Το Γάβγισμα της Μαρίας Ρεβύθη

Ευτυχώς, που η φλόγα του κεριού μου καίει δυνατά, και το μελάνι της πένας μου ρέει γρήγορα, ώστε να μπορέσω να μεταφέρω, όσο προλαβαίνω, τα φρικιαστικά γεγονότα των τελευταίων ημερών. Γεγονότα τα οποία, αν άκουγα λίγο καιρό πριν, θα αμφισβητούσα στην αυθεντικότητα τους και θα χλεύαζα όποιον μου τα μετέφερε. 

Όλα ξεκίνησαν το προχθεσινό απόγευμαΈξω έβρεχε και ο αέρας λυσσομανούσε, σφύριζε σαν δαιμόνιο, καθώς έμπαινε μέσα από τις καμινάδες, ενώ έκανε τα κλαδιά να τσιρίζουν και τα φύλλα να σπαρταράνε με μανία, σαν να είχαν πέσει σε ιερή έκσταση. Εγώ, μόλις είχα επιστρέψει από το γραφείο μου, και αφού ασφάλισα όλα τα παράθυρα, κλειδαμπαρώθηκα στο μικροσκοπικό διαμέρισμα μου. Στάθηκα μπροστά στην ξύλινη βιβλιοθήκη, και επέλεξα ένα βιβλίο από το ράφι της, ώστε να ψυχαγωγήσω τον νου μου, καθώς θα ξεκουραζόμουν από τις εργασίες της ημέρας. Το χέρι μου τράβηξε έναν παλιό, μαύρο, δερματόδετο τόμο. Ήταν τα άπαντα του Ηράκλειτου. Ο σκοτεινός φιλόσοφος συνήθιζε να μου κάνει παρέα νύχτες σαν και εκείνη. Έχω επιλέξει να ζω μόνος μου, χωρίς σύζυγο ή κατοικίδιο, και τα βιβλία ήταν πάντα για εμένα η μόνη συντροφιά και ενασχόληση πέρα από την εργασία μου ως φοροεισπράκτορας.

Αφού λοιπόν κράτησα το βιβλίο στα χέρια μου, έκατσα στην βελούδινη, κόκκινη πολυθρόνα που βρίσκεται στην άκρη του σαλονιού μου, και ξεκίνησα την ανάγνωση. Το κρύο ήταν τσουχτερό, και μιας και η ζέστη που εξέδιδε το τζάκι δεν ήταν αρκετή για να θερμάνει το καθιστικό μου, ετοίμασα ένα ζεστό ρόφημα για να καταπραΰνει τον μουδιασμένο μου λαιμό, και άπλωσα επάνω μου μια μάλλινη κουβέρτα. Γύριζα τις σελίδες μια-μια, διαβάζοντας τις ρήσεις του προσωκρατικού φιλοσόφου με ζήλο, μέχρι που έφτασα σε μια σελίδα διαφορετική από τις υπόλοιπες. Αν και φαινόταν να είναι μέρος του βιβλίου, χωρίς σημάδια κόλλας ή κάποιου άλλου στοιχείου που να υποδεικνύει παραβίαση, το περιεχόμενο της ήταν εντελώς διαφορετικό από το υπόλοιπο ανάγνωσμα. Ιδιόρρυθμα γεωμετρικά σχέδια ήταν τυπωμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε μορφή ποιήματος των έξι στροφών. Το αλλόκοτο αυτό αλφάβητο , αν επρόκειτο φυσικά για κάποια γλώσσα, δεν μου θύμισε σε τίποτα ούτε κάποιο ανατολίτικο, ούτε κάποιο δυτικό, ούτε καν αρχαίο τρόπο γραφής. Τα παράξενα εκείνα σύμβολα, ήταν σχεδιασμένα με επιδεξιότητα, ενώ η γεωμετρία τους ήταν ασύμμετρη και μπερδεμένη. Η μοναδική λέξη που αναγνώρισα, ήταν ο τίτλος, που δέσποζε στο επάνω μέρος της σελίδας με παχιά, μαύρα γράμματαTo γάβγισμα”.  
Ένα σωρό ερωτήματα γεννήθηκαν μέσα στο μυαλό μου. Τι σχέση μπορεί να είχε αυτό το περίεργο ποίημα με τις ρήσεις του Ηράκλειτου; Έλεγξα το υπόλοιπο βιβλίο, μα καμία άλλη σελίδα δεν περιείχε κάτι παρόμοιο. Επέστρεψα στο ποίημα και το περιεργάστηκα  με απορία. Σκέφτηκα, πως μάλλον οι γνώσεις μου επάνω στις γλώσσες του κόσμου ήταν ελλιπείς, μα όσο περισσότερο μελετούσα εκείνα τα ιδιόρρυθμα σχέδια, τόσο πιο απόκοσμα είχαν αρχίσει να μου φαίνονται. Άρχισα να υποψιάζομαι πως ίσως να μην ήταν σχεδιασμένα από ανθρώπινο χέρι. Και ο τίτλος, το γάβγισμα, μου φάνηκε εξίσου παράδοξος και αταίριαστος, παρόλο που δεν είχα καμία πληροφορία για το περιεχόμενου του ποιήματος. Με το μυαλό μου γεμάτο αναπάντητα ερωτήματα, άφησα το βιβλίο στην άκρη, και έπεσα για ύπνο κάτω από το βαρύ μου πάπλωμα. Είχε πάει αρκετά αργά και θεώρησα πως έπρεπε να αφήσω την μελέτη του αλλόκοτου εγγράφου για την επόμενη μέρα.

Γύρω στις έξι τα ξημερώματα, πετάχτηκα από τον ύπνο μου λουσμένος στον ιδρώτα. Η αιτία φυσικά, δεν ήταν άλλη από τον απαίσιο εφιάλτη που είχα δει όσο κοιμόμουν. Στο όνειρο μου, με επισκέφθηκε ένας σκύλος με τερατώδη όψη και φρικιαστικό βλέμμα. Το ύψος του σίγουρα ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Το τρίχωμα του ήταν μαύρο, σαν τη πίσσα, και οι τρίχες του κρεμόντουσαν υγρές και λασπωμένες, σαν να είχε βγει από κάποια κολλώδη άβυσσο. Τα κιτρινιασμένα του δόντια ήταν μεγάλα και μυτερά σαν πρόκες, ενώ τα μάτια του, είχαν έντονο κόκκινο χρώμα, και λαμπύριζαν αποκρουστικά. Το βλέμμα του απέρρεε μια αποτρόπαιη μοχθηρία.  Ήταν πραγματικά, σαν η κόλαση να είχε συμπυκνωθεί μέσα στην ίριδα εκείνων των ζωωδών ματιών. Μα χειρότερος από την όψη του, ήταν ο ήχος που έβγαζε. Το γάβγισμα του ήταν κτηνώδες και απόκοσμο. Μαίνονταν με λύσσα, ενώ πηχτά σάλια εκτοξεύονταν ανάμεσα από τα απαίσια δόντια του. Ήταν τόσο δυνατό και άγριο, που καθώς αλυχτούσε στο όνειρο μου, με έκανε να νιώσω έναν απαράμιλλο τρόμο, που όμοιο του δεν έχω ξανανιώσει. Και τότε ξύπνησα.
Ξεφύσησα με ανακούφιση και άναψα το κερί που βρισκόταν τοποθετημένο επάνω στο κομοδίνο μου. Θεώρησα, πως ο εφιάλτης προήλθε από την νυχτερινή μου απασχόληση με το αλλόκοτο ποίημα. Πως κάπου στο υποσυνείδητο μου, ο τίτλος το γάβγισμα απέφερε την εικόνα εκείνου του φρικιαστικού σκύλου. Τι σου είναι το μυαλό, σκέφτηκα, και πλέον εύχομαι να είχα δίκιο. Μακάρι το ζήτημα να ήταν τόσο απλό και κοινό όσο ένας εφιάλτης.
Την επόμενη μέρα, αφού επέστρεψα από την εργασία μου, διπλά κουρασμένος και αποκαμωμένος, μιας και μετά το απότομο ξύπνημα δεν είχα καταφέρει να ξανακοιμηθώ, αποφάσισα να ξαναρίξω μια δεύτερη ματιά στο παράξενο ποίημα που είχε εμφανιστεί αναπάντεχα μέσα στο βιβλίο μου. Γύρισα τις σελίδες, και όπως περίμενα, το το γάβγισμα βρισκόταν ακόμα εκεί. Καθώς το παρατηρούσα, ένας ανείπωτος φόβος με κατέκλυσε. Τον ένιωσα να έρχεται κατά πάνω μου σιγά σιγά, σαν σύννεφο, και να περιβάλλει το σώμα μου, κάνοντας το δέρμα μου να ανατριχιάσει. Το ακατανόητο αλφάβητο είχε αρχίσει να γίνεται υπερβολικά ενοχλητικό για το μάτι μου. Τα περίτεχνα σύμβολα που το απαρτίζανε, και σχημάτιζαν εκείνες τις άγνωστες λέξεις, άρχισαν να μου προκαλούν μια ιδιαίτερη φρίκη και αποστροφή. Αποφάσισα να κλείσω το βιβλίο. Το τοποθέτησα πίσω στην βιβλιοθήκη, και άρπαξα έναν άλλο τόμο. Θεώρησα πως η ανάγνωση κάποιου άλλου κειμένου, ήταν το καταλληλότερο μέσο για να ξεχαστώ. Λίγες ώρες αργότερα, ξάπλωσα και κοιμήθηκα.
Γύρω στις έξι το πρωί, πετάχτηκα και πάλι από τον ίδιο εφιάλτη. Ο μαύρος, απόκοσμος σκύλος με την αποτρόπαια όψη, μαίνονταν για ακόμα μια νύχτα στο όνειρο μου, μέχρι το απότομο ξύπνημα να διακόψει εκείνο το φρικιαστικό ουρλιαχτόΜετά από αυτό το γεγονός, οι υποψίες μου είχαν αρχίσει να γίνονται βάσιμες. Δεν υπήρχε αμφιβολία, πως το ειδεχθές ποίημα το γάβγισμα είχε άμεση σχέση με τον εφιάλτη που είχα δει επί δύο συνεχόμενες βραδιές. Για αυτό τον λόγο, το απόγεμα μόλις θα επέστρεφα από το γραφείο μου, είχα σκοπό να απαλλαγώ από αυτό. Κι έτσι και έκανα. Δυστυχώς.
Μόλις είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η θερμοκρασία πρέπει να είχε πέσει κάτω του μηδενός. Βάδιζα το σοκάκι που οδηγεί στο σπίτι μου, ενώ έτρεμα από τον φόβο και το κρύο μέσα στο μακρύ, μαύρο παλτό μου. Τα νεύρα μου ήταν υπερβολικά κλονισμένα καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας, καθώς αγωνιούσα να επιστρέψω στο σπίτι μου, ώστε να καταστρέψω το περίεργο έγγραφο που τάραξε τον ύπνο μου τις δύο τελευταίες νύχτες. Έστριψα το κλειδί στην πόρτα και εισήλθα στο παγωμένο καθιστικό. Χωρίς να χάσω χρόνο άναψα το τζάκι. Μόλις η φλόγα άρχισε να δυναμώνει, έβγαλα από την βιβλιοθήκη τα άπαντα του Ηράκλειτου, και αφού εντόπισα την καταραμένη σελίδα, την έσκισα και την πέταξα στο τζάκι. Το χαρτί τυλίχτηκε αμέσως στις φλόγες. Μαύρισε ολοσχερώς, αφήνοντας πίσω μονάχα μερικές στάχτες, μα ο καπνός που αναδύθηκε, δεν άρμοζε σε καμία περίπτωση στην ποσότητα καπνού που θα έβγαζε ένα συνηθισμένο κομμάτι χαρτιού. Απομακρύνθηκα και παρατήρησα από την άκρη του δωματίου το ασυνήθιστο φαινόμενο. Ο καπνός συνέχισε να βγαίνει ασταμάτητα μέσα από τις φλόγες, χωρίς όμως να απλώνεται στον χώρο. Λίγα λεπτά μετά, είδα ένα μαύρο, σκιερό πόδι με γαμψά νύχια να σχηματίζεται. Έτρεξα να ξεφύγωμα όσο και αν γυρνούσα το πόμολο, η εξώπορτα ήταν αδύνατον να ανοίξει. Αμέσως μετά, γέμισα μια κανάτα με νερό και την άδειασα επάνω στην φωτιά. Μάταια. Το τζάκι συνέχισε να καίει όπως πριν, και ο καπνός αναδύονταν εξίσου πυκνός, σχηματίζοντας ένα ακόμα πόδι. Άρπαξα ένα λευκό χαρτί και την πένα μου, και ξεκίνησα να γράφω αυτή την επιστολή. Είναι αδύνατον να ξεφύγω. Μέχρι τώρα έχει σχηματιστεί σχεδόν ολόκληρος. Το μόνο που απομένει, είναι το στόμα του. Μόλις ολοκληρωθεί η μορφή του, είμαι σίγουρος πως θα αρχίσει να γαβγίζει και πάλι, με εκείνον τον απόκοσμο τρόπο όπως στο όνειρο, να απαγγέλει το ειδεχθές ποίημα του με την πιο αποτρόπαιη φωνή. Αναριγώ μόνο στη σκέψη. Τρέμω. Φοβάμαι. Το στόμα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.

Μαρία Ρεβύθη