Πρέπει να την είχε πάρει ο ύπνος, γιατί όταν άνοιξε τα μάτια της στο δωμάτιο είχε πέσει πνιχτό σκοτάδι που διαλυόταν αμυδρά απ’ το λιγοστό φως του φεγγαριού, που ξεπρόβαλε πίσω απ’ την κουρτίνα του παραθύρου. Τα μάτια της ήταν πρησμένα απ’ το κλάμα και το σώμα της είχε πιαστεί εξαιτίας της άβολης θέσης της στο ξύλινο πάτωμα. Ανακάθισε και ακούμπησε την πλάτη της στο κάτω μέρος του κρεβατιού, μορφάζοντας απ’ τον πόνο που διαπέρασε το σβέρκο και τα πλευρά της.
Ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου να την έπιαναν πάλι τα κλάματα. Σε λίγο, όταν θα κοίταζε ξανά τους τοίχους γύρω της και το αδιαπέραστο παράθυρο με τα κάγκελα, θα ένιωθε τα πάντα γύρω της να κλείνουν. Αυτή η αίσθηση ότι βρισκόταν σε φυλακή, θα την συνέτριβε για άλλη μια φορά. Αλλά για την ακρίβεια, βρισκόταν σε φυλακή. Τη δικής της, προσωπική φυλακή και θα έμενε εκεί ως ότου ο τρελός κ.Μελέντεζ αποφάσιζε να την ελευθερώσει.
Αναστέναξε λυπημένα και έχωσε το πρόσωπό της μέσα στη χούφτα της. Τα μάτια της έκαιγαν απ’ τα καυτά δάκρυα, αλλά ήταν αποφασισμένη να μην κλάψει αυτή τη φορά. Έπρεπε να βρει ένα σχέδιο απόδρασης, όπως επίσης έπρεπε να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη και να βρει ποιος ήταν υπεύθυνος για την εμπλοκή της σε όλο αυτό.
Το αφεντικό της, ο Τέιλορ Στίβενσον, μόνο αυτός στριφογύριζε στο μυαλό της. Έπρεπε να είχε καταλάβει απ’ την αρχή ότι το να προσποιηθεί μια άλλη, ήταν τρομερό λάθος. Και φυσικά, έπρεπε να καταλάβει ότι πράγματι, ο κ. Στίβενσον δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ σχέδια ενός αντίπαλου οίκου μόδας. Φέρθηκε τόσο ηλίθια, ειδικά για άνθρωπος που είχε πέσει θύμα προσωπικών συμφερόντων ξανά στο παρελθόν. Θα έλεγε κανείς πως έπειτα από τα βρώμικα παιχνίδια του πατέρα της, θα είχε αποκτήσει κάποια ικανότητα στο να μυρίζεται το ψέμα και την απατεωνιά… αλλά όχι, η Νοέλια ήταν τόσο ανόητη που την πάτησε ξανά.
«Ηλίθια», επαναλάμβανε τη λέξη συνεχώς από μέσα της, λες και με το να συνειδητοποιήσει ότι είχε κάνει μεγάλη ανοησία, θα άλλαζε κάτι. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να μισήσει τον εαυτό της και να φουντώσει το θυμό που φώλιαζε ώρες τώρα μέσα της.
Σηκώθηκε άγαρμπα απ’ το πάτωμα και κατευθύνθηκε μισοζαλισμένη προς το παράθυρο. Την είχαν κλείσει σε δωμάτιο που βρισκόταν στην πίσω πλευρά της βίλας, μακριά απ’ τον πολιτισμό. Το μόνο που υπήρχε απέξω ήταν δέντρα. Α, και μια μικρή πολυθρόνα, απ’ αυτές που μοιάζουν με κούνιες. Υπέροχη θέα για μια απατεώνισσα, σκέφτηκε πικρά.
Ξαφνικά άκουσε θόρυβο. Ήταν το πρώτο σημάδι ζωής απ’ τη στιγμή που την πέταξαν μέσα στο δωμάτιο, που σημαίνει ότι κάποιος βρισκόταν στο σπίτι. Καλά, μάλλον και πριν το ήξερε αυτό. Βρισκόταν στη βίλα ενός εκατομμυριούχου, παντού υπήρχαν υπηρέτριες και γενικότερα εργαζόμενοι. Αλλά τώρα, κάποιος βρισκόταν απέξω απ’ το δωμάτιο της και ίσως αυτός ο κάποιος να ήταν μια καλή, ηλικιωμένη υπηρέτρια ή ίσως ο γλυκός νεαρός που συνάντησε κατά την άφιξή της. Θα μπορούσε ένας από αυτούς να την αφήσει να φύγει, σωστά;
Έτρεξε προς την πόρτα και την στιγμή που ήταν έτοιμη να αρχίσει να βροντάει, επικαλούμενη για βοήθεια, αναγνώρισε την βαθιά φωνή του Λεονάρντο. Κάθε ελπίδα διαφυγής, εξανεμίστηκε. Σωριάστηκε στο πάτωμα και ακούμπησε το κεφάλι της στην πόρτα. Αυτόματα, δάκρυα ανέβλυσαν στα μάτια της.
«Της δώσατε να φάει;» τον άκουσε άξαφνα να ρωτάει. Η καρδιά της πετάρισε για μια στιγμή και έστησε αυτί.
«Όχι, κύριε. Περιμέναμε να επιστρέψετε».
«Καλά, είσαι ηλίθιος;! Άφησες την κοπέλα όλη μέρα νηστική;! Πήγαινε ρώτα την τι θέλει και πες τους να το ετοιμάσουν. Γρήγορα!».
«Μάλιστα, κύριε».
«Ή μάλλον» είπε με πιο ήρεμη φωνή, «θα πάω εγώ».
Η Νοέλια σηκώθηκε βιαστικά απ’ το πάτωμα και έτρεξε προς το κρεβάτι. Χώθηκε κάτω απ’ τα σκεπάσματα και βάλθηκε να καταλαγιάσει τους χτύπους της καρδιάς της. Ήξερε ότι ο Λεονάρντο της ήταν απολύτως άγνωστος, αλλά δεν περίμενε ποτέ ότι θα ήταν τόσο άτεγκτος με το υπηρετικό προσωπικό. Γενικά, θεωρούσε πως η κακία του έβγαινε μόνο απέναντί της.
Άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει κι έπειτα βήματα. Νόμιζε πως η καρδιά της θα πεταγόταν έξω απ’ το στήθος της. Άραγε έφταιγε ο φόβος, η αγωνία ή το άγχος; Όπως και να είχε, εκείνη σχεδόν έτρεμε. Τα βήματα σταμάτησαν για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα άπλετο φως σκέπασε το δωμάτιο. Η Νοέλια τυφλώθηκε απ’ την εκτυφλωτικό φως της λάμπας και παραλίγο να διαμαρτυρηθεί. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και κράτησε τα μάτια της κλειστά.
«Ξέρω πως δεν κοιμάσαι, Νοέλια» της είπε. Τον άκουσε που πλησίασε το κρεβάτι. «Άκουσα τα βήματά σου πριν λίγο».
Ήξερε πως ήταν ανώφελο να συνεχίσει αυτό το ψέμα, οπότε αν και κάπως απότομα, είπε: «Τι θες;».
«Πάντως όχι να σε αφήσω ελεύθερη. Είμαι βέβαιος πως αυτό ελπίζεις, αλλά δυστυχώς έχουμε ακόμη πολλά να κάνουμε εμείς οι δύο».
«Το ξέρω πως δεν θα με αφήσεις να φύγω! Είσαι ένα τέρας που κρατά φυλακισμένους ανθρώπους και συμπεριφέρεται απαίσια σε άτομα που δεν το αξίζουν! Σε μισώ!».
Η υπομονή της Νοέλια είχε εξαντληθεί. Αυτός ο άντρας ήταν διεστραμμένος, ναρκισσιστής και τον μισούσε πλέον θανάσιμα. Είχε πετάξει τα σκεπάσματα και τον κοιτούσε στα μάτια με απέχθεια και εκείνος φυσικά της ανταπέδιδε το βλέμμα.
«Δεν έχει φαγητό λοιπόν» είπε και έφυγε απ’ το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές, κοπανώντας την πόρτα πίσω του. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, άκουσε το κλειδί να γυρίζει δύο φορές. Η αιχμαλωσία της συνεχιζόταν.
***
Δεν κοιμήθηκε ξανά. Η νύχτα πέρασε με τη Νοέλια καθισμένη σταυροπόδι στο κρεβάτι και το βλέμμα της καρφωμένο στο φεγγάρι. Μοναδική της συντροφιά ήταν οι σκέψεις της. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, το μυαλό της γέμιζε με εικόνες του αύριο, πως θα ήταν δηλαδή η ζωή της από εδώ και πέρα. Πως θα τα έβγαζε πέρα με εκείνον τον οξύθυμο άντρα; Ο πατέρας της άραγε θα την έψαχνε; Η Έμμα; Ακόμα και τον πρώην της σκέφτηκε, τον Ρέι.
Κάποια στιγμή που είχε κλείσει τα μάτια, προσπαθώντας να κοιμηθεί, εμφανίστηκε απροσδόκητα στο μυαλό της μια ανάμνηση. Ήταν η στιγμή που είχε πάει να αναγνωρίσει το πτώμα της μητέρας της στο νεκροτομείο, μετά το τροχαίο. Είχε μόλις βγει απ’ το δωμάτιο, όπου είχε δει την νεκρή μητέρα της σπαράζοντας στο κλάμα, όταν εμφανίστηκε ο πατέρας της. Δεν κατάφερε να συγκρατήσει την οργή της.
«Εσύ φταις για όλα! Εσύ τη σκότωσες! Εσύ και οι ηλίθιες προσδοκίες σου! Καταλαβαίνεις τι έκανες;! Τη σκότωσες!».
Ο πατέρας της την κοίταξε αδιάφορα. Πάντα έτσι την κοιτούσε, ποτέ δεν έδειχνε κάποιο συναίσθημα, λες και η καρδιά του ήταν από πέτρα. Δεν πονούσε, δεν αγαπούσε, δεν μισούσε. Τίποτα, ήταν σε όλα αδιάφορος. Και πάντοτε τον μισούσε για αυτή του την αδιαφορία.
«Δεν έκανα τίποτα» ήταν η μοναδική του απάντηση, πριν την παραμερίσει και φύγει απ’ το νοσοκομείο. Και παρότι η Νοέλια τον κατηγόρησε, ήξερε πως στην πραγματικότητα ο πατέρας της ήταν όντως αθώος. Εννοείται πως αν ήταν αναγκαίο, θα έβγαζε τη μητέρα της απ’ τη μέση, αλλά εκείνο το διάστημα είχε ήδη πάρει τη φήμη και την περιουσία που τόσα χρόνια ποθούσε. Ο θάνατος της μητέρας της ήταν πράγματι ένα ατύχημα.
***
«Ξύπνα», η φωνή του Λεονάρντο και η ζεστή του ανάσα στο αυτί της, ήταν αρκετά για να κάνουν τη Νοέλια να πεταχτεί απ’ το κρεβάτι.
Κοίταξε τον Λεονάρντο εξεταστικά κι έπειτα αναστέναξε. «Τι θέλεις πάλι;» ρώτησε με βραχνή φωνή. Φαίνεται πως τελικά την είχε πάρει ο ύπνος.
«Σου έφερα πρωινό» είπε και έκανε πέρα, εμφανίζοντας έναν μεγάλο, ασημένιο δίσκο γεμάτο πιάτα και ποτήρια, που ήταν τοποθετημένος στο άδειο κομοδίνο.
Βλέποντας την ομελέτα με τις πιπεριές και το μπέικον και την φρέσκια πορτοκαλάδα, της άνοιξε η όρεξη. Όσο κι αν ήθελε να αρνηθεί οτιδήποτε προέρχεται απ’ τον Λεονάρντο, δεν μπορούσε να απαρνηθεί την πείνα της.
Αποφεύγοντας εσκεμμένα το βλέμμα του, είπε: «Σε ευχαριστώ».
«Παρακαλώ, δεσποινίς Σαβιόνε» απάντησε, κοιτώντας την εύθυμα. Πήρε το δίσκο και τον εναπόθεσε απαλά πάνω στα πόδια της. Για κάποιον άγνωστο λόγο, η Νοέλια ένιωσε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίζουν. Ίσως επειδή τον έβλεπε πρώτη φορά τόσο χαρούμενο και απαλλαγμένο απ' το χαρακτηριστικό πονηρό του χαμόγελο.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε καθώς έκοβε την ομελέτα σε μικρά κομμάτια.
«Βέβαια».
«Προς τι όλη αυτή η περιποίηση;».
Ο Λεονάρντο σοβάρεψε κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. «Διότι έχουμε πολύ δουλειά σήμερα και θέλω να είσαι σε φόρμα».
«Δεν κάνω τίποτα μαζί σου» του απάντησε ξερά κι άφησε απότομα το πιρούνι να πέσει στο δίσκο. Αν νόμιζε ο κύριος πως θα την έχει του χεριού του, έκανε πολύ μεγάλο λάθος.
«Δεν ήταν ερώτηση, Νοέλια. Και πρόσεξε πως θα συμπεριφέρεσαι απέναντί μου από εδώ και στο εξής. Είσαι ένα τίποτα, που δυστυχώς πλήρωσα ακριβά. Θα έρθεις μαζί μου στον οίκο μόδας και θα τηρείς χρέη γραμματέως». Πλησίασε προς το αυτί της και ψιθύρισε: «Θα σου πω κάτι και θέλω να το βάλεις καλά μες στο μυαλό σου. Είσαι ιδιοκτησία μου, μου ανήκεις, ό,τι γνώριζες έως τώρα να το ξεχάσεις. Θα κάνεις μόνο ό,τι σου λέω εγώ και τότε… ίσως σε αφήσω να φύγεις».
Μόλις είπε ότι μπορεί να με αφήσει να φύγω; Η Νοέλια έγνεψε. Αυτό ήταν λοιπόν, το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να ακολουθεί τις εντολές του. Αν έκανε ό,τι της ζητούσε για ένα χρονικό διάστηκα, τότε θα την άφηνε ελεύθερη.
«Πόσο θα διαρκέσει αυτό;» ρώτησε γεμάτη ελπίδα.
«Βασικά, υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να σε αφήσω» είπε και το πονηρό χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό του.
Η Νοέλια ξεροκατάπιε. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά, τόσο που νόμιζε ότι μπορούσε να την ακούσει.
«Και ποιος είναι αυτός;» ρώτησε σιγανά.
Ο Λεονάρντο έσκυψε κοντά στο πρόσωπό της, ήταν τόσο κοντά που τα χείλη τους απείχαν μόλις τρία εκατοστά. Κράτησε την ανάσα της και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι των ματιών του.
«Πρέπει να με κάνεις να σε ερωτευτώ».
Δέσποινα Χρ.