Η Κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 2) - Η Εμφάνιση του Κακού

«Έι, εσύ! Ναι, εσύ!» Ακούστηκε μια δυνατή φωνή, που ερχόταν από το “χαζοκούτι”.
Η Κάσσι γρύλισε εκνευρισμένη, προσπαθώντας να διατηρήσει την ηρεμία της μετά το ξάφνιασμα που δέχτηκε. «Μία Παρασκευή έχει η εβδομάδα, κι εγώ δεν μπορώ να την απολαύσω; Ποιανού αμαρτίες πληρώνω;»
«Εκνευρίζεσαι εύκολα; Νιώθεις ότι θες να σκοτώσεις οποιονδήποτε σε ξυπνάει;»
«Ναι!» φώναξε η Κάσσι, ενώ μόνο τα πορτοκαλί μαλλιά της εξείχαν από το μαλακό κόκκινο πάπλωμα. «Και αν συνεχίσεις έτσι, βλάκα, εσύ θα είσαι αυτός ο “οποιοσδήποτε”»
«Λοιπόν, μη φοβάσαι πια!» συνέχισε ο εκνευριστικός διαφημιστής.
«Αν σε πιάσω στα χέρια μου, ζωύφιο...» μουρμούρισε «θα σου δείξω ποιος θα φοβάται!»
«Αγόρασε το κολλαγόνο “Για την Υγεία σου” και κέρδισε τις πολύτιμες ώρες ύπνου που χάνεις!»
«Εξαιτίας σου!»
Αγριοκοίταξε την τηλεόραση με τα μάτια της μισάνοιχτα. Το κεφάλι της, που κοσμούνταν από μία άσπρη κάλτσα, ήταν πλέον όλο έξω, εκτεθειμένο στο αχνό φως που περνούσε μέσα από τις σομόν κουρτίνες του σαλονιού.
«Σου δίνει σημαντικές βιταμίνες που δεν προσλαμβάνει ο οργανισμός σου και σου προσφέρει μια εσωτερική αρμονία!»
«Ακούγεσαι σαν ψυχίατρος! Ποιος θα αγόραζε αυτή τη βλακεία τέλος πάντων! Τριάντα δολάρια λέει... Με τριάντα δολάρια παίρνω τον ουρανό με τ' άστρα!» Σε αυτό το σημείο είχε σηκωθεί -τα σενάρια περί ύπνου ξεχασμένα- και ούρλιαζε στην τηλεόραση.
«Κάσσι...;» ρώτησε μια αντρική φωνή διστακτικά.
«Τι θες;» γρύλισε εκνευρισμένη.
«Είσαι καλά;» ξαναρώτησε η πρώτη φωνή.
«Όχι, δεν είμαι. Αυτός ο βλάκας με ξύπνησε.» του απάντησε παιδιάστικα, ο σαρκασμός δαντέλα στη φωνή της. Έδειχνε την τηλεόραση και αγριοκοίταζε τον αδερφό της χωρίς λόγο.
«Κάσσι... Νομίζω πρέπει να σε πάμε σε ένα ψυχιατρείο.»
«Τι λες βρε έξυπνε;» τον ρώτησε.
«Δείχνεις μία γάτα να παίζει με το κουβάρι της.» αποκρίθηκε με τον τόνο “τα-ξέρω-όλα”.
«Μα τι λες;» Το κεφάλι της έκανε μια απότομη περιστροφή και αντίκρισε μία άσπρη γάτα να τρώει μία ζωοτροφή.
«Μα εγώ...Όντως...» Τα είχε χάσει εντελώς. «Ήταν ένας παρουσιαστής και με ξύπνησε.» επέμεινε, αν και ακούστηκε αβέβαιη.
Ο Ντάνιελ Σλέιερ χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρος ότι αυτό έγινε, σε πειράζω.» Η αδελφή του τον ξαναγριοκοίταξε. «Ακόμα θυμάμαι εκείνο το μαύρο μάτι που μου είχες “χαρίσει” όταν ήσουν δώδεκα.»
«Είσαι πολύ χαζός!» φώναξε και έκρυψε τα κόκκινα μάγουλά της με τα χέρια της, παρόλο που δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της. «Αφού σου έχω ήδη ζητήσει συγγνώμη για αυτό, Νταν!»
«Ναι αλλά η εφιαλτική αυτή μνήμη παραμένει.» ψιθύρισε δήθεν πονεμένα ο Ντάνι.
«Τι ήθελες αδερφέ;» ρώτησε, προσπαθώντας να ηρεμήσει λίγο τη ντροπή της.
«Τίποτα μωρέ, απλώς ήθελα να δω γιατί ξελαρυγγιαζόσουν και κάπως μαγικά το ήξερα ότι θα σε είχε ξυπνήσει κάποιος.»
«Και;» αναρωτήθηκε ανυπόμονα, το κοκκίνισμα στα μάγουλά της εξαφανισμένο.
«Και θα ήθελα να πας να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο.» απάντησε δήθεν αδιάφορα. Τα δάχτυλά του έπιασαν επιδέξια την κάλτσα από το κεφάλι της και την πέταξαν κάπου παραπέρα. Αυτό φυσικά, είχε ως αποτέλεσμα μια ροδομάγουλη Κάσσι: θα προτιμούσε να τραγουδήσει καραόκε -και δεν είχε καλή φωνή- μπροστά σε όσους κατοικούσαν στα Κρυστάλλινα Νερά, παρά να γίνει ρεζίλι στον αδερφό της.
Μα να που η μοίρα είχε άλλα σχέδια!
Η Κάσσι είχε μείνει ακίνητη σαν στήλη άλατος. Μετά από πέντε ολόκληρα λεπτά αμηχανίας, τον κοίταξε με το βλέμμα του “δεν είσαι σοβαρός”.
«Τι; Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Είμαστε εδώ πέρα...» Κοίταξε το ρολόι τοίχου του σαλονιού. «για δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά και χαζολογάμε, ενώ εσύ σε τρία θα είχες πάει στο ψιλικατζίδικο. Θα σου έπαιρνε άλλα τρία για να γυρίσεις. Σύνολο έξι λεπτά. Σχεδόν τον τριπλάσιο χρόνο... Με δουλεύεις, έτσι;»
Ο Ντάνι έξυσε τον αυχένα του νευρικά. «Εμ, σχετικά με αυτό...»
«Άστο. Ειλικρινά, δεν θέλω να ακούσω τις ιστορίες του στυλ “κατέβηκαν κάτι εξωγήινοι και δανείστηκαν τον εγκέφαλό μου”. Απλώς θα υπακούσω τον μεγάλο μου αδερφό και θα του αγοράσω...» Η μύτη της μαζεύτηκε, μαρτυρώντας την αηδία που ένιωθε. «Τα τσιγάρα του. Τα marlboro δεν παίρνεις;» ρώτησε, ενώ ο Νταν της έδωσε δέκα δολάρια στο χέρι που περίμενε ανοιχτό για τα λεφτά. Έπειτα, της έσκασε ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο.
«Ωραία, ωραία! Μπορείς να πάρεις ό,τι θέλεις με τα ρέστα!»
«Και οι δύο ξέρουμε ότι θες να με εξαγοράσεις για να μην πω τίποτα στη μαμά.» του πέταξε, με έναν τόνο “φυτού”.
Ο αδερφός της χαμογέλασε. «Έχεις γίνει υπερβολικά έξυπνη, το ξέρεις; Δεν είναι σαν εκείνες τις εποχές που...»
«Μπορούσες να με πείσεις ότι είμαι παιδί τέρατος επειδή με έκανες να πιστεύω ότι είχα έντεκα δάχτυλα. Το ξέρω, Ντανι. Είσαι όμως πολύ τυχερός που έχεις μια αδερφή σαν κι εμένα.»
«Ναι, είμαι πολύ τυχερός που έχω μία αδερφούλα που εξαγοράζεται για πενταροδεκάρες.»
Τον αγριοκοίταξε.
«Εντάξει, εντάξει, απλώς πήγαινε και τα λέμε!» Την έσπρωξε απαλά προς την κατεύθυνση της πόρτας, τα δάχτυλά του ασκούσαν μια μικρή πίεση αλλά ήταν αρκετή για να την ωθήσει έξω από το σπίτι. Η πόρτα έκλεισε επιτακτικά πίσω της και ξεφύσηξε εκνευρισμένα.
«Βλάκα.» σκέφτηκε και αποχώρησε.
Στις έξι το απόγευμα, η Κάσσι καθόταν μπροστά από την τηλεόραση με μια έκφραση απόλυτης βαρεμάρας τυπωμένη στο πρόσωπό της. Ήταν μόνη, ο Ντάνιελ έξω, η μητέρα της στη δουλειά ως συνήθως και η τηλεόραση δεν είχε τίποτα αξιόλογο. Άνοιξε το λάπτοπ της αλλά τίποτα δεν της τράβηξε το ενδιαφέρον. Όλα ήταν τόσο ήσυχα, που της την έδινε στα νεύρα όλη αυτή η νηνεμία.
Ξαφνικά, η ηρεμία διαταράχθηκε από τον ήχο κλήσης του τηλεφώνου της. Το τραγούδι την έκανε να αναπηδήσει.
«Είναι αυτός που καλεί η Σίντυ;» αναρωτήθηκε.
Με έναν πήδο που θύμισε εκείνον αίλουρου, οι πατούσες της ήρθαν σε επαφή με το κρύο πάτωμα. Ευτυχώς φορούσε κάλτσες και δεν το αντιλήφθηκε. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή μέχρι να φτάσει στο δωμάτιό της.
«Έλα! Ναι, είμαι ζωντανή!»
Η Σίντυ γέλασε. «Έλα μου, Κας! Τι κάνεις;»
«Βαριέμαι, βαριέμαι πολύ.» απάντησε η Κάσσι, με τη φωνή και το πρόσωπό της κατσούφικα.
«Λοιπόν, αφού βαριέσαι, έλα από το σπίτι μου! Ετοιμάζω μία νύχτα κοριτσιών απόψε και θα ήθελα να έρθεις!»
«Μέσα! Θα έχει και φαγητό;»
Η Σίντυ άρχισε πλέον να γελάει υστερικά. «Ω Θεέ μου, Κάσσι, είσαι τόσο κοιλιόδουλη πια;»
«Έι! Σήμερα όλη μέρα δεν έχω φάει τίποτα!» παραπονέθηκε.
«Εντάξει, εντάξει. Και ναι, θα έχει. Να ετοιμαστείς για κλάμα, γέλιο και μαξιλαροπόλεμο!»
«Ωχ. Θα μείνουμε όλη τη νύχτα στο σπίτι σου;» ρώτησε τη Σίντυ, με έναν ψεύτικο τόνο βαρεμάρας.
«Φυσικά ρε! Εσύ, η Μία, η Σαμ και η Τρες!» Ο ενθουσιασμός της φίλης της έφερε ένα χαμόγελο στα χείλη της κοπέλας με τα καροτί μαλλιά.
«Α, ωραία!» αναφώνησε η Κάσσι. «Η Τρες είναι η μοναδική καλή μαζορέτα που ξέρω! Κλείνω, πρέπει να ετοιμαστώ, τα λέμε σε λίγες ώρες, Σιντ!»


****


Σε ένα πιο σκοτεινό μέρος, εκείνη αναπαυόταν. Είχε καλέσει έναν σκοτεινό γιο, τον Λυσάντρους, και της έκανε το πιο θεϊκό μασάζ που της είχαν κάνει ποτέ.
«Δεν θα έπρεπε να απορώ που τα χέρια του είναι τόσο μαγικά. Είναι άτομο με μαγεία κλεισμένη μέσα του.» συλλογίστηκε και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο αψεγάδιαστο πρόσωπό της.
«Πώς σε λένε, Γιε μου;» τον ρώτησε γλυκά, προσποιούμενη ότι δεν θυμόταν το όνομά του.
Αλλά σίγουρα θα θυμόταν τα χέρια του. Σε τούτη της τη σκέψη η μοχθηρία στο πρόσωπό της μεγάλωσε.
«Λυσάντρους, Κυρά μου.»
«Θα το θυμάμαι.» του υποσχέθηκε.
«Δεν είναι απαραίτητο. Δεν θα ήθελα να κρατήσετε στο μυαλό σας μία τέτοια ανούσια πληροφορία.»
«Κι όμως, θα το κάνω.» τον βεβαίωσε επιτακτικά. «Θα θυμάμαι πως όποτε είμαι εκνευρισμένη, θα πρέπει να φωνάζω τον Λυσάντρους.»
Εκείνος δεν απάντησε, αλλά η «Κυρά» δεν πτοήθηκε: της άρεσε να έχει τους άλλους του χεριού της. Ο νεαρός ήξερε πώς και πότε να μιλήσει, και αυτό τον έκανε ακόμα καλύτερο υπηρέτη στα μάτια της.
«Θα ήθελες να γίνεις από τους προσωπικούς μου υπηρέτες;» τον ρώτησε μετά από λίγο, θέλοντας να του στήσει παγίδα.
Ο Λυσάντρους για μια στιγμή τα έχασε: τι θα έπρεπε να απαντήσει σε αυτή την περίπτωση; Το να ήταν προσωπικός της υπηρέτης θα του αναστάτωνε όλη τη ζωή, ή τουλάχιστον ό,τι είχε μείνει από αυτήν.
Το ένα δευτερόλεπτο που το σκέφτηκε λίγο, τα χέρια του σταμάτησαν. Η γυναίκα ήθελε να τον έχει εντελώς κάτω από τον έλεγχό της, και όταν ένιωσε τη μικρή παύση, το χαμόγελο κακίας επέστρεψε στο πρόσωπό της.
«Αφέντρα, εγώ...» άρχισε ο Λυσάντρους με την αυτοπεποίθησή του πίσω και τα χέρια του στην πλάτη της.
«Ω, μην ανησυχείς Λυσάντρους!» του είπε εκείνη. «Δεν θα χρειάζεται να σε πρήζω όλη μέρα, απλώς θα ήθελα μερικές ώρες να είσαι δίπλα μου, να μου προσφέρεις τις μοναδικές υπηρεσίες σου.»
Ο Λυσάντρους έκανε μία έκφραση απόλυτης αηδίας, την οποία και ο άντρας που παρακολουθούσε από τις σκιές μιμήθηκε απόλυτα. Ευτυχώς που η γυναίκα δεν είδε κανέναν από τους δύο.
«Παλιοβρόμα.» σκέφτηκαν αμφότεροι ταυτόχρονα, χωρίς να έχουν επίγνωση του γεγονότος αυτού.
«Καταλαβαίνω. Θα ήταν τιμή μου να σας υπηρετήσω πιο στενά.» αποκρίθηκε ο Λυσάντρους, ξέροντας ότι και να μην ήθελε -που δεν ήθελε να είναι κοντά σε αυτή την σκύλα- πάλι το δικό της θα περνούσε. Ανάγκασε τον εαυτό του να βγάλει ένα μικρό υπονοούμενο, το οποίο μίσησε κι ο ίδιος.
«Έξοχα! Θα ήθελα να σε ξαναδώ αύριο, την ίδια ώρα πάνω-κάτω.»
«Μάλιστα.»
Σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους και εκείνη την έσπασε.
«Σε ευχαριστώ, Λυσάντρους. Μπορείς να πηγαίνεις.» Με ένα κούνημα του χεριού της, τον διέταξε να την αφήσει μόνη.
«Μάλιστα, Βασίλισσά μου.» Τα χέρια του απομακρύνθηκαν από την πλάτη της. Υποκλίθηκε βαθιά και έφυγε με γρήγορο βηματισμό. Κανείς δεν θα ήθελε να την εκνευρίσει, ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ειδικά με το να την παρακούσουν.
«Ας δούμε τώρα...» μουρμούρισε στον εαυτό της αφού ο Λυσάντρους έκλεισε τη φτιαγμένη από γκι πόρτα. Ήταν πολύ πιο ήρεμη από πριν, κάτι που την καθιστούσε και πιο δυνατή. Σηκώθηκε από τη μπρούμυτη στάση της, φορώντας το σουτιέν και μία γαλάζια μπλούζα. Συλλογιζόταν τις αιώνιες προσπάθειές της να τις βρει αλλά, όπως είχε αποδειχθεί, ήξεραν να κρύβονται. Η όλη κατάσταση την εκνεύριζε, και η οξυθυμία της είχε συνήθως καταστροφικά αποτελέσματα, και ένα σοβαρό κατσάδιασμα από τον Βασιλιά της. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άνοιξε τον αρχαίο πάπυρο με προσοχή, ο οποίος μόλις ήρθε σε επαφή με τα δάχτυλά της έβγαλε έναν μελανό καπνό. Περιμένοντας με αξιοσημείωτη υπομονή, ο καπνός μετακινήθηκε κάτω από τον χάρτη, και λειτούργησε σαν αναλόγιο. Με πέντε ακόμα εξαγνιστικές ανάσες, μονολόγησε. «...Πού στα κομμάτια είστε, Φύλακες;»
Ο άντρας με τα οράματα πετάχτηκε όρθιος, αίμα ανάβλυζε από τα μάτια του και ούρλιαζε για άλλη μία φορά. Αντί να ουρλιάζει από τον πόνο στα μάτια του και την ανικανότητά του να δει, ούρλιαζε από φρίκη για το πορφυρό και σκοτεινό μέλλον που περίμενε τούτο τον κόσμο.

«Έρχονται. Πρέπει να προειδοποιηθούν έγκαιρα.»


Jinx Hallens