Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 15)

Νάιλα

«Αυτό θες να μάθεις; Ναι λοιπόν! Μου έκανε έρωτα καθημερινά και ήταν πιο άντρας από τι θα είσαι εσύ ποτέ!» ούρλιαξα στα μούτρα του Κάιν. Το χαστούκι ήταν αναμενόμενο αλλά και πάλι με πόνεσε πολύ.
«Για αυτό πήγες στην Κίνα λοιπόν; Για να εκπορνευτείς;»
«Εσύ με έστειλες στη Κίνα! Θυμάσαι;» ο θυμός μου φούντωσε και έκανα ένα βήμα προς το μέρος του. «Θυμάσαι το αίμα; Θυμάσαι ότι εσύ ήσουν η αιτία που έχασα το παιδί μας;»
«Σκάσε»

«Επειδή ήθελες απλώς να ξεσπάσεις κάπου τον θυμό σου»
«Είπα σκάσε!» επέμεινε η λέξεις βγήκαν σφυριχτές, μέσα από τα δόντια του.
«Πως αισθανόσουν άραγε όταν με κλώτσαγες στο στομάχι; Όταν με άφησες αιμόφυρτη πάνω στο μάρμαρο, όταν απέβαλλα μπροστά σου; Εξαιτίας σου;» ο Κάιν έβγαλε μια φωνή και με έριξε κάτω, έπεσε από πάνω μου και τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου.
«Καιρός είναι να τελειώσω αυτό που άρχισα. Στο είπα και τότε και στο λέω και τώρα. Είσαι δικιά μου, ακόμα και στον θάνατο»
Πάσχισα να πάρω αέρα αλλά ήταν αδύνατον. Τον χτύπησα στο πρόσωπο αλλά δεν χαλάρωσε τη λαβή του. Ήταν αποφασισμένος.
«Το ήξερες ότι σε αγαπούσα; Ότι ήσουν όλος μου ο κόσμος;» η φωνή του δήλωνε πίκρα και θλίψη. Ήθελα να του πω ότι δεν τον είχα προδώσει, ότι ήμουν πιστή μέχρι να πάω στη Κίνα, αλλά δεν θα με πίστευε. Σταμάτησα να παλεύω, καθώς το σκοτάδι με τύλιγε.
«Όχι!» μου φάνηκε ότι άκουσα τη φωνή της Αναλύζας. Δεν ήμουν σίγουρη, ίσως όταν πέθαινες να άκουγες την φωνή του ατόμου που αγαπούσες περισσότερο.


Αναλύζα

Σκούπισα τα δάκρυα μου αλλά αυτά δεν έλεγα να σταματήσουν. Το εσωτερικό της άμαξας ήταν σκοτεινό και ήσυχο. Οι λυγμοί μου έβγαιναν βουβοί. Αυτό ήταν λοιπόν, είχε τελειώσει. Ότι  είχαμε με τον Τζόναθαν, το στοίχημα. Τα πάντα.
Και όμως, είχα εξασφαλίσει την ασφάλεια της μητέρας μου. Γιατί λοιπόν ένιωθα χιλιάδες αγκάθια να τρυπάνε την καρδιά μου; Γιατί είχα την ανάγκη να κλείσω τα μάτια μου και να μην τα ξανανοίξω ποτέ; 
Η άμαξα σταμάτησε απότομα και εγώ έβαλα τα χέρια μου μπροστά για να προστατεύω.
«Συγγνώμη δεσποινίς Νόρμαν!» φώναξε ανήσυχα ο οδηγός. Βγήκα έξω αγνοώντας τον και πέρασα την πύλη του σπιτιού μου. Πέρασα το μονοπάτι που οδηγούσε στους στάβλους και άνοιξα την πόρτα.
Ήθελα να μιλήσω στη μητέρα μου. Το δωμάτιο της όμως ήταν άδειο έτσι κινήθηκα προς την τραπεζαρία, σταμάτησα όμως όταν πρόσεξα αναμμένα κεριά στο γραφείο του Κάιν. Το στομάχι μου σφίχτηκε απότομα, καθώς ένα κακό προαίσθημα με κατέκλυσε. Έτρεξα, ξεχνώντας το Τζόναθαν και την ερωτική απογοήτευση.  Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν το πρόσωπο της μητέρας μου.  Ήταν χλωμή, τα βλέφαρα της ήταν σφαλιστά και τα χέρια του πατέρα μου ήταν γύρω από το λαιμό της. Δεν θυμάμαι να ουρλιάζω, αλλά πρέπει να το έκανα γιατί ο πατέρα μου στράφηκε αποσυντονισμένος και με κοίταξε.
 «Την σκότωσες!» όρμησα προς το μέρος του. Σήκωσα το χέρι μου, το έκλεισα σε γροθιά και τον χτύπησα. Ο Κάιν κατρακύλησε πιο μακριά, έπιασε το μάγουλο του, φανερά αιφνιδιασμένος.
«Σκότωσες την μητέρα μου! Σκότωσες την γυναίκα σου!» ο πατέρας μου κοίταξε τι Νάιλα. Φαινόταν να μην καταλαβαίνει.
«Δεν ήθελα.... Απλώς θύμωσα»
«Κάθαρμα» έσφιξα τα δόντια μου. Το βλέμμα μου κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Τι είχα να χάσω λοιπόν; Τι μου είχε απομείνει;
Το κλειδί  το είχε πάνω στο γραφείο του. Δεν είχε μπει καν στο κόπο να το κρύψει. Ήταν τόσο αλαζόνας. Κανένας δεν μπορούσε να κλέψει τον Κάιν Νόρμαν, κανένας δεν μπορούσε να του αντιμιλήσει, κανένας δεν μπορούσε να ζήσει μαζί του.  Ξεκλείδωσα το πρώτο ράφι , αναγνώρισα το χαρτί το οποίο είχα δει να κρατάει, ήταν τυλιγμένο με μια λευκή κορδέλα.  Το πήρα και το έβαλα μέσα στο φόρεμα μου, σε μια κρυφή τσέπη που είχα βάλει την μοδίστρα μου να μου φτιάξει.
«Μην το κάνεις αυτό Λύζ! Πιάστε την!» με τράβηξε από το φόρεμα καθώς τον προσπέρναγα. Η οργή που με κατέλαβε καθώς τον άκουγα να με λέει με το υποκοριστικό που με φώναζε όταν μικρή και αυτός ήταν ο μπαμπάς μου με εξέπληξε και εμένα την ίδια. Σήκωσα το πόδι μου και τον χτύπησα με τόση δύναμη που έχασε τις αισθήσεις του. Έσκυψα και ακούμπησα τα δύο δάχτυλα μου στο λαιμό της Νάιλας.
Ανέπνεε. Έβγαλα έναν λυγμό ανακούφισης.
«Θα γυρίσω για εσένα και μετά θα φύγουμε από αυτήν την κόλαση. Στο υπόσχομαι!»
Άρχισα να τρέχω καθώς τους άκουγα να με καταδιώκουν. Τα τσιράκια του πατέρα μου. Δεν έπρεπε να με πιάσουν. Όχι πριν έδινα το χαρτί στο Τζόναθαν και του χάλαγα τα σχέδια. Ήθελα να καταλάβει τι επιπτώσεις είχε το ψέμα του, ήθελα για μια φορά να κάνω το σωστό.  
Πήρα ένα άλογο από τους στάβλους και το καβάλησα χωρίς να του βάλω σέλα. Είδα το έμπιστο του πατέρα μου να με ακολουθεί, χτύπησα τα γκέμια του αλόγου μου. Έπρεπε να είμαι γρήγορη, δεν είχα αρκετό χρόνο στη διάθεση μου. Έσκυψα προς το λαιμό του ζώου και έσφιξα τα πόδια μου πάνω του για να μην πέσω.
«Αναθεματισμένο φόρεμα» σφύριξα μέσα από τα δόντια μου.
«Σταμάτα!» κοίταξα πίσω μου και καταράστηκα. Πως με είχαν φτάσει τόσο γρήγορα; Πήρα μια απότομη στροφή, δεν είχα σκοπό να τους οδηγήσω στο Τζόναθαν. Ποιος ξέρει τι μπορεί να έκαναν, δεν ήθελα να το διακινδυνεύσω.
Σταμάτησα να ακούω άλογα και φωνές. Ήμουν κοντά στο σπίτι του ανθρώπου που μου είχε ραγίσει την καρδιά μερικές στιγμές πριν. Όχι αρκετά κοντά όμως. Κατέβηκα από το άλογο και το έκρυψα.  Θα περίμενα να περάσουν να περάσουν από εδώ και να συνειδητοποιήσουν ότι με είχαν χάσει. Κρύφτηκα πίσω από ένα παραιτημένο κάρο με σανό. Ακούμπησα την κρυφή τσέπη, το χαρτί ήταν εκεί.
«Που μπορεί να πήγε;» μούγκρισε ενοχλημένα ένας από τους άντρες.
«Είναι εδώ κοντά» μουρμούρισε ο έμπιστος του πατέρα μου, κοιτάζοντας τριγύρω. «Βγες έξω μικρή» έκανε ένα βήμα πιο κοντά μου. «Ξέρεις που είναι η μητέρα σου, δεν το ξέρεις; Τι νομίζεις ότι θα τις κάνουμε αν μας χαλάσεις τα σχέδια;» έσφιξα τα δόντια μου. Είχα σκοπό να την πάρω από εκεί, θα ήμουν όμως αρκετά γρήγορη;
«Ο μόνος τρόπος να της εξασφαλίσεις την ασφάλεια της είναι να δώσεις αυτό που έκλεψες, το ξέρεις αυτό έτσι δεν είναι;»
«Μπορώ να ακούσω την ανάσα της» ψιθύρισε ένας.
«Εδώ είμαι» βγήκα από το κάρο. «Θα σας δώσω το χαρτί μόνο αν μου φέρεται τη μητέρα μου εδώ» αυτοσχεδίασα. Ένας από αυτούς γέλασε.
«Το θέλετε το σχέδιο ή δεν το θέλετε; Ξέρετε, είναι πολύ εύκολο να το καταστρέψω  και τι θα πει τότε ο πατέρας μου;» οι τρεις άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με αμφιβολία. Το κόλπο μου είχε πιάσει.
«Πολύ καλά » είπε ο έμπιστος, Κάρτερ νομίζω τον έλεγαν. Έκανε νόημα σε ένας από αυτούς. Εκείνος στραβομουτσούνιασε, αλλά ανέβηκε στο άλογο και έφυγε. Ο Κάρτερ σήκωσε τα χέρια του.
«Βλέπεις; Σον πήγαινε πάρε το, πρέπει να επιστρέψουμε»  
Μόλις βρέθηκε μπροστά μου, ο Σον μου χαμογέλασε. Του ανταπέδωσα το χαμόγελο. Έκανε να με πιάσει, τον απέφυγα και τον χτύπησα με τον αγκώνα μου. Η μύτη του έβγαλε ένα ανατριχιαστικό ήχο την στιγμή που έσπαγε, ένα ρυάκι αίμα ξεχύθηκε. Ο Σον με κοίταξε σοκαρισμένος και έφτυσε το αίμα που έμπαινε στο στόμα του.
«Θα στο δώσω αφού έρθει η μητέρα μου και μην τολμήσεις να ξαναπλώσεις χέρι πάνω μου»
«Εντ...» πήγε να πει ο Κάρτερ αλλά ο Σον έβγαλε μια θυμωμένη κραυγή και μου επιτέθηκε. Έσκυψα την τελευταία στιγμή και η γροθιά του έσκισε τον αέρα. Τον χτύπησα στη πλάτη και αναθεμάτισα που φόραγα φόρεμα και έκανε τις κινήσεις μου πιο αργές.
«Τι έγινε; Πληγώθηκε ο εγωισμός σου που μια γυναίκα μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό σου εναντίον σου;» είχα καιρό να παλέψω αλλά τα μαθήματα της Μέι είχαν αποτυπωθεί στις αντιδράσεις του σώματος μου.
«Σκύλα!»
«Σταμάτα» φώναξε ο Κάρτερ, δεν κατάλαβα σε ποιο από τους δυο μιλούσε. Πέρασα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του, έβαλα το γόνατο μου κάτω από το δικό του και τον ανάγκασα να γονατίσει. Έσφιξα το λαιμό του, ήταν γυρισμένος και η πλάτη του πιεζόταν πάνω μου. Λίγη ακόμα πίεση και θα έχανε τις αισθήσεις του. Λίγο ακόμα και ίσως να είχα πιθανότητες να το σκάσω.
«Πες αντίο κοριτσάκι» ψιθύρισε ο Σον. Σούφρωσα τα φρύδια μου μπερδεμένη, ένας ξαφνικός οξύς πόνος με έκανε να τον ελευθερώσω. Σηκώθηκα και παραπάτησα, ακούμπησα τη παλάμη στη κοιλιά μου. Το φόρεμα είχε σκιστεί, ήταν μουλιασμένο με κάτι. Κοίταξα ζαλισμένη το αίμα. Με είχε μαχαιρώσει.
«Ηλίθιε! Τι έκανες;» ο Κάρτερ έτρεξε προς το μέρος μου καθώς τα πόδια μου λύνονταν και έπεφτα κάτω.
«Δεν γελάς τώρα κοριτσάκι, έτσι δεν είναι;» Το ματωμένο χαμόγελο του και τα κόκκινα δόντια του, τον έκαναν να μοιάζει με πρίγκιπα της κόλασης.
«Ηλίθιε» επανέλαβε ο Κάρτερ, το πρόσωπο του ήταν άσπρο. «Ο Κάιν θα σε σκοτώσει» ο Σον κούνησε το κεφάλι του.
«Μάλλον θα με ευχαριστήσει που τον έβγαλα από το κόπο να τη σκοτώσει ο ίδιος.»
Έκλεισα τα μάτια και προσποιήθηκα ότι έχασα τις αισθήσεις μου. Τους άκουσα να τρέχουν και να ξεμακραίνουν. Περίμενα ακόμα δύο λεπτά μέχρι να ανοίξω τα μάτια μου και να σηκωθώ με δυσκολία.

Έπρεπε να πάρω τη μητέρα μου από εκεί και ο μόνος τρόπος που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να το ζητήσω από το Τζόναθαν. Ίσως αν του έδινα το χαρτί να έκανα αυτό που του ζητούσα. Μπορεί να μην ένιωθε τίποτα για εμένα αλλά ίσως εκτιμούσε ότι έδωσα τη ζωή μου για να σώσω τις επιχειρήσεις του. Για να διορθώσω το λάθος μου. 

Αγγελίνα Παντελή