Επιστολές στο Άδειο Δωμάτιο (22)
Η περιεκτικότητα σε αλκοόλ, του δηλητηρίου που διάλεξα απόψε να κοιμίσω την λύπη, υποσχόταν πειστικά την επιτυχία του εγχειρήματος. Ήμουν σίγουρος ότι θα τα
κατάφερνα.
Ήθελα να σκοτώσω τους εχθρούς μου πριν αποκοιμηθώ, εκείνους που με αδυσώπητη μανία άδειαζαν ότι είχε απομείνει μέσα μου στη διάρκεια της ημέρας. Η καινούργια Νύχτα άναβε μέσα μου προτού καν ακόμη έρθει... ωχρή μα πλημμυρισμένη βέβαιες Ρήτρες ότι θα με έκρυβε από τους Ανθρώπους.
κατάφερνα.
Ήθελα να σκοτώσω τους εχθρούς μου πριν αποκοιμηθώ, εκείνους που με αδυσώπητη μανία άδειαζαν ότι είχε απομείνει μέσα μου στη διάρκεια της ημέρας. Η καινούργια Νύχτα άναβε μέσα μου προτού καν ακόμη έρθει... ωχρή μα πλημμυρισμένη βέβαιες Ρήτρες ότι θα με έκρυβε από τους Ανθρώπους.
Κροταλίζουν πεινασμένες οι Επιθυμίες στο κρεββάτι δίπλα μου, έτοιμες να με κατασπαράξουν αν τους έδινα έστω την παραμικρή αφορμή... όμως η Γραφή νίκησε πάλι, πιο ασφαλής, πιο απόμακρη... ένα καθημερινό πραξικόπημα από την Πραγματικότητα...
Έντεκα και μίση... είχα ήδη χαμηλώσει τα φώτα στο Άδειο Δωμάτιο. Μόνο τα απαραίτητα για να μπορώ να γράφω. Το μισούσα το Φως από πάντα. Ίσως γιατί αποκάλυπτε την ασχήμια μου. Δεν το άντεχα ακόμη και τη Νύχτα, οι Σκιές που δημιουργούσαν οι λάμπες φθορίου με φόβιζαν...το Περίγραμμα μου με φόβιζε.
Δεν στο είπα πότε, μα πάντα πριν αγγίξω το Χαρτί ακούω την Φωνή σου. Να Επευφημείς και να θαυμάζεις ακατάληπτες Πράξεις τρομαγμένης Αγέλης Ανθρώπων... ηχείς
χαμηλά αλλά ξέρω ότι είσαι Εσύ... έρχεσαι με τυμπανοκρουσίες την μικρότητα σου να ανυψώσεις.
Δεν πρέπει να σε αφήσω... οι αιφνίδιες αφίξεις σου με αρρωσταίνουν.
Με τα τακτικά ταξινομημένα συναισθήματα σου, τα επιμελώς χτενισμένα μαλλιά... σαν τα ασβεστωμένα πρόσωπα που κοιτούσα σήμερα.
Ανδρείκελα με συμμετρικό περπάτημα, κονιορτοποιημένα συναισθήματα, νηφάλια... Θεέ μου νηφάλια... πως μπορείς να αντέξεις αυτή τη διαθεσιμότητα, την συνειδησιακή συρρίκνωση νηφάλιος;
Ήταν όλα ξεκάθαρα πια... οι εικόνες και ο άνεμος από τις ρωγμές έσπρωχναν μέσα μου μια κυρίαρχη απέχθεια.
Με μια ριγηλή ιερότητα έφερα το ποτήρι στα χείλη μου...
''Θέλω να γράψω... μόνο αυτό μου έμεινε...''
Γιώργος Νικολόπουλος
Έντεκα και μίση... είχα ήδη χαμηλώσει τα φώτα στο Άδειο Δωμάτιο. Μόνο τα απαραίτητα για να μπορώ να γράφω. Το μισούσα το Φως από πάντα. Ίσως γιατί αποκάλυπτε την ασχήμια μου. Δεν το άντεχα ακόμη και τη Νύχτα, οι Σκιές που δημιουργούσαν οι λάμπες φθορίου με φόβιζαν...το Περίγραμμα μου με φόβιζε.
Δεν στο είπα πότε, μα πάντα πριν αγγίξω το Χαρτί ακούω την Φωνή σου. Να Επευφημείς και να θαυμάζεις ακατάληπτες Πράξεις τρομαγμένης Αγέλης Ανθρώπων... ηχείς
χαμηλά αλλά ξέρω ότι είσαι Εσύ... έρχεσαι με τυμπανοκρουσίες την μικρότητα σου να ανυψώσεις.
Δεν πρέπει να σε αφήσω... οι αιφνίδιες αφίξεις σου με αρρωσταίνουν.
Με τα τακτικά ταξινομημένα συναισθήματα σου, τα επιμελώς χτενισμένα μαλλιά... σαν τα ασβεστωμένα πρόσωπα που κοιτούσα σήμερα.
Ανδρείκελα με συμμετρικό περπάτημα, κονιορτοποιημένα συναισθήματα, νηφάλια... Θεέ μου νηφάλια... πως μπορείς να αντέξεις αυτή τη διαθεσιμότητα, την συνειδησιακή συρρίκνωση νηφάλιος;
Ήταν όλα ξεκάθαρα πια... οι εικόνες και ο άνεμος από τις ρωγμές έσπρωχναν μέσα μου μια κυρίαρχη απέχθεια.
Με μια ριγηλή ιερότητα έφερα το ποτήρι στα χείλη μου...
''Θέλω να γράψω... μόνο αυτό μου έμεινε...''
Γιώργος Νικολόπουλος