Η Νοέλια ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της, σαστισμένη. Η καρδιά της είχε αρχίσει ξαφνικά να χτυπάει υπερβολικά δυνατά και την ένιωθε έτοιμη να βγει απ’ το στήθος της. Τα χέρια της είχαν αρχίσει να ιδρώνουν, έτσι αναγκάστηκε να τα σκουπίσει στο βρώμικο φόρεμά της. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που μόλις είπε ο Λεονάρντο το εννοούσε, ή απλά την κορόιδευε και περίμενε την αντίδρασή της για να ξεσπάσει σε γέλια. Όπως και να είχε, εκείνη είπε: «Σοβαρά μιλάς;».
Ο άντρας απομακρύνθηκε από κοντά της, επιτρέποντας της να ξανά ανασάνει κι έπειτα μίλησε.
«Ναι, σοβαρά. Ο μόνος τρόπος να σε αφήσω ελεύθερη είναι να σε λυπηθώ και για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να έχω αισθήματα για σένα».
Η Νοέλια τον κοίταξε διερευνητικά, προσπαθώντας να καταλάβει αν σοβαρολογούσε. Γιατί ειλικρινά, αποκλείεται να της ζητούσε κάτι τέτοιο. Να την ερωτευτεί; Αυτό ήταν γελοίο και παράλογο. Ωστόσο, το πρόσωπό του δεν πρόδιδε τίποτα άλλο, παρά ειλικρίνεια. Ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.
«Δηλαδή… αλήθεια; Ο μόνος τρόπος να με αφήσεις να φύγω, είναι να σε κάνω να με ερωτευτείς;».
Ο Λεονάρντο γέλασε σιγανά και κάτι σ’ αυτό το μικρό γελάκι, την γέμισε οργή, σβήνοντας τη μέχρι τώρα απορία που επικρατούσε μέσα της.
«Και πως στο διάολο θα γίνει αυτό, μου λες; Είσαι τρελός αν νομίζεις πως θα έρχομαι κάθε μέρα να σου δίνω φιλάκια και αγκαλίτσες, λέγοντας γλυκόλογα!».
Το γέλιο του έγινε πιο δυνατό, αλλά κατά κάποιο τρόπο και πιο αληθινό. Ένα μικρό λακκάκι εμφανίστηκε στο αριστερό του μάγουλο και η Νοέλια δεν μπορούσε παρά να λατρέψει την αθωότητα που φανέρωνε το πρόσωπό του εκείνη τη στιγμή. Ο θυμός της σιγά σιγά εξανεμίστηκε και ένιωσε το χείλος της να συσπάται, εξαιτίας ενός χαμόγελου.
«Έχω αρχίσει να σε συμπαθώ» είπε εκείνος, σκουπίζοντας τα υποτιθέμενα δάκρυα που του προκάλεσε το γέλιο. Η καρδιά της Νοέλια πετάρισε, αν και η ίδια αναρωτήθηκε τι στο καλό υποδήλωνε κάτι τέτοιο.
«Είναι μια αρχή» είπε στον εαυτό της, αλλά αρκετά δυνατά ώστε να την ακούσει.
Ο Λεονάρντο αμέσως σοβάρεψε και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Η κίνησή του δημιούργησε έναν γερό κόμπο στο στομάχι της, οπότε κούρνιασε στην μια άκρη του κρεβατιού και τον κοίταξε μέσα απ’ τα μαλλιά της. Της είχε γυρισμένη την πλάτη, αλλά ακόμα κι έτσι φαινόταν πως είχε τα μάτια κλειστά. Από τη στάση του σώματός του, έμοιαζε να προσπαθεί να καταπολεμήσει… κάτι, ή μπορεί και να ζύγιζε την απάντησή του, ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσει αυτό που τον βασάνιζε.
Η Νοέλια ήθελε απεγνωσμένα να μιλήσει. Να τον ρωτήσει γιατί συνέβαιναν όλα αυτά, κι αν ο ίδιος αντιλαμβανόταν πως της κατέστρεφε τη ζωή, έχοντας την κλεισμένη μέσα σε εκείνο το απόμερο δωμάτιο.
Έπειτα από μερικά λεπτά, που έμοιαζαν με αιώνα, ο Λεονάρντο επανάφερε την προσοχή του πάνω της. Η έκφρασή του ήταν δυσοίωνη, λες και το γέλιο που είχε ακούσει να βγαίνει απ’ τα χείλη του πριν λίγο, άνηκε στην φαντασία της.
«Καλύτερα να πλυθείς για το…» έκανε μια παύση και αφού σκέφτηκε για λίγο, συνέχισε: «θα σου εξηγήσω αργότερα. Απλά πλύσου και βρες κάτι όμορφο να φορέσεις».
Πήγε να φύγει, αλλά η φωνή της Νοέλια τον διέκοψε τη στιγμή που κατέβασε το χερούλι. «Που θα βρω ρούχα;».
«Θα πω να σου φέρουν».
Και μ’ αυτά τα λόγια έφυγε.
Η Νοέλια σηκώθηκε γρήγορα απ’ το κρεβάτι και έτρεξε προς την πόρτα, τη στιγμή που το κλειδί γύρισε στην κλειδαρότρυπα, σβήνοντας και τα τελευταία στίγματα ελπίδας που έτρεφε μέσα της. Ήλπιζε πως ο Λεονάρντο θα ξεχνούσε να κλειδώσει, αλλά μάλλον δεν έπρεπε καν να της περάσει απ’ το μυαλό. Απελπισμένη, κατευθύνθηκε στη μικρή συρταριέρα που έστεκε πλάι στην πόρτα και άνοιξε το πρώτο συρτάρι, ψάχνοντας για μια πετσέτα. Όσο κι αν δεν ήθελε να υπακούσει στις διαταγές του, έπρεπε να το παραδεχθεί… βρωμούσε ολόκληρη.
Έπειτα από μισή ώρα κλεισμένη στο μπάνιο, η Νοέλια αποφάσισε πως έπρεπε να αρχίσει να ετοιμάζει ένα σχέδιο απόδρασης. Ήξερε πως το να διαφύγει μέσα απ’ το σπίτι ήταν αδύνατο, οπότε έπρεπε να σκεφτεί τις κινήσεις της αφού έβγαινε από αυτό. Ήταν ολοφάνερο πως ο Λεονάρντο σκόπευε να την πάρει μαζί του κάπου… κάπου όμορφα αν έκρινε από τα φορέματα που βρήκε το κρεβάτι της μόλις βγήκε απ’ το μπάνιο.
Ήταν όλα μακριά και μεταξωτά με όμορφα σχέδια και χρώματα, ενώ το καθένα κοσμούταν με γυαλιστερές πέρλες και μικρά διαμάντια. Τα κοίταζε με θαυμασμό και ένιωθε κάπως όμορφα ξέροντας πως όλα είχαν επιλεχθεί αποκλειστικά για εκείνη. Ωστόσο, κάθε καλή σκέψη που έκανε, συνοδευόταν με μια άσχημη. Φοβόταν πολύ για το μέλλον, τι επρόκειτο να συμβεί αν δεν ακολουθούσε τις διαταγές του κ. Μελέντεζ, καθώς και αν υπήρχε περίπτωση να πεθάνει ολομόναχη, χωρίς την Έμμα και τους υπόλοιπους φίλους της να κλαίνε για εκείνη. Πάνω από όλα όμως, εκείνο που δεν έλεγε να φύγει απ’ το μυαλό της ήταν εκείνο το «γιατί». Γιατί έγιναν όλα αυτά; Γιατί και πως μπλέχτηκε σε όλα αυτό; Και το κυριότερο, ποιος βρισκόταν πίσω από όλα;
Οι σκέψεις σταμάτησαν να βομβαρδίζουν το μυαλό της, μόνο όταν έπρεπε να διαλέξει ένα από αυτά τα πανέμορφα φορέματα. Τα μάτια της μεταφέρονταν από το ένα στο άλλο, αναλύοντας την κάθε λεπτομέρεια του υφάσματος και των σχεδίων. Τελικά αποφάσισε να φορέσει ένα κομψό μπεζ φόρεμα, με βαθύ κόψιμο στο πλάι. Ίσως ήταν λίγο προκλητικό, επειδή φαινόταν σχεδόν όλο το μπούτι της, αλλά δεν την ένοιαζε. Εξάλλου, δεν διάλεξε εκείνη τα φορέματα και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να της επιβάλει τι να φορέσει.
Στάθηκε μπροστά απ’ τον καθρέφτη και έφτιαξε την τιράντα από πέρλες που χάιδευε τον αριστερό της ώμο. Χρειαζόταν γόβες, μακιγιάζ και φυσικά κάτι για να πιάσει τα μαλλιά της, ώστε να αποκαλέσει τον εαυτό της «έτοιμο».
Πήγε στην πόρτα και ακουμπώντας το αφτί της στην ξύλινη επένδυση, αφουγκράστηκε. Τίποτα. Δεν άκουγε απολύτως τίποτα. Ούτε ομιλίες, ούτε βήματα… τίποτα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Τι έπρεπε να κάνει; Να φωνάξει ή απλώς να περιμένει κάποιος να έρθει;
Ξεφύσησε και έστρεψε το βλέμμα της προς το παράθυρο, ελπίζοντας να βρίσκεται κάποιος απέξω, αλλά δεν εντόπισε τίποτα πέρα από δέντρα. Περπάτησε λίγο μέσα στο δωμάτιο, ώσπου άκουσε την κλειδαριά να ξεκλειδώνει και στη συνέχεια τα βήματα κάποιου.
«Συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά σας έφερα κάποια πράγματα» είπε η νεαρή υπηρέτρια που μπήκε μέσα. Ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, με ξανθά μαλλιά, τα οποία είχε πιάσει σε έναν περιποιημένο κότσο και γαλανά μάτια. Όμορφη.
«Δεν πειράζει, σε ευχαριστώ πολύ» απάντησε η Νοέλια, χαρίζοντάς της ένα απλοϊκό χαμόγελο.
Η κοπέλα άφησε τρία κουτιά παπουτσιών στο πάτωμα κι ετοιμάστηκε να φύγει. Και καθώς η πόρτα άνοιγε, η Νοέλια κατάφερε να βάλει το μυαλό της να δουλέψει.
«Μισό λεπτό» σχεδόν αναφώνησε. Ήταν η τέλεια ευκαιρία για να αποδράσει. Θα μπορούσε να σπρώξει την υπηρέτρια κι έπειτα να τρέξει και να βγει απ’ το δωμάτιο. Και θα το είχε κάνει, αν δεν εμφανιζόταν αμέσως μετά στην πόρτα ο Λεονάρντο.
Προχώρησε με σταθερό βήμα μέσα στο δωμάτιο και κοίταξε το χώρο εξεταστικά, έχοντας στο πρόσωπο ζωγραφισμένη την απορία.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε και τα μάτια του διασταυρώθηκαν με τα δικά της.
«Τίποτα, απλά ήθελα να ζητήσω κάτι για να πιάσω τα μαλλιά μου και να βαφτώ» του αποκρίθηκε ήρεμα η Νοέλια, παρότι από μέσα της είχε ξεσπάσει καταιγίδα.
Ο Λεονάρντο γύρισε προς την κοπέλα και αφού της κούνησε το κεφάλι με έναν τρόπο που έλεγε «κάνε ό,τι σου είπε», ρώτησε: «Αυτό θα βάλεις;».
Η Νοέλια κοίταξε τον εαυτό της. «Ναι, γιατί; Τι έχει;».
«Δεν σου φαίνεται κάπως υπερβολικό;».
«Μια χαρά μου φαίνεται. Εξάλλου, εσύ μου το έφερες» απάντησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. Και τι τον ενοχλούσε αυτόν τι θα φορούσε εκείνη;
«Το θεωρώ υπερβολικό για την επίδειξη μόδας» είπε εκείνος, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και κοιτάζοντάς την εξεταστικά.
«Θα πάμε σε επίδειξη μόδας;» ρώτησε, ξαφνιασμένη. Σκόπευε να την πάρει μαζί του σε επίδειξη μόδας, ενώ πριν λίγες ώρες την κατηγορούσε ότι ήταν μια κλέφτρα; Τι στο διάολο έτρεχε μ’ αυτόν τον άντρα; Διχασμένη προσωπικότητα, σκέφτηκε.
Ο Λεονάρντο κατένευσε και ρίχνοντάς της μια τελευταία αποδοκιμαστική ματιά, άρχισε να ανακατεύει τα φορέματα. Τα κοίταζε όλα με ένα είδους απέχθειας και πετούσε πέρα όσα –για τα δικά του μάτια- ήταν ακατάλληλα. Μόλις έφτασε στο τελευταίο φόρεμα, αναστέναξε απογοητευμένος και γύρισε να την αντικρίσει.
«Θα σου φέρω άλλα, πολύ καλύτερα από αυτά…ειλικρινά δεν ξέρω που τα βρήκαν» είπε με σκληρό τόνο και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Τσάμπα κόπο θα κάνεις, δεν πρόκειται να βγάλω αυτό το φόρεμα» είπε με αυταρχικό τόνο εκείνη.
Ο Λεονάρντο την αγνόησε και βγήκε απ’ το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές. Επέστρεψε μετά από λίγο με μια στοίβα ρούχα αγκαλιά.
«Αυτά είναι τα ρούχα σου για την ώρα…ελπίζω να σου κάνουν» είπε και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
«Που βρήκες όλα αυτά τα ρούχα;» ρώτησε η Νοέλια.
«Είναι οι δημιουργίες μου, δις Νοέλια Σαβιόνε» απάντησε και το πονηρό χαμόγελο, αντικαταστάθηκε με ένα αυτάρεσκο.
«Ακόμη ένας λόγος να μην θέλω να τα φορέσω».
«Μάλλον το αντίθετο εννοείς».
Η Νοέλια μετά βίας συγκράτησε τον εαυτό της απ’ το να αρχίσει να του αραδιάζει ένα σωρό βρισιές.
«Δεν πρόκειται να αλλάξω» είπε αμετάκλητα.
«Πολύ καλά λοιπόν, τότε να ξέρεις πως δεν υπάρχει περίπτωση να σε προστατέψω απ’ τους πεινασμένους εργένηδες που θα βρίσκονται εκεί» είπε και βγήκε απ’ το δωμάτιο, κλείνοντας απαλά –παράξενο- την πόρτα πίσω του.
Ζηλεύει; Σίγουρα όχι.
***
Μια ώρα αργότερα, οι δύο τους βρίσκονταν στον οίκο μόδας Ντάστον, πιασμένοι αγκαζέ. Η Νοέλια δεν περίμενε με τίποτα ότι θα ήταν η συνοδός του και ακόμα λιγότερο ότι ο Λεονάρντο θα το επιδείκνυε τόσο πολύ σε όλους. Τη σύστηνε στους καλεσμένους και την κρατούσε πότε απ’ τη μέση και πότε απ’ το χέρι, σαν να ήταν ζευγάρι. Ήθελε τόσο απεγνωσμένα να τον ρωτήσει προς τι όλη αυτή η προσποίηση, αλλά δεν κατάφεραν να μείνουν ούτε στιγμή μόνοι τους για να μιλήσουν και να πάρει τις απαντήσεις που τόσο πολύ ποθούσε. Αφού ήπιαν αρκετή σαμπάνια και έφαγαν μερικά καναπεδάκια, έφτασε η ώρα της επίδειξης.
«Θα πρέπει να μείνεις για λίγο μόνη» της ψιθύρισε στο αφτί και η εγγύτητα του την έκανε να ριγήσει. Έγνεψε, υπερβολικά μπερδεμένη και έκπληκτη για να κάνει οτιδήποτε άλλο.
Μπήκαν μαζί στο χώρο της επίδειξης και η λάμψη από τους προβολείς, την ανάγκασε να μισοκλείσει τα μάτια. Όταν κατάφερε να τα προσαρμόσει στο φως, κοίταξε εξεταστικά το περιβάλλον γύρω της. Ήταν ένας μεγάλος χώρος, περιβαλλόμενος από μαύρους τοίχους. Στο κέντρο της αίθουσας ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη σκηνή, σκεπασμένη με άσπρο, που προεκτεινόταν ως τον απέναντι τοίχο. Γύρω της ήταν τοποθετημένες εκατοντάδες καρέκλες, ενώ λίγο πιο κάτω απ’ το τελείωμα της σκηνής βρίσκονταν δύο βυσσινή καναπέδες. Δυνατή μουσική έβγαινε από τα ηχεία που στόλιζαν τους δύο πλαϊνούς τοίχους.
«Πήγαινε στον καναπέ» είπε δυνατά ο Λεονάρντο για να ακουστεί πάνω απ’ τον θόρυβο.
«Εσύ που θα πας;» ρώτησε εκείνη. Την τρομοκρατούσε η σκέψη να μείνει μόνη μέσα στο χάος που είχε δημιουργηθεί.
«Στα παρασκήνια. Πρέπει να δω τι γίνεται με τα μοντέλα».
Όσο κι αν δεν ήθελε, η Νοέλια έγνεψε καταφατικά και άφησε τον Λεονάρντο να φύγει. Τον παρακολουθούσε να προσπερνάει τον κόσμο και να χάνεται ανάμεσα στο πλήθος. Η καρδιά της βούλιαξε. Αναστέναξε και άρχισε να βαδίζει αργά προς τον καναπέ, προσέχοντας να μην πατήσει το μακρύ της φόρεμα. Ξαφνικά…
«Χίλια συγγνώμη, είστε καλά;».
Κάποιος έπεσε πάνω της, με αποτέλεσμα να τη ρίξει στο κρύο τσιμέντο. Ένιωσε πόνο να διαπερνά το δεξί της γόνατο και ενώ υπό διαφορετικές συνθήκες θα είχε θυμώσει, τώρα τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. Βλεφάρισε μερικές φορές και αφού σιγουρεύτηκε πως δεν θα κλάψει, έπιασε το χέρι εκείνου που την έριξε και στάθηκε πάλι στα πόδια της.
Μόλις τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, όλος ο κόσμος πάγωσε και τα πάντα σίγησαν. Το αφεντικό της. Το αφεντικό της, ήταν εκεί.
Δέσποινα Χρ.