Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 20)


«Μας είπες ψέματα, ηλίθια! Ο Τομ ήταν αθώος απ' την αρχή και μας έσπειρες αμφιβολίες με το ψέμα σου!» ουρλιάζει η Σιμόν στην Μέριλιν κι ο Ντάνι αρχίζει να κλαίει δυνατά. «Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς, Σιμόν!» φωνάζει η Μέριλιν με τρεμάμενη φωνή, έτοιμη να κλάψει. Κοιτάει τον Ρικ, που προσπαθεί να ηρεμήσει τον Ντάνι αλλά και να συγκρατήσει τα νεύρα του. 

«Βρέθηκαν οι μυστικές εξετάσεις της νεκροψίας του που έλεγαν ότι κοιμόταν την ώρα του θανάτου του! Τον ναρκώσατε και τον παγιδεύσατε! Αλλά τέλος τα παιχνίδια και τα ψέματα, ήρθε η ώρα για δικαιοσύνη!» φωνάζει η Σιμόν, κρατώντας το χαρτί και αρπάζει τον Ντάνι στην αγκαλιά της και φεύγει αφού σπρώχνει την Μέριλιν στην άκρη με οργή.

Η Μέριλιν με δάκρυα στα μάτια κοιτάει τον Ρικ που την βλέπει, νευριασμένος. «Το μόνο που σας είπα είναι ότι άκουσα την φωνή του Τομ αλλά ήμουν ταραγμένη και με κλειστά μάτια! Πρέπει να με πιστέψεις, Ρικ! Με παγιδέψαν! Πίστεψέ με...» του λέει και πάει κοντά του να του πιάσει το χέρι αλλά αυτός την διώχνει από πάνω του. «Ποιοι, Μέριλιν; Ποιοι σε παγίδεψαν;» την ρωτάει με δύναμη στην φωνή.

«Το Φάντασμα!» του λέει και αυτός ουρλιάζει «Δηλαδή ο Μάρτιν; Σας είδαμε με την Ζωή, Μέριλιν, στο πάρκο! Μαζί το σκαρώσατε όλο αυτό!» Αυτή φαίνεται σοκαρισμένη. «Όχι, Ρικ, σε ικετεύω, άκουσέ με. Δεν είναι έτσι! Ο Μάρτιν ντύνεται σαν Φάντασμα για να μαθαίνει τα σχέδια των άλλων!» του λέει.

«Ποιοι είναι οι άλλοι λοιπόν;» την ρωτάει και αυτή χάνει τα λόγια της και κάτι την σταματάει να μιλήσει. «Δεν πιστεύω πια τίποτα απ' όσα λες, Μέριλιν. Θέλω να φύγεις από το σπίτι» της λέει αποφασιστικά και τότε μπαίνει η Ζωή από την πόρτα που είχε μείνει ανοιχτή.

«Τι συμβαίνει εδώ;» ρωτάει αυτή με περιέργεια κι η Μέριλιν την κοιτάει με αηδία. «Με διώχνεις γι' αυτήν, ε; αυτήν ήθελες από πάντα πες το! Προτού με πεις ψεύτρα κοίταξε τον εαυτό σου στον καθρέφτη!» του φωνάζει κι αυτός της δίνει σφαλιάρα. «Έπρεπε να μείνεις εκεί που ήσουν. Ή καλύτερα νεκρή!» ουρλιάζει ο Ρικ και η Μέριλιν φεύγει.

Ο Ρικ κοιτάει την Ζωή και ξεσπάει σε λυγμούς. Γυρνάει από την άλλη να μην τον βλέπει. Η Ζωή, στεναχωρημένη, πάει και τον αγκαλιάζει από πίσω και του χαϊδεύει το στήθος. «Δεν έπρεπε να την δεχτώ πίσω» ψιθυρίζει αυτός. «Την αγαπούσες, Ρικ. Κι ακόμα την αγαπάς» του απαντάει η Ζωή κι αυτός γυρίζει και της πιάνει το χέρι.

«Αγάπησα την Μέριλιν που νόμιζα ότι ήξερα. Αλλά τελικά συνειδητοποιώ ότι δεν την ξέρω και ούτε και θέλω να την μάθω. Κατέρρευσε η εικόνα της στο μυαλό και την καρδιά μου για πάντα...» της λέει και της δίνει ένα φιλί με πάθος όσο αυτή του χαϊδεύει τον λαιμό γλυκά.

«Σ' αγαπώ, Ρικ. Πάντα και παντού» του λέει.



Την επόμενη μέρα, ο Ρικ με την Ζωή βρίσκονται σ' ένα καφέ και φιλιούνται ανάμεσα στις συζητήσεις τους για όσα έχουν συμβεί.

Ένα μήνυμα στο κινητό του Ρικ διακόπτει την στιγμή. «KD» λέει. «Τι είναι αυτό;» ρωτάει ο Ρικ. «Από ποιον είναι;» αναρωτιέται η Ζωή. «Δεν τον ξέρω τον αριθμό αυτόν. Ίσως είναι ο ίδιος που έστειλε τον ανώνυμο φάκελο με την εξέταση του Τομ» λέει ο Ρικ κι η Ζωή τον κοιτάει σκεπτική. «Πάντως το KDείναι ένας αφιλοκερδής οργανισμός που φιλοξενεί και μεγαλώνει παιδιά με ψυχικά νοσήματα. Από εκεί νομίζω υιοθέτησε ο μπαμπάς την Μέριλιν» λέει αυτή κι ο Ρικ την κοιτάει με γουρλωμένα μάτια.

«Τόσο καιρό δεν μου το είχες πει ποτέ αυτό! Ούτε κι αυτή! Τι ψυχικό νόσημα;» ρωτάει ο Ρικ, αναστατωμένος. «Πριν αρχίσεις να κατηγορείς, νόμιζα θα στο είχε πει η ίδια. Είναι ένα θέμα για το οποίο δεν μιλάμε. Παλιά την έπιαναν κρίσεις και έπαιρνε χάπια αλλά τώρα είναι εντάξει. Όσο εντάξει μπορείς να την πεις...Ααα τώρα που είπα χάπια μην ξεχάσω να πάρω τα δικά μου, που είναι για το αλκοόλ! Θα με σκίσουν στην ομάδα» λέει η Ζωή και βγάζει ένα κουτάκι με κόκκινα χάπια από την τσάντα.

Ο Ρικ τα κοιτάει με περιέργεια. «Περίεργο. Αυτά τα χάπια είναι ολόιδια με τα δικά μου, τα ηρεμιστικά που μου έδωσε η Λίλι» λέει ο Ρικ αλλά η Ζωή αδιαφορεί. «Θα πάμε στο KD;» ρωτάει εκείνη. «Θα πάω. Εσύ γιατί να έρθεις;» λέει ο Ρικ. «Πας καλά; Σιγά μην σ' αφήσω να πας μόνος! Είμαστε ή δεν είμαστε η καλύτερη ομάδα;» του λέει και του δίνει ένα φιλί. «Α δεν σου είπα και τι ανακάλυψα με αυτά και μ' αυτά. Βρήκα την μητέρα μου. Το όνομά της δηλαδή» του λέει.

Την ίδια ώρα, στο σπίτι της Σιμόν, η Μέριλιν κλαίει στην αγκαλιά της. «Ναι, φαντάζομαι τι πέρασες, Μέριλιν και συγνώμη που ξέσπασα πάνω σου...» της λέει η Σιμόν. «Πραγματικά, δεν ήθελα να σου προκαλέσω πόνο, Σιμόν, εγώ δεν ήξερα καν ότι εσύ κι ο Τομ είχατε προχωρήσει τόσο πολύ. Ίσως τον ονειρεύτηκα και μου φάνηκε ίδια φωνή» της λέει κι η Σιμόν την αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια. 

«Κι εγώ τον ονειρεύομαι κάθε μέρα. Μου λείπει τόσο πολύ, Μέριλιν. Και στον Ντάνι νομίζω..» λέει η Σιμόν και κοιτάει τον Ντάνι που κοιμάται στην κουνιά πιο δίπλα. «Ξέρεις τι, θέλω να πάω μια εκδρομή. Πάμε στο εξοχικό μου δίπλα στην λίμνη; Θυμάσαι που πήγαμε πέρυσι;» της λέει και η Μέριλιν γνέφει, ενθουσιασμένη και ευγνώμον. Σηκώνονται λοιπόν και τότε εμφανίζεται η Περνέλλ «Πού θα πας, Σιμόν; Οι αστυνομικοί είπαν θα σε χρειαστούν ως μάρτυρα για την δική του ντετέκτιβ Λαρς για τον φόνο του αρραβωνιαστικού σου!» της φωνάζει.

«Αυτό θα γίνει σε μια βδομάδα μπορεί και δύο. Αυτή τη στιγμή και οι δυο μας χρειαζόμαστε να ξεσκάσουμε!» λέει η Σιμόν κι η Περνέλλ κοιτάει την Μέριλιν με απέχθεια. «Κι εσύ, Μέριλιν; Δεν είχες πάει διακοπές;» της λέει με ειρωνεία κι η Μέριλιν κομπλάρει. «Ε...όχι, κα. Περνέλλ, με απήγαγαν» της απαντάει. «Α ναι, όλο το ξεχνάω. Τυχερό κορίτσι είσαι που γλίτωσες, ε; Άλλες στη θέση σου θα είχαν ήδη βρεθεί κάτω από τη γη να χορεύουν με τα σκουλήκια» της λέει και φεύγει.

Το καράβι φτάνει στο Ανώνυμο ερημικό νησί το οποίο εκτός από το μικρό λιμανάκι για τα καραβάκια, το μόνο που έχει είναι ο τεράστιος ουρανοξύστης που αναγράφει σε μωβ "KD". Η όψη του κτιρίου προκαλεί δέος στον Ρικ και την Ζωή που κατεβαίνουν από το καράβι, ενώ ένα ελικόπτερο καταφτάνει στην οροφή που κάνει το σκηνικό ακόμα πιο απίστευτο.

«Γιατί ποτέ δεν ήξερα γι' αυτό μέρος;» αναρωτιέται ο Ρικ. «Δεν ακούγεται και πολύ, πέρα από τα μεσιτικά που αναλαμβάνει. Γιατί, ξέρεις, πέρα από τις υιοθετήσεις έχει και την έκταση που βρίσκονται όλα τα σπίτια της γειτονιάς μας στο Ντάνβιλ μέχρι και το δάσος» του λέει η Ζωή.

«Πρέπει ο ιδιοκτήτης να είναι ζάμπλουτος» λέει ο Ρικ καθώς προχωρούν στην άμμο για να φτάσουν στην είσοδο του κτιρίου. Καθώς μπαίνουν, βλέπουν δυο σειρές από γλάστρες στους τοίχους του χολ και προχωρώντας βλέπουν την γραμματέα να μιλάει στο τηλέφωνο. Αυτή μια 50χρονη παχουλή μελαχρινή κυρία που μιλάει μέσα από τα δόντια της.

«Γεια σας, ε...ήρθαμε να δούμε τον χώρο για μια εργασία που έχουμε για την σχολή» λέει ο Ρικ κι η κυρία τον κοιτάει αδιάφορα και συνεχίζει στο τηλέφωνο. «Σας παρακαλώ, κάναμε ολόκληρο ταξίδι, ήρθαμε απ' το Ντάνβιλ ως εδώ...» λέει η Ζωή όσο ο Ρικ απελπίζεται. Η γραμματέας ακούγοντας 'Ντάνβιλ' κλείνει το τηλέφωνο αμέσως και τους χαμογελάει ψεύτικα. «Παρακαλώ, ελάτε μαζί μου» τους λέει και τους πηγαίνει σ' έναν ατέλειωτο διάδρομο που οδηγεί στο ασανσέρ.

Κοιτιούνται αμήχανα στη σιωπή που έχει ο ανελκυστήρας. «Ξέρετε σπουδάζουμε κοινωνιολογία και θέλουμε να κάνουμε έρευνα στους χώρους που ειδικεύονται στα παιδιά...» λέει ο Ρικ κι η κυρία σχεδόν αγνοώντας τον βγαίνει από το ασανσέρ στον πέμπτο όροφο και τους κάνει νόημα να την ακολουθήσουν.

Προχωρούν λοιπόν περνώντας διάφορες αίθουσες ενώ η Ζωή κοιτάει τον Ρικ, ανήσυχη. Φτάνουν τελικά σε μια μεγάλη αίθουσα σαν παιδότοπος που είναι γεμάτος με παιδιά που παίζουν, ζωγραφίζουν και τρέχουν τριγύρω. «Εδώ είναι ο χώρος διασκέδασης, δίπλα είναι οι αίθουσες για μουσική και θέατρο και στους πέντε πάνω ορόφους είναι οι αίθουσες για τα άλλα μαθήματα όλων των τάξεων καθώς και ειδικά μαθήματα για διαφορετικές κατευθύνσεις. Στόχος μας είναι να δώσουμε μια μοναδική φιλοδοξία στο κάθε παιδί από πολύ νωρίς, όπως να γίνουν γιατροί, αστυνομικοί, και άλλα. Φιλοξενούμε στα δωμάτια, που βρίσκονται στους υπόλοιπους ορόφους, πάνω από 200 παιδιά και αυξάνονται κάθε χρόνο.

«Πώς έρχονται εδώ δηλαδή;» ρωτάει η Ζωή κι η κυρία την κοιτάει για λίγο. Η φωνή της χαμηλώνει. «Κάθε μέρα από πολλές πόλεις της πολιτείας μας φέρνουν τα παιδιά τους, συνήθως νέοι γονείς, τα οποία παιδιά πάσχουν από διάφορα ψυχικά κυρίως νοσήματα και φροντίζουμε εμείς να μεγαλώσουν σε ένα νορμάλ περιβάλλον ώστε να ενταχθούν ύστερα στην κοινωνία. Τους προσφέρουμε σπίτι, εργασία και πολλά άλλα. Δεν νιώθουν ποτέ απομονωμένα από τον κόσμο μας, καθώς έχουν σίγουρα το ένα το άλλο. Αυτό που μας συνδέει πάντοτε, και πρέπει να μας συνδέει είναι η εμπιστοσύνη» συμπληρώνει εκείνη καθώς ο Ρικ με την Ζωή βλέπουν τις ζωγραφιές και τις χειροτεχνίες παιδιών από πολλές χρονιές.

«Ξέχασα να αναφέρω ότι στον πάνω πάνω όροφο έχουμε και ολόκληρο στούντιο τηλεόρασης και ραδιοφώνου για τα επίδοξα καλλιτεχνάκια μας» λέει με περηφάνια. Καθώς χάνονται μέσα στον παιδότοπο, η Ζωή ζητάει να βρει την τουαλέτα.

Με την πρόφαση αυτή αρχίζει να ψάχνει σε κάθε αίθουσα που πέρασαν για στοιχεία για την Μέριλιν. «Μήπως χάθηκε η κοπέλα;» αναρωτιέται η γραμματέας και πάει να φύγει αλλά ο Ρικ μπαίνει μπροστά. «Μην ανησυχείτε γι' αυτήν. Έφαγε μπάμιες και...καταλαβαίνετε...» της λέει και αυτή τον κοιτάει, σοκαρισμένη από αυτό που είπε. «Ας συνεχίσουμε τότε την ξενάγηση καλύτερα»

Η Ζωή κατακουρασμένη δοκιμάζει να μπει στην τελευταία αίθουσα. «Μπίνγκο!» ένα γραφείο γεμάτο φακέλους ως το ταβάνι. Ψάχνει στο 'Μ' για Μέριλιν αλλά τότε βρίσκει 'Μάρτιν'. Το ανοίγει αμέσως, γεμάτη περιέργεια και βλέπει πια σχετικά παλιά φωτογραφία του Μάρτιν και άλλα βασικά στοιχεία. Ξεφυλλίζοντας διαβάζει μάλιστα σε μια σελίδα 'Επάγγελμα: Εξωτερικός έλεγχος / Π.Ε.'. Το αφήνει και γρήγορα ψάχνει και βρίσκει την 'Μέριλιν'. Στη φωτογραφία είναι μικρή με μαύρα μαλλιά. Ψάχνει στη σελίδα του επαγγέλματος: 'Εσωτερικός υπάλληλος / Π.Ε.' παραξενεύεται.

Βγάζει φωτογραφίες με το κινητό και τους δύο φακέλους που βρήκε, την κάθεμία σελίδα. Παίρνει μήνυμα από τον Ρικ τότε ότι βγαίνουν στον διάδρομο. Αμέσως αυτή τους βάζει πίσω και προτού φύγει βλέπει έναν άλλον φάκελο δίπλα ακριβώς στην πόρτα.

Τα μάτια της γουρλώνουν. Το ανοίγει και σοκάρεται ακόμα πιο πολύ.

Φεύγοντας με τον Ρικ από το κτίριο προχωρούν λίγο στην αμμουδιά. Αυτός την κοιτάει που είναι σκεπτική. «Τι έγινε, Ζωή; Τι ανακάλυψες;» την ρωτάει. «Ρικ...δε ξέρω πώς να στο πω. Θυμάσαι που σου είπα ότι ανακάλυψα την μητέρα μου;» τον ρωτάει. «Φυσικά. Πώς την είπες, Κρίσταλ Ντομ;» την ρωτάει. «Ναι...είναι...είναι η ιδιοκτήτρια της εταιρείας. Κρίσταλ Ντομ δηλαδή τα αρχικά της (KD)». Ο Ρικ φαίνεται έκπληκτος και συνάμα σκεπτικός.

Στο εξοχικό της Σιμόν δίπλα στην λίμνη. Όσο ο Ντάνι κοιμάται στην κούνια στο υπνοδωμάτιο, η Σιμόν με την Μέριλιν πίνουν τεκίλα στο μπαλκόνι δίπλα στην λίμνη. Ακούνε χαλαρή μουσική, διηγούνται ιστορίες από τα παλιά και γελάνε. «Πόσο μου λειψαν οι συζητήσεις μας, Μέριλιν...» της λέει η Σιμόν. «Εμένα να δεις! Όλοι μου λείψατε. Δε θέλω καν να θυμάμαι αυτά που πέρασα!» λέει η Μέριλιν και τσουγκρίζουν τα ποτήρια.

«Σε μια καινούρια αρχή!» λένε και πίνουν. Μια σκιά κοντά στην λίμνη τραβάει το βλέμμα της Μέριλιν. «Τι ήταν αυτό;» λέει τρομαγμένη. «Ποιο; Νομίζω ήπιες πολύ, Μέριλιν» της λέει η Σιμόν και της αρπάζει το ποτήρι και πέφτει και σπάει. Ένας θόρυβος τότε απ' το ίδιο σημείο τραβάνε και των δυο την προσοχή.

Σηκώνονται λοιπόν και αποφασίζουν να πάνε να δουν αφού όμως πάρει η Σιμόν στα χέρια ένα φτυάρι στο ένα χέρι και το γουόκι τόκι στο άλλο για να ακούει τον Ντάνι. Προχωρούν λοιπόν δίπλα στην λιμνή. «Λες να είναι Φάντασμα;» ρωτάει η Μέριλιν πίσω από την Σιμόν τρομαγμένη. «Ελπίζω γιατί αυτή την φορά δεν είμαι έγκυος και μπορώ να τους σπάσω το κεφάλι σαν καρπούζι» λέει η Σιμόν, αποφασισμένη και ζαλισμένη από το ποτό.

Στέκονται τότε εκεί και προσπαθούν να ακούσουν αλλά σιωπή. Μόνο οι βάτραχοι και οι γρύλλοι ακούγονται. «Μήπως είναι απλά κλέφτης;» ρωτάει η Σιμόν κι η Μέριλιν την κοιτάει και γελάει. «Τώρα θυμήθηκα πέρυσι που είδαμε εκείνο το θρίλερ πάλι εδώ ήμασταν κι ήταν κι ο Ρικ και ο Τομ και βουτήξαμε μετά στην λίμνη με τα εσώρουχα και εσύ φοβόσουν και ο Τομ ερχόταν και σε τρόμαζε. Τι τσιρίδα ήταν αυτή ακόμα την θυμάμαι!» λέει η Μέριλιν γελώντας κι η Σιμόν την κοιτάει θυμωμένη.

«Γελάς κιόλας...» ψιθυρίζει η Σιμόν κι η Μέριλιν την κοιτάει με περιέργεια. «Εσύ έπρεπε να ήσουν στη θέση του Τομ μου. Μου κατέστρεψες την οικογένεια, παλιο-πόρνη!» ουρλιάζει η Σιμόν και πάει να χτυπήσει την σοκαρισμένη Μέριλιν με το φτυάρι «Σιμόν όχι, μη!!!» τσιρίζει η Μέριλιν και ξαφνικά ακούγεται πυροβολισμός και πετυχαίνει την Σιμόν η οποία πέφτει στην λίμνη νεκρή.

Η Μέριλιν τρομαγμένη κοιτάει τριγύρω και τότε βλέπει τον Μάρτιν, ντυμένος Φάντασμα χωρίς την μάσκα, να βγαίνει από τους θάμνους. «Το ξερα ότι δεν σε συγχώρεσε, Μέριλιν» της λέει κι η Μέριλιν προσπαθεί να συνέλθει. «Τι έκανες εκεί, Μάρτιν;; πώς μπόρεσες;;» φωνάζει κλαίγοντας και γονατίζει στα νερά. «Μόλις σε έσωσα, Μέριλιν, αυτό έκανα! Ήθελες να σε σκοτώσει;;» φωνάζει ο Μάρτιν.

«Ναι! Θα το προτιμούσα, Μάρτιν! Ορκιστήκαμε να μην γίνουμε ποτέ σαν αυτούς! Το ορκίστηκες, Μάρτιν, και εσύ και εγώ! Βγάλε αυτή τη στολή, Μάρτιν! Βγάλτην!!!» φωνάζει η Μέριλιν και αρχίζει να του σκίζει κομμάτια και ξαφνικά ακούγεται το κλάμα του Ντάνι από το σπίτι.

Ο Μάρτιν με δάκρυα στα μάτια κοιτάει την Μέριλιν η οποία έχει ξεσπάσει σε λυγμούς ενώ έβγαλε την Σιμόν από το νερό και της χαϊδεύει τα μάγουλα. «Σιμόν μου... συγχώρησέ με, σε παρακαλώ, για το κακό που σου προξένησα! Συγχώρησέ με!!!» φωνάζει και ο Μάρτιν την αγκαλιάζει.

«Δεν αντέχω άλλο, Μάρτιν! Όλη μου η ζωή έχει καταστραφεί σ' αυτό το παιχνίδι που άλλοι στήσανε χωρίς να με ρωτήσουν! Και η δική σου ζωή, Μάρτιν!» του φωνάζει.

«Τι θα κάνουμε με το παιδί, Μέριλιν;» την ρωτάει με τρεμάμενη φωνή αυτός κι αυτή προσπαθεί να συνέλθει και να σκεφτεί. «Πρώτα θα θάψουμε το πτώμα...και μετά θα ξεκινήσουμε για το KD. Είναι σχετικά κοντά...» του λέει. «Είσαι σίγουρη ότι αυτό θες, Μέριλιν;» την ρωτάει κι αυτή τον κοιτάει, πληγωμένη, και αφού σκέφτεται απαντάει τελικά 'ναι'.

ΣταύροςkS