Μετά το μάθημα της λογοτεχνίας, σηκώνομαι να
πάω στα αποδυτήρια για να αλλάξω για την προπόνηση. Εύχομαι την ίδια ώρα να
έχει προπόνηση και η ομάδα ποδοσφαίρου για να δω λίγο και τον Τάι που έχει
εξαφανιστεί τις τελευταίες πέντε ώρες. Μα πώς υποτίθεται ότι με προσέχει έτσι;
Στα αποδυτήρια βρίσκομαι με την Μίμη και όλες
τις γνωστές –αγαπημένες και μη- συναθλήτριές
μου, συμπεριλαμβανομένης και της Ρίκα Χάλιγουελ, προς μεγάλη μου έκπληξη.
Παθαίνω λοιπόν ένα πρώτο σοκ.
«Ρίκα. Τι κάνεις εδώ;»
«Αποφάσισα πως στην ζωή μου δεν μου φτάνει να
είμαι μια γαμάτη μάγισσα και ψάχνω την ολοκλήρωση χορεύοντας μισόγυμνη σε έναν
ανούσιο αγώνα ποδοσφαίρου προς τέρψη ανώμαλων θεατών».
Ειρωνεία, τέλεια. Θα τα πάμε μια χαρά, το
βλέπω. Παρόλα αυτά δεν μου απάντησε.
«Εμ, άρα έκανες αίτηση για τσιρλίντερ; Η Μίμη
το ξέρει;»
«Προφανώς. Και δεν με ενδιαφέρει αν το ξέρει ή
όχι».
«Πάμε, πάμε κορίτσια. Είμαστε έτοιμες να
βάλουμε τα δυνατά μας;»
Μπαίνει χοροπηδώντας στα αποδυτήρια η Μίμη, η
αρχηγός μας, προς ενθάρρυνση της ομάδας από τώρα, κάτι που μάλλον η Ρίκα
φαίνεται να αποδοκιμάζει έντονα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο πρόσωπό
της.
«Εί-μα-στε έτοιμες. Εί-μα-στε έτοιμες. Εί-μα-στε
έτοιμες.», ανταποκρίνονται τα κορίτσια με ρυθμό στην ενθάρρυνση της αρχηγού
τους.
«Ρίκα, δεν νομίζω πως μπορείς να αντέξεις το «χαρούμενο»
ηθικό μας εδώ».
«Θα αντέξω. Έχω μια χάρη να ξεπληρώσω».
«Ε;» Η ευφράδειά μου με εγκαταλείπει τις
χειρότερες στιγμές.
«Με έβαλε ο Τάι να σε προσέχω, μιας και στα
αποδυτήρια δεν μπορεί να έχει πρόσβαση».
«Έχω να δω τον Τάι εδώ και πέντε ώρες», της
απαντώ απορημένη.
«Αυτός πάντως σε παρακολουθεί συνέχεια εδώ και
πέντε ώρες».
Δεν τον πήρα είδηση ούτε στο ελάχιστο. Ή αυτός
είναι πολύ διακριτικός ή εγώ είμαι τόσο άχρηστη που δεν μπορώ να καταλάβω πότε
με παρακολουθούν και πότε όχι. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Ξαφνικά, νιώθω ένα
σκίρτημα στο στήθος μου και τόσες πολλές απορίες γεννιόνται μέσα μου μονομιάς.
Βέβαια δεν προλαβαίνω να ρωτήσω τίποτα τη Ρίκα, αφού έχει έρθει η ώρα να
ξεχυθούμε στο γήπεδο και να ξεδιπλώσουμε το χορευτικό μας ταλέντο.
Έχουμε ετοιμαστεί όλες, φορώντας τις κοκκινόμαυρες
στολές της ομάδας με τις κοντές φουστίτσες και τις ψηλές κάλτσες μας μέχρι πάνω
από τα γόνατα. Έχουμε βάψει και τα πρόσωπα μας στα χρώματα της ομάδας, με
έντονο κόκκινο κραγιόν και σκούρα σκιά στα μάτια. Επιπλέον, μια κοκκινόμαυρη
σημαία με οριζόντιες γραμμές κοσμεί το δεξί μας μάγουλο, ολοκληρώνοντας το στυλ
μας. Παίρνουμε και τα πον-πον στα χέρια μας και τρέχουμε όλες με όρεξη έξω στο
γήπεδο –όλες εκτός από τη Ρίκα φυσικά.
Προς απογοήτευσή μου, έχουμε όλο το γήπεδο στη
διαθεσή μας για να κάνουμε προπόνηση.
«Μα καλά, πού είναι η ομάδα ποδοσφαίρου;» ρωτάω
τη Μίμη διακριτικά την ώρα που κάνουμε ζέσταμα.
«Έχουν προπόνηση πιο αργά. Το ξέρω, είναι
κρίμα», σχολιάζει παρατηρώντας μάλλον την απογοήτευσή μου. «Πρέπει όλοι να προπονηθούμε
χωρίς περισπασμούς. Έι, ποια είναι αυτή;»
«Η Ρίκα Χάλιγουελ, η αδερφή του...»
«Τάι, ξέρω, ξέρω. Και τι κάνει εδώ;»
Στρέφω το βλέμμα μου προς την κατεύθυνση της
Ρίκα και τη βλέπω να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της και να παρατηρεί
δυο κοπέλες που χαζολογάνε λίγο πιο πέρα.
«Είπες
ότι πρέπει να προπονηθούμε χωρίς περισπασμούς », σχολιάζω προσπαθώντας να
ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα, πριν αρχίσουν να πετάγονται σπίθες από τα μάτια
της κολλητής μου.
«Από τη
στιγμή που φοράει τη στολή της ομάδας μου,
δεν είναι περισπασμός. Είναι ευθύνη μου».
«Εντάξει,
εντάξει, συγγνώμη», απολογούμαι κάνοντας μια δεύτερη προσπάθεια να την καλμάρω.
«Μην της δίνεις σημασία, δεν είναι εδώ
για προπόνηση, προφανώς. Κατά κάποιο
τρόπο είναι η σωματοφύλακάς μου για αυτές τις ώρες ».
«Προφανώς. Είναι σαν τη μύγα μες στο
γάλα. Πες της όμως πως αν θέλει να είναι εδώ έστω και σαν σωματοφύλακας σου, θα
πρέπει τουλάχιστον να κάνει μια προσπάθεια να συμβαδίσει με τις υπόλοιπες ».
Υποθέτω ότι η Μίμη έχει εκνευριστεί με την
απάθεια και την κατσουφιά της Ρίκα και ίσως λίγο περισσότερο με το γεγονός ότι
δεν την ενημέρωσε για την παρουσία της στην ομάδα μας. Ό, τι έχει να κάνει με
την ομάδα, η Μίμη το παίρνει πολύ σοβαρά.
Αφού μίλησα με τη Ρίκα και την συνέτισα
σχετικά με την προπόνηση και τους κανόνες της ομάδας – με κίνδυνο να με
ανατινάξει ανά πάσα στιγμή- η προπόνηση συνεχίστηκε αρκετά καλά και η Μίμη ήταν
πολύ ευχαριστημένη με όλες μας. Προπονούμασταν για τρεις ώρες συνεχόμενα και
βγήκαμε από το γήπεδο μόνο όταν εμφανίστηκαν τα αγόρια για την προπόνησή τους.
Δυστυχώς, δεν προλάβαμε να μιλήσουμε ούτε στον Τάι, ούτε στον Ματ, αφού τους
είχε απασχολημένους ο προπονητής τους με το αυριανό σχέδιο επίθεσης.
Γυρνάω στα αποδυτήρια ψιλοστεναχωρημένη που
πέρασα σχεδόν όλη τη μέρα χωρίς να ανταλλάξω μια κουβέντα με τον Τάι. Και
στεναχωριέμαι ακόμα περισσότερο γιατί σκεφτόμουν όλη μέρα πόσο γαϊδούρι είναι
που με έχει αφήσει μόνη και απροστάτευτη, ενώ στην πραγματικότητα ήμουν η
μόνιμη έγνοια του. Αφού βγάζω την στολή μου και ξεβάφομαι, αποφασίζω να μπω για
ένα γρήγορο, ζεστό ντους πριν μαζέψω τα πράγματά μου για να φύγω.
Μπαίνω στο χώρο της ντουζιέρας και βγάζω την
πετσέτα μου. Ευτυχώς κάθε ντουζιέρα είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να σου
προσφέρει προσωπικό χώρο, γιατί δεν θα ένιωθα και πολύ άνετα ολόγυμνη μπροστά
σε δεκαπέντε κοπέλες. Ανοίγω τη βρύση στο ζεστό νερό και αφήνω με ευχαρίστηση
τις πρώτες ζεστές σταγόνες να κυλήσουν σώμα μου. Κλείνω τα μάτια και αφήνομαι
να χαλαρώσω σε αυτό το ζεστό χάδι, απολαμβάνοντας το καυτό νερό και ακούγοντας
τις χαρούμενες συζητήσεις των συναθλητριών μου και τα πειράγματά τους.
«Πότε
έκανες τατουάζ;» με ρωτάει η Μίμη μπαίνοντας ολόγυμνη στην ίδια ντουζιέρα με
μένα. Με τρόμαξε λίγο η ξαφνική εισβολή της, αλλά δεν ένιωθα καμία ντροπή
απέναντι της.
«Τι
εννοείς; Δεν έχω τατουάζ και το ξέρεις».
«Και
τότε αυτό τι είναι;» με ρωτάει και
ακουμπά ένα σημείο στο μέσο περίπου της πλάτης μου.
«Μίμη,
ελπίζω να μην είναι κάποιο αστείο αυτό για να με κάνεις να βγω γυμνή από τη
ντουζιέρα», της λέω βαριεστημένα.
«Σε τι
να σου ορκιστώ; Έχεις ένα τατουάζ ακριβώς εδώ.»
Πιάνω την πετσέτα μου και τυλίγομαι με αυτή
για να βγω έξω από την ντουζιέρα και ακολουθεί το παράδειγμά μου και η Μίμη.
Όταν φτάνουμε στους νιπτήρες, εστιάζω την προσοχή μου στο είδωλό μου στον καθρέπτη
που βρίσκεται ακριβώς από πάνω. Γυρίζω λίγο ώστε να μπορώ να δω στην δεξιά μου
ωμοπλάτη το σημείο όπου βρισκόταν σύμφωνα με την Μίμη το υποτιθέμενο τατουάζ
μου.
«Δεν το
πιστεύω. Τι είναι αυτό; »
«Μοιάζει
με τατουάζ... Αλλά εσύ δεν έχεις τατουάζ. »
«Αυτό
λέω κι εγώ. »
Στο σημείο ακριβώς που μου υπέδειξε η φίλη μου
υπάρχει όντως ένα μικρό σημάδι. Και μοιάζει με τατουάζ. Μόνο που εγώ δεν το
είχα κάνει. Και μιας και δεν συνηθίζω να τριγυρνάω μεθυσμένη από δω και από
εκεί κάνοντας βλακείες, χωρίς να μπορώ να τις ανακαλέσω μετά στη μνήμη μου,
είμαι σίγουρη πως αυτό το παράδοξο δεν θα μου βγει σε καλό.
«Δεν
μπορώ να καταλάβω τι απεικονίζει, είναι πολύ μικρό », της λέω με την αγωνία
έκδηλη στη φωνή μου. Έγειρα προς τον καθρέπτη περισσότερο, προσπαθώντας να
καταλάβω τι βλέπω.
«Κάτσε,
θα το βγάλω μια φωτογραφία με το κινητό », λέει η Μίμη και πάει να φέρει το
κινητό της. Μέχρι να γυρίσει, με βασανίζουν πολύ σημαντικές ερωτήσεις όπως, πώς
στο καλό έγινε αυτό πάνω μου; Και πότε;
Όσο το σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ με κυρίευε ο φόβος για την άγνωστη
προέλευση του πάνω στο σώμα μου. Μου έχουν ήδη συμβεί πολλά κακά, γιατί να μην
ανήκει και αυτό σε αυτή την κατηγορία;
«Είναι
κάποιο τράιμπαλ σχέδιο μάλλον », σχολιάζει η Μίμη τη στιγμή που βγάζει τη
φωτογραφία.
«Δείξε,
δείξε μου. »
Σχεδόν της άρπαξα το κινητό από τα χέρια.
Έκανα ζουμ στη φωτογραφία γιατί ήταν πολύ μικρό και μόνο έτσι μπόρεσα να
διακρίνω κάποια σχέδια στο μικρό αυτό καλλιτέχνημα της ωμοπλάτης μου. Τρεις
κύκλοι που σχημάτιζαν ένα κοινό χώρο μεταξύ τους και μέσα σε αυτόν η λέξη «Τurpitudinem ». Τώρα εύχομαι να είχα επιλέξει
το μάθημα των Λατινικών. Γύρω από αυτούς τους κύκλους, υπήρχαν διάφορες
καμπυλωτές γραμμές που τις στόλιζαν γύρω γύρω μικρές τελίτσες και επιπλέον
μπορούσα να διακρίνω ένα σχέδιο σαν βέλος πάνω από τον δεξί κύκλο.
«Τι
σημαίνει; » με ρωτά η Μίμη.
«Δεν
έχω ιδέα, πραγματικά. Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο ».
«Κι εγώ
το ίδιο. Και πίστεψέ με έχω δει κάτι πολύ κουλά σχέδια στα βιβλία μαγείας της
μάνας μου ».
«Τουλάχιστον ξέρω κάποιον που μπορεί να μας
πει περί τίνος πρόκειται ».
Και φυσικά έχω στο μυαλό μου την Ρίκα
Χάλιγουελ.
Αφού ντυθήκαμε και περιποιηθήκαμε λίγο το
μακιγιάζ μας με τη Μίμη, μαζευτήκαμε με την υπόλοιπη ομάδα και για καμιά ωρίτσα
καθήσαμε μαζί τους και πιάσαμε συζήτηση σχετικά με την αυριανή μας εμφάνιση στο
γήπεδο και το πάρτυ της αρχηγού μας μετά τον αγώνα. Είναι μια συνήθεια που έχουμε καθιερώσει πριν από
κάθε αγώνα και μετά την τελευταία προπόνηση, το να μαζευόμαστε δηλαδή όλες μαζί
και να λέμε τα δικά μας. Άλλη μιλούσε για τα τελευταία νέα της σχέσης της, άλλη
ζητούσε συμβουλές για να ρίξει κάποιον στα δίχτυα της και οι περισσότερες
αντάλλασαν μικρά μυστικά μακιγιάζ και κουτσομπολιά από τα γύρω σχολεία. Δυστυχώς,
όσο και αν με τρώει η αγωνία και η περιέργεια είναι κάτι που δεν μπορούμε να
αποφύγουμε με τη Μίμη.
Εν τω μεταξύ, η Ρίκα έχει εξαφανιστεί,
πιθανότατα από την ώρα που ξεκίνησαν τα κορίτσια να κουτσομπολεύουν μεταξύ τους
οπότε μάλλον είναι ανώφελο να έχω το μυαλό μου συνέχεια στο τατουάζ. Αποφασίζω
να ηρεμήσω και να απολαύσω την συζήτηση με τις φίλες μου όμως το μυαλό μου
αντιστέκεται σθεναρά σε αυτή μου την απόφαση. Η περίτεχνη μικρή εικόνα στην
πλάτη μου ξεπηδά συνέχεια στη σκέψη μου. Όταν μένουμε μόνες μας εγώ και η Μίμη,
καταφέρνει να με πείσει ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να μην έρθει
μαζί μου στην συνάντηση με τα παιδιά για το ξόρκι απόκρυψης που θα κάνουμε.
Έτσι κι εγώ σταματώ να προσπαθώ να βρω ένα τρόπο να την αποτρέψω και απλά αποδέχομαι
τη μοίρα μου. Εύχομαι παρόλα αυτά η Ρίκα να δεχτεί να κάνουμε το ξόρκι και υπό
την παρουσία κοινού.
Καταλαβαίνω το πόσο πολύ έχει περάσει η ώρα
μόνο όταν βγαίνουμε στο προαύλιο του σχολείου μας.
«Πω πω,
σκοτάδι. Όσο μπαίνουμε στον χειμώνα όλο και θα μικραίνει η μέρα », σχολιάζει η
Μίμη και φοράει το σακάκι της.
«Νομίζω
ότι είναι ακόμα λίγο νωρίς για να λέμε ότι μπαίνουμε στο χειμώνα. Έχει ακόμα
πάρα πολύ ζέστη. Εξάλλου, μην νομίζεις ότι είναι και νωρίς... »
«Ωπ,
έχεις ένα δίκιο », παραδέχεται η φίλη μου μόλις ενημερώνεται για την ώρα από
το υπέρκομψο ρολόι που στολίζει τον
αριστερό καρπό της. Είναι σε αποχρωση του ροζ χρυσού, με μικρά μικρά
διαμαντάκια γύρω από το καντράν και λευκό λουράκι από αληθινό δέρμα. Είναι ένα
από τα πολλά αξεσουάρ της που θα ήθελα να έχω κι εγώ.
Καθόμαστε στο παγκάκι κοντά στην πύλη και
μοιραζόμαστε κάτι κρακεράκια ολικής άλεσης. Σε λίγο εμφανίζονται στην πύλη και
τα παιδιά. Οι δίδυμες, ο Τάι και ο Κρις.
«Μπορείς
να αποχαιρετήσεις τη φίλη σου Μπόνι, γιατί φεύγουμε », μου λέει με επιθετικό
τόνο η Ρίκα. Κάποιος είναι ανεπιθύμητος..... Tο ‘πιασα το
μήνυμα.
«Και να
χάσω το ξόρκι απόκρυψης; Δεν υπάρχει περίπτωση. »
«Τι
είπες;» ρωτάει η Κάρι αναστατωμένη. Μάλλον φοβήθηκε πως εκτεθήκαμε σε κοινή
θνητή.
«Ηρεμήστε
παιδιά», έσπευσα να ηρεμήσω τα πνεύματα προτού γίνουν παρεξηγήσεις. «Η Μίμη ξέρει.
Είναι και αυτή μάγισσα ».
Από τα πρόσωπά τους μπορώ να καταλάβω ότι αυτή
η πληροφορία τους χάρισε μια κάποια ανακούφιση. Στον κόσμο μας, σύμφωνα με τους
κανόνες υπό τους οποίους ζούμε σαν μαγικά πλάσματα, η αποκάλυψη της μαγικής μας
φύσης είναι αποδεκτή μόνο σε έκτακτες καταστάσεις, αλλιώς υπάρχουν ποινές. Τι
είδους ποινές ακόμα δεν έχουμε μάθει ακριβώς αλλά υποτίθεται ότι όλα θα
ξεκαθαρίσουν μετά τη φοίτησή μας στη Σχολή Μαγείας. Ή στη χειρότερη περίπτωση
θα το μάθουμε όταν θα έχουμε υποπέσει σε αυτό το λάθος.
«Οκ,
είναι μάγισσα, τι ανακούφιση», σχολιάζει η Ρίκα και μπορώ να καταλάβω την
ειρωνεία στη φωνή της. «Αυτό δεν
σημαίνει πως θα έρθει μαζί μας ».
«Φυσικά
και θα έρθω », ανταπάντησε επίσης επιθετικά η Μίμη. «Αν δεν ήμουν εγώ δεν θα είχατε ιδέα για το
μυστηριώδες σημάδι στην πλάτη της Μπόνι ».
Οι λέξεις έβγαιναν χείμαρρος από το στόμα της
και από τα νεύρα της δεν μπορούσε να αντιληφθεί την δύσκολη θέση στην οποία με
έβαζε ξαφνικά. Όλη η οικογένεια Χάλιγουελ με κοιτούσε τώρα με αγωνία. Και ο Τάι
με... θυμό;
«Ποιο
σημάδι Μπόνι; », με ρωτάει ο Καθοδηγητής μου, σφίγγοντας τα δόντια του σε
εμφανή ένδειξη εκνευρισμού.
«Έχω
ένα σημάδι σαν τατουάζ στην πλάτη μου. Στο σημείο κάτω από το σουτιέν. Είναι
πολύ μικρό, δεν το είχα προσέξει, δεν ξέρω καν πόσο καιρό το έχω.», βιάζομαι να
δικαιολογηθώ λες και είναι δικό μου το φταίξιμο. Η συμπεριφορά του μου προκαλεί
σύγχυση, κυρίως γιατί ξέρω πως πάλι θα αρχίσει να σκέφτεται πόσο κακός
Καθοδηγητής είναι και άλλες τέτοιες μπούρδες.
«Αχ,
Μπόνι », λέει τελικά απογοητευμένος και μου γυρίζει την πλάτη.
«Θέλω
να δω », μου λέει επιτακτικά η Ρίκα.
«Έλα
πάρε », της λέει η Μίμη και της παραδίδει το κινητό της. «Το έβγαλα φωτογραφία για να το δούμε. Επειδή
είναι πραγματικά πολύ μικρό, έτσι θα μπορέσουμε να κάνουμε ζουμ για να δούμε
τις λεπτομέρειες ».
«Χμμ»,
ακούγεται η επιδοκιμασία της Ρίκας. Είναι μάλλον η καλύτερη επιβράβευση που
μπορούσε να πάρει η Μίμη από τα χείλη της.
Τα αδέρφια της Ρίκα κάθισαν γύρω της για να
ρίξουν και αυτά μια ματιά στο τατουάζ μου.
«Τurpitudinem;»
λέει δυνατά ο Κρις και κοιτάζει την Κάρι με απορία.
«Σημαίνει
ανοιχτός, ακάλυπτος στα Λατινικά », μας διαφωτίζει η Κάρι.
«Ξέρεις
λατινικά; »
«Ξέρει και
λατινικά », μου απαντά ο Κρις, με εμφανή θαυμασμό για την αδερφή του.
«Και
είπες ότι δεν έχεις ιδέα πότε έγινε ή πώς αποτυπώθηκε πάνω σου; »
«Καμία
απολύτως », της απαντώ ειλικρινέστατα.
«Ίσως
έχω εγώ μια ιδέα. Αλλά πρέπει να την επιβεβαιώσω πρώτα. Και θα χρειαστώ κάτι
από την κουζίνα μας για να το κάνω αυτό ».
«Ας
τηλεμεταφερθούμε », προτείνει ο Κρις.
«Όχι
πάλι. » αντιδρώ αυθόρμητα. Στρέφονται όλοι και με κοιτάζουν με απορία.
«Γιατί;
», με ρωτάει και η Μίμη.
Γίνομαι κατακόκκινη μόλις σκέφτομαι το τι θα
νομίζουν οι άλλοι για την αντίδρασή μου. Γυρνάω προς τον Τάι για να απαντήσω
και ταυτόχρονα να διώξω οποιαδήποτε εξήγηση έχει δώσει ο ίδιος, γι αυτή μου την
αντίδραση, στον εαυτό του.
«Η
τηλεμεταφορά μου προκαλεί απίστευτη ζαλάδα ».
Τηλεμεταφερόμαστε στο πατρικό των παιδιών, εγώ
με την Ρίκα στην αγκαλιά του Τάι και η Μίμη με την Κάρι στην αγκαλιά του Κρις.
Όταν ανοίγω τα μάτια μου αντικρίζω την γνώριμη κουζίνα της Πάιπερ, πεντακάθαρη
και τακτοποιημένη όπως πάντα. Με το που μου περνά η ζαλάδα, ξεγαντζώνομαι από
την αγκαλιά του Τάι και κάθομαι σε μια καρέκλα κοντά στον πάγκο. Η Μίμη από την
άλλη, δεν πήρε καλά την πρώτη της εμπειρία με την τηλεμεταφορά και κατέληξε να κάνει
εμετό στο νιπτήρα.
«Έλα,
έλα, είσαι εντάξει τώρα », βρέθηκε με δυο βήματα η Κάρι κοντά της να της
κρατάει τα μαλλιά και να την χτυπάει ελαφρά στην πλάτη ως ένδειξη συμπόνιας. «Είναι μέχρι να το συνηθίσεις, μετά από δυο
τρεις φορές ούτε που θα το καταλαβαίνεις ».
«Ποτέ
ξανά», είναι η απάντηση της ζαλισμένης φίλης μου.
Με την άκρη του ματιού μου, βλέπω την Ρίκα να
φορά ένα γάντι στο χέρι της και έπειτα να ψαχουλεύει σε ένα ντουλάπι δίπλα από
το ψυγείο. Αφού έψαξε ανάμεσα σε διάφορα κουτάκια και βαζάκια με φρέσκα ή
αποξηραμένα βότανα και άλλα φυτικά σκευάσματα έρχεται πάλι κοντά μου κρατώντας
στα χέρια της ένα ματσάκι τσουκνίδας, ένα ματσάκι φασκόμηλο και ένα μαύρο κερί.
«Γύρνα
μου πλάτη και σήκωσε την μπλούζα σου », μου λέει. Κοίταξα μία τον Τάι και μία
τον Κρις.
«Έλα
τώρα που σε πιάνουν και ντροπές. »
Ο τόνος της ήταν κοροϊδευτικός και αυτό με
πείσμωσε ώστε να ξεπεράσω τις οποιεσδήποτε αναστολές μου αμέσως. Γυρνάω την
πλάτη μου στη Ρίκα, σηκώνω την μπλούζα μου και ξεκουμπώνω το σουτιέν μου.
«Προσπάθησε
να μείνεις ακίνητη ».
Ακούω τον ήχο από έναν αναπτήρα που ανάβει και
σε λίγο η γνώριμη και καθησυχαστική μυρωδιά του φασκόμηλου πλημμυρίζει τον
χώρο. Το φασκόμηλο είναι ένα από τα βότανα που χρησιμοποιεί πολύ συχνά η αδερφή
μου για να εξαγνίζει τους χώρους του σπιτιού μας από την κακοτυχία και την
αρνητική ενέργεια.
«Αυτό
ήταν; »
Όταν ένιωσα το τσούξιμο στην πλάτη μου
κατάλαβα πως η απάντηση είναι αρνητική. Παρά τον πόνο μένω ακίνητη και αμίλητη
για όση ώρα η Ρίκα τρίβει την τσουκνίδα πάνω στο τατουάζ μου. Πρέπει να πέρασαν
τουλάχιστον τρία λεπτά μέχρι να σταματήσει. Τρία επίπονα λεπτά.
«Από το
τατουάζ σου αναδύθηκε μαύρος καπνός », με ενημερώνει τελικά η Ρίκα. Πράγμα που
δεν μπορώ να καταλάβω από μόνη μου τι σημαίνει. Κουμπώνω το σουτιέν μου και γυρνάω
να κοιτάξω τους θεατές της ιεροτελεστίας. Ολονών οι εκφράσεις έχουν
σκοτεινιάσει. Ακόμα και της Μίμη – και δεν είναι από την ναυτία της
τηλεμεταφοράς.
«Τι
σημαίνει αυτό; », ρωτάω τελικά εκνευρισμένη όταν βλέπω ότι δεν μπαίνει κανένας
στον κόπο να μου δώσει την ερμηνεία του μαύρου καπνού από μόνος του.
«Σημαίνει
απλά πώς το σημάδι αυτό είναι αποτέλεσμα μαύρης μαγείας ». Μου απαντά η Ρίκα. «Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη, αλλά με την
μικρή τελετή που πραγματοποιήσαμε πριν από λίγο επιβεβαίωσα τις υποψίες μου όχι
απλά μόνο για την προέλευση του σημαδιού αλλά και για τη σημασία του ».
Μαύρη μαγεία. Μπορώ να καταλάβω και χωρίς να
ξέρω ακριβώς τι σημαίνει το τατουάζ ότι είμαι και πάλι μπλεγμένη στα σχέδια του
Κάτω Κόσμου για την απόκτηση της Πέτρας. Δεν θα με αφήσουν λεπτό να ησυχάσω.
Αντιλαμβανόμενη την απελπισία που με
πλημμύριζε η Μίμη έρχεται και στέκεται δίπλα μου, όρθια, αγκαλιάζοντάς με στοργικά
με το ένα της χέρι. Ανταποκρίνομαι θετικά, ακουμπώντας απαλά το κεφάλι μου στον
ώμο της. Έπειτα η φίλη μου ζητάει επεξηγήσεις.
«Λοιπόν,
ξέρουμε ότι το σημάδι είναι για κακό. Τι ακριβώς σημαίνει όμως; »
«Σημαίνει
ότι κάποιος από τους δαίμονες που αντιμετώπισε η Μπόνι είχε το χρόνο και την
ικανότητα να εκτελέσει το ξόρκι στοχοποίησης το οποίο άφησε πάνω της αυτό το
σημάδι σαν τατουάζ. Είναι ένα ξόρκι απευθείας από το Γκριμουάρ του Βασιλιά της
Πηγής του Κακού, οπότε αυτός που το εκτέλεσε είναι απίθανο να ήταν κάποιος
τυχάρπαστος δαίμονας ».
«Είτε
είναι κάποιος δαίμονας με βλέψεις για το θρόνο...»
«Είτε
είναι ο ίδιος ο Βασιλιάς », συμπληρώνει ο Κρις την μικρή του αδερφή.
«Η
μεγαλύτερη δύναμη του ξορκιού αυτού είναι ότι αχρηστεύει οποιαδήποτε μορφή κάλυψης
του δαιμονικού στόχου είτε αυτό προέρχεται από μαγικά αντικείμενα, είτε από
ξόρκια, είτε από καθαρή μορφή μαγείας. Το θύμα δηλαδή μένει «ακάλυπτο » και εκτεθειμένο σε οποιαδήποτε
προσπάθεια εντοπισμού του, από τον οποιοδήποτε ».
«Τurpitudinem», επαναλαμβάνει ο Τάι
σιγανά.
«Έτσι
εξηγούνται πολλά », συνειδητοποιώ ξαφνικά. «Οι αποτυχημένες προσπάθειες να με καλύψεις με
τη μαγεία σου, η επίθεση στο δωμάτιο των διδύμων... », λέω απευθυνόμενη στον
Τάι. «Αυτός είναι ο λόγος που αποτύγχανε
ότι και αν δοκιμάζαμε ». Ποιος θα το
φανταζόταν.... ένα μικρό σημαδάκι σαν και αυτό είχε προκαλέσει μια τόσο μεγάλη
ζημιά. Έχω τόσα πολλά να μάθω ακόμα για την μαγεία. Γυρνάω και πάλι προς τον
Τάι και τον βλέπω αρκετά σκεπτικό, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Ελπίζω
αυτή η αποκάλυψη να εξαφανίσει τις ενοχές του για ό,τι μου έχει συμβεί μέχρι
τώρα. Επιπλέον, μου δημιουργήθηκε μια ακόμα απορία.
«Μήπως....
μήπως με αυτό το ξόρκι κατάφεραν να σπάσουν και την ασπίδα του σπιτιού σας;»
«Δεν....
δεν έχω ιδέα αν μπορεί να συμβεί αυτό », μου απαντάει ο Τάι και στρέφεται προς
την μελαχρινή αδερφή του. Η Ρίκα απλά ανασηκώνει τους ώμους της. Μου φαίνεται
πολύ παράξενο που τελικά αποδεικνύεται πώς η πιο «γαμάτη» μάγισσα που γνωρίζω
δεν έχει τελικά την απάντηση σε όλα.
«Ίσως....
ίσως και να έχει σχέση με αυτό », σχολιάζει η Κάρι.
«Μπορούμε
να το αντιστρέψουμε; » ρωτάει με αγωνία ο Τάι.
«Μπορούμε
να δοκιμάσουμε. Αλλά καλύτερα να περιμένουμε να επιστρέψει η μαμά ».
«Δεν
έχουμε χρόνο για χάσιμο, Ρίκα ».
«Δεν
χρειάζεται να πιέζουμε καταστάσεις, Τάι », προσπαθώ να συνετίσω τον Καθοδηγητή
μου. Για να θέλει η Ρίκα να περιμένουμε την μητέρα τους, κάποιος λόγος θα
υπάρχει.
«Από
στιγμή σε στιγμή μπορεί να μας επιτεθούν. Μπορούν να εντοπίσουν την Μπόνι
οπουδήποτε », συνεχίζει να πιέζει ο Τάι.
«Δεν
επιτέθηκαν στο σχολείο σήμερα », σχολιάζει η Κάρι.
«Ένας
λόγος παραπάνω να πιστεύουμε ότι μια επίθεση μπορεί να συμβεί από στιγμή σε
στιγμή ».
«Και
πρέπει να κάνουμε και το ξόρκι προστασίας αφού λύσουμε το δαιμονικό ξόρκι
πρώτα. Θα έχουμε χρόνο για όλα αυτά; Πρέπει και να ξεκουραστούμε, αύριο θα
είναι μια δύσκολη μέρα στο σχολείο, με τον αγώνα και... ».
«Μίμη,
ένα - ένα.... » λέω επικριτικά προς τη φίλη μου. Δεν χρειάζεται να πιέσουμε
κανέναν για χάρη μου. Δεν χρειάζεται να ρισκάρουμε το οτιδήποτε για χάρη μου. Μου την δίνει που γίνεται όλο αυτό για μένα
και μόνο.
Η Ρίκα μένει για λίγο σκεπτική. Έπειτα μια
λάμψη κυριαρχεί στα μάτια της. Μια λάμψη ενθουσιασμού θα έλεγα. Ωχ. Πάει
περίπατο η λογική.
«Εντάξει
ας το κάνουμε. Ανεβείτε στη σοφίτα και θα ‘ρθω ».
«Δεν
πάτε καλά μου φαίνεται... », σχολιάζει ο Κάι μπαίνοντας καμαρωτά στην κουζίνα με
το γνωστό αλήτικο στιλ του: Μαύρο δερμάτινο
μπουφάν και επιμελώς ατημέλητο τσουλούφι.
«Τι
σκατά κάνεις εδώ βλάκα και πόση ώρα κρυφακούς τη συζήτησή μας; »
«Αγαπητή
ξαδέρφη, μάλλον ξεχνάς ότι μένω κι εγώ σε αυτό το σπίτι. Και δεν κρυφάκουσα τίποτα.
Απλά έτυχε να μπαίνω στην κουζίνα την ώρα που ετοιμάζεστε να κάνετε μια
τεράστια ανοησία ».
Foni Nats