Στήριξε την πλάτη
του στην καρέκλα. Επιτέλους είχε καταφέρει να μάθει πέντε πράγματα περισσότερα
για την Κλάρα. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν περασμένες δώδεκα. Πάλι δεν είχε
επιστρέψει σπίτι του. Το κινητό του είχε καταγράψει τουλάχιστον είκοσι κλήσεις
από την γυναίκα του. Δεν ήθελε να ακούσει τον εξάψαλμο που του είχε ετοιμάσει.
Της έστειλε μήνυμα για να γλιτώσει τα χειρότερα «έχω πολύ δουλειά και θα
αργήσω. Μην με περιμένεις. Καληνύχτα μωρό μου», ήξερε πως αυτό δεν θα τον
εξιλέωνε αλλά ήδη πονούσε τρομερά το κεφάλι του.
Γύρισε ξανά στα
χαρτιά του και στα σχέδια. Τα καινούργια στοιχεία έφερναν λίγο φως στην
υπόθεση, αλλά δεν του έδιναν τις απαντήσεις που αναζητούσε. Πήρε μια άσπρη
κόλλα και άρχισε να γράφει. Έβαλε δίπλα σε κάθε στοιχείο κι έναν αριθμό.
Προσπάθησε να θυμηθεί μήπως είχε ξεχάσει κάτι. Το άφησε στην άκρη για να
ηρεμήσει.
Έβαλε λίγο ουίσκι
και το ήπιε μονορούφι. Ένα ακόμα ποτήρι θα ήταν ότι έπρεπε για να τον κρατήσει
ξύπνιο για όσο χρειαζόταν. Τον τελευταίο καιρό έπινε πολύ περισσότερο απ' όσο
είχε πιει σε όλη του την ζωή. Ήταν κι αυτός ο πονοκέφαλος που τον ταλαιπωρούσε
και δεν έλεγε να σταματήσει. Έπρεπε να βρει λίγο χρόνο για να πάει στον γιατρό.
Το κινητό του
ήχησε. Κοίταξε την οθόνη που αναβόσβηνε με την ένδειξη πως είχε μήνυμα. «Έχω
καθυστέρηση δεκαπέντε μέρες. Ήθελα να στο πω από κοντά, αλλά η δουλειά σου
είναι ξελογιάστρα γυναίκα. Σ' αγαπώ». Το σοκ ήταν χαρούμενο. Τουλάχιστον κάτι
πήγαινε καλά στην ζωή του. Χαμογέλασε ευχαριστημένος με τα νέα και την κάλεσε.
«Ζωή μου;» τον
καλωσόρισε γλυκά.
«Πήγες στον γιατρό
χωρίς εμένα;» ξεκίνησε με αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο.
«Όχι, αλλά φοβάμαι
πως θα πάω. Θα αρχίσω να ζηλεύω την δουλειά σου στο τέλος», του γκρίνιαξε με
νάζι.
«Σου υπόσχομαι
αύριο να βρω δυο ώρες κενό να πάμε στον γυναικολόγο. Έχει πέσει φοβερή δουλειά
και πονάει το κεφάλι μου»
«Σημείωσε άλλες δύο
ωρίτσες στο φουλαρισμένο πρόγραμμα σου για να πάμε να σε δει κάποιος γιατρός.
Δεν είναι φυσιολογικό να πονάς έτσι», ήξερε πολύ καλά πως ο άντρας της δεν είχε
ποτέ πρόβλημα με το κεφάλι του. Τον τελευταίο καιρό όμως παραπονιόταν συνέχεια
για πονοκεφάλους και τα παυσίπονα είχαν γίνει καραμέλα.
«Στο υπόσχομαι, αν
κι δεν έχω τίποτα. Σε κλείνω για να τελειώσω με την χαρτούρα», της έστειλα
νοητά ένα φιλί και τερμάτισε την κλήση.
Η πόρτα χτύπησε
ελαφρά.
«Έχεις όρεξη για
μια παρτίδα;» ο Ντίνος είχε καθίσει ήδη στον καναπέ και είχε απλώσει το σκάκι.
Τον κοιτούσε χαμογελαστός και ετοίμασε την σκακιέρα.
«Είσαι θεόμουρλος.
Ελπίζω μόνο να μην έφερες ξανά την λιμουζίνα», γέλασε ο Γιώργος και πλησίασε
τον φίλο του.
«Έλα, πάρε θέση και
ετοιμάσου να χάσεις την πόλη», τον πείραξε ο Ντίνος, ενώ περίμενε καρτερικά την
πρώτη κίνηση του Γιώργου.
«Ατύχησες! Τα
έβαλες με τον Μέγα Αλέξανδρο», κούνησε προσεκτικά έναν στρατιώτη.
«Ανακάλυψες τίποτα
ή τσάμπα ο τίτλος;»
«Βρήκα μια
εφημερίδα του 1992 με την Κλάρα να πρωτοστατεί σε εκδήλωση διαμαρτυρίας»
«Μαχητικό πνεύμα»,
σχολίασε ο Ντίνος και αποφάσισε να παίξει επιθετικά.
«Πράγματι! Πες μου
εσύ τα νέα σου»
«Ησυχία! Προσπαθώ
να βρω το κομμάτι του παζλ που μας λείπει»
«Για την κόρη του
Δούκα λες;»
«Σταμάτα τις
ερωτήσεις και συγκεντρώσου»
«Ήξερες πως ο
Δούκας είχε άλλο επίθετο πριν γίνει διάσημος;»
«Σκατά!»
μουρμούρισε νευριασμένος μετά από την πρώτη ήττα του. «Λαμόγιο ήταν το πρώτο
του επίθετο;»
«Χα, δεν υπάρχει σε
κανένα έγγραφο. Όλα τα χαρτιά είναι σβησμένα με μπλάνκο»
«Περίμενες να μας
χάριζε τα στοιχεία του;»
«Ήλπισα! Με
ενημέρωσε η Χριστίνα για την ρομαντική βόλτα που είχες με το γκομενάκι», του
έκλεισε πονηρά το μάτι και έβγαλε από την μάχη, ακόμα έναν στρατιώτη.
«Όχι που θα έχανε
ευκαιρία!»
«Ρε μαλάκα, τα
καλύτερα μου κρύβεις!» γκρίνιαξε ο Γιώργος.
«Απλά ήθελα να
βεβαιωθώ πως είναι όλα καλά»
«Είναι επικίνδυνα
όμορφη η μικρή»
«Α ναι; Δεν το
πρόσεξα!» τον ειρωνεύτηκε και του έβγαλε από το παιχνίδι ένα του άλογο.
«Ντίνο, πρέπει να
φτιάξεις ξανά την ζωή σου», αποφάσισε να κουνήσει την βασίλισσα, αλλά την
τελευταία στιγμή το μετάνιωσε.
«Δεν χρειάζομαι
συμβουλές, τις ακούω κάθε μέρα από την κυρά Θοδώρα»
«Κοίτα, καταλαβαίνω
πως αυτό που έγινε τότε σε πόνεσε αλλά πέρασαν τόσα χρόνια. Διάγραψέ το! Ξέχνα
και προχώρα!»
«Για να τελειώνουμε
αυτή την συζήτηση εδώ, μου αρέσει να είμαι εργένης και δεν θέλω καμιά πάνω από
το κεφάλι μου. Αν εσύ αποφάσισες να παντρευτείς, μην πρήζεις τα δικά μου
αρχίδια», κούνησε νευριασμένος την κίνηση ματ που περίμενε τόση ώρα.
«Η Καλλιόπη είναι
έγκυος», του το ξεφούρνισε όσο πιο μαλακά μπορούσε. Στην αρχή δεν είχε σκοπό να
του το πει, αλλά για πόσο θα του το έκρυβε; Ήξερε πως αυτό θα τον πονούσε, αλλά
στο τέλος θα χαιρόταν.
Τα χαρακτηριστικά
του έσφιξαν για μια στιγμή και τον κοίταξε παγωμένος. Μετά από μερικά λεπτά
χαμογέλασε στον φίλο του και του χτύπησε φιλικά την πλάτη.
«Συγχαρητήρια φίλε»
«Ντίνο είσαι καλά;»
«Ναι ρε! Πάει
πέρασαν εκείνες οι μέρες. Εγώ δεν θέλω παιδιά και τέτοια», τον διαβεβαίωσε όσο πιο
πειστικά γινόταν.
«Τότε; Ήθελες
τότε;»
«Άλλη εποχή εκείνη.
Ήμουν πιο αθώος. Πίστευα στον έρωτα, στην αγάπη, στους αιώνιους όρκους. Μαζί με
το παιδί μας, σκότωσε κι όλα τα πιστεύω μου»
«Ντίνο, προσπάθησε
να αφαιρέσει και την δική της ζωή. Είχε ψυχιατρικά προβλήματα», πρόσεξε πολύ
τις λέξεις που θα επέλεγε για να εκφραστεί.
«Λυπάμαι! Επίσης,
λυπάμαι που δεν πρόλαβα να χαρώ τον γιο μου. Ο καθένας τον δρόμο του», έκοψε
απότομα την συζήτηση και μάζεψε το σκάκι. «Πάμε να κοιμηθούμε φίλε και τα λέμε
αύριο»
«Εγώ λέω να μείνω
λίγο ακόμα», χαιρετιστήκαν φιλικά και ο Ντίνος έφυγε σαν τον κλέφτη από την
πίσω έξοδο, απ' όπου κι είχε μπει.
Μερικά δάκρυα
ξέφυγαν από τα μάτια του, καθώς έβαζε μπρος το σπορ αμάξι του. Το είχε βρει στο
γκαράζ και τον βόλευε στις μετακινήσεις του. Προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια
του στεγνά αλλά η ψυχή του ήταν ήδη μουχλιασμένη. Τίποτα δεν μπορούσε να
διαγράψει από την ψυχή του όσα έζησε.
Λένε πως ανάλογα με
τις πράξεις μας, μας ξεδιαλέγουν σαν τα πρόβατα δεξιά κι αριστερά. Πως όλα όσα
κάναμε, είπαμε ή όσα δεν προλάβαμε να κάνουμε και να πούμε, θα μετρήσουν για το
εισιτήριο μας στον παράδεισο ή στην κόλαση. Η κόλαση λένε είναι το χειρότερο
μέρος που θα συναντήσουν οι αμαρτωλοί μετά τον θάνατο. Ο Ντίνος όμως είχε
γνωρίσει την κόλαση εδώ στην γη. Για επτά ολόκληρες μέρες και νύχτες. Είχε δει
το άλλο πρόσωπο, αυτό της τρέλας, της παράνοιας. Είχε νοιώσει τον απόλυτο φόβο
και τρόμο. Είχε ζητήσει έλεος. Κανείς δεν ήταν εκεί να τον βοηθήσει.
Σμπαραλιασμένος από
την ζωή του, χαμένος στο ίδιο του το παιχνίδι, αποφάσισε να μείνει μόνος.
Εκείνη είχε πνίξει με τα ίδια της τα χέρια τον μόλις επτά ημερών γιο τους.
Εκείνος το είχε θάψει με τα δικά του χέρια. Επτά μέρες, την ίδια ώρα,
μαυροντυμένος, αμίλητος και αγέλαστος. Επτά ολόκληρες νύχτες γεμάτες πόνο.
Δεν ήθελε να
θυμάται. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και συνέχισε να οδηγάει.
Βασιλική Κυργιαφίνη