Κίεβο, Δεκέμβριος 1020
Ένα κοφτό,
τρανταχτό χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε στις μεταμεσονύκτιες ώρες, παγώνοντας το
αίμα των τριών γυναικών. Η Λαρίσσα, η Σβετλάνα και φυσικά, η Ναντέζντα
κοιμούνταν στον κοιτώνα, προορισμένο για την ακολουθία της Αναστασίας. Η
Ναντέζντα, πιο σβέλτη από αυτές, σηκώθηκε μεμιάς,
ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε. Μέσα μπήκε η Ίννα, βιαστική και
τρομοκρατημένη.
«Ο μεγαλειότατος
αποφάσισε πως την αυγή οι παράνομοι και οι προδότες θα εκτελεστούν στην πλατεία
του Κιέβου. Απαιτεί την παρουσία ολόκληρης της αυλής.», τους είπε ταραγμένη η
νεαρά.
Τα σμαραγδένια
μάτια της Ναντέζντα άστραψαν από θυμό. Είχε ακούσει για την αδικία με την οποία
κυβερνούσε, αλλά πρώτη φορά την έβλεπε με τα μάτια της. Το Τμουτάρακαν, τόσο
μακριά από το Κίεβο, διοικούμενο από τον σκληροτράχηλο Μιστισλάβ πλήρωνε μόνο
το φόρο υποτέλειας, μπορούσε να διαφύγει ως ένα βαθμό τη βάναυση νομοθεσία του.
Αλλά μόνο το Τμουτάρακαν.
«Γιατί σήμερα,
τόσο ξαφνικά;»
«Δεν είναι
δουλειά μου να κρίνω τις πράξεις του Μεγάλου Πρίγκιπα.»
«Καλά, σ’
ευχαριστώ που μας ενημέρωσες. Πήγαινε τώρα.», της αντιμίλησε κοφτά.
«Έχω να πω δυο
λόγια στις φίλες μου αν δε σε πειράζει.», της είπε μελιστάλακτα, αλλά
υποτιμητικά η Ίννα. Ακόμα κι εκείνη είχε αντιληφθεί πως η Μεγάλη Πριγκίπισσα
την αντιπαθούσε, κι έτσι της φερόταν ανάλογα.
«Μόνες μας.»,
συμπλήρωσε άγρια, η αγουροξυπνημένη Λαρίσσα που είχε χλωμή επιδερμίδα και επιδέξια χέρια.
«Τώρα, όχι του χρόνου.», συνέχισε στον ίδιο
τόνο η μελαχρινή Σβετλάνα με τον ψηλό λαιμό και την άσχημη κρεατοελιά στο
αριστερό της μάγουλο.
«Έφυγα!»,
απάντησε η Ναντέζντα, με απάθεια. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε τη ζακέτα και το
νυχτικό της, και φόρεσε ένα γκρίζο ρούχο, με κεντημένα μπουκέτα μοβ λουλουδιών. Έδεσε
μια επίσης μοβ ζώνη γύρω από τη λεπτή της μέση, και τύλιξε τα μαλλιά της μ’ ένα
μαύρο μεταξωτό μαντήλι, με μεγάλα μωβ και κίτρινα λουλούδια, και πράσινα φύλλα.
Φόρεσε τα δερμάτινα, τριγωνικά παπούτσια της, κι αφού βεβαιώθηκε ότι το κοφτερό μαχαίρι ήταν
καλά στερεωμένο στο πόδι της, έφυγε χτυπώντας πίσω της δυνατά την πόρτα.
Στάθηκε για μια
στιγμή. Η ματιά της απλώθηκε στον έρημο, σκοτεινό διάδρομο. Χωρίς να το θέλει,
αναμνήσεις ξεχασμένες από χρόνια την πυρπόλησαν και ζωντάνεψαν μπροστά της.
Το κάστρο δεν έχει αλλάξει από τότε που εγώ
τριγύριζα στους διαδρόμους, ένα ατίθασο και αεικίνητο παιδί.
Ήμουν τεσσάρων ετών όταν εγώ κι η μητέρα μου
εγκαταλείψαμε το μοναστήρι όπου μας φιλοξενούσαν. Ήταν ένα από τα ελάχιστα που
υπήρχαν στη χώρα σε μια εποχή που το Ορθόδοξο δόγμα ήταν ακόμα περιορισμένης
εμβέλειας. Ο Βλαντιμίρ την είχε αναγκάσει να αποσυρθεί εκεί μετά το χωρισμό
τους, για το υπόλοιπο της ζωής της. Είχε πλέον αποδεχτεί την ήττα της, και ούτε
η γέννησή μου, στάθηκε ικανή να της αλλάξει γνώμη.
Έτσι, έμαθα να μιλώ, ακούγοντας εκκλησιαστικούς
ύμνους, έκανα τα πρώτα μου βήματα μέσα στα κελιά των μοναχών έμαθα τρόπους
δειπνώντας στις κοινές τράπεζες.
Όμως, όταν μεγάλωσα αρκετά, η Άννα αποφάσισε πως
ήταν σωστό να ανατραφώ στο Κίεβο, μαζί με τις μεγαλύτερες αδερφές μου. Και
χαριστικά, επετράπη και στη μητέρα μου να με ακολουθήσει. Ποτέ δεν μπόρεσα να
καταλάβω γιατί ενδιαφέρθηκε για τη δική μου ανατροφή. «Δεν νοείται να μεγαλώνει
μακριά από τις αδερφές της», έτσι είχε πει. «Ό,τι κι αν έχει γίνει, δεν παύει
να είναι κόρη σου, Βλαντιμίρ.»
Κι έτσι, ήρθαμε. Δεν ξαναείδα τον καταθλιπτικό χώρο
του μοναστηριού, που ήταν ο κόσμος μου μέχρι τότε.
Αρχικά ήμουν κατενθουσιασμένη με την προοπτική της ζωής
στο παλάτι. Είχα μεγάλη λαχτάρα να γνωρίσω επιτέλους τον πατέρα μου, αφού δεν
ήξερα απολύτως τίποτα για εκείνον˙ Ωστόσο, οι υψηλές μου προσδοκίες
προσέκρουσαν στην σκληρή πραγματικότητα, και απογοητεύτηκα οικτρά.
Ήταν ένας άντρας εκθαμβωτικός, με επιβλητικό
παράστημα, κι ένα αλαζονικό χαμόγελο μονίμως τοποθετημένο στο σοβαρό του
πρόσωπο. Ήταν ωραίος άντρας, με μαλλιά στο χρώμα του χρυσού και μάτια γαλάζια
και παγωμένα, σαν ζαφείρια. Και το περιποιημένο ξανθό μούσι του του έδινε μια
πιο αρρενωπή όψη. Για μένα όμως, ήταν απλά ψυχρός, απόμακρος. Δεν ήμουν ποτέ το επίκεντρο
της προσοχής του, λες και δεν του έφτανε ο χρόνος να τον σπαταλήσει σ’ αυτή που
επέμενε να θεωρεί νόθο κόρη.
Ο Μπόρις και ο Γκλιεμπ, ήταν οι μόνοι από τους γιους
του που κατοικούσαν στο παλάτι μαζί μας, τους οποίους φυσικά, πάντοτε
αντιμετώπιζε, με στοργή και τρυφερότητα που φύλαγε αποκλειστικά για εκείνους. Όλα
τ’ άλλα αρσενικά παιδιά του, ζούσαν στις ηγεμονίες που τους είχε ανατεθεί να κυβερνούν
και μας επισκέπτονταν σπάνια. Ο Καταραμένος συχνότερα απ’ όλους, γιατί το Τιρόφ,
η πόλη που διοικούσε, ήταν αρκετά κοντά στο Κίεβο.
Οι αδελφές μου η Μιστισλάβα, η Πρεντσλάβα και η
Πρεμισλάβα ήταν άλλη ιστορία. Μπορεί να κατοικούσαν στο κάστρο, αλλά αυτό δε
σήμαινε πως είχαμε στενή σχέση. Ήταν όλες τους πολύ μεγαλύτερες μου, κι είχαν
άλλες έγνοιες κι άλλα προβλήματα στο μυαλό τους. Ποτέ δε μου φέρθηκαν άσχημα,
απεναντίας συχνά μου χαμογελούσαν, με χάιδευαν και με κανάκευαν, μα μέχρις εκεί.
Όχι όπως η Αναστασία φροντίζει και αγαπά τη Κάτια.
Όλα άλλαξαν, τα πρώτα Χριστούγεννα που πέρασα στο
Κίεβο, όταν ήρθε για να περάσει μαζί μας τις γιορτές, ο νεαρός πρίγκιπας του
Νόβγκοροντ. Ο Γιαροσλάβ.
Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση, σαν να ήταν χτες. Στο
κάστρο παρετίθετο, μεγάλο δείπνο, ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ήμουν έξω στον
κήπο, ντυμένη μ’ ένα χοντρό μάλλινο φόρεμα, μα χωρίς πανωφόρι. Είχα
ανατριχιάσει ολόκληρη κι έτρεμα από το κρύο, μα δε μ’ ένοιαζε. Απλά παρατηρούσα
το χιονισμένο τοπίο και τις νιφάδες που εξακολουθούσαν να πέφτουν. Δεν ήθελα να
είμαι μέσα με τους άλλους. Ένιωθα ξένη. Ήμουν μικρή, μα το έβλεπα ότι ήμουν
ανεπιθύμητη. Ένιωθα αόρατη. Θα μπορούσα να εξαφανιστώ, και κανείς να δεν θα το
καταλάβαινε.
Όμως ένα ξανθομάλλικο αγόρι βγήκε από το κάστρο και
με πλησίασε. Δεν είχε κλείσει τα έντεκά του χρόνια, όμως με το αρχοντικό
παράστημα, την ψηλή κορμοστασιά και τις δυνατές πλάτες, έμοιαζε μεγαλύτερος.
«Τι κάνεις εδώ έξω, ολομόναχη στο κρύο;»
«Εσένα, τι σε νοιάζει;»
«Δε θυμάσαι ποιος είμαι;»
Τότε περίεργη, τον παρατήρησα καλύτερα. Τα
κατάξανθα, σγουρά μαλλιά του, τα χαρακτηριστικά γαλάζια μάτια και η έκφρασή του
προσώπου του, ήταν υπερβολικά οικεία. Τότε κατάλαβα. Ήταν ο Γιαροσλάβ
Βλαντιμίροβιτς, ηγεμόνας του Νόβγκοροντ. Μας είχαν συστήσει το ίδιο πρωί.
«Είσαι ο Γιαροσλάβ του Νόβγκοροντ.»
«Όχι. Είμαι ο αδερφός σου. Και μπορείς να με λες
Σλάβα.», με διόρθωσε με ύφος διδακτικό. Είδε πως τα λόγια του δε μου είχαν
κάνει καμία εντύπωση, συνειδητοποίησε ότι ήμουν υπερβολικά χαμένη στη θλίψη
μου, για να του δώσω σημασία. Τότε γονάτισε στο πλάι μου και με ανάγκασε να κοιτάξω
βαθιά μέσα στα βαθυγάλανα μάτια του, όμοια με του πατέρα μας. «Κοίτα, μην σε
νοιάζει για τον πατέρα. Ούτε και σε μένα δίνει σημασία… Αλλά, δεν παραπονιέμαι!»,
είπε για να μου δώσει κουράγιο.
Εγώ δεν αποκρίθηκα, αλλά μου άρεσαν τα λόγια του.
«Ξέρεις κάτι;», ρώτησε μ’ ένα λαμπερό χαμόγελο. «Χάρηκα
πολύ όταν έμαθα ότι η μαμά μου έκανε κι άλλη μια κόρη. Ξέρεις, είσαι η μοναδική
μικρότερη αδερφή μου.»
«Όμως εσύ Σλάβα, δεν είσαι ο μόνος μεγάλος αδερφός
που έχω!», τον ξάφνιασα.
Ξέσπασε σ’ ένα κελαρυστό γέλιο, που τον έκανε να μοιάζει
με ανέμελο παιδί, παρασύροντας κι εμένα να κάνω το ίδιο.
«Νάντια, μπορώ να σε λέω Νάντια, ε;», συνέχισε δίχως
να περιμένει απάντηση, «Σου υπόσχομαι ότι πάντα θα σε προστατεύω. Καλύτερα απ’
όλους τους άλλους μεγάλους αδελφούς σου. Τι λες, πάμε μέσα τώρα, να μην
αρρωστήσεις;»
Τα μάτια του εξέπεμπαν καλοσύνη, κι ένα φωτεινό
χαμόγελο στόλιζε το ωραίο του πρόσωπο. Με πήρε από το χέρι, και για πρώτη φορά
ένιωσα απολύτως ασφαλής. Είχα εξαφανιστεί και κάποιος το είχε αντιληφθεί. Κι
ήταν ο Γιαροσλάβ, ο Σλάβα, ο μεγάλος αδελφός μου. Ο Φύλακας Άγγελός μου.
Μου λείπει τόσο πολύ… Μου λείπει κάθε μέρα, κάθε
ώρα. Κι ας μην το δείχνω σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μου. Παρά τη θέλησή μου, τα
μάτια μου βουρκώνουν. Όμως, έχω χύσει αρκετά δάκρυα για το χαμό του, κι έτσι
απαγορεύω στον εαυτό μου να κλάψει.
Τώρα μόνος σκοπός της ζωής μου είναι η εκδίκηση. Δεν
έχω χρόνο για πένθος και αυτολύπηση.
Ξαφνικά, η
Ναντέζντα κοντοστάθηκε, αναρωτήθηκε πού ακριβώς βρισκόταν. Κοιτώντας προσεκτικά
τον χώρο γύρω της, συνειδητοποίησε πως ασυναίσθητα είχε φτάσει στην πτέρυγα όπου διέμεναν ο Σβιατοπόλκ και η
Μίρα. Τουλάχιστον, αν η μνήμη της ήταν αξιόπιστη.
Την ίδια στιγμή,
η πόρτα άνοιξε και η Κριστιάνα, βγήκε από τα διαμερίσματα της Μεγάλης Πριγκίπισσας. Μια βλαστημιά ξέφυγε της
νέας γυναίκας, ψιθυριστά όμως, για να μην ακουστεί. Τι θα έλεγε, αν ρωτούσε τι
έκανε εκεί; Δεν υπήρχε περίπτωση, η αυστηρή ακόλουθος να πιστέψει ότι απλά
περιπλανιόταν, κι ας ήταν η αλήθεια. Ήταν έτοιμη να κάνει επί τόπου μεταβολή,
όταν την άκουσε να φωνάζει.
«Ε, εσύ έλα
εδώ.», πρόσταξε κι η Ναντέζντα υπάκουσε. «Μιας κι είσαι εδώ, μήνυσε στην Αναστασία,
σε τρεις ώρες να βρίσκεται στο προαύλιο.», συνέχισε με αγριότητα.
«Μάλιστα!»,
αποκρίθηκε η Ναντέζντα, πνίγοντας ένα στεναγμό ανακούφισης. Η Κριστιάνα ήταν πολύ
ευχαριστημένη που μπόρεσε να της φορτώσει τη δική της υποχρέωση˙ ούτε νοιάστηκε
για το τι έκανε, ή πού πήγαινε μια τόσο προχωρημένη ώρα. «Και μην τριγυρνάς
άσκοπα στους διαδρόμους.», φώναξε σαν να το θυμήθηκε ξαφνικά, μα εκείνη είχε
ήδη απομακρυνθεί αρκετά.
*
* *
Τα μάτια της Αναστασίας
σκοτείνιασαν σαν άκουσε τα καθέκαστα. Δάκρυα κύλησαν στο αλαβάστρινο πρόσωπό της, κι εκείνη άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Η
Ναντέζντα δεν μπορούσε να αποφασίσει αν το θέαμα ήταν συγκινητικό ή απλά
αξιοθρήνητο. Δεν έκανε καμία κίνηση για να την παρηγορήσει, κι ας ήταν αδερφή
της.
«Πρέπει να
ετοιμαστείς!», της είπε ψυχρά.
«Καλά δεν έχεις
καρδιά εσύ; Η πριγκίπισσα έχει ευγενική ψυχή. Νιώθει συμπόνια για τους
κατατρεγμένους.», είπε η Ιουστίνη, εριστικά.
«Πες μου σε
παρακαλώ Γιουστίνα, πώς τους συντρέχει με τα κλάματά της;»
Η γερόντισσα δε
βρήκε κάτι να της απαντήσει. Η Αναστασία, σκούπισε τα μάτια της, μ’ ένα λευκό,
μεταξωτό μαντήλι κεντημένο με τα αρχικά της μητέρας της, τα ελληνικά γράμματα Α
και Π.
«Πες να
ετοιμάσουν το ατμόλουτρο.», είπε προσπαθώντας σκληρά η φωνή της ν’ ακουστεί
σταθερή. Δεν τα κατάφερε όμως. Η φωνή της έσπασε, ενώ τα μάτια της φαίνονταν
κατακόκκινα και πρησμένα.
«Αμέσως.»,
αποκρίθηκε η Ναντέζντα.
«Κι εσύ Ιουστίνη,
πήγαινε να ετοιμάσεις την Κάτια. Μην την αφήνεις μόνη. Να μας περιμένεις κάτω.»
«Ό,τι πεις εσύ,
κυρά μου.»
Η Ναντέζντα λοιπόν
ανέλαβε να τη βοηθήσει να ετοιμαστεί. Την περίμενε να βγει από το λουτρό με μια
μεγάλη, λευκή πετσέτα για να τη σκεπάσει και να τη σκουπίσει. Έπειτα άλειψε το
σώμα της μ’ ένα ενυδατικό υγρό και της πρόσθεσε κάποιες σταγόνες ροδέλαιο πίσω
από τα αυτιά και στους καρπούς. Πήρε από την ντουλάπα τα φορέματα και τα
κράτησε στα χέρια της, ένα ένα για να τη βοηθήσει να επιλέξει.
«Όποιο να’ ναι.»,
της είπε αδιάφορα.
Η Ναντέζντα δεν
το σχολίασε κι έκανε η ίδια την επιλογή. Της φόρεσε ένα λεπτό, λευκό φουστάνι,
με μακριά μανίκια κεντημένα με κόκκινα φύλλα, και στη συνέχεια ένα άλλο, αμάνικο,
καμωμένο από πιο χοντρό ύφασμα, σε χρώματα μπλε και μαύρο.
Την κάθισε
μπροστά στον καθρέφτη και βάλθηκε να της χτενίζει τα μαλλιά με τη μαλαματένια
βούρτσα. Έπειτα τα έπλεξε σε δύο κοτσίδες, στολισμένες μ’ ένα πλατύ ασημένιο
κόσμημα η κάθε μία. Από πάνω της έριξε το χρυσοκέντητο πέπλο. Τέλος της έδωσε
να φορέσει την παχιά της γούνα, από αρκούδα.
Αφού η Αναστασία
ήταν πια έτοιμη, βγήκαν από το διαμέρισμα. Κατεβαίνοντας τις σκάλες που
οδηγούσαν στον περίβολο όταν είδαν ότι οι
θεραπαινίδες της Αναστασίας ήταν ήδη κάτω, μαζί με τη Μίρα και την
ακολουθία της. Η Αναστασία θα μπορούσε κάλλιστα να τις επιπλήξει που είχαν παραμελήσει τα καθήκοντά τους όμως, δεν
το έκανε. Δεν έβρισκε κανένα νόημα.
Οι δυο κοπέλες
συνέχισαν να κατεβαίνουν και βγήκαν κι αυτές στον κήπο. Αμέσως αισθάνθηκαν το
τσουχτερό κρύο στην ατμόσφαιρα, εξαιτίας της υγρασίας από τον ποταμό Δνείπερο.
Ήταν συνηθισμένος ο καιρός για τέτοια εποχή. Βρίσκονταν στην καρδιά του
παγωμένου ρωσικού χειμώνα. Εξάλλου ήταν ακόμα πολύ νωρίς την ημέρα, ο ήλιος δεν
είχε ανατείλει ακόμα.
Μόλις η Κάτια αντιλήφθηκε
την παρουσία της αδερφής της έτρεξε κατά πάνω της. Οι δυο αδερφές αγκαλιάστηκαν
σφιχτά, λες και είχαν να ειδωθούν χρόνια, ενώ στην πραγματικότητα, πριν από
λίγες ώρες η Αναστασία της διηγούταν μύθους παρμένους από την αρχαία ελληνική
μυθολογία, για να κοιμηθεί.
Το θέαμα εκείνης
της τρυφερής εκδήλωσης αγάπης ήταν αβάσταχτο για τη Ναντέζντα. Άθελά της απέστρεψε
το βλέμμα, χωρίς να καταλαβαίνει την αιτία. Ίσως, επειδή ο δικός της αδερφός ήταν νεκρός.
Τότε, ένας
μεγαλόσωμος, μελαχρινός άντρας, με επίσημη περιβολή, βγήκε από την κεντρική
πύλη. Αμέσως, καβάλησε το λευκό άτι,
που του έφεραν οι ιπποκόμοι και κατευθύνθηκε προς την έξοδο από τον περίβολο
του παλατιού, προς την πόλη του Κιέβου.
Παγώνω.
Θα αναγνώριζα αυτό το παρουσιαστικό οπουδήποτε. Ο Σβιατοπόλκ ο Καταραμένος, ο Μεγάλος
Πρίγκιπας του Κιέβου.
Μετρώ έξι έφιππους ντρουζίνικ, να τον
περιστοιχίζουν. Η ματιά μου καρφώνεται πάνω του, συγχρονίζεται με την κάθε του
κίνηση. Τον παρακολουθώ με τόση προσήλωση, που μπορώ να μαντέψω κάθε πότε
παίρνει ανάσα.
Γι’ αυτό και το αντιλαμβάνομαι, όταν για λίγο, για
μερικά πολύτιμα λεπτά μένει εκτεθειμένος, κανένας ντρουζίνικ δε λειτουργεί ως
ανθρώπινη ασπίδα.
Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ τώρα είναι το τόξο και
τα βέλη μου. Με μια βολή θα μπορούσα να
τον τραυματίσω θανάσιμα. Μια μόνο βολή στην καρδιά, και το μαρτύριό μου, το
μαρτύριο της χώρας, θα έπαιρνε τέλος.
Βέβαια, οι ντρουζίνικ του θα επετίθεντο και θα με σκότωναν
την ίδια στιγμή. Αλλά δε θα είχε καμιά σημασία.
Θα ήταν νεκρός.
Όμως το τόξο και η φαρέτρα μου βρίσκονται κάτω από
το κρεβάτι μου, κρυμμένα σ’ ένα μπαούλο, κάτω από κουρέλια και παλιόρουχα…
Στο μεταξύ η Μίρα
και η ακολουθία της, είχαν ήδη επιβιβαστεί στην αριστοκρατική άμαξα, την οποία
έσερναν τέσσερα μαύρα άλογα. «Λυπάμαι, Αναστασία δεν υπάρχει χώρος για σένα και
την αδερφή σου. Θα πρέπει να πάτε με τα πόδια, όπως και οι υπηρέτες. Δυστυχώς.»,
είπε χαιρέκακα. Η άμαξα ξεκίνησε, ακολουθώντας το Σβιατοπόλκ και την ντρουζίνα
του, μαζί με τις σκάρτες ακόλουθες της Αναστασίας.
Η ορφανή
πριγκίπισσα δε μίλησε, ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες προσβολές. Άλλωστε μπορεί το
κάστρο να ήταν χτισμένο στο ψηλότερο άκρο της πόλης, όμως η διαδρομή δεν ήταν
πολύ μεγάλη. Έτσι πήρε από το χέρι την
Κάτια και ξεκίνησε μαζί με τους υπηρέτες –όπως τόσο ευγενικά είχε επισημάνει η
Μεγάλη Πριγκίπισσα. Η Ιουστίνη και η Ναντέζντα μαζί της. Μόλις βγήκαν από την
κεντρική νότια πύλη στα τείχη του κάστρου, αναμείχθηκαν με τους κατοίκους του
Κιέβου που κατευθύνονταν κι εκείνη στην πλατεία.
Σ’ εκείνο το σημείο
της πόλης τα σπίτια ήταν φροντισμένα, μεγάλα και άνετα, καθώς ανήκαν σε
ανθρώπους της τάξης των εμπόρων και των βιοτεχνών. Αν όμως, περιπλανιούνταν
νοτιότερα, τα όμορφα ξύλινα σπίτια του θα έδιναν τη θέση τους στις αχυρένιες
καλύβες, τις παράγκες και τα χαμόσπιτα των απόρων. Τις εντυπώσεις έκλεβε η εκκλησίας
της Αγίας Σοφίας, που είχε χτιστεί στην περίοδο βασιλείας της Όλγας της Σοφής,
της προγιαγιάς των κοριτσιών. Δέος προκαλούσε το τεράστιο μέγεθός της, καθώς
και ο χρυσός τρούλος της. Ήταν χτισμένη σύμφωνα με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική,
έχοντας ως πρότυπο την αφιερωμένη στην ίδια αγία, εκκλησία της
Κωνσταντινούπολης.
Τελικά έφτασαν στον
προορισμό τους. Η καρδιά της Ναντέζντα σφίχτηκε σαν αντίκρισε το ξύλινο
ικρίωμα. Το θέαμα πυροδότησε οδυνηρές αναμνήσεις, τις οποίες όμως, κατέπνιξε
χάρη στη σιδηρά πειθαρχία της. Στάθηκαν λοιπόν, και περίμεναν ν’ αρχίσει η
εκτέλεση, μαζί με τον υπόλοιπο λαό. Η Μίρα το είχε θελήσει έτσι, ώστε να μην
έχουν άλλη επιλογή.
Οι πρώτες
αχτίδες του ηλίου φάνηκαν στον ουρανό κι άξαφνα ο Σβιατοπόλκ σηκώθηκε, και όλο
το πλήθος κόλλησε το κεφάλι το στο χώμα. Η Ναντέζντα, επίσης.
«Πολίτες του
Κιέβου. Σήμερα, χαράζει μια νέα μέρα για τη χώρα μας. Σήμερα θα δούμε τα
ταραχοποιά στοιχεία της κοινωνίας να τιμωρούνται όπως τους αξίζει. Δεν πρέπει
κανείς να λυπηθεί για την απώλειά τους, γιατί όπως για να ευδοκιμήσει ένα φυτό
χρειάζεται να εξολοθρευθούν όλα τα ζιζάνια
που απειλούν την ανάπτυξη του, έτσι και για την ευημερία της κοινωνίας μας,
χρειάζεται να απομακρυνθούν όσοι απειλούν την τάξη και τη νομοτέλεια.», άρχισε
να λέει ο Σβιατοπόλκ. Όσο μιλούσε οι ντρουζίνικ ανέβασαν στην εξέδρα τους
μελλοθάνατους.
Όσοι είχαν
αμελήσει να πληρώσουν την αβάσταχτη φορολογία, θα δέχονταν ένα βέλος στην
καρδιά. Σε όσους είχαν τολμήσει να μιλήσουν με αναίδεια για το Μεγάλο Πρίγκιπά
τους, έστω και υπό την επήρεια αλκοόλ σε κάποια φιλική συγκέντρωση, θα έκοβαν τη γλώσσα. Και, στους ρακένδυτους
ζητιάνους, που ζητούσαν ελεημοσύνη στους δρόμους του Κιέβου θα ακρωτηρίαζαν το
δεξί χέρι. Ενώ οι ληστές, ακόμα και οι μικρολωποδύτες, θα έχαναν και τα δύο.
Κάποια στιγμή ο
Σβιατοπόλκ σταμάτησε το λόγο του. Την ίδια στιγμή, βροχή βέλων εκτοξεύτηκε από
τα τόξα. Βέλη που καρφώθηκαν στα σώματα των φτωχών αγροτών. Ξεψύχησαν ο ένας
μετά το άλλο.
Η Αναστασία δεν
μπορούσε να αντέξει το θέαμα, έκλεισε τα μάτια της Κάτιας, και η ίδια επέμενε
να κοιτά το χώμα. Σπάραζε η καρδιά της μπροστά στην αδικία.
Απεναντίας, η
Ναντέζντα δεν απέστρεψε το βλέμμα σε καμία από τις ειδεχθείς πράξεις. Ήθελε να
βλέπει, ήθελε να θυμάται, για να μην είχε καμιά αμφιβολία όταν θα σκότωνε το
Σβιατοπόλκ. Δε θα το έκανε μόνο για την προσωπική της τραγωδία, μα και για τον
πόνο και την αγωνία που είχε προξενήσει στη διάρκεια της άσπλαχνης
διακυβέρνησής του. Ήταν ανελέητος και του άξιζε να πεθάνει από το χέρι το δικό
της.
Κι όπως τα
αιμόφυρτα πτώματα να κείτονται στο ξύλινο δάπεδο, θυμήθηκε κάποιους άλλους που
είχαν βρει το ίδιο τραγικό τέλος, σ’ εκείνο το σανίδι. Κι ακόμα δεν ήξερε αν το
άξιζαν ή όχι.
Όταν πια οι
εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, έλαβαν τέλος, το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Οι
άνθρωποι πήγαιναν σπίτια τους, γιατί πολλοί θα έκλαιγαν τους δικούς τους απόψε.
Σηκώθηκε και ο Σβιατοπόλκ και οι άλλοι ευγενείς κοντά του, όπως και η γυναίκα
του. Η Αναστασία όμως, δεν κουνήθηκε από τη θέση της, αλλά άρχισε να ψιθυρίζει
μια προσευχή για την ανάπαυση των ψυχών των νεκρών, μιας και δεν θα γινόταν
κανονική κηδεία.
Λίγο πιο πέρα
από εκεί που στέκονταν, ένας καβγάς ξεκίνησε ανάμεσα σε δυο άνδρες. Ο ένας είχε
χάσει τον αδερφό του στη σημερινή εκτέλεση, κι ένας άλλος τον πρόσβαλε γι’
αυτό. Είχαν πιαστεί στα χέρια, και ο Σβιατοπόλκ που περνούσε από δίπλα, ξεπέζεψε
για να μάθει τι είχε συμβεί.
Η καρδιά της
Ναντέζντα άρχισε να χτυπά ξέφρενα. Ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά της. Και οι
ντρουζίνικ του είχαν διατηρήσει απόσταση. Μπορούσε να τον σκοτώσει μονάχα με το
μαχαίρι της, δεν ήταν απαραίτητο άλλο όπλο. Έπρεπε μόνο να τον πλησιάσει κι
άλλο. Αφού έσκυψε και άρπαξε το στιλέτο, περπάτησε προς το μέρος τους με αργά
διακριτικά, βήματα. Ήταν το τέλειο σκηνικό. Δεν μπορούσε να την αποφύγει, είχε
την πλάτη γυρισμένη, δε θα έβλεπε ποτέ το χτύπημά της να έρχεται. Είχε όμως
μόνο μία ευκαιρία και δεν έπρεπε να αποτύχει. Έσφιξε το όπλο στην παλάμη της
και ετοιμάστηκε να το πετάξει,
σημαδεύοντας το λαιμό του.
«Ναντέζντα, άντε
πάμε.», είπε ξαφνικά η Αναστασία και την τράβηξε να γυρίσει και να την κοιτάξει. «Μην πλησιάζεις πολύ τον
Μεγάλο Πρίγκιπα. Οι αντιδράσεις του είναι απρόβλεπτες. Δεν αξίζει το τίμημα για
να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου. Πίστεψε με, ξέρω τι σου λέω.»
Μα, η Ναντέζντα
δεν άκουγε λέξη απ’ όσα έλεγε. Το μυαλό της είχε αγκιστρωθεί στο φόνο που έπρεπε
να εκτελέσει. Ακαριαία στράφηκε πάλι πίσω και είδε με απελπισία πως ο
Σβιατοπόλκ, ανέβαινε ξανά στο άλογό του, για άλλη μια φορά περικυκλωμένος από
την ντρουζίνα.
Η ευκαιρία είχε
χαθεί. Αδύνατον να τον μαχαιρώσει τώρα.
Τότε ξανακοίταξε
τη Αναστασία, με βλέμμα που έσταζε δηλητήριο, βλαστημώντας νοερά την ώρα και τη
στιγμή που τη γνώρισε. «Έχεις ιδέα, τι έκανες μόλις τώρα;», ξεφώνισε, έξαλλη, λησμονώντας
τη λογική που υπαγόρευε ψυχραιμία και ψέματα. Αυτή τη στιγμή ήταν απλά αδύνατο
να φερθεί λογικά. Τον έχασε, ενώ τον είχε, εξαιτίας της. Κι όσο το σκεφτόταν
τόσο περισσότερο αγανακτούσε.
Την τελευταία
στιγμή όμως, επικράτησε ο ορθός λόγος και
απομακρύνθηκε. Αν την κοιτούσε για άλλο ένα λεπτό, θα καταριόταν θεούς
και δαίμονες, εκθέτοντας τον εαυτό της ακόμα περισσότερο. Την άφησε λοιπόν, σύξυλη,
προτού προλάβει εκείνη να αντιδράσει.
Ηλίθια κι
άχρηστη σαν τη μάνα της είναι!
Σοφία Γκρέκα