Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 2) - "Μεσημεριανό"

«Λοιπόν, το κανόνισα γι’ απόψε. Θα μείνω εδώ» δηλώνω με στόμφο μπαίνοντας στην κουζίνα. Τα παιδιά έχουν ήδη αρχίσει να μαζεύουν ότι έχει περισσέψει από τη διαδικασία του μαγειρέματος και βγάζουν πιάτα και μαχαιροπίρουνα για να στρώσουν το τραπέζι. Το φαγητό μυρίζει υπέροχα.
«Εγώ και η Κάρι θα στρώσουμε στην τραπεζαρία. Εσείς πηγαίνετε για μια μικρή ξενάγηση στο σπίτι» δίνει εντολές η Ρίκα ενώ παράλληλα βγάζει ένα πορσελάνινο λευκό σερβίτσιο από το ντουλάπι.
«Α, θα έρθει και η Ρέη για φαγητό. Με πήρε και με ρώτησε τι μαγειρέψαμε γιατί είναι πολύ πεινασμένη και θέλει να φάει κάτι νόστιμο» ενημερώνει η Κάρι την ομήγυρη.
Μπερδεύτηκα.
«Μήπως ήθελες να πεις ‘ο Ρέι’; Ο αδερφός σας;»
«Τι; Α, όχι, όχι, μπερδεύτηκες».
Προφανώς.
«Ρέη είναι η κοπέλα του αδερφού μας, του Κρις. Τον φωνάζουμε όλοι ‘Ρέι’ από το δεύτερο του όνομα που είναι Ρεϊνάλντο, αλλά τώρα που έτυχε η κοπέλα του να έχει το ίδιο όνομα μάλλον θα πρέπει να συνηθίσουμε στο Κρις» μου εξηγεί η Κάρι χαμογελαστά.
«Ωραίο είναι και το ‘Κρις’ αλλά μας άρεσε να πηγαίνουμε κόντρα στους γονείς μας και να τον φωνάζουμε ‘Ρέι’» συνεχίζει την επεξήγηση ο Τάι.
Το μυστήριο για το παρατσούκλι του ενός αδερφού Χάλιγουελ μόλις αποκαλύφθηκε. Πάμε για το δεύτερο.
«Και ο Τάι; Το όνομα του δεν είναι Γουάιατ; Γιατί τον φωνάζετε Τάι;» ρώτησα με το πιο αθώο και αδιάφορο ύφος. Αυτό το ύφος που θα είχα αν ρωτούσα κάποιον τυχαίο άνθρωπο στο δρόμο για την ώρα.
«Γουάιατ Μπέντζαμιν Χάλιγουελ για την ακρίβεια».
«Ρίκα!» την σταμάτησε ο Τάι χαμογελώντας αμήχανα. «Δεν χρειάζονται περισσότερες λεπτομέρειες κορίτσια, ευχαριστούμε!»
Αλλά η Ρίκα δεν πτοήθηκε από την παράκληση του αδερφού της.
«Όταν ήταν μικρός, αυτός και ο Κρις προσπαθούσαν να φτιάξουν μια δική τους γλώσσα για να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Οπότε, στο δημοτικό, όταν έμαθαν και οι δυο να γράφουν και να διαβάζουν, ο Τάι είχε την ιδέα να αναπτύξουν τις ικανότητές τους για γραφή και ανάγνωση από την ανάποδη....»
«Για παράδειγμα, αντί για ‘καλημέρα’ λέγανε ‘αρέμηλακ’».
«Και από όλο αυτό το εγχείρημα έμεινε στον Τάι το παρατσούκλι από το ανάποδο του ονόματός του: ‘Γουάιατ’. ‘Ταϊάυογ’. Εν συντομιά ‘Τάι’».
«Ωωωωωω, τι γλυκό!!!» σχολιάζω με ελαφρώς πειρακτικό τόνο και στρέφομαι προς τον Τάι. Του χαμογελώ με περηφάνια, σαν να έχω μόλις αποκαλύψει το μεγαλύτερο και το πιο κρυφό μυστικό του. Μου χαμογέλασε κι αυτός με μια ελαφριά ντροπή κρυμμένη στα μάτια του.
«Εντάξει, φτάνει με τις ιστορίες από τα παλιά! Πάμε να σου κάνω μια μικρή ξενάγηση στα ενδότερα» δηλώνει  και με παροτρύνει να κινηθώ προς το χωλ. «Με εσάς θα τα πούμε αργότερα!» φωνάζει ψευτο-απειλητικά προς τις αδερφές του καθώς απομακρυνόμαστε από το χώρο.
Βγαίνουμε στο χωλ και από εκεί με οδηγεί σε μια ξύλινη σκάλα, διακοσμημένη με σκαλιστά λουλούδια. Φαίνεται πολύ παλιά, αλλά καλοσυντηρημένη.
Σταματάμε στο πλατύσκαλο του πρώτου όροφου του σπιτιού. Ο διάδρομος είναι βαμμένος στο χρώμα του σάπιου μήλου. Στους τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες από ανθρώπους που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου. Παλιές, οικογενειακές φωτογραφίες, φαντάζομαι από την εποχή των παπούδων και των γονιών του. Υπάρχουν τρεις κλειστές πόρτες στα πλαϊνά.
«Αυτός είναι ο όροφος των ‘μεγάλων’. Από εδώ είναι το δωμάτιο των γονιών μας και από εκεί το δωμάτιο της θείας Τζέιν. Αυστηρά απαγορευμένες περιοχές» σχολίασε δείχνοντας μου τις πόρτες δεξιά και αριστερά του διαδρόμου.
Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε τη σκάλα ως το πλατύσκαλο του δευτέρου ορόφου. Εδώ ο τοίχος του διαδρόμου έχει μια όμορφη ριγέ ταπετσαρία, στις αποχρώσεις του ροζ και του γαλάζιου. Υπάρχουν τέσσερις πόρτες μπροστά μας. Οι τρεις από αυτές έχουν από μια ταμπελίτσα κρεμασμένη απ’ έξω.
«Εδώ είναι ο δικός μας όροφος, ο όροφος των ‘παιδιών’. Υπάρχει ένα μπάνιο» λέει και μου δείχνει την πόρτα χωρίς ταμπελάκι « και τα δωμάτια των μικρών: εδώ κοιμούνται οι δίδυμες, εδώ ο Κρις και ο Μαξ και στο τελευταίο δωμάτιο ο Κα».
Δεν θα μπορούσα να μπερδευτώ και να μπω στο λάθος δωμάτιο, ακόμα και να το ήθελα. Τα παιδιά είχαν κρεμάσει τα ονόματα τους σε ταμπελάκια έξω από τα δωμάτια- προφανώς για να οριοθετήσει ο καθένας την περιοχή του.
«Και εσύ; Πού κοιμάσαι εσύ;»
Κοίταξα ξανά μία στα γρήγορα τα ταμπελάκια στις πόρτες. Το όνομα του Τάι δεν υπήρχε σε καμιά τους. Με κοίταξε με παιχνιδιάρικο βλέμμα σαν να περίμενε αυτήν την ερώτηση για να κάνει το κομμάτι του. Μου χαμογέλασε σκανδαλιάρικα και με οδήγησε και πάλι στις σκάλες.
«Εγώ κοιμάμαι στο καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού».
Ανεβαίνουμε μέχρι πάνω τα σκαλιά που έχουν απομείνει και μας οδηγούν τελικά στην σοφίτα. Είναι λογικό να έχουν αξιοποιήσει κάθε χώρο του σπιτιού με τέτοια πολυκοσμία, σκέφτομαι. Ο Τάι ανοίγει την πόρτα μπροστά μου και περνάμε επιτέλους στον προσωπικό του χώρο.
Η οροφή στα άκρα είναι πολύ χαμηλά - οποιοσδήποτε πάνω από ενάμιση μέτρο πρέπει να σκύψει για να μην χτυπήσει - και περίπου στο μέσο του δωματίου φτάνει στο ψηλότερο σημείο της. Ο χώρος είναι αρκετά μεγάλος αλλά γεμάτος. Τριγύρω υπάρχουν ογκώδη έπιπλα καλλυμένα με σκονισμένα σεντόνια, χάρτινες κούτες από τις οποίες προεξείχαν παιδικά παιχνίδια, μια παλιά ραπτομηχανή σε μια γωνία, φωτιστικά κάθε λογής... και κάπου πιο μέσα, κάτω από τον φεγγίτη, υπάρχει ένα στρωμένο με καθαρά τιρκουάζ σεντόνια, διπλό κρεββάτι, ένα σχετικά ακατάστατο γραφείο με μια βιβλιοθήκη δίπλα του, ένας παλιός τριθέσιος καναπές και ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο.
«Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;».
Σίγουρα, δεν είναι του γούστου μου αυτή η διακόσμηση - ειδικά τα σκονισμένα σεντόνια πάνω στα παλιά έπιπλα - αλλά ο χώρος μου βγάζει κάτι το οικείο. Θυμίζει Τάι. Αυτό το τακτοποιημένο χάος είναι του χαρακτήρα του. Επιπλέον, η μυρωδιά της κολώνιας του μου έρχεται από παντού και αυτό κάνει το δωμάτιο να φαντάζει ακόμα καλύτερο στα μάτια μου.
«Είναι τέλειο» του απαντώ ειλικρινέστατα. Γυρίζω προς το μέρος του και τον βλέπω να με χαζεύει από την είσοδο. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το ‘κάτι’ που πλημμυρίζει το βλέμμα του, αλλά τον κάνει να μοιάζει σαν να ονειρεύεται και μου αρέσει πολύ. Με κάνει να νιώθω πολύ όμορφα και ταυτόχρονα μου δημιουργεί μια λαχτάρα για το άγγιγμα του. Περπατώ σιγά σιγά, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, προς το μέρος του. Πλησιάζω τα χείλη μου κοντά στο αυτί του, προσεκτικά, χωρίς να τον ακουμπάω και ψιθυρίζω: «Εγώ πού θα κοιμηθώ;»
Κρατάω το κεφάλι μου σε εκείνο το σημείο, τόσο κοντά του κι όμως αρκετά μακριά ώστε να μην αγγιζόμαστε και νιώθω την ένταση στο σώμα του να εξαπλώνεται. Τη μια στιγμή είναι τόσο αμήχανος και μπερδεμένος, σαν να παλεύει με κάθε σημείο του κορμιού του, με την παρόρμηση να με αγκαλιάσει – όπως παλεύω κι εγώ. Την επόμενη στιγμή με αρπάζει γερά από τη μέση και με τραβάει κοντά του απότομα. Το σώμα μου πέφτει πάνω στο δικό του.
«Μην το κάνεις αυτό» μου ζητάει ψιθυριστά, έχοντας φέρει το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου. Τα μάτια του έχουν αποκτήσει μια περίεργη αλλά πολύ εκλκυστική λάμψη. Είμαι σίγουρη πως αυτό που τα κάνει τόσο λαμπερά αυτή τη στιγμή, είναι το πάθος που αναβλύζει από μέσα του. Με θέλει όσο τον θέλω κι εγώ.
«Δεν κάνω κάτι. Εσύ με κρατάς» του απάντησα αναπνέοντας πλέον κάπως πιο βαριά. Παίζω μαζί του αυτή τη στιγμή, παίζω με τις λέξεις και τον προκαλώ. Δεν είναι σωστό αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω.
«Αχ Μπόνι, να ‘ξερες μόνο πόσο δύσκολο είναι...» λέει και με φιλάει με πάθος.
Όλο μου το κορμί τυλίγεται σε μια θέρμη, τέτοιας έντασης που δεν έχω ξανανιώσει. Τα άκρα μου έχουν μυρμιγκιάσει και νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Το φιλί του είναι απογειωτικό, είναι δυνατό, είναι όπως το θυμόμουν και ακόμα καλύτερο. Το βάρος του σώματός του με ρίχνει προς τα πίσω και κάποια στιγμή ακουμπά η πλάτη μου στον τοίχο. Τα χέρια μου έχουν αρχίσει ήδη να εξερευνούν το κορμί του πάνω από το μπλουζάκι που φορούσε. Τα δάχτυλά μου ακολουθούν τις γραμμές των μυών του στην πλάτη του απαλά και αργά, σχεδόν χορεύοντας πάνω τους. Η αίσθηση του κορμιού του κάτω από τα δάχτυλά μου με τρελαίνει, ακόμα και πάνω από το μπλουζάκι του.
Σιγά σιγά, νιώθω και τα δικά του χέρια να εξερευνούν το δικό μου σώμα. Οι κινήσεις του είναι γρήγορες αλλά σχετικά συγκρατημένες και είμαι σίγουρη ότι τον έχουν πιάσει πάλι οι ιπποτισμοί του. Παίρνω το χέρι του και το βάζω αποφασιστικά πάνω στο στήθος μου. Ξαφνιάζεται λίγο, αλλά μάλλον  του άρεσε η πρωτοβουλία μου και βάζει και το άλλο χέρι του λίγο πιο κάτω από τη μέση μου με πορεία προς τους γλουτούς μου.
« ΆΟΥΤΣ!» φωνάζω όσο πιο συγκρατημένα μπορώ καθώς ένα οξύ κύμα πόνου διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη.
«Τι; Τι έγινε; Σε χτύπησα;» με ρωτάει με την αγωνία ολοφάνερη στο πρόσωπό του. Βαριανάσαινε κι αυτός όπως κι εγώ.
«Δ-δεν ξέρω» του απαντώ ελαφρώς μπερδεμένη. Με το χέρι μου ψαχουλεύω στο σημείο που με άγγιξε και το ένιωσα πάλι. «Αααχ, νομίζω πως πονάω εδώ». Σηκώνω την μπλούζα μου –αν και θα προτιμούσα να ήταν για άλλο λόγο- και του δείχνω το σημείο χαμηλά στη μέση μου.
«Σουβενίρ από τη βιβλιοθήκη;» αστειεύτηκα.
«Έχεις χτυπήσει Μπόνι. Να πάρει, δεν το είδα νωρίτερα». Βάζει το χέρι του πάνω από το πονεμένο σημείο και νιώθω τη γνωστή θεραπευτική θέρμη της μαγείας του πάνω στο δέρμα μου. Ακολουθεί ένα μικρό μυρμίγκιασμα και ο πόνος αποτελεί πια παρελθόν.
Γυρνάω να του χαμογελάσω για να τον ευχαριστήσω αλλά έχει πάρει το πρόσωπό του μια έκφραση τόσο αποθαρρυντική.... κάτι ανάμεσα σε θλίψη και θυμό. Δυστυχώς, δεν μπορώ να καταλάβω τι από τα δυο υπερτερεί αυτή τη στιμγή αλλά ξέρω το λόγο αυτής της αλλαγής διάθεσης. Κατηγορεί τον εαυτό του που δεν με θεράπευσε νωρίτερα.
«Τάι, δεν ήταν τίπ...»
«Δεν θέλω να ακούσω τίποτα! Καμιά δικαιολογία, τίποτα απολύτως! Θα μπορούσες να είχες πάθει κάποια εσωτερική αιμοραγία σε εκείνη την επίθεση Μπόνι και εγώ δε θα το είχα δει! Δεν έλεγξα τις ζημιές όπως θα έπρεπε και τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει πολύ χειρότερη τροπή! Γι’ ακόμη μια φορά φάνηκα απρόσεκτος και έθεσα τη ζωή σου σε κίνδυνο. Και αυτό, γιατί δεν μπορώ να ελέγξω τα καταραμένα τα συναισθήματά μου!»
Βάζει τις παλάμες του στους κροτάφους  σε ένδειξη απελπισίας  και απομακρύνεται από μένα εκνευρισμένος με τον εαυτό του.
Προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου σε αυτή του την παράλογη αντίδραση. Κάποιος από τους δυο δηλαδή πρέπει να μείνει ψύχραιμος. Δεν θα έλεγα ότι η ζωή μου βρισκόταν σε κίνδυνο με έναν μόλωπα, αλλά ξέρω πολύ καλά πως ό,τι και να του πω αυτή τη στιγμή δεν θα με ακούσει.
«Συγγνώμη Μπόνι. Δεν θα ξαναγίνει. Από δω και μπρος θα είμαι ο καθοδηγητής που σου αξίζει» λέει και χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, τηλεμεταφέρεται εκτός δωματίου, αφήνωντας πίσω του λίγη γαλάζια σκόνη και στερώντας μου την ευκαιρία να προσπαθήσω να τον ηρεμήσω. Τα είχα κάνει και πάλι μαντάρα. Και το κακό είναι ότι ο Τάι κατηγορούσε τον εαυτό του γι’ αυτό.
Κατεβαίνω με αργά βήματα τα σκαλοπάτια μέχρι το ισόγειο. Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο πριν συναντήσω τους υπόλοιπους. Πού να πήγε άραγε αυτός; Και τι θα σκεφτόταν για μένα τώρα; Η συμπεριφορά μου ήταν τόσο... φθηνή. Θα νομίζει τα χειρότερα για μένα. Ό,τι είμαι καμιά εύκολη που με την πρώτη ευκαιρία κοιτάει να χωθεί στο κρεβάτι του. Ότι είμαι καμιά στερημένη που δεν μπορεί να συγκρατηθεί και θα το έκανε με τον οποιονδήποτε. Και θα έκανε τόσο μεγάλο λάθος αν τα σκεφτόταν όλα αυτά. Σίγουρα δεν θα πήγαινα με τον οποιονδήποτε την πρώτη μου φορά και φυσικά δεν θα επέλεγα να κυνηγήσω κάποιον που θα μου απαγόρευαν οι κανόνες. Πρέπει να του εξηγήσω όταν τον δω. Πότε θα γυρίσει πίσω; Και μέχρι να γυρίσει εγώ τι θα κάνω; Θα πρέπει να αντιμετωπίσω όλη του την οικογένεια μόνη μου τώρα;
Βυθισμένη στις σκέψεις  μου δεν πρόσεξα ότι υπάρχει άνθρωπος μπροστά μου και φτάνοντας στο χωλ πέφτω πάνω του. Είναι σαν να πέφτω πάνω σε τσιμεντόλιθο – τόσο ακίνητος έμεινε από τη σύγκρουσή μας. Εγώ από την άλλη εκσφεντονίστηκα προς τα πίσω σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ – λόγω της πολύ μικρότερης μάζας μου συγκριτικά με εκείνον προφανώς. Αν δεν προλάβαινε να με πιάσει από το μπράτσο θα είχα σωριαστεί φαρδιά πλατιά στο πάτωμα – και ποιος θα άκουγε πάλι τον Τάι να κατηγορεί τον εαυτό του που χτύπησα και δεν ήταν εδώ...
«Συγγνώμη δεν σε είδα» απολογούμαι καθώς με σηκώνει  να σταθώ πάλι στα πόδια μου. Η λαβή του είναι σταθερή και δυνατή αλλά δεν με πονάει καθόλου έτσι όπως με κρατάει για να ισορροπήσω. Εντυπωσιακό. Προφανώς είναι κάποιος που ξέρει πως να φερθεί σε μια γυναίκα.
Σηκώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπο του ‘τσιμεντανθρώπου’ και αντικρίζω τα πιο όμορφα γκριζογάλανα μάτια που έχω δει ποτέ μου. Μόλις ξεπερνώ  το πρώτο σοκ παρατηρώ  τα δυο τριγωνικά τατουάζ κάτω από τα μάγουλά του.
«Κα!» αναφώνησα με περισσή έκπληξη.
«Ναι;»
Αφού κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου, άρχισα να ισιώνω αμήχανα τα ρούχα  μου λες και είχαν τσαλακωθεί. Θα νομίσει ο άνθρωπος πως είμαι τρελή με τέτοια αντίδραση. Αλλά πραγματικά τα έχω χάσει.
«Εμ... Ευχαριστώ» είπα και συνέχισα να κοιτάζω αυτά τα απίστευτα μάτια.
Αφού με άφησε να τον χαζέψω λίγο – τι θα νόμιζε ο άνθρωπος! – μου γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς την σκάλα. Δεν μπήκε στο κόπο να με χαιρετήσει ή έστω να με ρωτήσει αν είμαι καλά,  ούτε καν γύρισε να μου ρίξει μια δεύτερη ματιά.
Η αλήθεια είναι πως μου κακοφάνηκε η αδιαφορία του. Δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που με κοίταξε κάποιο αρσενικό και δεν σταμάτησε να με περιεργαστεί έστω και για δυο λεπτά. Είμαι κοπέλα που δεν περνάει απαρατήρητη  - και δεν το λέω για να περιαυτολογήσω. Με τέτοιο ύψος, τόσο μάκρυ μαλλί και με καλογυμνασμένο, χυμώδες κορμί, είμαι αυτό που θα έλεγε κανείς ‘κελεπούρι’. Και μπορεί ο Κα να έχει γενικότερα τη φήμη του απροσάρμοστου και μυστηριώδη τύπου στο σχολείο, αλλά δεν έπαυε να είναι άντρας. Ή μήπως μου διαφεύγει κάτι εδώ;
Συνέχισα το δρόμο μου προς την κουζίνα με την περηφάνια μου διπλά πληγωμένη, αλλά χωρίς να έχω χάσει την ενέργειά μου. Βρήκα την Κάρυ να κόβει ντομάτες και να της ρίχνει μέσα σε μια τεράστια σαλατιέρα μαζί με κάτι άλλα κομμένα λαχανικά.
«Να βοηθήσω;» ρωτάω γλυκά τη μικρή και ταυτόχρονα σαρώνω το δωμάτιο με το βλέμμα μου ψάχνοντας για κάποιος ίχνος του Τάι.
«Ναι, φυσικά αν θέλεις... Πάρε τα μαχαιροπίρουνα που έχω αφήσει πάνω στον πάγκο και τοποθέτησε τα δίπλα από κάθε πιάτο στην τραπεζαρία. Η είσοδος είναι εκεί» μου λέει όπως πάντα χαμογελαστά και μου δείχνει μια πόρτα δίπλα στο ψυγείο.
«Ευχαρίστως» της απαντώ και της κλείνω ναζιάρικα το μάτι.
Παίρνω τα ασημικά –υποθέτω ότι είναι ασημένια με τέτοιο βάρος- και μπαίνω φουριόζα στην τραπεζαρία. Τα κορίτσια είχαν στρώσει ένα λευκό, λινό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι και είχαν τοποθετήσει πάνω του δυο μεγάλα βάζα με κόκκινα τριαντάφυλλα, σε ίση απόσταση από το κέντρο. Η Ρίκα τοποθετούσε τα πιάτα από ένα μάλλον ακριβό, πορσελάνινο σετ σε κάθε θέση και φαινόταν πολύ σκεπτική. Τα φαγητά είχαν τοποθετηθεί με τάξη πάνω στο τραπέζι σε ειδικά σκεύη σερβιρίσματος και μύριζαν φανταστικά. Μια κοπέλα με μακριά, ίσια, κόκκινα μαλλιά και αφέλειες τοποθετούσε τα ποτήρια του κρασιού και του νερού δίπλα σε κάθε πιάτο. Φορούσε ένα αέρινο, κοντό, λευκό φόρεμα που έδενε πίσω από το λαιμό και αναδείκνυε υπέροχα το πλούσιο στήθος της. Η αντίθεση που έκανε το φόρεμα με τα μαλλιά της την έκανε ακόμα πιο εντυπωσιακή. Αυτή πρέπει να ήταν η κοπέλα του Κρις. Και μάλλον με είδε που την παρατηρούσα γιατί έρχεται προς το μέρος μου.
«Γεια σου! Είμαι η Ρέη Άφλεκ, η κοπέλα του Ρέι –του Κρίστοφερ, ήθελα να πω!» διορθώνει τον εαυτό της  και μου προτάσσει το χέρι για χειραψία.
«Μπόνι Τίμπερλεϊκ» συστήθηκα κι εγώ με τη σειρά μου και της έσφιξα το χέρι.
«Λοιπόν, πώς είναι να έχεις για Καθοδηγητή σου τον Τάι;»
Άλλη μια μάγισσα λοιπόν στην παρέα. Ευτυχώς που το ανέφερε από μόνη της γιατί δεν ήθελα να έχω το άγχος μήπως αποκαλύψω κάτι που δεν έπρεπε.
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα» της απαντώ  με ένα αμήχανο χαμόγελο.
«Θα είσαι μια χαρά, μην ανησυχείς. Ο Τάι είναι εξαιρετικός τύπος, έχει πολύ χιούμορ και άπειρη κατανόηση και είναι πολύ καλός μαχητής. Θα είναι σαν να περνάς χρόνο με τον καλύτερο σου φίλο και ταυτόχρονα θα είσαι κάτι παραπάνω από ασφαλής κοντά του. Μόνο μην τον αφήσεις να έρθει σε επαφή με βιντεοπαιχνίδια – μιλάμε για τρελό κόλλημα! Τα βιντεοπαιχνίδια και το ποδόσφαιρο!»
Άουτς! ‘Με τον καλύτερο σου φίλο;’ Αυτό πόνεσε.
«Ήξερα ότι ο Τάι αγαπάει την μπάλα αλλά δεν τον είχα για τύπο που παίζει ηλεκτρονικά» απαντώ ψύχραιμη, με ένα απίστευτα υποκριτικό χαμόγελο. Ήδη αυτή η κοπέλα μου την έδινε στα νεύρα. «Ο Τάι είναι αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας των ‘Κεραυνών’ στο σχολείο μας και εγώ μαζορέτα. Στο γήπεδο ήταν η πρώτη μας συνάντηση».
«Α, πρόσεχε, γιατί ο Τάι έχει αδυναμία στις μαζορέτες! Στο γυμνάσιο τα είχε με την Σόρα Σοάτα, την αρχηγό της πρωταθλήτριας ομάδας τσίρλιντινγκ του 2012, των ‘Πολύχρωμων Καννίς’ και στην πρώτη Λυκείου βγαίναμε και εμείς για ένα διάστημα, όταν ήμουν στις μαζορέτες του Λυκείου του Γκριν Βάλεϊ».
Ένιωθα πως δεν με κρατάνε τα πόδια μου. Τι χτύπημα κάτω από την ζώνη ήταν αυτό; Πρώτη φορά ακούω για το ερωτικό παρελθόν του Τάι. Τα τελευταία δυο χρόνια που είμαι στην πόλη τον έχω δει να βγαίνει μόνο με αντροπαρέες από την ομάδα αλλά από την άλλη, δεν είχα ψάξει ποτέ τι συνέβαινε στην πόλη πριν έρθω εγώ εδώ. Μήπως έπρεπε να κάνω την ερευνά μου πριν την πατήσω με αυτόν τον τύπο;
«Αγάπη μου, γιατί δεν εξηγείς στην Μπόνι ότι πλησίασες τον Τάι εκείνη την περίοδο για να τον σκοτώσεις, αλλά αντί να ολοκληρώσεις την αποστολή σου ερωτεύτηκες εμένα και τον μοναδικό χαρακτήρα μου και ο Τάι την σκαπούλαρε;»
Αυτή είναι η επέμβαση του Κρις. Έχει έρθει πίσω από την κοπέλα του και έχει περάσει τα χέρια του τρυφερά γύρω από τη μέση της ακουμπώντας το κεφάλι του στον ώμο της. Τον ξέρω τον Κρις αρκετά καλά, είμαστε στο ίδιο τμήμα και μας είχαν κάνει ομάδα στο εργαστήριο Φυσικής. Είναι  λίγο πιο κοντός από τον αδερφό του, σχεδόν στο ύψος μου, με μακριά καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους, που τα έπιανε πάντα κοτσίδα.Είναι αρκετά ογκώδης, μιας και πηγαίνει γυμναστήριο και πολύ εκδηλωτικός με την κοπέλα του. Ευτυχώς που πηγαίνει στο Λύκειο του Γκριν Βάλεϋ η Ρέη αλλιώς θα είχαμε ακατάλληλες σκηνές στο σχολείο μας συ-νέ-χει-α!
«Θα έφτανα και σε αυτό το σημείο αγάπη μου, απλά δεν ήθελα να σχηματίσει λάθος εικόνα για μένα η κοπέλα» απαντά  η κοκκινομάλλα-παραλίγο-δολοφόνος-του-έρωτά-μου. Έχω μείνει σοκαρισμένη να κοιτάζω το ζευγάρι με την πιο απορημένη έκφραση που μπορούσε να πάρει το πρόσωπό μου, περιμένοντας την συνέχεια της ιστορίας.
«Είμαι μάγισσα-Φοίνικας. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
Ααααα, ώρα να ξεσκονίσω τις  μαγικές μου γνώσεις.
«Ότι μπορείς να αναγεννηθείς από τις στάχτες σου. Είναι σχεδόν αδύνατο να σε σκοτώσει κάποιος».
«Περίπου... μπορώ επίσης να ελέγξω τη φωτιά – όχι ολοκληρωτικά όπως μπορεί μια Μάγισσα της Φωτιάς. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να δημιουργήσω φλόγα, όμως μπορώ να ελέγξω μια φλόγα που υπάρχει ήδη. Και μπορώ επίσης να αφαιρέσω τις δυνάμεις ενός Καθοδηγητή ή ακόμα και να τον σκοτώσω».
Τρομακτικό. Ξαφνικά δε νιώθω και πολύ άνετα κοντά σε αυτήν την κοπέλα. Αν και για να λέμε την αλήθεια από την αρχή δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Έχω ένστικτο τελικά.
«Επιπλέον ανήκω σε μια σύναξη μαγισσών. Τη Σύναξη του Φοίνικα. Κάθε μάγισσα που ανήκει σε αυτή και αποκτά θηλυκό απόγονο, είναι υποχρέωση της να φέρει την κόρη της σε αυτή για να εκπαιδευτεί σύμφωνα με τις παραδόσεις. Και η παράδοση τείνει να μας θέλει να εκπαιδευόμαστε κυρίως ως Μισθοφόρους Εκτελέστριες».
«Α-αυτό πρώτη φορά το ακούω. Τι εννοείς όμως όταν λες ότι είσαι μισθοφόρος; Τι θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκή πληρωμή για μια εκτελέστρια με τα δικά σου χαρίσματα;»
«Ήμουν μισθοφόρος....» με διορθώνει, αλλά δεν φαίνεται εκνευρισμένη. «Το ο,τιδήποτε μπορεί να ήταν χρήσιμο για τη σύναξη, μπορούσε να είναι η αμοιβή μου. Από ένα παλιό πάπυρο με ένα χαμένο ξόρκι, μέχρι μια θέση ισχύος στο Μαγικό Συμβούλιο, ή κάτι ανάλογο τέλος πάντων, θα ήταν ικανοποιητική αμοιβή».
«Μα ποιος σε έβαλε να σκοτώσεις τον Τάι; Απ’ ότι καταλαβαίνω δεν ήταν δική σου επιλογή».
«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω καλή μου. Συχνά, δεν γνωρίζουμε την προέλευση των αποστολών μας. Απλά κάνουμε ότι μας ζητηθεί από τις Γηραιότερες της Σύναξης».
«Παίρνεις ακόμα εντολές από τη Σύναξη;»
«Όχι πια, έχω ξεφύγει από αυτή τη ζωή. Χάρη στον Κρίστοφερ. Αυτός φρόντισε να με σώσει από αυτήν την καταραμένη κληρονομιά».
«Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Ακόμα και όταν έβγαινε με τον Τάι, την σκεφτόμουν συνέχεια, την ήθελα στη ζωή μου» επενέβη και πάλι ο Κρις. «Όταν έμαθα τα σχέδια της, δεν μπορούσα να το χωνέψω: πώς ένα τόσο όμορφο πλάσμα θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο άσχημο στη ζωή του; Έτσι βρήκα τρόπο και δωροδόκησα τη Σύναξη της ώστε να την απαλάξουν από αυτά της τα καθήκοντα, για να μπορεί να έχει μια ζωή μαζί μου».
Τα μάτια του έλαμπαν από αγάπη, καθώς μου εξιστορούσε το αίσιο τέλος της ερωτικής τους ιστορίας. Άραγε θα μπορούσε και η δική μου ιστορία να έχει ένα τέτοιο τέλος;
«Χαίρομαι για εσάς παιδιά. Να είστε πάντα τόσο ερωτευμένοι εύχομαι» και το εννοούσα. Όλοι είχαν δικαίωμα να είναι ευτυχισμένοι και να ζουν τον έρωτά τους. Ακόμη και πρώην μάγισσες-δολοφόνοι. Αλλά προφανώς όχι οι μάγισσες που ήταν ερωτευμένες με τον Καθοδηγητή τους.
«Ευχαριστούμε» απαντούν με μια φωνή και ανταλλάσσουν ένα γρήγορο φιλί.
«Πάω να βοηθήσω με το στρώσιμο» δικαιολογούμαι και απομακρύνομαι από τα πιτσουνάκια πριν γίνουν πιο διαχυτικά.
Σε πέντε λεπτά έχουμε τελειώσει με το στρώσιμο του τραπεζιού εγώ, οι δίδυμες και τα πιτσουνάκια.
«Γεια σας παιδιά» ακούστηκε η φωνή της Άρια μπαίνοντας στην τραπεζαρία και κρατώντας το χέρι του μικρού Μαξ. Ο Μαξ είναι ο κατάξανθος, τρίχρονος αδερφός του Τάι και το στερνοπούλι της Άρια και του Πήτερ. Όπου και να πήγαιναν οι γονείς τους, ο Μαξ τους έπαιρνε από πίσω. «Χμμμμ, όλα μυρίζουν τέλεια! Πάμε να πλύνουμε χεράκια με τον μικρό και ερχόμαστε. Φωνάξτε και τους υπόλοιπους για να καθήσουμε. Ω, γεια σας κορίτσια!» είπε απευθυνόμενη στην Ρέη κι εμένα. «Ελπίζω να μην σας φόρτωσαν δουλειές τα παιδιά μου! Έρχομαι αμέσως να κάτσουμε να τα πούμε!»
Η Κάρι πήγε να φωνάξει τους υπόλοιπους. Σε λίγο, ξαναμπήκε στην τραπεζαρία με τον Κα, τον Πήτερ και τον Τάι. Μα πού είχε χαθεί αυτός;
Όταν ήρθε και η Άρια με τον μικρό, καθήσαμε όλοι στο τραπέζι  και σιγά σιγά σερβιριστήκαμε. Ο Τάι επέλεξε να κάτσει τρεις θέσεις μακριά μου και δεν μου είπε κουβέντα. Δίπλα μου κάθησαν η Ρέη και ο Κα. Η μία μιλούσε ακατάπαυστα όταν απευθυνόσουν σε αυτήν και από τον άλλο δεν έβγαζες κουβέντα ακόμα και όταν τον ρωτούσες κάτι.  Τέλεια. Τώρα δεν μπορούσα να μιλήσω με κανέναν.
Το μεσημεριανό είναι πεντανόστιμο, σαν να γευματίζουμε σε πρωτοκλασάτο εστιατόριο. Η οικογένεια, όλο ζωντάνια ανταλλάσσει τα νέα της ή ζητά συμβουλές – εκτός φυσικά από τον Κα που αγνοεί τους πάντες.
Κάποια στιγμή έρχεται στη συζήτηση και η σημερινή επίθεση στο σχολείο. Οι γονείς των παιδιών φαίνονται πολύ ανήσυχοι γι’ αυτό και η Άρια λέεο πως θα φροντίσει μαζί με δυο άλλες μάγισσες που είναι στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων να θωρακίσει με κάποιο ξόρκι το σχολείο. Ο Πήτερ συγχαίρει τα παιδιά που δεν με άφησαν μόνη μου μετά από αυτό αλλά και για την ιδέα τους να μείνω το βράδυ σπίτι τους για έξτρα προστασία.
«Το να μην πέσει η Μπόνι στα χέρια τους είναι πολύ σημαντικό. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμα αν την χρειάζονται ζωντανή για το ξόρκι, συνεπώς και δεν πρέπει να ρισκάρουμε τη ζωή της. Αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να βρούμε το Ξόρκι εντοπισμού της Πέτρας και να το εφαρμόσουμε ώστε να την βρούμε πρώτοι. Λέω να πάω από στη Σχολή Μαγείας το απόγευμα και να κάνω φύλλο και φτερό όλη τη βιβλιοθήκη. Δεν θα γυρίσω αν δεν το βρω!»
 Η Σχολή Μαγείας στην κοιλάδα μας είναι από τις καλύτερες του κόσμου και η βιβλιοθήκη της είναι πολύ πλούσια και καλά εξοπλισμένη, με μαγικές γνώσεις όλων των επιπέδων και πρακτικών της μαγείας. Φυσικά, είναι καμουφλαρισμένη για τον υπόλοιπο κόσμο ως Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών και Φυσικής Κατάστασης και δεν μπορεί να φοιτήσει ένας κοινός άνθρωπος εκεί. Μόνο μαγικά πλάσματα, είτε αυτά μάχονται υπέρ του Καλού είτε υπέρ του Κακού, σαν μια συμπραξία των δυο δυνάμεων για να διατηρηθεί το μυστικό της Μαγείας στον Κόσμο και μία κάποια ισορροπία. Και υποτίθεται ότι θα φοιτήσουμε όλοι εκεί, για τρία χρόνια περίπου, όταν θα λάβουμε την επιστολή εισαγωγής μας από την ίδια τη Σχολή, κάποια στιγμή, μέχρι την ηλικία των είκοσι δύο .
«Μπορώ να έρθω κι εγώ; Δυο ζευγάρια μάτια είναι καλύτερα από ένα» ρωτάει η Ρίκα τον πατέρα της.
«Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Μόνο όσοι έχουν προσκληθεί στη Σχολή μπορούν να μπουν σε αυτήν».
Άρα, συνεχίζουμε να περιμένουμε το γράμμα για την εισαγωγή μας. Αυτό μπορεί να έρθει αύριο ή σε πέντε χρόνια. Μάλιστα.
«Συγγνώμη, εσείς πώς θα μπείτε; Σαν... φοιτητής;» μου δημιουργήηηκε η απορία, να μην ρωτήσω;
«Ο πατέρας μας είναι Καθηγητής εκεί» μου έλυσε την απορία ο Κρις, εμφανώς υπερήφανος για το γεγονός αυτό.
«Ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα. Ο μπαμπάς θα πάει στη βιβλιοθήκη και η μαμά στο σχολείο. Εγώ με τις δίδυμες θα κάνουμε αύριο το ξόρκι απόκρυψης για την περαιτέρω προστασία της Μπόνι και μας μένει να βρούμε ποιος κρύβεται πίσω από αυτές τις επίμονες επιθέσεις. Κρις, θα το αναλάβεις;»
«Βασίσου πάνω μου αδερφέ. Η Ρέη έχει κάποιες γνωριμίες στον Κάτω Κόσμο, οπότε μπορεί κάτι να μάθουμε».
«Τέλεια. Πάω να ρίξω μια ματιά στο Βιβλίο» είπε ο Τάι και τηλεμεταφέρθηκε.
«Τι τον έπιασε τώρα;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Άρια τον άντρα της.
«Δεν ξέρω. Πάω να του μιλήσω» είπε ο Πήτερ και αφού μας χαιρέτησε βγήκε από την τραπεζαρία.
Ειλικρινά ελπίζω να μην του πει τι έχει! Δεν θα μπορώ να σταθώ μπροστά στον άνθρωπο, θα πεθάνω από ντροπή!


Foni Nats