Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 8) - "Πρώτες Εντυπώσεις"

Κίεβο, Δεκέμβριος 1020

Η Μίρα ανακάλυψε με απογοήτευση, πως για άλλη μια φορά είχε αποτύχει στο καθήκον της σαν σύζυγος. Σαν ξύπνησε και είδε το λεκέ από αίμα πάνω στα λευκά σεντόνια, τα μάτια της βούρκωσαν. Δε μεγάλωνε μέσα της το παιδί του Σβιατοπόλκ, το παιδί που λαχταρούσε απεγνωσμένα. Είχαν κλείσει έντεκα χρόνια παντρεμένοι κι όμως ακόμα εκείνη δεν είχε καταφέρει να μείνει έγκυος.

Τον αγαπούσε βαθιά το σύζυγο της και ήθελε να τον κάνει υπερήφανο χαρίζοντάς του ένα γιο. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της και βιάστηκε να το σκουπίσει. Δεν ήθελε οι θεραπαινίδες της να το αντιληφθούν, κι ας ήταν απολύτως έμπιστες. Όλες τους βρίσκονταν έξω από την εσωτερική κάμαρα των διαμερισμάτων της, αναμένοντας το κάλεσμά της. Εκείνη κουδούνισε ένα καμπανάκι, κι αμέσως εμφανίστηκαν μία μία στη σειρά.
Η Μίρα με βαριά την καρδιά, τις άφησε να ασχοληθούν με την πρωινή της τουαλέτα. Αδύνατον να κρυφτεί η κατάστασή της. Απογοητεύτηκαν και οι γυναίκες με την τύχη της αφέντρας, αφού τη σέβονταν κα την εκτιμούσαν. Αφού την έπλυναν και την αρωμάτισαν, την έντυσαν μ’ ένα απλό ρούχο, στο χρώμα του ώριμου σταχυού αρκετά χοντρό γιατί ο καιρός ήταν ψυχρός. Έπειτα κάθισε μπροστά στον ασημένιο της καθρέφτη και ζήτησε από την πιστή της Κριστιάνα να της βουρτσίσει τα μακριά κυματιστά μαλλιά της και μετά να της τα πλέξει σε δυο πλεξούδες. Μπορεί να είχε πατήσει πια τα τριάντα, μα εξακολουθούσαν να της αρέσουν τα νεανικά χτενίσματα. Πρόσδιδαν στο κουρασμένο πρόσωπο της μια λάμψη. 
Όχι ότι ήταν άσχημη η Μίρα. Μπορεί να μην ήταν ποτέ της εντυπωσιακά ωραία, αλλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν ευχάριστα, ειδικά όταν ήταν νέα και δροσερή, ήταν πολύ χαριτωμένη. Τα καστανά μαλλιά της ήταν ακόμα απαλά, μεταξένια σαν δεκαπεντάχρονης. Όμως οι πρώτες ρυτίδες είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, ιδίως γύρω από τα μάτια της, που είχαν το χρώμα το ξύλου. Αλλά και το ίδιο το βλέμμα της είχε χάσει πια τη ζωντάνια του. Δεν ακτινοβολούσε, αυτό ήταν το πρόβλημα και είχε πάψει να είναι ελκυστική. Αιτία, η απύθμενη πίκρα της που δεν έπιανε παιδί, αλλά και η αδιαφορία του συζύγου της.
Ανακοίνωσε στις θεραπαινίδες της ότι δεν είχε διάθεση να προγευματίσει και τις έδιωξε με τη δικαιολογία ότι ήθελε να μείνει μόνη. Όλες υπάκουσαν τη διαταγή της πάραυτα, εκτός από την Κριστιάνα η οποία κάθισε σε μια καρέκλα κοντά της. Τα γαλανά της μάτια, πρόδιδαν μεγάλη θλίψη. Είχε καταλάβει ότι η κυρά της δεν ήταν καλά, οπότε ήθελε να μείνει μαζί της σε περίπτωση που χρειαζόταν κάτι. Δεν έκανε όμως, νύξη για το επίμαχο ζήτημα, γνωρίζοντας ότι αν ήθελε θα της μιλούσε η ίδια.
Οι δυο γυναίκες ήταν πολύ στενά δεμένες. Η καστανόξανθη Κριστιάνα, με το ψηλό παράστημα και το αδάμαστο πνεύμα την είχε ακολουθήσει στο Τιρόφ, όταν άφησε την Πολωνία για να παντρευτεί το Σβιατοπόλκ, κι έκτοτε δεν άφησε ποτέ τη νεαρή αρχόντισσα. Ήταν μαζί της σε όλες τις αποτυχίες, στις βαριές ήττες μα και στους θριάμβους. Γι’ αυτό και η Μίρα την εμπιστευόταν με τη ζωή της.
Κρυφογέλασε, σαν θυμήθηκε τις επίμονες προσπάθειες της ακολούθου, να της  δώσει κουράγιο, τότε που έκλαιγε ακατάπαυστα για τον επικείμενο γάμο της με τον άγνωστο Ρώσο πρίγκιπα. Ήταν στ’ αλήθεια συντετριμμένη εξαιτίας της τροπής που έπαιρνε η ζωή της.
Τελικά όμως, όταν η Μίρα τον είδε για πρώτη φορά, την ημέρα του γάμου τους… Την κέρδισε με το ψηλό, αρχοντικό του παράστημα, τα κατάμαυρα μαλλιά και τα μαύρα λαμπερά του μάτια που ακτινοβολούσαν αυτοπεποίθηση. Τον ερωτεύτηκε αμέσως, παράφορα.
Θέλησε να τον βοηθήσει να πάρει όσα δικαιωματικά του ανήκαν, γι’ αυτό και τον έπεισε με τη βοήθεια του πατέρα της ότι έπρεπε να εξεγερθεί. Ξεκίνησαν την εκστρατεία τους το μερικά χρόνια μετά την ένωσή τους. Ο Βλαντιμίρ όμως, αποδείχτηκε ικανότατος στρατηγός και το ανδρόγυνο κατέληξε στη φυλακή, μαζί με την Κριστιάνα. Ήταν ένα πολύ ισχυρό χτύπημα. Εντούτοις, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, ο  Βλαντιμίρ, για άγνωστους λόγους, τους ελευθέρωσε και τους έστειλε να διοικήσουν την πόλη Βούσγκοροντ, κοντά στο Κίεβο. Ήταν μια σωτήρια εξέλιξη, αφού έτσι κατέλαβαν το Κίεβο, πριν τον Μπόρις.
Η Μίρα ήταν τόσο περήφανη για το σύζυγό της, και περήφανη και για τον εαυτό της που βοήθησε με τον τρόπο της στη μεγάλη του επιτυχία. Όταν στέφθηκε Μεγάλη Πριγκίπισσα στο πλάι του, ένιωσε τη μεγαλύτερη χαρά από την ημέρα του γάμου  τους.
Όλα αυτά τα χρόνια η αγάπη της Μίρα, δεν ελαττώθηκε ούτε στο ελάχιστο. Μ’ αμφέβαλλε για το αν ο σύζυγός της, συμμεριζόταν τα συναισθήματά της.  Ήξερε ότι ο Σβιατοπόλκ συνευρισκόταν συχνά με άλλες γυναίκες, αλλά αυτό ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για την εποχή, παρά τη μονογαμία που πρέσβευε ο Χριστιανισμός. Ήθελε να πιστεύει ότι όλες αυτές ήταν άσκοπες περιπέτειες και ότι καμιά τους δεν είχε την καρδιά του. Ωστόσο, θα έλεγε ψέματα στον εαυτό της αν αρνιόταν ότι ο Σβιατοπόλκ μοιραζόταν κρεβάτι της, από καθαρή υποχρέωση και μόνο. Το ένιωθε. Βέβαια, ποτέ δεν κατεύθυνε το δικαιολογημένο θυμό της στον άντρας της, αλλά στις ερωμένες του, και κυρίως, στον ίδιο τον εαυτό της. Πίστευε ακράδαντα πως το φταίξιμο ήταν δικό της˙ είχε φανεί ανάξια να του κάνει γιο.
Τις σκέψεις της διέκοψε το κοφτό χτύπημα στην πόρτα. Η Κριστιάνα πήγε αμέσως ν’ ανοίξει και μέσα μπήκε βιαστική μια μικρόσωμη κοπέλα, με χάλκινα μαλλιά και φακίδες στο νεανικό της πρόσωπο.  Ήταν η Ίννα, η μικρότερη κοπέλα της ακολουθίας της.
«Υψηλοτάτη, ο βογιάρος Γιαρομίροβιτς έφερε μια κοπέλα για τον οίκο σας. Είναι έτοιμος να την παρουσιάσει στον υψηλότατο σύζυγό σας τώρα.», άρθρωσε συνεσταλμένα˙ ήταν ακόμα καινούργια στο παλάτι, ένιωθε δέος μπροστά στη Μεγάλη Πριγκίπισσα.
«Πώς; Δε γνωρίζει το πρωτόκολλο;», ρώτησε κουρασμένα η ηγεμονίδα, μα απάντηση δεν πήρε. «Καμία κοπέλα δεν μπαίνει στο παλάτι αν δεν περάσει από εμένα. Ας τη φέρει πρώτα εδώ, και μετά μπορεί να δει και το σύζυγό μου.», συμπλήρωσε.
«Θα του διαβιβάσω το αίτημά σας πάραυτα.», δήλωσε και υποκλίθηκε, με το επίσημο  λουλακί ένδυμα, να ακολουθεί τις κινήσεις της.
Η Μίρα εκνευρίστηκε που έπρεπε να ασχοληθεί και με εκείνο το ζήτημα, ενώ είχε τόσα δικά της προβλήματα. Δεν είχε όμως επιλογή, ήταν το καθήκον της.
Κάθισε στη μεγάλη της καρέκλα, και ζήτησε από την Κριστιάνα να σταθεί δίπλα της. Ύστερα από λίγο άκουσε τη φωνή της Ίννα να αναγγείλει, «Ο βογιάρος Άντρεϊ Γιαρομίροβιτς.»
Η Ίννα εισχώρησε στα διαμερίσματά της, ακολουθούμενη από τον άντρα, ο οποίος ήταν ντυμένος με επίσημη περιβολή. Υποκλίθηκαν στη Μεγάλη Πριγκίπισσα με σεβασμό, όπως απαιτούσε η εθιμοτυπία. Όμως η Μίρα ούτε που τους κοίταξε. Η ματιά της ήταν καρφωμένη στην οπτασία που στεκόταν πίσω τους.
Ψηλόλιγνη, εντυπωσιακή, με άψογες αναλογίες και χρυσαφένια επιδερμίδα. Το κεφάλι της ήταν τελείως καλυμμένο από ένα πέπλο, λευκό σε όλο του το πλάτος, μα με πράσινα κεντήματα στις άκρες. Από κάτω όμως διέκρινε τα σγουρά μαλλιά της, να πέφτουν στους ώμους όμοια με καταρράκτη από λιωμένο χρυσάφι. Το ωραιότερο χαρακτηριστικό της ίσως ήταν τα σμαραγδένια μάτια της, εξαιτίας του σπάνιου χρώματος αλλά και της έντασης που διέκρινε το βλέμμα της. Έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει  από το πορτραίτο ενός διάσημου ζωγράφου.
 Εντύπωση της έκανε και το φόρεμά της. Δεν ήταν φορτωμένο με πολλά κεντήματα και χρώματα, αλλά σε μια έντονη κυπαρισσί απόχρωση, τόνιζε ακόμα περισσότερο τα αμυγδαλωτά της μάτια. Ήταν φτιαγμένο από καλής ποιότητας ύφασμα, το μπούστο και τα μανίκια ήταν διακοσμημένα με χρυσή κλωστή, έδεναν όμορφα με τη χρυσή ζώνη γύρω από τη μέση της. Δε φορούσε κανένα κόσμημα  στο λαιμό της, περ’ από ένα ασημένιο μενταγιόν, πράγμα παράδοξο.
Με μία λέξη ήταν εκθαμβωτική, ικανή να προκαλέσει τη ζήλια κάθε φιλάρεσκης γυναίκας.
Το βλέμμα της όμως, η Μίρα δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. Τι σήμαινε; Οίκτο; Περιφρόνηση; Μίσος;
«Υψηλοτάτη, αυτή είναι η Ναντέζντα. Το δώρο μου για το αρχοντικό σας.», έσπευσε να κάνει τις συστάσεις ο Άντρεϊ.
Την ίδια στιγμή η Ναντέζντα βυθίστηκε σε μια ευλαβική υπόκλιση καθ’ όλα σύμφωνα με τους τύπους. Η Μίρα παρατήρησε ότι οι κινήσεις της είχαν ιδιαίτερη χάρη. Αναρωτήθηκε πού να την είχε βρει ο Άντρεϊ.
Μα όταν σήκωσε το κεφάλι, η Μίρα δε διέκρινε ταπεινότητα, μόνο μια μαγευτική γυναίκα που φαινόταν παρά πάνω από άξια να στέκεται εμπρός ενός μονάρχη. Ήταν στητή, υπερήφανη και τολμούσε να την καρφώσει με  το σκληρό της βλέμμα.
«Η μεγαλειότητά της με τιμά. Είναι προνόμιο να βρίσκομαι εδώ.», απάντησε η Ναντέζντα με το σεβασμό που άρμοζε στην περίσταση.
Η Μίρα δεν πείστηκε από τα λόγια της. Εκείνη η γυναίκα απέναντί της έκρυβε κάτι. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει το γιατί, αλλά ένιωθε πως αποτελούσε απειλή.
«Είμαι σίγουρος ότι θα σας καταπλήξει με τα προσόντα της. Πιστέψτε με είναι καταπληκτική χορεύτρια, κεντά θαυμάσια εργόχειρα, ενώ η φωνή της θα σας μαγέψει.»
«Βογιάρε Γιαρομίροβιτς, σας ευχαριστώ. Είμαι σε θέση να εκτιμήσω την αξία της.», τον διέκοψε η Μίρα με αδιόρατο σαρκασμό.
Δεν έδινε δεκάρα για το τι έλεγε εκείνος, η γυναικεία της διαίσθηση της υπαγόρευε να την πετάξει έξω την ίδια στιγμή. Είχε καταλάβει πια την αιτία. Τέτοιου είδους γυναίκες άρεσαν στον άντρα της, συνεπώς έπρεπε να εξαφανιστεί. Τη ζήλευε επικίνδυνα και ήταν ικανή ακόμα και να διατάξει να τη λιθοβολήσουν δημοσίως, για να την ξεφορτωθεί. Τη ζήλευε, γιατί σε αντίθεση μ’ εκείνη, η καλλίγραμμη νέα, μπορούσε να σαγηνεύσει τον σύζυγό της και να ξυπνήσει το πάθος του. Ήταν όσα η Μίρα δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει˙ δε διέθετε σπάνια ομορφιά, μάλιστα το άστρο της είχε αρχίσει να δύει.
Η Ναντέζντα ήταν θανάσιμη απειλή.
Έπρεπε με κάθε τρόπο να την αποτρέψει από το πλησιάσει  στο Σβιατοπόλκ. Τι να έκανε, όμως; Δεν μπορούσε να αρνηθεί το δώρο του Άντρεϊ χωρίς να τον προσβάλει και την πράξη της αυτή σίγουρα ο Σβιατοπόλκ θα την αποδοκίμαζε…
Τότε της ήρθε μια φαεινή ιδέα˙ θα μπορούσε να την στείλει στη Αναστασία. Σ’ εκείνο το αξιοθρήνητο πλάσμα που ποτέ της δεν συμπάθησε, γιατί θυμόταν πόσο ο Βλαντιμίρ είχε αδικήσει τον αγαπημένο της για χάρη των αδερφών της. Αυτή ήταν η ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον ξανθό διάολο που είχε μπροστά της, και να προσβάλει τη Αναστασία.
«Βασικά έχω στο μυαλό μου την πλέον κατάλληλη θέση για τη δεσποσύνη.», είπε χαμογελώντας φθονερά. «Θα σταλεί να υπηρετήσει την αρχόντισσα Αναστασία.», απεφάνθη με στόμφο.
Το χαμόγελο στο πρόσωπο της Ναντέζντας, πέτρωσε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
Την ποια;
* * *
Περπατούσε στους διαδρόμους, κοιτώντας δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να θυμηθεί πώς ήταν το κάστρο όταν εκείνη ζούσε εκεί, ώστε να καταλάβει αν και πόσο είχε αλλάξει. Πριν από δεκαέννέα χρόνια. Δεν μπορούσε όμως να σταθεί και να παρατηρήσει τα έπιπλα και τη διακόσμηση όπως θα ήθελε, καθώς έπρεπε να ακολουθήσει την καλοντυμένη ακόλουθο, την Κριστιάνα, που την οδηγούσε στα διαμερίσματα της αρχόντισσας Αναστασίας.
Άλλο πάλι αυτό! Πώς είναι δυνατόν απ’ όλες τις αδερφές μου να είναι η Αναστασία εκείνη που τελικά, παρέμεινε εδώ; Είναι ασύλληπτο!
Δεν την γνώρισα ποτέ μου από κοντά. Μονάχα ακουστά είχα τη γέννησή της, αφού εκείνη γεννήθηκε τρία χρόνια αφότου αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το Κίεβο. Πίστευα πως είτε την είχε αιχμαλωτίσει ο Μπολεσλάβ, είτε είχε πεθάνει. Όμως τώρα ήταν ξεκάθαρο ότι η πεποίθηση της ήταν εσφαλμένη. Όμως, έκανα λάθος. Δεν μπορώ να προσδιορίσω τα συναισθήματά μου γι’ αυτή την ανατροπή. Εξάλλου, φτάσαμε κιόλας.
Η ακόλουθος ανοίγει την πόρτα και  μπαίνει στο διαμέρισμα, χωρίς καν να χτυπήσει. Την ακολουθώ αναγκαστικά. Και μπαίνοντας, συνειδητοποιώ πως καθόλου δε θέλω τη  συναντήσω. Ήρθα εδώ για να σκοτώσω το Σβιατοπόλκ όχι για να γνωρίσει μια αδερφή που δεν θέλω να ξέρω. Ο Σβιατοπόλκ δε φαίνεται πουθενά, κι εγώ σπαταλώ το χρόνο μου.  
«Αρχόντισσα Αναστασία, σας φέρνω τη Ναντέζντα. Είναι το δώρο του βογιάρου Γιαρομίροβιτς για τη Μεγάλη Πριγκίπισσα, μα με ευγένεια σας την παραχωρεί. Θα σας υπηρετήσει πιστά.», τα λόγια της Κριστιάνας ήταν τυπικά και ψυχρά. Αποχώρησε χωρίς να υποκλιθεί ή να απευθύνει οποιονδήποτε χαιρετισμό.
Η Ναντέζντα κάρφωσε το βλέμμα της στην κατάπληκτη Αναστασία. Αιφνιδιάστηκε από το πόσο έμοιαζε στη μητέρα της. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια η μορφή της Άννας είχε ξεθωριάσει από το μυαλό της, όμως τώρα που αντίκριζε τη μοναχοκόρη της, ένιωσε πως στεκόταν ολοζώντανη μπροστά της. Θυμήθηκε το πρόσωπό της με κάθε λεπτομέρεια και  ανακάλυψε ότι κοπέλα ήταν ένα πιστό αντίγραφό της, σε νεώτερη εκδοχή.
Δεν ήταν πολύ ψηλή, είχε όμως μια πολύ θηλυκή σιλουέτα και επιδερμίδα ολόλευκη σαν το χιόνι, αψεγάδιαστη σαν ακριβή πορσελάνη, δείγμα ότι καταγόταν από αριστοκρατική γενιά. Τα μάγουλά της όμως, ήταν ρόδινα· επιδερμίδα που οι Ρώσοι αποκαλούσαν «αίμα με γάλα». Είχε μαύρα, μεταξένια μαλλιά και μάτια λαμπερά όμοια με δυο αναμμένα κάρβουνα. Αυτήν τη μυθική ομορφιά της μητέρας της, σίγουρα την είχε κληρονομήσει στο ακέραιο. Η Ναντέζντα ωστόσο παρατήρησε με έκπληξη, ότι τα κόκκινα χείλη της ήταν σκισμένα στην αριστερή μεριά, και ότι η πληγή μόλις που είχε επουλωθεί, ενώ μια μικρή, αλλά πολύ άσχημη μελανιά σημάδευε το αριστερό της μάγουλο. Αυτά όμως δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα σημάδια που είχε στο λαιμό της. Διαγράφονταν καθαρά, χοντρά δάχτυλα που είχαν κλείσει ασφυκτικά το τρυφερό της λαιμό. Κάποιος την είχε χτυπήσει άσχημα.
Η Αναστασία χρειάστηκε ένα λεπτό για να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Η Μίρα είχε τολμήσει να της υποδείξει ποια να δεχτεί σαν θεραπαινίδα της. Μάλιστα, της  είχε στείλει κάποια που θεωρούσε ανάξια για τη δική της ακολουθία. Πόσο ακόμη θα έπρεπε να ταπεινωθεί για να τους ευχαριστήσει; Δεν τους έφτανε που ήξερε η ίδια της, ότι της είχαν στερήσει κάθε ίχνος ελεύθερης βούλησης; Έπρεπε να κάνουν αυτό, ώστε ολόκληρη η αυλή να μάθει την κατάντια της και να γίνει περίγελος; Όχι ότι δεν ήξεραν, αλλά έτσι της στερούσαν ακόμα και την ψευδαίσθηση της αξιοπρέπειας. Ήταν πριγκίπισσα και της φέρονταν σαν τον τελευταίο τροχό της αμάξης.
«Η Μεγάλη Πριγκίπισσα, σε έστειλε εδώ; Για ποιο λόγο; Για να με χλευάσει ή για να με κατασκοπεύσει;», είπε στη Ναντέζντα στάζοντας δηλητήριο.
«Γιατί σε νοιάζει;», απάντησε η Ναντέζντα χωρίς να νοιαστεί στιγμή για το πρωτόκολλο και τους τύπους. Είδε ότι πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια κανάτα με νερό, και γέμισε ένα ποτήρι για να πιει. Δε διψούσε αλλά το έκανε για να τους δείξει πως δεν επρόκειτο να συμμορφωθεί με το πρότυπο της υπηρέτριας.
«Τι ακριβώς, κάνεις;», φώναξε έξαλλη η Ιουστίνη. «Ποιος σου είπε εσένα να έρθεις εδώ; Πήγαινε από εκεί πού ήρθες, η κυρά μου δε σε ζήτησε!», συνέχισε αποφασισμένη να υπερασπιστεί την τιμή της Αναστασίας.
«Χαλάρωσε.», αποκρίθηκε η Ναντέζντα με απερίγραπτη απάθεια. Ήπιε το νερό και το άφησε με δύναμη το ποτήρι στο τραπέζι. «Κοιτάξτε, εγώ κατάγομαι από ένα μικρό χωριό, που πιθανότατα δεν έχετε ακούσει ποτέ σας. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ, αμφιβάλλω αν η μάνα μου ήξερε έστω και τ’ όνομά του. Πέθανε κι αυτή όταν ήμουν δώδεκα. Από τότε έγινα φόρτωμα σε συγγενείς για λίγο καιρό, αλλά τελικά, όλοι μ’ έδιωξαν. Κάνοντας διάφορες δουλειές, κατάφερα να επιβιώσω. Ως εκ θαύματος όμως, τις προάλλες αυτός ο βογιάρος μου είπε ότι μπορεί να μου βρει δουλειά στο παλάτι. Δεν είμαι τρελή να πω όχι! Αυτά σχετικά με μένα. Τώρα τα προβλήματα που έχετε εσύ και η Μεγάλη Πριγκίπισσα με αφήνουν αδιάφορη. Εγώ είμαι εδώ για τα χρήματα, το φαγητό, και τη στέγαση. Κατάλαβες;»
Έλεγε ψέματα με απίστευτη ευκολία. Ήταν πειστικότατη, αδύνατο να καταλάβει κανείς ότι τίποτα απ’ όσα είχε πει δεν ήταν αλήθεια. Η Αναστασία, μάλιστα συγκινήθηκε από τις δυσκολίες της ζωής της, ενώ εντυπωσιάστηκε από την ευθύτητά της και τον αψύ χαρακτήρα της. Είχε κουραστεί από την προσποιητή ευγένεια που έβλεπε συνεχώς γύρω της, και που εισέπραττε κυρίως, από τις δύο κοπέλες στην ακολουθία της, οι οποίες δούλευαν για τη Μίρα, και της πρόδιδαν κάθε λέξη και πράξη της. Μα, δεν θεωρούσε τη Ναντέζντα ικανή για κάτι τόσο δόλιο και διπρόσωπο˙ ήταν υπερβολικά ειλικρινής και απότομη. Ίσως και να τη συμπαθούσε τελικά, το πρόσωπό της είχε κάτι το απροσδιόριστα οικείο, της ενέπνεε εμπιστοσύνη. Της χάρισε αυθόρμητα ένα πλατύ χαμόγελο.
Παγώνω με την αντίδρασή της. Της έκανα καλή εντύπωση! Μεμιάς νιώθω ένα ψήγμα ενοχής, που την εξαπάτησα, έτσι˙ στην τελική, είναι ετεροθαλής αδερφή μου. Αναγκάζομαι να υπενθυμίσω στον εαυτό μου πως μου είναι παγερά αδιάφορη και δεν μπορώ να αισθανθώ τίποτα για κείνη. Είναι παράλογο, μοιραζόμαστε τον ίδιο πατέρα, κι όμως δεν γνωρίζουμε καν η μία την άλλη. Βασικά, αμφιβάλλω αν η Αναστασία είναι ενήμερη για την ίδια  την ύπαρξή μου. Πιθανότατα όχι, γιατί κανείς να της μιλήσει για μένα;
Αγνοώ αυτό  το ενοχλητικό συναίσθημα, και γρήγορα επιστρέφω στην πρότερη εχθρική μου στάση.  Εξάλλου, τα ψέματα είναι αναπόφευκτα. Αν θέλω να έχω μια ευκαιρία να δολοφονήσω τον Καταραμένο, κανείς δεν πρέπει να μάθει ποια είμαι πραγματικά.
«Καλώς ήρθες στην αυλή, Ναντέζντα. Χαίρομαι πολύ που θα είσαι στην υπηρεσία μου.», είπε ζεστά η Αναστασία, αγνοώντας πλήρως ποια ήταν η γυναίκα απέναντί της.
«Τιμή μου.», αρκέστηκε να πει η Ναντέζντα και υποκλίθηκε κομψά.

Γιατί να ‘σαι τόσο αφελής;


Σοφία Γκρέκα