«Αυτό το θέμα είναι υψίστης σημασίας! Μην το αγνοείς!» βρόντηξε. Μόλις είχε εκμυστηρευτεί τι είχε δει λίγες μονάχα ώρες πριν, και πάλι δεν τον πίστευε κανείς!
«Τι εννοείς με αυτό, Προφήτη; Ότι είναι γεννημένες;» Με έναν τόνο απόλυτης δυσπιστίας, ρωτήθηκε το αυτονόητο.
«Γεννημένες; Σχεδόν ενήλικες! Εγώ έκανα το καθήκον μου, το κρίμα στον λαιμό σου!» αποκρίθηκε ο μαυροντυμένος νέος και κίνησε να φύγει. Ήταν εκνευρισμένος και χρειαζόταν την ησυχία του. Εξάλλου, έπρεπε να αναθεωρήσει μερικά πράγματα: τον τελευταίο καιρό όλο βλακείες έκανε και φοβόταν ότι θα το έχανε το κεφαλάκι του. Άξιζε άραγε η μετάδοση της Βουλής των Θεών τη ζωή του;
«Μα αν είναι δυνατόν!» τον σταμάτησε η φωνή του συνομιλητή του. «Μου λες ότι οι Ιέρειες είναι αναγεννημένες και ότι η Βουλή των Υψίστων είναι...» έκανε μια μικρή παύση και κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Μάντη, τα λόγια σου και μόνο είναι μία ύβρις!»
«Πίστεψε ό,τι θες, Παιδί του Ανθρώπου.» Κάρφωσε το ψυχρό του βλέμμα πάνω στον άντρα.
«Από πότε είμαι εγώ “Παιδί του Ανθρώπου” για εσένα;» τον διέκοψε και άρχισε να γελάει. «Μόνο λίγοι έχουν το δικαίωμα να με αποκαλούν με το όνομα που κουβαλώ τόσο περήφανα! Και εσύ δεν είσαι στη λίστα!»
Αγνοώντας πλήρως την “ευγενική” παρένθεση που έκανε ο άντρας απέναντί του, τα επόμενα λόγια που ξεχύθηκαν από το στόμα του, ήξερε ότι ήταν τα σωστά.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι κι εγώ άνθρωπος είμαι: φοβάμαι, όπως φοβάσαι κι εσύ». Το αρσενικό απέναντί του κοίταξε το πάτωμα νευρικά, ξαφνιασμένος από την ξαφνική νηνεμία που απέπνεε ο Μάντης, καθώς μόλις πριν από λίγες στιγμές έβγαζε καπνούς από τα αυτιά.
«Μεταβιβάζω τη Βουλή από τα δέκα μου. Κι όμως, ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο φοβισμένος. Το τέλος πλησιάζει, το νιώθω. Το νιώθουν και Εκείνοι, και ας βρω τον Θάνατο στην πόρτα μου αν λέω ψέματα, μα πιστεύω ότι το καθήκον μου -τουλάχιστον για τώρα- έχει τελειώσει. Εσύ...» έβηξε με εκείνον τον εκνευριστικό τρόπο και τέντωσε το δάχτυλό του προς το πρόσωπο του εμβρόντητου άντρα. «Εσύ είσαι ένας από τους τέσσερις που θα πρέπει να συνεχίσουν το έργο.»
«Το ξέρω... Λες να μην το ξέρω;» ο άντρας απάντησε μετά από στιγμές σιγής, με εξαίρεση τον ξερόβηχα του Προφήτη. Η φωνή του έσπαγε και είχε χροιά απελπισίας. «Απλώς... Απλώς δεν καταλαβαίνω! Γιατί δεν τους αντιμετωπίζουν Αυτοί, και ρίχνουν το κρίμα σε εμάς;»
«Οι Βουλές Τους δεν είναι φτιαγμένες ώστε να κατανοηθούν από τα δικά μας μυαλά. Αυτό είναι ύβρις.»
Τον κοίταξε με βλέμμα μίζερο. «Αλλά αν θες τη γνώμη μου...» συνέχισε. Σήκωσε το βλέμμα του από τον πεσμένο στο πάτωμα άντρα και κοίταξε έξω από το παράθυρο του ναού. Πήρε τον χρόνο του να παρατηρήσει το πώς απλωνόταν η νυχτιά, επιβλητική και απόλυτη· το πώς το φεγγάρι ήταν χλωμό, μα όχι αδύναμο· το πώς τα δέντρα αντιστέκονταν στον άνεμο με όλη τους τη δύναμη, προσπαθώντας να νικήσουν σε μία φαινομενικά άνιση μάχη. Ναι, σκέφτηκε, αυτό είναι, το γιατί που αναρωτιέμαι κάθε νύχτα.
«Όλα γίνονται για την αξιοποίηση του δώρου της ελεύθερης βούλησης. Για φαντάσου έναν κόσμο που διοικείται μόνο από Ουράνιους Θεούς, οι οποίοι είναι πάντα απόμακροι από τον άνθρωπο. Θα υπήρχε τάξη σίγουρα, αλλά δεν θα υπήρχε αγάπη. Και η αγάπη κάνει τον κόσμο να γυρίζει. Οπότε, ένας κόσμος που υπακούει σε νόμους και όχι στο συναίσθημα, είναι ανούσιος. Αν και έτσι όπως το πάνε, στο τέλος θα καταφέρουμε την πλήρη συναισθηματική αποξένωση από μόνοι μας. Μα και πάλι, αυτό θα ήταν δική μας επιλογή: μόνοι μας θα είχαμε βάλει τα χεράκια μας και θα είχαμε βγάλει τα ματάκια μας.»
«Μάντη...» Με μάτια γυάλινα, κοίταξε το άτομο που μόλις λίγες στιγμές πριν χλεύαζε. Αυτός ήταν το ίδιο άπειρο και ονειροπόλο παιδί που ήταν κάποτε;
«Σε ευχαριστώ.»
Και κάπως έτσι, οι ζωές πολλών ήρθαν πάνω-κάτω, και το φονικό παιχνίδι ξεκίνησε.
****
«Κάσσι! Είμαι τόσο χαρούμενη που ήρθες!» η Σίντυ υποδέχθηκε τη φίλη της στο σπίτι της και την αγκάλιασε κατευθείαν.
«Ναι, λες και το καροτί τέρας θα έχανε ποτέ μάσα.» φώναξε η Σαμ λίγα βήματα πίσω τους, διακόπτοντας την απάντηση που θα έδινε η Κάσσι. Η Μία της έδωσε μία σφαλιάρα στο κεφάλι, ενώ “το καροτί τέρας” την αγριοκοίταξε.
«Ούτε εγώ θα έχανα τζάμπα φαγητό!» τους είπε η Σίντυ με ένα αμήχανο χαμόγελο. Ειλικρινά, το πώς η Κάσσι και η Σαμ ήταν ακόμα φίλες ξεπερνούσε ακόμα και τα πιο τρελά σενάρια της πυρηνικής φυσικής.
«Και μιας και είπαμε για φαγητό... Μου μυρίζει σοκολάτα;» χαμογέλασε η Κάσσι. Αφήνοντας τη Σίντυ από τα μπράτσα της, προσπάθησε να ρίξει μια ματιά μέσα στο σπίτι. Όταν η Σίντυ παραμέρισε, η Κάσσι μπήκε μέσα και έπεσε κατευθείαν στον καναπέ, τα πόδια της στον αέρα. «Δουλάρα...» άρχισε, κοιτώντας την Σαμ «Φέρε μου φαγητό.» πρόσταξε με επιβλητικό ύφος.
«Ε άι στον...» άρχισε η Σαμ αλλά μόλις ένιωσε το χέρι της Μία πάνω στον ώμο της, ξεροκατάπιε. Μα γιατί η Μία έπαιρνε πάντα το μέρος της Κάσσι;
«Είναι εδώ, Σιντ;» ρώτησε μια καινούρια φωνή.
«Ω ναι, Τρες! Και έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους!» Η Σίντυ γέλασε χαζοχαρούμενα και η Τρες τη μιμήθηκε.
«Γεια χαραντάν!»
«Επ, τσούπρα!» Τη χαιρέτησε η Κάσσι με τον γνωστό σε όλους βλάχικο τρόπο. «Πώς πάει, Τρες;» σηκώθηκε από τον καναπέ και χαμογέλασε στη μαζορέτα.
«Μια χαρά, για εσένα όμως δεν είμαι τόσο σίγουρη.»
«Γιατί καλέ; Είμαι υγιής και έχει φαγητό εδώ, οπότε δεν θα έχω κανένα πρόβλημα...» ξεκίνησε, αλλά τα λόγια της κόπηκαν όταν ένιωσε κάτι μαλακό να έρχεται σε επαφή με το κεφάλι της.
«Θες να τις φας, Εγκέφαλε;» φώναξε, γυρνώντας ώστε να βλέπει τη Σαμ.
«Από ποιον να τις φάω, από 'σένα, Καρότο;»
Και οι δύο αγριοκοίταξαν η μία την άλλη, ενώ η Σίντυ έτρεξε να κλείσει την πόρτα, που είχε μείνει ανοιχτή. Δεν ήθελε να γίνουν ρεζίλι στους γείτονες. Η Μία έδωσε στην Κάσσι ένα “όπλο”, το οποίο ήταν ένα μαξιλάρι του καναπέ, συμβουλεύοντάς τες να παίξουν “καθαρά”. Έπειτα αναστέναξε, μουρμουρίζοντας ένα απλό «δεν θα μάθουν ποτέ» και η μάχη άρχισε.
«Ήρθε η ώρα σου!» φώναξαν και οι δύο ταυτόχρονα, ενώ τα μάτια τους πετούσαν σπίθες.
«Μήπως θα έπρεπε να τις σταματήσουμε;» ρώτησε η Τρες. Η προηγούμενη αμηχανία της είχε μεγαλώσει κατά πολύ, βλέποντας πόσο σοβαρά το έπαιρναν οι δύο “φίλες”: κρατούσαν τα μαξιλάρια πάνω από τα κεφάλια τους και τριγύριζαν η μία την άλλη, λες και ήταν παλαιστές.
Η Σίντυ την κοίταξε σαν να ήταν τρελή, ενώ η Μία κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε.
«Τρες...» ξεκίνησε η Σίντυ, χωρίς να ξέρει πώς να της εξηγήσει ακριβώς την κατάσταση Σαμ - Κάσσι.
«Μερικές φορές δεν μπορούμε να τις σταματήσουμε.» είπε η Μία.
«Ρε, κόψτε το δράμα, μ'ακούτε;» εκνευρισμένες και οι δύο “φίλες-εχθροί” πέταξαν τα μαξιλάρια τους πίσω τους, χωρίς να νοιάζονται για το πού θα έπεφταν.
«Η μύτη μου!» ψιθύρισε η Τρες. Το φερμουάρ του μαξιλαριού την είχε πετύχει με δύναμη σε ένα ευαίσθητο σημείο όπως η μύτη.
Εκείνη τη στιγμή, και η Κάσσι και η Σαμ ήξεραν πως το παιχνίδι είχε τελειώσει.
«Κορίτσια! Μην τολμήσετε να κουνηθείτε!» τις απείλησε η Μία. Ειλικρινά, δεν είχε πρόβλημα αν αυτές οι δύο σκοτώνονταν μεταξύ τους. Όμως, όταν εμπλέκονταν και άλλοι, έπρεπε κάποιος να τους δώσει ένα μάθημα. Και αυτός ο κάποιος έπρεπε να ήταν η Μία, εφόσον δεν μπορούσαν να αυτοσυγκρατηθούν.
Οι δύο κοπέλες έτρεξαν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη “φονική μηχανή” Μία.
Λίγα λεπτά αργότερα, όλες είχαν κρυφτεί στο σπίτι και έπαιζαν κάτι σαν κρυφτό. Μόνο που θα έτρωγαν σφαλιάρες από τη Μία, αν τις έβρισκε. Οπότε, είχαν χωριστεί και έκαναν σαν μικρά παιδιά: εξάλλου, αυτό ήταν το νόημα της σύναξης.
«Μην τολμήσεις, Σαμ!»
Η Σαμ γέλασε δήθεν διαβολικά και πέταξε το καφέ αρκουδάκι στην πλάτη της Μία.
«Σαμάνθα!» φώναξε, και η κοπέλα που προσφωνήθηκε άρχισε να τρέχει γελώντας.
«Δεν θα γελάς τόσο πολύ όταν σε πιάσω στα χέρια μου!»
Σε μια άλλη γωνία του σπιτιού, η Σίντυ και η Τρες ξυλοκοπούσαν την Κάσσι ανελέητα με δύο τεράστια μαξιλάρια, που μύριζαν λεβάντα. Η Κάσσι φώναζε ότι αυτό είναι κακοποίηση ανηλίκου και πως θα απευθυνθεί στα δικαστήρια, ανάμεσα σε γέλια και κοφτές ανάσες.
«Εντάξει, κερδίσατε! Σταματήστε!»
«Δεν σε άκουσα, Κάσσι!»
«Τρες! Μην είστε σκύλες! Σας παρακαλώ αφήστε με!»
«Είσαι τυχερή που δείχνω έλεος» της είπε με δήθεν φονικό ύφος η Σίντυ. «Πείραξες τη φίλη μου!»
«Τεχνικά, δεν είμαστε σίγουρες αν ήταν το δικό μου μαξιλάρι ή της Σαμ.» Υπερασπίστηκε τον εαυτό της η Κάσσι. Μόλις είδε την Τρες, η οποία ήθελε να συνεχίσει να την γαργαλάει, πρόσθεσε. «Αλλά είμαστε σίγουρες ότι όποια κι αν ήταν, δεν είχε πρόθεση να χτυπήσει την Τρες.»
«Εντάξει, είσαι συγχωρημένη. Εσύ και η Σαμ.»
«Αλήθεια;» ρώτησε δύσπιστα η Κάσσι. «Εννοώ, εντάξει, ναι, μάλιστα.»
Συνέχισε γρήγορα, ξεροβήχοντας.
Το κουδούνι χτύπησε και ο μελωδικός του ήχος έφτασε στα αυτιά όλων. Σταμάτησε το χέρι της Μία δύο ίντσες μακριά από τον αυχένα της Σαμ, και την απάντηση που θα έδινε η Σίντυ.
«Σώθηκα πάλι. Καλά, η τύχη μου δεν παίζεται σήμερα.» σκέφτηκε η Κάσσι αυτάρεσκα.
Πού να ήξερε ότι αυτή η τύχη θα της τελείωνε σύντομα... Μα ποιος μπορούσε να διαβάσει τους κακούς οιωνούς; Σίγουρα όχι εκείνη.
«Ήρθε η πίτσα. Πάμε να φάμε τώρα.» πετάχτηκε η Τρες και την κοίταξαν και τα δύο κορίτσια.
«Ρε Τρες...» γέλασε η Κάσσι.
«Εσύ είπες “πάμε να φάμε τώρα”; Ειδικά πίτσα, ένα τόσο παχυντικό φαγητό;» Η Σίντυ την κοίταξε με ένα βλέμμα δυσπιστίας.
«Πάω να ανοίξω εγώ. Συνεχίστε το ερωτικό σας καβγαδάκι, εγώ θα επιστρέψω με το αντικείμενο του πόθου μου.» μουρμούρισε το καροτί τέρας. Οι άλλες άρχισαν να χασκογελάνε σαν κοτόπουλα επίτηδες, για να της σπάσουν τα νεύρα.
«Καλησπέρα, κύριος.» Χαιρέτησε τον ντελιβερά μόλις άνοιξε την πόρτα.
«Καλησπέρα, δεσποινίς Σλέιερ.» Τη χαιρέτησε κι εκείνος με έναν επίσημο τρόπο. Είχε ξανθά μαλλιά και καστανά, ζεστά μάτια. Φορούσε την τυπική στολή ενός ντελιβερά: ένα μαύρο καπέλο με το οικόσημο “Η πιτσαρία του Μάριο”, κόκκινο μπλουζάκι με άσπρες ρίγες και μαύρο παντελόνι.
«Σας έφερα τις τέσσερις πίτσες. Όλες με πεπερόνι, όπως τις παραγγέλνετε συνήθως.» Της χαμογέλασε ζεστά και εκείνη ένευσε προς το μέρος του.
«Θα μπορούσα να περάσω μέσα; Οι πίτσες θα σας φανούν βαριές, χώρια τα αναψυκτικά που παραγγείλατε.» την ενημέρωσε και η Σίντυ εμφανίστηκε από πίσω της, πριν μπορέσει να του αρνηθεί.
«Καλέ, μπες μέσα, άνθρωπε του Θεού! Τα ρωτάνε αυτά; Μήπως θέλεις κάνα νεράκι, Φέργκους;»
Ο “Φέργκους”, ξαφνιάστηκε για μια στιγμή από το άκουσμα του ονόματός του. Το χαμόγελο έσβησε στιγμιαία, μα επανήλθε γρήγορα.
«Όχι, ευχαριστώ δεσποινίς...Λαρόντα. Απλώς το πρότεινα για να μην κουραστείτε.» Με ένα πλατύ βήμα, μπήκε μέσα στο σπίτι λίγο αβέβαια, λες και φοβόταν πως θα πέσει σε κανέναν τοίχο.
«Εδώ είμαστε...» μουρμούρισε όταν άφησε τις πίτσες και τα αναψυκτικά προσεχτικά στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Η Κάσσι του έδωσε τα χρήματα και χαμογέλασε. «Κράτα τα ρέστα, Φέργκους.» του είπε, λες και ήταν φιλαράκια από παλιά. Μα έτσι ήταν ο χαρακτήρας της, πάντα ανοιχτή σε καινούργιες φιλίες και ιδέες.
Ο Φέργκους κοίταξε τα λεφτά σαστισμένος, πριν χαμογελάσει για πολλοστή φορά. «Ευχαριστούμε που προτιμήσατε την πιτσαρία μας, δεσποινίδες! Καλή όρεξη!»
Η Σίντυ τον συνόδεψε μέχρι έξω, ρωτώντας τον γιατί μιλούσε τόσο περίεργα και επέμενε στο να την αποκαλεί “δεσποινίδα” και άλλες τέτοιες βλακείες άλλων εποχών. Μετά από λίγο, επέστρεψε μέσα.
«Δεν βγαίνετε, έτσι; Αυτό θα χαλούσε την ονειρική σχέση που έχω στο μυαλό μου: ΣίνΤρε!» αναστέναξε δραματικά η Κάσσι.
«Τι είναι το ΣίνΤρε;» Ρώτησε η Σίντυ μπερδεμένη.
«Δεν είναι προφανές; Το όνομα της σχέσης Σίντυ-Τρες!»
«Θα μείνω κυρία και δεν θα σε βρίσω.» ανακοίνωσε η Σίντυ, με ένα άγριο βλέμμα.
«Ό,τι πεις, αρχηγέ. Τράβα πάνω με τις πίτσες -εφόσον είναι το σπίτι σου- και μετά τα λέμε!» την πρόσταξε, και με ένα γρύλισμα η Σίντυ κουβαλούσε όλο το βάρος στον άλλο όροφο.
Ωστόσο, δεν ήταν αυτός ο λόγος που η Κάσσι ήθελε να φύγει πρώτα η Σίντυ. Κάτι την ενοχλούσε, όμως δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Κάτι είχε πάει λάθος, απλώς της διέφευγε. Το χειρότερο ήταν πως είχε κι εκείνο το προαίσθημα, λες και κάτι θα πήγαινε λάθος.
Δίχως απάντηση στην ερώτησή της, όταν προσπάθησε να αποδιώξει τις σκέψεις της και να ανέβει το πρώτο σκαλοπάτι, αναρωτήθηκε:
«Αυτός ο ντελιβεράς... Πώς ήξερε το όνομά μου;»
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, οι σκιές στις γωνίες του σπιτιού άρχισαν να παίρνουν μορφή και ένα σατανικό γέλιο ακούστηκε.
Jinx Hallens
«Τι εννοείς με αυτό, Προφήτη; Ότι είναι γεννημένες;» Με έναν τόνο απόλυτης δυσπιστίας, ρωτήθηκε το αυτονόητο.
«Γεννημένες; Σχεδόν ενήλικες! Εγώ έκανα το καθήκον μου, το κρίμα στον λαιμό σου!» αποκρίθηκε ο μαυροντυμένος νέος και κίνησε να φύγει. Ήταν εκνευρισμένος και χρειαζόταν την ησυχία του. Εξάλλου, έπρεπε να αναθεωρήσει μερικά πράγματα: τον τελευταίο καιρό όλο βλακείες έκανε και φοβόταν ότι θα το έχανε το κεφαλάκι του. Άξιζε άραγε η μετάδοση της Βουλής των Θεών τη ζωή του;
«Μα αν είναι δυνατόν!» τον σταμάτησε η φωνή του συνομιλητή του. «Μου λες ότι οι Ιέρειες είναι αναγεννημένες και ότι η Βουλή των Υψίστων είναι...» έκανε μια μικρή παύση και κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Μάντη, τα λόγια σου και μόνο είναι μία ύβρις!»
«Πίστεψε ό,τι θες, Παιδί του Ανθρώπου.» Κάρφωσε το ψυχρό του βλέμμα πάνω στον άντρα.
«Από πότε είμαι εγώ “Παιδί του Ανθρώπου” για εσένα;» τον διέκοψε και άρχισε να γελάει. «Μόνο λίγοι έχουν το δικαίωμα να με αποκαλούν με το όνομα που κουβαλώ τόσο περήφανα! Και εσύ δεν είσαι στη λίστα!»
Αγνοώντας πλήρως την “ευγενική” παρένθεση που έκανε ο άντρας απέναντί του, τα επόμενα λόγια που ξεχύθηκαν από το στόμα του, ήξερε ότι ήταν τα σωστά.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι κι εγώ άνθρωπος είμαι: φοβάμαι, όπως φοβάσαι κι εσύ». Το αρσενικό απέναντί του κοίταξε το πάτωμα νευρικά, ξαφνιασμένος από την ξαφνική νηνεμία που απέπνεε ο Μάντης, καθώς μόλις πριν από λίγες στιγμές έβγαζε καπνούς από τα αυτιά.
«Μεταβιβάζω τη Βουλή από τα δέκα μου. Κι όμως, ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο φοβισμένος. Το τέλος πλησιάζει, το νιώθω. Το νιώθουν και Εκείνοι, και ας βρω τον Θάνατο στην πόρτα μου αν λέω ψέματα, μα πιστεύω ότι το καθήκον μου -τουλάχιστον για τώρα- έχει τελειώσει. Εσύ...» έβηξε με εκείνον τον εκνευριστικό τρόπο και τέντωσε το δάχτυλό του προς το πρόσωπο του εμβρόντητου άντρα. «Εσύ είσαι ένας από τους τέσσερις που θα πρέπει να συνεχίσουν το έργο.»
«Το ξέρω... Λες να μην το ξέρω;» ο άντρας απάντησε μετά από στιγμές σιγής, με εξαίρεση τον ξερόβηχα του Προφήτη. Η φωνή του έσπαγε και είχε χροιά απελπισίας. «Απλώς... Απλώς δεν καταλαβαίνω! Γιατί δεν τους αντιμετωπίζουν Αυτοί, και ρίχνουν το κρίμα σε εμάς;»
«Οι Βουλές Τους δεν είναι φτιαγμένες ώστε να κατανοηθούν από τα δικά μας μυαλά. Αυτό είναι ύβρις.»
Τον κοίταξε με βλέμμα μίζερο. «Αλλά αν θες τη γνώμη μου...» συνέχισε. Σήκωσε το βλέμμα του από τον πεσμένο στο πάτωμα άντρα και κοίταξε έξω από το παράθυρο του ναού. Πήρε τον χρόνο του να παρατηρήσει το πώς απλωνόταν η νυχτιά, επιβλητική και απόλυτη· το πώς το φεγγάρι ήταν χλωμό, μα όχι αδύναμο· το πώς τα δέντρα αντιστέκονταν στον άνεμο με όλη τους τη δύναμη, προσπαθώντας να νικήσουν σε μία φαινομενικά άνιση μάχη. Ναι, σκέφτηκε, αυτό είναι, το γιατί που αναρωτιέμαι κάθε νύχτα.
«Όλα γίνονται για την αξιοποίηση του δώρου της ελεύθερης βούλησης. Για φαντάσου έναν κόσμο που διοικείται μόνο από Ουράνιους Θεούς, οι οποίοι είναι πάντα απόμακροι από τον άνθρωπο. Θα υπήρχε τάξη σίγουρα, αλλά δεν θα υπήρχε αγάπη. Και η αγάπη κάνει τον κόσμο να γυρίζει. Οπότε, ένας κόσμος που υπακούει σε νόμους και όχι στο συναίσθημα, είναι ανούσιος. Αν και έτσι όπως το πάνε, στο τέλος θα καταφέρουμε την πλήρη συναισθηματική αποξένωση από μόνοι μας. Μα και πάλι, αυτό θα ήταν δική μας επιλογή: μόνοι μας θα είχαμε βάλει τα χεράκια μας και θα είχαμε βγάλει τα ματάκια μας.»
«Μάντη...» Με μάτια γυάλινα, κοίταξε το άτομο που μόλις λίγες στιγμές πριν χλεύαζε. Αυτός ήταν το ίδιο άπειρο και ονειροπόλο παιδί που ήταν κάποτε;
«Σε ευχαριστώ.»
Και κάπως έτσι, οι ζωές πολλών ήρθαν πάνω-κάτω, και το φονικό παιχνίδι ξεκίνησε.
****
«Κάσσι! Είμαι τόσο χαρούμενη που ήρθες!» η Σίντυ υποδέχθηκε τη φίλη της στο σπίτι της και την αγκάλιασε κατευθείαν.
«Ναι, λες και το καροτί τέρας θα έχανε ποτέ μάσα.» φώναξε η Σαμ λίγα βήματα πίσω τους, διακόπτοντας την απάντηση που θα έδινε η Κάσσι. Η Μία της έδωσε μία σφαλιάρα στο κεφάλι, ενώ “το καροτί τέρας” την αγριοκοίταξε.
«Ούτε εγώ θα έχανα τζάμπα φαγητό!» τους είπε η Σίντυ με ένα αμήχανο χαμόγελο. Ειλικρινά, το πώς η Κάσσι και η Σαμ ήταν ακόμα φίλες ξεπερνούσε ακόμα και τα πιο τρελά σενάρια της πυρηνικής φυσικής.
«Και μιας και είπαμε για φαγητό... Μου μυρίζει σοκολάτα;» χαμογέλασε η Κάσσι. Αφήνοντας τη Σίντυ από τα μπράτσα της, προσπάθησε να ρίξει μια ματιά μέσα στο σπίτι. Όταν η Σίντυ παραμέρισε, η Κάσσι μπήκε μέσα και έπεσε κατευθείαν στον καναπέ, τα πόδια της στον αέρα. «Δουλάρα...» άρχισε, κοιτώντας την Σαμ «Φέρε μου φαγητό.» πρόσταξε με επιβλητικό ύφος.
«Ε άι στον...» άρχισε η Σαμ αλλά μόλις ένιωσε το χέρι της Μία πάνω στον ώμο της, ξεροκατάπιε. Μα γιατί η Μία έπαιρνε πάντα το μέρος της Κάσσι;
«Είναι εδώ, Σιντ;» ρώτησε μια καινούρια φωνή.
«Ω ναι, Τρες! Και έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους!» Η Σίντυ γέλασε χαζοχαρούμενα και η Τρες τη μιμήθηκε.
«Γεια χαραντάν!»
«Επ, τσούπρα!» Τη χαιρέτησε η Κάσσι με τον γνωστό σε όλους βλάχικο τρόπο. «Πώς πάει, Τρες;» σηκώθηκε από τον καναπέ και χαμογέλασε στη μαζορέτα.
«Μια χαρά, για εσένα όμως δεν είμαι τόσο σίγουρη.»
«Γιατί καλέ; Είμαι υγιής και έχει φαγητό εδώ, οπότε δεν θα έχω κανένα πρόβλημα...» ξεκίνησε, αλλά τα λόγια της κόπηκαν όταν ένιωσε κάτι μαλακό να έρχεται σε επαφή με το κεφάλι της.
«Θες να τις φας, Εγκέφαλε;» φώναξε, γυρνώντας ώστε να βλέπει τη Σαμ.
«Από ποιον να τις φάω, από 'σένα, Καρότο;»
Και οι δύο αγριοκοίταξαν η μία την άλλη, ενώ η Σίντυ έτρεξε να κλείσει την πόρτα, που είχε μείνει ανοιχτή. Δεν ήθελε να γίνουν ρεζίλι στους γείτονες. Η Μία έδωσε στην Κάσσι ένα “όπλο”, το οποίο ήταν ένα μαξιλάρι του καναπέ, συμβουλεύοντάς τες να παίξουν “καθαρά”. Έπειτα αναστέναξε, μουρμουρίζοντας ένα απλό «δεν θα μάθουν ποτέ» και η μάχη άρχισε.
«Ήρθε η ώρα σου!» φώναξαν και οι δύο ταυτόχρονα, ενώ τα μάτια τους πετούσαν σπίθες.
«Μήπως θα έπρεπε να τις σταματήσουμε;» ρώτησε η Τρες. Η προηγούμενη αμηχανία της είχε μεγαλώσει κατά πολύ, βλέποντας πόσο σοβαρά το έπαιρναν οι δύο “φίλες”: κρατούσαν τα μαξιλάρια πάνω από τα κεφάλια τους και τριγύριζαν η μία την άλλη, λες και ήταν παλαιστές.
Η Σίντυ την κοίταξε σαν να ήταν τρελή, ενώ η Μία κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε.
«Τρες...» ξεκίνησε η Σίντυ, χωρίς να ξέρει πώς να της εξηγήσει ακριβώς την κατάσταση Σαμ - Κάσσι.
«Μερικές φορές δεν μπορούμε να τις σταματήσουμε.» είπε η Μία.
«Ρε, κόψτε το δράμα, μ'ακούτε;» εκνευρισμένες και οι δύο “φίλες-εχθροί” πέταξαν τα μαξιλάρια τους πίσω τους, χωρίς να νοιάζονται για το πού θα έπεφταν.
«Η μύτη μου!» ψιθύρισε η Τρες. Το φερμουάρ του μαξιλαριού την είχε πετύχει με δύναμη σε ένα ευαίσθητο σημείο όπως η μύτη.
Εκείνη τη στιγμή, και η Κάσσι και η Σαμ ήξεραν πως το παιχνίδι είχε τελειώσει.
«Κορίτσια! Μην τολμήσετε να κουνηθείτε!» τις απείλησε η Μία. Ειλικρινά, δεν είχε πρόβλημα αν αυτές οι δύο σκοτώνονταν μεταξύ τους. Όμως, όταν εμπλέκονταν και άλλοι, έπρεπε κάποιος να τους δώσει ένα μάθημα. Και αυτός ο κάποιος έπρεπε να ήταν η Μία, εφόσον δεν μπορούσαν να αυτοσυγκρατηθούν.
Οι δύο κοπέλες έτρεξαν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη “φονική μηχανή” Μία.
Λίγα λεπτά αργότερα, όλες είχαν κρυφτεί στο σπίτι και έπαιζαν κάτι σαν κρυφτό. Μόνο που θα έτρωγαν σφαλιάρες από τη Μία, αν τις έβρισκε. Οπότε, είχαν χωριστεί και έκαναν σαν μικρά παιδιά: εξάλλου, αυτό ήταν το νόημα της σύναξης.
«Μην τολμήσεις, Σαμ!»
Η Σαμ γέλασε δήθεν διαβολικά και πέταξε το καφέ αρκουδάκι στην πλάτη της Μία.
«Σαμάνθα!» φώναξε, και η κοπέλα που προσφωνήθηκε άρχισε να τρέχει γελώντας.
«Δεν θα γελάς τόσο πολύ όταν σε πιάσω στα χέρια μου!»
Σε μια άλλη γωνία του σπιτιού, η Σίντυ και η Τρες ξυλοκοπούσαν την Κάσσι ανελέητα με δύο τεράστια μαξιλάρια, που μύριζαν λεβάντα. Η Κάσσι φώναζε ότι αυτό είναι κακοποίηση ανηλίκου και πως θα απευθυνθεί στα δικαστήρια, ανάμεσα σε γέλια και κοφτές ανάσες.
«Εντάξει, κερδίσατε! Σταματήστε!»
«Δεν σε άκουσα, Κάσσι!»
«Τρες! Μην είστε σκύλες! Σας παρακαλώ αφήστε με!»
«Είσαι τυχερή που δείχνω έλεος» της είπε με δήθεν φονικό ύφος η Σίντυ. «Πείραξες τη φίλη μου!»
«Τεχνικά, δεν είμαστε σίγουρες αν ήταν το δικό μου μαξιλάρι ή της Σαμ.» Υπερασπίστηκε τον εαυτό της η Κάσσι. Μόλις είδε την Τρες, η οποία ήθελε να συνεχίσει να την γαργαλάει, πρόσθεσε. «Αλλά είμαστε σίγουρες ότι όποια κι αν ήταν, δεν είχε πρόθεση να χτυπήσει την Τρες.»
«Εντάξει, είσαι συγχωρημένη. Εσύ και η Σαμ.»
«Αλήθεια;» ρώτησε δύσπιστα η Κάσσι. «Εννοώ, εντάξει, ναι, μάλιστα.»
Συνέχισε γρήγορα, ξεροβήχοντας.
Το κουδούνι χτύπησε και ο μελωδικός του ήχος έφτασε στα αυτιά όλων. Σταμάτησε το χέρι της Μία δύο ίντσες μακριά από τον αυχένα της Σαμ, και την απάντηση που θα έδινε η Σίντυ.
«Σώθηκα πάλι. Καλά, η τύχη μου δεν παίζεται σήμερα.» σκέφτηκε η Κάσσι αυτάρεσκα.
Πού να ήξερε ότι αυτή η τύχη θα της τελείωνε σύντομα... Μα ποιος μπορούσε να διαβάσει τους κακούς οιωνούς; Σίγουρα όχι εκείνη.
«Ήρθε η πίτσα. Πάμε να φάμε τώρα.» πετάχτηκε η Τρες και την κοίταξαν και τα δύο κορίτσια.
«Ρε Τρες...» γέλασε η Κάσσι.
«Εσύ είπες “πάμε να φάμε τώρα”; Ειδικά πίτσα, ένα τόσο παχυντικό φαγητό;» Η Σίντυ την κοίταξε με ένα βλέμμα δυσπιστίας.
«Πάω να ανοίξω εγώ. Συνεχίστε το ερωτικό σας καβγαδάκι, εγώ θα επιστρέψω με το αντικείμενο του πόθου μου.» μουρμούρισε το καροτί τέρας. Οι άλλες άρχισαν να χασκογελάνε σαν κοτόπουλα επίτηδες, για να της σπάσουν τα νεύρα.
«Καλησπέρα, κύριος.» Χαιρέτησε τον ντελιβερά μόλις άνοιξε την πόρτα.
«Καλησπέρα, δεσποινίς Σλέιερ.» Τη χαιρέτησε κι εκείνος με έναν επίσημο τρόπο. Είχε ξανθά μαλλιά και καστανά, ζεστά μάτια. Φορούσε την τυπική στολή ενός ντελιβερά: ένα μαύρο καπέλο με το οικόσημο “Η πιτσαρία του Μάριο”, κόκκινο μπλουζάκι με άσπρες ρίγες και μαύρο παντελόνι.
«Σας έφερα τις τέσσερις πίτσες. Όλες με πεπερόνι, όπως τις παραγγέλνετε συνήθως.» Της χαμογέλασε ζεστά και εκείνη ένευσε προς το μέρος του.
«Θα μπορούσα να περάσω μέσα; Οι πίτσες θα σας φανούν βαριές, χώρια τα αναψυκτικά που παραγγείλατε.» την ενημέρωσε και η Σίντυ εμφανίστηκε από πίσω της, πριν μπορέσει να του αρνηθεί.
«Καλέ, μπες μέσα, άνθρωπε του Θεού! Τα ρωτάνε αυτά; Μήπως θέλεις κάνα νεράκι, Φέργκους;»
Ο “Φέργκους”, ξαφνιάστηκε για μια στιγμή από το άκουσμα του ονόματός του. Το χαμόγελο έσβησε στιγμιαία, μα επανήλθε γρήγορα.
«Όχι, ευχαριστώ δεσποινίς...Λαρόντα. Απλώς το πρότεινα για να μην κουραστείτε.» Με ένα πλατύ βήμα, μπήκε μέσα στο σπίτι λίγο αβέβαια, λες και φοβόταν πως θα πέσει σε κανέναν τοίχο.
«Εδώ είμαστε...» μουρμούρισε όταν άφησε τις πίτσες και τα αναψυκτικά προσεχτικά στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Η Κάσσι του έδωσε τα χρήματα και χαμογέλασε. «Κράτα τα ρέστα, Φέργκους.» του είπε, λες και ήταν φιλαράκια από παλιά. Μα έτσι ήταν ο χαρακτήρας της, πάντα ανοιχτή σε καινούργιες φιλίες και ιδέες.
Ο Φέργκους κοίταξε τα λεφτά σαστισμένος, πριν χαμογελάσει για πολλοστή φορά. «Ευχαριστούμε που προτιμήσατε την πιτσαρία μας, δεσποινίδες! Καλή όρεξη!»
Η Σίντυ τον συνόδεψε μέχρι έξω, ρωτώντας τον γιατί μιλούσε τόσο περίεργα και επέμενε στο να την αποκαλεί “δεσποινίδα” και άλλες τέτοιες βλακείες άλλων εποχών. Μετά από λίγο, επέστρεψε μέσα.
«Δεν βγαίνετε, έτσι; Αυτό θα χαλούσε την ονειρική σχέση που έχω στο μυαλό μου: ΣίνΤρε!» αναστέναξε δραματικά η Κάσσι.
«Τι είναι το ΣίνΤρε;» Ρώτησε η Σίντυ μπερδεμένη.
«Δεν είναι προφανές; Το όνομα της σχέσης Σίντυ-Τρες!»
«Θα μείνω κυρία και δεν θα σε βρίσω.» ανακοίνωσε η Σίντυ, με ένα άγριο βλέμμα.
«Ό,τι πεις, αρχηγέ. Τράβα πάνω με τις πίτσες -εφόσον είναι το σπίτι σου- και μετά τα λέμε!» την πρόσταξε, και με ένα γρύλισμα η Σίντυ κουβαλούσε όλο το βάρος στον άλλο όροφο.
Ωστόσο, δεν ήταν αυτός ο λόγος που η Κάσσι ήθελε να φύγει πρώτα η Σίντυ. Κάτι την ενοχλούσε, όμως δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Κάτι είχε πάει λάθος, απλώς της διέφευγε. Το χειρότερο ήταν πως είχε κι εκείνο το προαίσθημα, λες και κάτι θα πήγαινε λάθος.
Δίχως απάντηση στην ερώτησή της, όταν προσπάθησε να αποδιώξει τις σκέψεις της και να ανέβει το πρώτο σκαλοπάτι, αναρωτήθηκε:
«Αυτός ο ντελιβεράς... Πώς ήξερε το όνομά μου;»
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, οι σκιές στις γωνίες του σπιτιού άρχισαν να παίρνουν μορφή και ένα σατανικό γέλιο ακούστηκε.
Jinx Hallens