Οι άνθρωποι γύρω μου υπέθεσαν ότι ήταν από το σοκ. Μου έδωσαν άδεια από τη δουλειά, με έτρεχαν στο νοσοκομείο για τυχόν χτυπήματα – ο οδηγός ήταν λίγο υπερβολικός και τυπικός με τις διαδικασίες, ήθελε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. – Δεν τους αδικούσα. Ίσως κι εγώ να είχα τρομάξει περισσότερο αν ήμουν μάρτυρας και όχι πρωταγωνιστής σε μια τέτοια σκηνή.


Γύρισα σπίτι αποκαμωμένος από την περίεργη ημέρα μου.
Το μόνο που είχα δύναμη να κάνω ήταν να τηλεφωνήσω και να παραγγείλω φαγητό. Η κοιλιά μου διαμαρτυρόταν αρκετές ώρες και μάλλον έπρεπε να της κάνω τη χάρη.


Είχα μια ολόκληρη συλλογή από φυλλάδια εστιατορίων, η οποία απλά στόλιζε το τραπεζάκι του χολ, μιας και πάντα παράγγελνα από το ίδιο μαγαζί. Ήταν μια πιτσαρία στη γωνία του τετραγώνου και πάντα αναρωτιόμουν αν ο διανομέας με βρίζει από μέσα του που δεν πάω ως εκεί να την πάρω μόνος μου.


Το κουδούνι χτύπησε την κατάλληλη στιγμή. Μπορώ να πω ότι η κοιλιά μου ένιωθε κάποιον ενθουσιασμό. Πριν ανοίξω την πόρτα έλεγξα από το ματάκι. Αυτός που βρισκόταν πίσω από την πόρτα μου, δεν ήταν ο γνωστός διανομέας και η φυσιογνωμία του δεν ήταν και τόσο φιλική. Προσπάθησα να δω αν κρατούσε κάτι στα χέρια του. Φαινόταν να κουβαλάει κάτι.
Αποφάσισα να ανοίξω. Μπορεί να άλλαξαν υπάλληλο στο κάτω κάτω. Δεν θα μου δώσουν και λογαριασμό.


Η σκέψη μου διακόπηκε όταν ο άντρας μπήκε με δύναμη μέσα στο διαμέρισμα, παρασύροντάς με στην πορεία του. Φαινόταν σαν να ήθελε να ξεφύγει από κάποιον. Τα σημάδια άγχους ήταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό του.


Αναρωτήθηκα τι να απέγινε ο νεαρός υπάλληλος. Κοίταξα πίσω από την ανοιχτή πόρτα αλλά δεν είδα κανένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι έπαθε κάτι κακό.


Όλη αυτή την ώρα ο άντρας έκανε άνω κάτω το σαλόνι μου, μουρμουρίζοντας κάποια πράγματα στον εαυτό του. Δεν του μίλησα όμως και μάλλον με ευγνωμονούσε γι’αυτό.
Άλλος θα φοβόταν στην θέση μου. Ίσως έπρεπε να πάρω απόφαση ότι δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ σε τίποτα. Ίσως κάπου μέσα μου ήθελα να δώσω τέλος στη ζωή μου. Και ίσως μου δινόταν μια καλή ευκαιρία να το πραγματοποιήσω.


Αλλά και πάλι, δεν πέθανα έτσι.


Ο άγνωστος άντρας έφυγε τρέχοντας όταν ο ήχος των αστυνομικών σειρήνων γέμισε τον χώρο. Σε πολύ μικρό διάστημα το διαμέρισμά μου έσφυζε από αστυνομικούς που συλλέγαν στοιχεία, μου έπαιρναν τη μία κατάθεση μετά την άλλη και με έκαναν να εύχομαι να υπήρχε ενσωματωμένο πάνω μου ένα αυτόματο αυτοκτονικό κουμπί, που θα μπορούσα να πατήσω σε τέτοιες περιπτώσεις.





«Τί θα έλεγες να πηγαίναμε καμιά βόλτα;» μου πρότεινε ευδιάθετα η φωνή του φίλου μου στο τηλέφωνο.


«Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή Κρις» απάντησα. Ειδικά μετά από όλα αυτά!
«Ειδικά μετά από όλα αυτά είναι!» επανέλαβε ο συνομιλητής μου σαν απόηχος της σκέψης μου.


Αποφάσισα να δεχτώ. Ήταν πιο εξαντλητικό να προσπαθήσω να του αλλάξω γνώμη. Όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του ο Κρίς μετατρεπόταν σε μικρό παιδί και δεν ησύχαζε μέχρι να το πραγματοποιήσει. Με αυτό του το χαρακτηριστικό είχε φτάσει εκεί που ήταν. Ήταν το όπλο και η αδυναμία του ταυτόχρονα.


«Λοιπόν; Ευχαριστημένος;» είπα την ώρα που έμπαινα στο αυτοκίνητό του.
«Πολύ» μου χαμογέλασε ικανοποιημένος.
«Και για πες… τι θα κάνουμε;»


Το πρόσωπό του έλαμψε.


«Θα πάμε για bungee jumping!!»






«Κόντεψα να χάσω τη ζωή μου δυο φορές κι εσύ με βάζεις να πέσω από μια γέφυρα τριών χιλιάδων μέτρων!» είπα με απάθεια, περισσότερο γιατι το μυαλό μου μου έλεγε ότι έπρεπε να το κάνω κι όχι τόσο γιατι το ένιωθα, την ώρα που ο υπεύθυνος έδενε τις άπειρες ζώνες από την ειδική στολή μου.


«Ηρέμησε φοβιτσιάρη. Σιγά μην είναι και εκατό χιλιάδες. Εκατόν τριάντα οχτώ μέτρα είναι μόνο. Θα δεις, θα σου αρέσει.» είπε γεμάτος αδρεναλίνη ο φίλος μου.
Πήραμε τις θέσεις μας, ο ένας στη μια πλευρά της γέφυρας κι ο άλλος στην άλλη και ετοιμαστήκαμε για το μεγάλο βήμα. Τρία, δύο, ένα…


Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην βαρύτητα να κάνει τη δουλειά της, την ώρα που πίσω μου κάποιος κινήθηκε. «ΣΤΑΣΟΥ!!» τον άκουσα να φωνάζει αλλά ήταν πολύ αργά. Είχα ήδη ξεκινήσει την καθοδική μου πορεία.


«Κάτι μάλλον δεν έκαναν σωστά.», σκέφτηκα και περίμενα να ακούσω κάποιο σκίσιμο στα ρούχα μου ή να νιώσω τη συντριβή μου με τη θάλασσα από κάτω. Με τέτοια ταχύτητα θα ήταν σαν να πέφτω πάνω σε τσιμέντο. Βίαιος θάνατος, σκέφτηκα.


Τουλάχιστον, αν ήταν να πεθάνω, θα το έκανα με τα μάτια ανοιχτά. Κοίταξα τον ορίζοντα και αυτό ομολογουμένως μου προκάλεσε ένα είδος αγαλλίασης. Μάλλον θα ήταν η γαλήνη που έρχεται όταν βιώνεις τις τελευταίες σου στιγμές… Τώρα μάλλον ήταν η στιγμή που ολόκληρη η ζωή μου θα περνούσε μπροστά από τα μάτια μου; Βαρετή ταινία.. Δεν ήθελα να την ξαναδώ.


Έφτασα λίγο πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και περίμενα στωικά την συντριβή μου, όμως τα σκοινιά μου ταλάντωσαν κανονικά και με ανέβασαν προς τα πάνω. Ναι, δεν πέθανα ούτε έτσι.


Όταν ανέβηκα ξανά στη γέφυρα, διαπίστωσα ότι αυτός που φώναξε ήταν ο φωτογράφος, ο οποίος ήθελε να αποθανατίσει την στιγμή της πτώσης και τελευταία στιγμή του σκάλωσε η φωτογραφική μηχανή.


«Τι γελοίο», σκέφτηκα, «αν ήταν άλλος στη θέση μου θα είχε πάει από καρδιά.»






Ξύπνησα χαρούμενος. Μετά από –ούτε κι εγώ δεν ήξερα πόσες μέρες, μήνες, χρόνια- ξύπνησα σχεδόν ενθουσιασμένος. Είχα δει στον ύπνο μου τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Τελικά δεν ήταν όλα μάταια στη ζωή μου, θα μπορούσα κι εγώ να χρησιμεύσω σε κάτι και να μην περιφέρομαι άσκοπα χωρίς να προσφέρω τίποτα και σε κανέναν.


Από παιδί μου άρεσε να βοηθάω. Πάντα ήμουν ο πιο πρόθυμος από όλους τους γνωστούς και φίλους όταν κάποιος χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Η καθημερινότητα σιγά σιγά όμως με δίδαξε ότι οι καλοί δεν ανταμείβονται και αφού δεν μπορούσα να γίνω κακός, έγινα απαθής.
Δεν το διάλεξα να γίνω έτσι. Αν ήταν στο χέρι μου θα ήμουν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο. Αλλά μερικά πράγματα δεν αλλάζουν. Έχουν παγιωθεί, είναι πιο σταθερά και από το χώμα που πατάμε – αυτό κουνιέται και με κανέναν σεισμό.


Ντύθηκα, πλύθηκα και ετοιμάστηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν θα πήγαινα στη δουλειά εκείνη την ημέρα, αλλά ήθελα το ντύσιμό μου να είναι αξιοπρεπές. Ήπια λίγο καφέ για να φτιάξει η γεύση στο στόμα μου και έφυγα βιαστικά από το διαμέρισμά μου.
Διένυσα τα έξι τετράγωνα σχεδόν τρέχοντας. Ανυπομονούσα να φτάσω στον προορισμό μου.


Λίγες ώρες αργότερα βγήκα από το νοσοκομείο της πόλης μου κρατώντας τα πολύτιμα χαρτιά στα χέρια μου. Μόλις είχα γίνει δωρητής οργάνων και περνούσα τις τελευταίες μου στιγμές πριν αυτοκτονήσω. Το χαμόγελο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το πρόσωπό μου. Ήμουν.. ενθουσιασμένος!


***


Αποφάσισα να καθίσω σε ένα καφέ που βρισκόταν ανάμεσα στο νοσοκομείο και την πολυκατοικία μου, για να οργανώσω καλύτερα το σχέδιό μου. Ήθελα έναν ανώδυνο τρόπο θανάτου, χωρίς πολλά αίματα και πόνους. Το να αυτοπυροβοληθώ δεν ήταν στη λίστα, μιας και θα πονούσα πολύ και δεν είχα και όπλο. Βασικό πρόβλημα. Το μαχαίρι με ανατρίχιαζε στην ιδέα του κοψίματος και το να κρεμαστώ από τον πολυέλαιο δεν μου φαινόταν ιδιαίτερα πιθανό. Δεν ήμουν προκομένος και δεν ήξερα να φτιάχνω τον ειδικό κόμπο που σφίγγει καθώς κρεμιέσαι. Το κρέμασμα θα ήταν καταστροφή. Το ερώτημα επίσης ήταν.. Τι να φορέσεις την ημέρα του θανάτου σου;


Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν ποια μέρα θα πεθάνουν για να προετοιμαστούν καταλλήλως. Αν δίναμε τη δυνατότητα στον καθένα να φορέσει ό,τι θέλει, είμαι σίγουρος ότι οι νεκροθάφτες θα είχαν –το μόνο σίγουρο- λίγο περισσότερο χρώμα στη δουλειά τους.
Είχα βγάλει το σημειωματάριό μου και κατέστρωνα τα πλάνα μου όταν μια κίνηση δίπλα μου, μου τράβηξε την προσοχή.


Ήταν μια γυναίκα, γύρω στην ηλικία μου, ίσως και λίγο μικρότερη, η οποία κρατούσε από το χέρι ένα κοριτσάκι γύρω στα πέντε. Απομακρύνονταν από το αυτόματο μηχάνημα της τράπεζας και συζητούσαν. Το κοριτσάκι πιθανότατα είχε ζητήσει κάτι από τη γυναίκα, που μάλλον ήταν η μαμά του, και εκείνη έκανε τους υπολογισμούς της.


«Αν μας φτάσουν τα χρήματα, Νεφέλη μου, μετά τις δόσεις του ενοικίου και του δανείου, θα προσπαθήσω να σου το αγοράσω. Ξέρεις ότι είμαστε σε δύσκολη κατάσταση. Ήδη έβγαλα όλη τη σύνταξη από την τράπεζα και σε λίγο δεν θα μείνει σχεδόν τίποτα. Δεν προτιμάς να μείνουμε χωρίς σπίτι για μια κούκλα, έτσι δεν είναι γλυκό μου;» της είπε η γυναίκα όλο στοργή και λογική.


Η Νεφέλη έγνεψε αρνητικά και η μητέρα της την χάιδεψε στο κεφάλι. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους. Η δύναμη που έβγαζε αυτή η γυναίκα.. ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη δική μου αδυναμία.


Μια κίνηση παραδίπλα τράβηξε τα μάτια μου από εκείνες. Ένας γεροδεμένος άντρας προχωρούσε προς το μέρος τους γρήγορα. Το μυαλό μου έκανε αστραπιαία τους συνειρμούς. Αν της έπαιρνε την τσάντα με τα χρήματα, ήταν και οι δυο χαμένες. Κάτι έπρεπε να κάνω και άμεσα.


Τινάχτηκα από τη θέση μου και έτρεξα προς το μέρος τους. Έφτασα την στιγμή που ο άντρας έσπρωχνε τη γυναίκα, τραβώντας παράλληλα την τσάντα της. Εκείνη ούρλιαξε μην ξέροντας τι να πρωτοκάνει. Να προστατεύσει το παιδί της ή την μικρή περιουσία που βρισκόταν στην τσάντα της, η οποία ήταν ουσιαστικά το μέλλον τους;


Ήταν η στιγμή μου. Τον χτύπησα στον ώμο και από τον αιφνιδιασμό εκείνος έχασε για λίγο τον έλεγχο. Η γυναίκα έτρεξε προς την κόρη της προστατεύοντάς την με το σώμα της. Κι εγώ ένιωσα έναν οξύ πόνο στην κοιλιά μου, που γρήγορα μετατράπηκε σε κάψιμο. Μέσα στον χαμό δεν είχα δει ότι κρατούσε μαχαίρι. Φοβήθηκα. Πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωσα φόβο. Όχι για μένα, αλλά για το τι μπορεί να κάνει τώρα στη γυναίκα και το παιδί της.


Ο άγνωστος, αφού κοντοστάθηκε λίγο εκτιμώντας την κατάσταση, έφυγε τρέχοντας, αφήνοντάς με να πέσω στα γόνατα. Και μετά στον δρόμο. Έπιασα με το χέρι μου την πληγή προσπαθώντας να προσδιορίσω που ακριβώς ήταν. Ο πόνος είχε απλωθεί και το αίμα έτρεχε σαν τρελό. Θα έχανα τις αισθήσεις μου σύντομα.


Η γυναίκα γονάτισε δίπλα μου και με κοίταξε με ευγνωμοσύνη, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.


«Σε ευχαριστώ!» ψέλλισε μέσα στους λυγμούς της.


Χαμογέλασα αδύναμα. Ήταν πανέμορφη.


«Το χτύπημα είναι χαμηλά. Δεν κινδυνεύεις. Θα γίνεις καλά. Λίγη υπομονή μόνο» μου είπε καθησυχαστικά.


Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα τη λύτρωση του θανάτου. Αλλά κάτι είχε αλλάξει. Για πρώτη φορά δεν ήθελα να πεθάνω.


Αλλά εκείνη την στιγμή πέθανα…



Κι εκείνη την στιγμή γεννήθηκα ξανά…


Angelina S.