Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 22)


«Τι είναι αυτές;» ρωτάει ο Ρικ την μητέρα του, Λαρίσα, δείχνοντάς της τις φωτογραφίες που δείχνουν ένα κοριτσάκι με την ίδια και τον Ντον, τον εκλιπόντα πατέρα του. Η Λαρίσα φαίνεται σοκαρισμένη που τις βλέπει και προσπαθεί να συγκρατηθεί να μην βάλει τα κλάματα.  
«Πού τις βρήκες αυτές;» τον ρωτάει. «Στο παλιό της σπίτι της γιαγιάς» απαντάει ο Ρικ κι αυτή έχει χάσει το χρώμα της. «Είχες άλλο παιδί με τον μπαμπά; Και τι απέγινε, ζει; Και γιατί δεν το έμαθα ποτέ;» ρωτάει ο Ρικ χωρίς σταματημό με φανερό εκνευρισμό κι η Λαρίσα προσπαθεί να βρει λόγια, ή μάλλον δικαιολογίες. Εκείνος δεν το βάζει κάτω, τη στριμώχνει στο κρεβάτι της και απαιτεί να μάθει την αλήθεια. 
«Είναι πολύ επικίνδυνο, Ρικ. Κάποια πράγματα δεν πρέπει να τα ξέρεις, γι’ αυτό και δεν στα είπα. Ούτε καν ο πατέρας σου δεν ήξερε την αλήθεια» του λέει κι αυτός φαίνεται ακόμα πιο πολύ περίεργος. «Μίλα επιτέλους τότε! Ποιο είναι αυτό το κορίτσι; Όχι ψέματα όμως, θέλω την αλήθεια τώρα! Κινδυνεύω ήδη έτσι κι αλλιώς, όλοι κινδυνεύουμε για κάποιον λόγο που δεν έχω καταλάβει. Φαίνεται τελικά ότι ούτε εσένα δε μπορώ να εμπιστευτώ που είσαι η μάνα μου! Αρχίζω και φοβάμαι δηλαδή ότι μπορεί και να ξέρεις ποιοι κρύβονται πίσω απ’ τις μάσκες των Φαντασμάτων!» της λέει κι αυτή αρχίζει και κλαίει. 
«Δεν πιάνουν πια τα δάκρυα, μαμά. Αν δεν μου πεις αυτή τι στιγμή την αλήθεια, θα σε θεωρώ μια ξένη και δεν θα με ξαναδείς ποτέ!» της λέει. 
Εντωμεταξύ, η Μέρεντιθ συναντάει τον Μάρτιν σε ένα εστιατόριο, λίγο έξω από το Ντάνβιλ. «Μου ‘λειψες» λέει ο Μάρτιν κρατώντας το χέρι της κι εκείνη τον κοιτάει ενοχικά. «Και μένα πολύ, Μάρτιν, αλλά έπρεπε να εξαφανιστώ για λίγο, όπως καταλαβαίνεις, εγώ κι η αδερφή μου είμαστε πλέον στο στόχαστρο» του λέει αυτή.
«Ναι, νομίζω αρκετά παίξανε με τον Ρικ…» λέει ο Μάρτιν. «Παίξανε; Ή παίξατε;» του λέει αυτή κι εκείνος νευριάζει και παίρνει το χέρι του πίσω. «Νόμιζα ότι με συγχώρεσες, Μέρεντιθ, γιατί πρέπει να τα ξαναπούμε αυτά μετά από τόσο καιρό; Δεν σου απέδειξα ήδη ότι δεν είμαι πλέον Φάντασμα;» της λέει κι αυτή τον κοιτάει στα μάτια για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να καταλάβει αν λέει αλήθεια. 
«Έχεις ακόμα τη στολή;» τον ρωτάει. «Ναι, φυσικά, δεν πρέπει να μάθουν ότι τους κατασκοπεύω, το ξέρεις αυτό. Άλλωστε εσύ μ’ έβαλες να τα κάνω όλα αυτά, μέχρι και στον Λαρς μίλησα για να σου δώσει…» η φωνή του χαμηλώνει «…την λευκή βαλίτσα». «Ναι, αν και την πλήρωσα ακριβά. Αλλά αξίζει τον κόπο, γιατί το σχέδιο θα προχωρήσει όπως πρέπει» του λέει. 
«Εντάξει, θα σου πω!» φωνάζει, την ίδια ώρα  η Λαρίσα, πίσω στην κλινική, βλέποντας τον Ρικ να φεύγει, θυμωμένος. «Όπως θα ξέρεις, εγώ με τον πατέρα σου παντρεύτηκα την ίδια εποχή με την θεία Μέρεντιθ και τον Ματτ. Βγαίναμε συνέχεια σαν ζευγάρια και τα πηγαίναμε πολύ καλά. Θέλαμε κι οι τέσσερις παιδιά και έτσι βρίσκομασταν στην ίδια μοίρα. Όμως, η θεία σου έμαθε σύντομα ότι δε μπορεί να κάνει παιδιά. Η σχέση της λοιπόν με τον Ματτ είχε αρχίσει να χαλάει έκτοτε» την διακόπτει η Χλόη, η νοσοκόμα, για να της προσφέρει λίγο νερό και τα χάπια της. 
«Συγνώμη που διέκοψα. Μη ξεχάσεις, Λαρίσα, ότι σε λίγο θα σε δει ο γιατρός. Ρικ, πρέπει να είσαι πολύ περήφανος για την μητέρα σου καθώς έχει δείξει πολύ καλή διαγωγή στην κλινική και ο γιατρός είπε ότι μπορεί να αρχίσει να βγαίνει ξανά για μικρά διαστήματα» λέει η Χλόη κι ο Ρικ χαμογελάει στην μητέρα του, χαρούμενος. 
«Μπράβο σου, μαμά! Αυτά είναι πολύ καλά νέα» την αγκαλιάζει σφιχτά κι η Λαρίσα τον κοιτάει, φοβισμένη. «Γίνεται μήπως να τα πούμε άλλη στιγμή, σε παρακαλώ;» τον ρωτάει κι εκείνος αναγκαστικά συμφωνεί. Σηκώνεται να φύγει λοιπόν και του πέφτουν τα κόκκινα χάπια. «Ρικ, σου πέσανε τα χάπια σου» λέει η Χλόη και του τα δίνει. Η Λαρίσα τα βλέπει από μακριά και συγχίζεται. 
«Ακόμα τα παίρνεις αυτά;;» τον ρωτάει και σηκώνεται απ’ το κρεβάτι, τρομοκρατημένη. «Μ’ έχουν βοηθήσει, μαμά» της λέει κι αυτή κουνάει το κεφάλι και του δείχνει τα χάπια που παίρνει η ίδια. Είναι κι αυτά κόκκινα, ολόιδια. Αυτός παγώνει. Πώς γίνεται, σκέφτεται, να είναι ολόιδια, και με τα δικά του και με της Ζωής; «Σου υπόσχομαι, δε θα τα ξαναπάρω» λέει αυτός απότομα και φεύγει, βιαστικός.
Καθώς προχωράει προς το χολ, παίρνει τηλέφωνο τη Ζωή να της πει να μην τα ξαναπάρει και πέφτει πάνω στην Λίλι. «Λίλι! Πόσο καιρό έχω να σε δω;» την αγκαλιάζει κι αυτή φαίνεται χαρούμενη που τον βλέπει. «Τι νέα;» τη ρωτάει. «Καλά, άρχισα να βγαίνω μ’ έναν πολύ καλό άντρα και νιώθω πολύ καλά μετά από πολύ καιρό» του λέει κι αυτός χαμογελάει. Από δίπλα τους περνάει μια νοσοκόμα με μια ξανθιά ασθενή, η οποία κοιτάει το πάτωμα σαν χαμένη. Η Λίλι σταματάει λίγο τη νοσοκόμα να μάθει κάτι για το πρόγραμμα του φαγητού κι η ασθενής σηκώνει το βλέμμα της και κοιτάει τον Ρικ. 
Αυτός φαίνεται λίγο άβολα αλλά παρατηρεί πόσο όμορφο πρόσωπο έχει. Το παγωμένο και χαμένο πρόσωπο της κοπέλας αλλάζει επίσης και φαίνεται σκεπτικό, σαν να προσπαθεί να θυμηθεί από πού ξέρει τον Ρικ. Μετά από λίγο, γουρλώνει τα μάτια της. «Ρικ;» τον ρωτάει. «Με ξέρεις;» την ρωτάει αυτός έκπληκτος. «Αρχίζω και σε θυμάμαι! Έμενα στο σπίτι της γιαγιάς σου! Δεν το πιστεύω!» αυτή φαίνεται σοκαρισμένη και ενθουσιασμένη. 
Η Λίλι πάλι κι η νοσοκόμα ταράζονται και αμέσως την σπρώχνουν να προχωρήσει. «Δώστης τα χάπια της, παραμιλάει!» διατάζει η Λίλι κι ο Ρικ προσπαθεί να σταματήσει τη νοσοκόμα να δώσει τα κόκκινα χάπια. «Όχι, μην την αφήσεις να τα πάρει, Λίλι, δε ξέρεις τι χάπια είναι αυτά, θα της προκαλέσουν πάλι σύγχυση!» της λέει ο Ρικ και κρατάει το χέρι της νοσοκόμας. 
«Δε ξέρω εγώ τη δουλειά μου, Ρικ; Έχεις χάσει τελείως το μυαλό σου; Αυτά τα χάπια είναι απλά ηρεμιστικά!» του λέει. «Γιατί, βλέπεις να έχει πάθει κάτι; Η κοπέλα μόλις θυμήθηκε κάποια πράγματα! Μια χαρά την βλέπω χωρίς τα χάπια! Πώς σε λένε;» την ρωτάει ο Ρικ. 
«Κάρα! Κάρα Λετούρ, δημοσιογράφος!» λέει η κοπέλα, χαρούμενη. 
Την ίδια ακριβώς ώρα, η Ζωή με τον πατέρα της, Μπράντλεϋ, κάθονται σ’ ένα τραπεζάκι μέσα σ’ ένα απέραντο γήπεδο γκολφ. Φαίνονται κι οι δυο ανυπόμονοι με τον Μπράντλεϋ να είναι πιο πολύ φοβισμένος. 
«Δε ξέρω πώς με έπεισες, Ζωή, αλλά αν είναι να κάνεις του κεφαλιού σου μόνη σου καλύτερα έτσι, μήπως και σου φύγει η ιδέα πια!» της λέει αυτός κι αυτή τον αγνοεί και κοιτάει τριγύρω. «Να μου φύγει η ιδέα ότι θέλω να γνωρίσω την μητέρα μου; Δε νομίζω, μπαμπά! Μια ζωή μου έλεγες ψέματα γι’ αυτήν και τώρα έχω επιτέλους την ευκαιρία να μάθω ποια είναι πραγματικά!» του λέει και τα μάτια της φωτίζονται από χαρά όταν γυρνάει προς τα πίσω. 
Πλησιάζει η Κρίσταλ Ντομ, μια ψηλή με κοντό μαύρο μαλλί και μικρά μάτια μ’ ένα μικρό σημάδι σαν ελιά κάτω απ’ το δεξί. Φοράει ένα λευκό φόρεμα στενό μέχρι τα γόνατα και μαύρες μπότες. Η Ζωή σηκώνεται και την χαζεύει απ’ την λάμψη της. Η Κρίσταλ της χαμογελάει θερμά και την αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια. 

«Μαμά…» λέει η Ζωή στην αγκαλιά της όσο ο Μπράντλεϋ κοιτάει, συγκινημένος. 


ΣταύροςkS