Η κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 4) - Η παραίσθηση της φωτιάς

Κοιτώντας δεξιά και αριστερά, η Κάσσι προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν. Μέσα στη σαστιμάρα της, άκουσε ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό και απόλυτο, που την έκανε να τρέξει προς την κατεύθυνσή του, σαν από ένστικτο.
«Σαμ; Μία; Σίντυ; Τρες;» Προσφώνησε όλες τις φίλες της, ενώ έτρεχε πάνω στις σκάλες. Τι ακριβώς γίνεται;
Όταν βρήκε ίχνη ενός κόκκινου υγρού που θα μπορούσε να είναι μόνο ένα πράγμα -αίμα- ένιωσε ίλιγγο και μία δυνατή τάση προς εμετό. Συνέχιζε να ανεβαίνει τα πλατύσκαλα τρία-τρία, με την ανησυχία και το απαίσιο συναίσθημα στο στομάχι της να παίρνουν τεράστιες διαστάσεις.
«Κορίτσια εντάξει, δεν είστε αστείες!» φώναξε, μα μόνο η σιωπή της απάντησε. Παρόλο που ήδη ήξερε πως οι φίλες της δεν θα έκαναν κάτι τόσο ακραίο, ένιωσε την ανάγκη να φωνάξει ώστε να δει ότι όλα ήταν μία κακόγουστη πλάκα. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς ως ελπίδα του καταδικασμένου.
Όταν έφτασε στον δεύτερο όροφο, αυτό που αντίκρισε μπροστά στα πόδια της ήταν το σώμα του νεκρού σκύλου της Σίντυ, του Αστέρα. Το άσπρο μαλτεζάκι με τον γλυκύτατο χαρακτήρα και μουτράκι είχε γίνει κυριολεκτικά ένα με το πάτωμα, με το αίμα να έχει βάψει το άλλοτε άσπρο τρίχωμά του σε ένα βαθύ κόκκινο. Τα όργανά του βρίσκονταν σκόρπια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ ήταν φανερό πως κάποιος το είχε κακοποιήσει και μετά θάνατον, κλοτσώντας το άπειρες φορές και χαρακώνοντάς το. Η Κάσσι ένιωσε την αηδία μέσα της να μεγαλώνει, το ίδιο όμως έκαναν και η ανησυχία και ο φόβος. Ο κόμπος στο στομάχι της είχε γίνει πλέον σφιχτός σαν οχιά και χρειάστηκε να πάρει τρεις βαθιές ανάσες από το στόμα για να ηρεμήσει την αναστατωμένη της καρδιά. Με αυτόν τον τρόπο εμπόδισε και το ουρλιαχτό που απειλούσε να ξεφύγει από τα σπλάχνα της.


«Ο Αστέρας... Ψόφιος... Τα κορίτσια και εγώ; Ο υπεύθυνος;»
Οι σκέψεις της ήταν ανακατεμένες, μα ήξερε πάνω κάτω τι γινόταν: φρικιά είχαν μπει στο σπίτι και εκείνη ζαλιζόταν πολύ. Τόσο πολύ, που είχε και την παραίσθηση πως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο.


Βάζοντας το μανίκι της κίτρινης μπλούζας μπροστά από τη μύτη της, σε μια προσπάθεια να μην αναπνέει την απαίσια μυρωδιά του θανάτου, η Κάσσι πήδηξε μακριά από το κατακρεουργημένο σωματάκι του Αστέρα, προσέχοντας να μην πατήσει στις κηλίδες αίματος ή σε κάποιο όργανό του σκυλιού.
Όταν επιτέλους ήταν αρκετά μακριά, απομάκρυνε το χέρι της από τη μύτη της και έπεσε πάνω στο πόμολο του δωματίου της Σίντυ με ορμή. Το γύρισε δεξιά και αριστερά, το κλότσησε, μα και πάλι τίποτα.


Δεν άνοιγε.


Πριν απελπιστεί ακόμα περισσότερο, η αμφιβολία τρύπωσε στο μυαλό της.
«Κι αν μου κάνουν το ίδιο με τον Αστέρα; Αν με βασανίσουν αυτοί οι δολοφόνοι και με σκοτώσουν; Τα κορίτσια δεν απαντούν, προφανώς δεν κάνουν πλάκα, το μέρος σκυλοβρωμάει και φοβάμαι.»


Σταμάτησε για μια στιγμή την προσπάθειά της να μπει μέσα στο δωμάτιο. Ξαφνικά παρατήρησε την οσμή του καμένου και μαύρο καπνό να έρχεται προς το μέρος της, κάτω από την πόρτα που προσπαθούσε τόσο σκληρά να ανοίξει.


«Κάσσι!» Άκουσε τη δυνατή φωνή που προσευχόταν να ακούσει.


«Μία! Πού είσαι;»


«Δεν σε ακούω! Κάσσι, αν με ακούς, βρες έναν τρόπο να βγεις από εκεί που είσαι, οι φλόγες τυλίγουν το σπίτι!» ούρλιαξε απελπισμένα η Μία, και η κοπέλα ήξερε πως ήταν η πρώτη φορά που είχε ακούσει τη φαινομενικά απαθή φίλη της να κάνει έτσι.


Κι όμως, είχε ακόμα ενδοιασμούς για το πού έπρεπε να πάει και τι να κάνει. Έπρεπε να ακούσει τη Μία και να βρει έναν τρόπο να απομακρυνθεί ή να ακολουθήσει το ένστικτό της και να μπει μέσα στο φλεγόμενο δωμάτιο της Σίντυ;


Δεν είχε πολύ χρόνο, διάολε! Δεν είχε καθόλου χρόνο. Οπότε, για άλλη μια φορά εμπιστεύτηκε τη ζωή της στα χέρια άλλων. Τρέχοντας μακριά από το δωμάτιο της Σίντυ, έφτασε τις σκάλες. Αυτό που αντίκρισε εκεί το περίμενε.
Τα ξύλινα σκαλιά με τα μπορντό χαλάκια είχαν παραδοθεί ολοκληρωτικά στις μανιασμένες φλόγες, οι οποίες είχαν βάψει τους τοίχους ένα βαθύ μαύρο χρώμα. Ο καπνός ήταν υπερβολικά πολύς και η Κάσσι άρχισε να βήχει.


«Και θυμηθείτε παιδιά!» φώναξε ξωπίσω των βαριεστημένων μαθητών ο καθηγητής της οικιακής οικονομίας. «Αν και όποτε βρεθείτε σε ένα φλεγόμενο κτίριο, καλύψτε τις μύτες σας και πέστε στο πάτωμα! Από εκεί και πέρα, βρείτε κάπως μια έξοδο!» Το κουδούνι είχε χτυπήσει και σχεδόν κανείς δεν είχε διάθεση να ακούσει κι άλλα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του διδάσκοντα.


«Ευτυχώς που είμαι σπασίκλας στα θέματα ασφαλείας και τον άκουσα...» σκέφτηκε η Κάσσι και έπεσε στο πάτωμα με έναν δυνατό γδούπο.


Υπέροχα. Αυτό θα αφήσει μελανιά αύριο, ρε γαμώτο!


Όμως επανήλθε γρήγορα στην πραγματικότητα και κατάλαβε πως πιθανότατα να μην υπήρχε αύριο για εκείνη.


Σπρώχνοντας τον εαυτό της να συρθεί μακριά από τον καπνό και τη φωτιά, χωρίς να πέσει πάνω στο κουφάρι του σκύλου, η Κάσσι αγνόησε τα πάντα και συγκεντρώθηκε στο ένστικτο της επιβίωσης. Ένιωσε πρωτόγνωρα, λες και έκανε τη σωστή επιλογή που άφηνε τα πάντα στα χέρια της τύχης -ή μάλλον σε ένα προπατορικό συναίσθημα.


Όταν είδε το χαλί μπροστά της να κάνει μία αναδίπλωση, μία σειρά από βρισιές ξεχύθηκε από το στόμα της. Το τρέμουλο των χεριών της και το άκουσμα του τσιτσιρίσματος των φλογών, που την πλησίαζαν επικίνδυνα, καθιστούσαν αδύνατο το να μεταφέρει ένα πράγμα σαν ένα χαλί.


Συναισθηματικά φορτισμένη από θυμό και φόβο, σηκώθηκε ξαφνικά και άρχισε να κλοτσάει το χαλί. Είχε σηκωθεί, οπότε ήταν ανούσιο να πειράξει το μάλλινο ύφασμα, εφόσον δεν θα σερνόταν και βρισκόταν μόνο δύο βήματα από την πόρτα του μπάνιου. Αλλά δεν άντεχε άλλο: ήταν φοβισμένη, θυμωμένη και μόνη. Μόνη, με τον θάνατο απέναντί της.


Για άλλη μια φορά... Της ψιθύριζε κάτι μέσα της.


Και έτσι όπως έστελνε το χαλί στη γωνία, παρατήρησε κάτι τομές στο ξύλινο πάτωμα.


Θα μπορούσε να ήταν μία... καταπακτή; Και αν ναι, τι ακριβώς έκανε εκεί;
Ξέροντας πως οι φλόγες ήταν πέντε βήματα πίσω της και καταβρόχθιζαν τα πάντα στο διάβα τους, κατάλαβε πως θα έπρεπε να ευχαριστεί τον Θεό που κάτι τέτοιο βρέθηκε μπροστά της· όχι να ζητάει και εξηγήσεις, ενώ ήταν στριμωγμένη. Διέταξε τα άκρα της να ηρεμήσουν και έτριξε τα δόντια της -αγνοώντας τον πόνο από το χτύπημα στο αριστερό της χέρι- και σήκωσε το κομμάτι ξύλου. Από κάτω υπήρχε σκοτάδι και μια μεταλλική σκάλα.


Κατεβαίνοντας τη σκάλα, ένιωσε την υγρασία να τρυπάει τα κόκκαλά της.
Ώστε είναι κάτι σαν υπόγειο... Διαπίστωσε, πριν ξανακλείσει από πάνω της την πορτούλα που της έσωσε τη ζωή. Άρχισε να κατεβαίνει την υγρή σκάλα που βρωμοκοπούσε σκουριά, αγνοώντας ξανά τον πόνο στο χέρι της. Τώρα είχε άλλα πράγματα να ανησυχεί, όπως το αν το επόμενο βήμα προς τη γη ήταν ασφαλές, καθώς μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Μετά από λίγη ώρα, είχε κατέβει τη σκάλα και εντόπισε ένα παράθυρο. Δεν ήταν δύσκολο, εφόσον ήταν η μόνη πηγή φωτός που επέτρεπε στο φεγγαρόφωτο να κάνει τη νύχτα της Κάσσι λίγο πιο εύκολη.
Νιώθοντας ένα συναίσθημα χαράς να την πλημμυρίζει, έτρεξε στο μεγάλο παράθυρο, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι ήταν υπερβολικά ψηλά.
Άρχισε να παρατηρεί τον χώρο όπου βρισκόταν. Ήταν υγρός και σκοτεινός σε μερικά σημεία· επίσης ανατριχιαστικός εξαιτίας των διάφορων -προσκολλημένων στους τοίχους- αλυσίδων και κάποιων τρομαχτικών εργαλείων πάνω σε ξύλινους πάγκους.


Οκέι... Δεν είμαι αρμόδια να κάνω κήρυγμα πόσο τρομαχτικός μπορεί να είναι ένας χώρος... Αλλά αυτό εδώ είναι πέρα από τα συνηθισμένα μου. Πρέπει να φύγω και θα το κάνω τώρα κιόλας!


Η “τύχη” της δεν είχε όρια όταν κατάλαβε πως έπρεπε να μετακινήσει μόνη της έναν τεράστιο πάγκο, αφού είχε ρίξει κάτω τις τανάλιες που είχε πάνω του.
Βρίζοντας ξανά -λίγο ακόμα και θα ήταν ένας υπέροχος νταλικιέρης- πήρε ένα σφυρί στο χέρι και ανέβηκε πάνω στο ψηλό τραπέζι. Με έναν πήδο θα ήταν έξω. Άρχισε να βαράει με προσοχή το γυαλί, που ήταν το μόνο πράγμα που την κρατούσε δέσμια, και όταν επιτέλους το είχε σπάσει όλο, πέταξε το σφυρί στο πάτωμα. Εκείνο άφησε έναν τρομαχτικό ήχο αλλά η Κάσσι είχε ήδη πηδήξει και είχε καθίσει στον χώρο που είχε ελεύθερο το παράθυρο: ήταν πολύ έξω και τα τούβλα είχαν εκείνο το μικρό βαθούλωμα, που ήταν αρκετό για να υποστηρίξει το βάρος της. Πάτησε μια περίεργη σκόνη καθώς έβγαινε αλλά δεν έδωσε μεγάλη σημασία.
Όταν είχε επιτέλους βγει στην κρύα νυχτιά, η Κάσσι ανατρίχιασε και χαμογέλασε. Τεντώθηκε και ένιωσε λίγα δάκρυα να βγαίνουν από τα μάτια της.
Είχε σωθεί. Το σπίτι όχι, αλλά εκείνη ήταν ασφαλής. Και το ίδιο ήλπιζε για τις φίλες της.
Δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι δεν έβλεπε πουθενά φως να βγαίνει από το κτίριο, κάτι εξωπραγματικό αφού καιγόταν. Απλώς γύρισε την πλάτη της και άρχισε να τρέχει στην αυλή της Σιντυ, προσπαθώντας να βρει τις άλλες.
Και το έκανε. Μετά από λίγα λεπτά τρεξίματος, λαχανιάσματος και αγωνίας, βρήκε τα κορίτσια από τη μεριά του δρόμου, να διαφωνούν μεταξύ τους έντονα για κάτι.


«Χριστέ μου, είστε ζωντανές!» τσίριξε η Κάσσι χαρούμενα, αγκαλιάζοντας τη Σαμ από πίσω.


«Τι...» Όλες γύρισαν προς την κατεύθυνσή της, εκτός από τη Σαμ, που γύρισε και την κοίταξε λες και έβλεπε φάντασμα.


«Κάσσι... Μα εμείς... Εμείς σε ακούσαμε να ουρλιάζεις, να πεθαίνεις και να...» Τα λόγια της σταματούσαν και ξανάρχιζαν, μα η Κάσσι απλώς πήρε αγκαλιά εκείνη και τις άλλες τρεις κοπέλες.


«Ανησυχούσα... Ανησυχούσα τόσο πολύ!» δήλωσε η Κάσσι.


«Κι εμείς δεν το κάναμε; Ήταν ολόκληρος άθλος να βγούμε από εκεί!» είπε η Σίντυ με λύπη. «Το σπίτι μου...»
Ήταν φανερό πως όλες είχαν κλάψει, εκτός από τη Μία φυσικά: εκείνη δεν θα έσπαγε μέχρι να δει κάποιο πτώμα.
«Μην ανησυχείς...» την καθησύχασε η Κάσσι, γυρνώντας προς την κατεύθυνση του σπιτιού μόνο και μόνο για να το βρει αρτιμελές, όπως ήταν όταν το είχε επισκεφθεί το απόγευμα.
«Τι... τι γίνεται εδώ;» ρώτησε τον εαυτό της η Τρες, μιλώντας για πρώτη φορά μετά από ώρα.
«Μα το είδα! Το είδα με τα μάτια μου! Το ένιωσα, το κάψιμο στο πόδι μου, να...» φώναξε η Σίντυ, δείχνοντάς τους το πόδι της, στο οποίο είχε πριν καεί. Μόνο που το έγκαυμα δεν ήταν εκεί.


«Δεν είμαι τρελή!» είπαν όλες μαζί.


«Εντάξει. Λοιπόν, ανακεφαλαιώνουμε.» τις συγκράτησε η Μία. «Γίνεται η φωτιά. Εμείς έχουμε χάσει την Κάσσι επειδή φέρνει τα αναψυκτικά, βλέπουμε εκείνες τις σκοτεινές φιγούρες μέσα στις φλόγες, η Σίντυ καίγεται όταν κάτι της πιάνει το πόδι, τρέχουμε μέσα από κάτι πόρτες και βγαίνουμε έξω. Κανένας γείτονας δεν έχει βγει να δει τι γίνεται, και ενώ συζητάμε αν πρέπει να πάμε πίσω να βρούμε την Κάσσι ή ό,τι είχε απομείνει από αυτήν, μας βρίσκει εκείνη.»


«Δεν είναι λογικό...» μουρμούρισε η Τρες. «Δεν καταλαβαίνω... Τι γίνεται;» ξαναρώτησε.


«Στην αρχή νόμιζα ότι κάνατε φάρσα. Μετά είδα τον Αστέρα και εγώ...» Η Κάσσι τα είχε χάσει και άρχισε να συλλαβίζει.


«Το σκυλάκι μου!» θυμήθηκε η Σίντυ! «Πού είναι το μωράκι μου;»


«Συγγνώμη, Σιντ. Ήταν ήδη... ήδη...» Σιγή επικράτησε.


«Καταλαβαίνω.» Απάντησε η Σίντυ μέσα από λυγμούς. «Τουλάχιστον είσαι εσύ καλά, και το μωράκι μου σας αγαπούσε όλες...» τελείωσε, αφήνοντας ένα μουγκρητό πόνου.


Η Τρες είχε πάρει ήδη αγκαλιά την κολλητή της, ενώ η Κάσσι προσπαθούσε να συνέλθει λίγο.


«Καροτί Τέρας!» την επανέφερε η Σαμ. «Δεν πιστεύω τώρα να χάσεις και τα λιγοστά εγκεφαλικά κύτταρα που σου έχουν μείνει και να μυξοκλαίς! Πού να 'χε μείνει καμία εκεί μέσα να δω πώς θα έκανες!»


«Σκάσε, Εγκέφαλε.» Γρύλισε η Κάσσι. «Αλλιώς θα φας σφαλιάρα.»


«Και αν δεν σκάσετε κολλητάρια μου» μπήκε στη συζήτηση η Μία δήθεν εύθυμα «θα φάτε σφαλιάρα και οι δύο.»
Και ως συνήθως, οι δύο φίλες-εχθροί σώπασαν.


«Μα, Σίντυ...» είπε η Σαμ. «Εφόσον το σπίτι δεν...κάηκε και η Κάσσι δεν πέθανε -ωραία μελανιά παρεμπιπτόντως, να τη χαίρεσαι- γιατί πρέπει ο Αστέρας να είναι... καπούτ;»


«Κι εγώ το σκέφτηκα μα ο Αστέρας μου... Τον είχαν πάρει οι γονείς μου για να τον πάνε βόλτα...;» Είχε μπερδευτεί το πράγμα, και η Μία το ξεκαθάρισε.


«Που σημαίνει ότι ο Αστέρας δεν ήταν καν στο σπίτι, που σημαίνει ότι είναι καλά!»


Η Κάσσι απλώς συμφώνησε, χωρίς να μπει στον κόπο να πει «μα εγώ το είδα!». Πολλά αδύνατα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα και η κοπέλα με τα καροτί μαλλιά χρειαζόταν λίγη ηρεμία.


«Εντάξει, καλά είμαι.» ανακοίνωσε η Σίντυ. Χαμογελούσε λιγάκι πλέον, με τα μάτια της κατακόκκινα.


«Ωραία.» είπε η Μία, και αν κάποιος δεν ήξερε τι κλειστός χαρακτήρας ήταν, θα έλεγε πως ήταν ψυχρή και αδιάφορη.


«Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε εκεί μέσα, αλλά ξέρω πως πρέπει να το κρατήσουμε κρυφό. Ευτυχώς που δεν έχει βγει κανείς έξω χάρη στις φωνές μας. Ας εκμεταλλευτούμε το γεγονός και ας ξεχάσουμε τι έγινε.»


«Εντάξει.»
«Εντάξει.»
«Εντάξει.»


Οι τρεις κολλητές όμως δεν ήξεραν ότι η μοίρα δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Κρατούσαν αυτή την αφέλεια ως άνθρωποι, κάτι που θα έπρεπε να αφήσουν πίσω αργότερα.


Ξαφνικά, ένας ήχος ανάμεσά τους τις έκανε να αναπηδήσουν.


Όλες γύρισαν προς την Κάσσι, η οποία είχε γίνει λίγο κόκκινη στα μάγουλα. Είχε μόλις...γουργουρίσει;


«Τελικά δεν φάγαμε εκείνες τις πίτσες.» μουρμούρισε η πρασινομάτα, αναστενάζοντας δραματικά. «Αυτό...» έδειξε το στομάχι της «πρέπει να τραφεί και μάλιστα σύντομα, αλλιώς δεν με βλέπω καλά.» συνέχισε τον μονόλογό της και οι άλλες την κοίταξαν με δυσπιστία.


«Ρε Κάσσι, είσαι απίστευτα καθυστερημένη...!» της φώναξε η Σαμ, μα για πρώτη φορά το Καρότο την αγνόησε: η ώρα είχε πάει μόλις εννιά και η πιτσαρία του Μάριο ήταν σχετικά κοντά. Δεν θα έχανε την πίτσα της για κανέναν λόγο!


Jinx Hallens