Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 10)


Η Νοέλια ήξερε πως της είχε δώσει τη δυνατότητα να φύγει. Ένα απ' τα πολλά εμπόδια της διαφυγής της είχε αποτραπεί και της άνοιγε τον δρόμο προς μια σίγουρη νίκη: την ελευθερία.
Ωστόσο, ήταν σίγουρη πως ο Λεονάρντο τη δοκίμαζε. Ήθελε να δει αν μπορεί να της έχει εμπιστοσύνη, ιδίως τώρα που της υποσχέθηκε ότι θα ανακάλυπτε την αλήθεια. Μια αλήθεια που ίδια ήξερε πως θα την αθώωνε. Σίγουρα θα ήταν ανόητη αν το έβαζε στα πόδια τώρα που όδευε προς την εξασφάλιση της ελευθερίας της...α ν δηλαδή όλα πήγαιναν κατ' ευχήν και οι ελπίδες της δεν συνθλίβονταν για ακόμα μια φορά.
  Η καρδιά της χτυπούσε γοργά μέσα στο στήθος της. Η αδημονία τής έκαιγε τα σωθικά. Ξαφνικά αισθάνθηκε μια βαθιά επιθυμία. Ήθελε να πάει στον Λεονάρντο και να τον παρακαλέσει να κάνει ένα τηλεφώνημα. Ήταν σίγουρη βέβαια πως θα αρνιόταν, αλλά της έλειπε πραγματικά η φίλη της. Όλα όσα του διηγήθηκε, της δημιούργησαν μια έντονη νοσταλγία, ή μελαγχολία... σίγουρα πάντως ένα μεγάλο κενό μέσα στο στήθος.
  Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι αποφασισμένη να πάει να τον βρει, όταν στο μυαλό της ήρθε το φιλί τους και κυρίως η αίσθηση του κορμιού του πάνω στο δικό της. Αμέσως επέστρεψε στο κρεβάτι. Όχι, δεν θα πήγαινε. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και η σκέψη του Λεονάρντο στο κρεβάτι, έκανε τα μάγουλά της να καίνε  και το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει βαριά. Δεν ήταν σίγουρη πως θα εξελισσόταν ούτε καν μια δίλεπτη συζήτηση μεταξύ τους μετά απ' ό,τι συνέβη. Θα τον παρακαλούσε την επόμενη μέρα, όταν τα γεγονότα εκείνης της νύχτας είχαν κάπως ξεθυμάνει.
Μπήκε κάτω απ' τα σκεπάσματα και προσευχήθηκε να πήγαιναν όλα καλά και η ζωή της να γινόταν πάλι φυσιολογική.
***
Την επόμενη μέρα, η Λάνα μπήκε στο δωμάτιο της φωνάζοντας να ξυπνήσει.
«Πρέπει να σηκωθείτε, ο κ. Μελέντεζ παίρνει ήδη πρωινό» είπε καθώς η Νοέλια μουρμούριζε μισοκοιμισμένη.
«Αχ, έχει θυμώσει πολύ που δεν σας ξύπνησα νωρίτερα, αλλά δεν είχα ιδέα ότι σήμερα θα πηγαίνατε μαζί στο γραφείο. Νομίζω πως θύμωσε πραγματικά. Σας παρακαλώ, κάντε γρήγορα γιατί με βλέπω να χάνω τη δουλειά μου» συνέχισε η Λάνα, καθώς τραβούσε τις κουρτίνες, επιτρέποντας στο πρωινό φως του ήλιου να εισβάλει στο δωμάτιο.
Η Νοέλια άνοιξε απρόθυμα τα βλέφαρα της και χασμουρήθηκε. Το ρολόι στον απέναντι τοίχο έλεγε οκτώ παρά τέταρτο. Δεν ήταν και πολύ νωρίς για τα δεδομένα της, αλλά δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα και τώρα δυσκολευόταν να αποχωριστεί το κρεβάτι.
«Κάντε πιο γρήγορα γιατί αν δεν κατέβουμε μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά, θα με σκοτώσει. Βασικά, λάθος, πρώτα θα με απολύσει... ή ίσως με απολύσει μόνο».
«Λάνα», τη διέκοψε η Νοέλια, «ηρέμησε, δεν πρόκειται να σε απολύσει».
«Γιατί όχι; Τόσους έχει για να με αντικαταστήσει. Εκείνος κολυμπάει στα λεφτά κι εμείς τρέχουμε να μαζέψουμε τα ψίχουλα που μας πετάει, λες και ήμαστε τίποτα ζώα. Αλλά βέβαια, πλουσιόπαιδο είναι…».
  Η Νοέλια χαχάνισε με τα λόγια της νεαρής υπηρέτριας και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι.
  «Έχεις δίκιο, αλλά πρόσεξε γιατί εδώ μέσα είμαι σίγουρη ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά» της είπε με ειλικρίνεια.
  «Έτσι είναι» συμφώνησε η κοπέλα. «Τέλος πάντων, αφήστε τα αυτά τώρα κι ελάτε να δείτε τι θα φορέσετε. Σας έχω φέρει κάποια ρούχα, όλα επιλεγμένα από την αφεντιά του».
  Η Νοέλια δεν χάρηκε ιδιαίτερα μ’ αυτό. Δεν ήθελε να έχει αυτός το πάνω χέρι ακόμα και στις στιλιστικές της επιλογές. Εντάξει, μπορεί να του άνηκε, κάτι που ακόμη δεν είχε χωνέψει, και να ήταν ένας καταξιωμένος σχεδιαστής μόδας, αλλά αυτό δεν του έδινε το δικαίωμα να κάνει κουμάντο στη ζωή της. Σωστά;
  «Για να δω» είπε αναστενάζοντας και στάθηκε δίπλα στη Λάνα.
  Τα μάτια της εξέτασαν το περιεχόμενο της ντουλάπας και αφού έκρινε τα περισσότερα από αυτά ως ακατάλληλα, αποφάσισε ότι θα φορούσε μια εφαρμοστή μπεζ φούστα που έφτανε ως το γόνατο, ένα λευκό πουκάμισο και μια ζακέτα στο χρώμα της φούστας. Δεν ήταν ενθουσιασμένη με την επιλογή της, αλλά τα ρούχα που της είχε πλασάρει ο Λεονάρντο ήταν όλα για ηλικιωμένες. Ήταν λες και ήθελε να την ντύσει σαν δασκάλα του κατηχητικού.
Έπειτα από είκοσι λεπτά περπατούσε γοργά στο διάδρομο, με την αλογοουρά της να ανεμίζει υπερήφανα, ενώ από πίσω της ακολουθούσε η Λάνα. Δεν είχε ιδέα που ακριβώς ήταν η τραπεζαρία, αλλά συνέχιζε να περπατά έως ότου της έλεγε να σταματήσει. Τα μάτια της επεξεργάζονταν κάθε λεπτομέρεια, από τους πανέμορφους πίνακες που στόλιζαν τις βυσσινή ταπετσαρίες, έως τις λάμπες σε σχήμα τριαντάφυλλο που κρέμονταν απ’ το ταβάνι. Αυτό το σπίτι έμοιαζε με παλάτι.
  «Από εδώ» είπε η νεαρή υπηρέτρια και η Νοέλια την ακολούθησε, ώσπου μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Απ’ το μακρύ τραπέζι που είδε να ξεπροβάλει, η Νοέλια κατάλαβε ότι έφτασαν στον προορισμό τους.
  «Καλημέρα» είπε στον Λεονάρντο που καθόταν επιβλητικός στην κεφαλή του πελώριο τραπεζιού. Την κοιτούσε με ένα διαπεραστικό βλέμμα, που την έκανε να αισθάνεται διάφανη. Αμέσως κοκκίνισε και κοίταξε αλλού.
  «Καλημέρα, κα. Σαβιόνε» της αποκρίθηκε και η ειρωνεία στη φωνή του, την έθεσε σε επιφυλακή.
  «Φύγαμε απ’ το δεσποινίς και πήγαμε στο κυρία» είπε μέσα απ’ τα δόντια της.
  Ο Λεονάρντο έσμιξε τα φρύδια, αλλά αντί να απαντήσει σε εκείνη, στράφηκε προς τη Λάνα που χαμογελούσε.
  «Εγώ στη θέση σου θα ζητούσα συγγνώμη, αντί να κάθομαι να γελάω σα το χαζό» της είπε επιθετικά.
  Η κοπέλα σοβάρεψε και χαμήλωσε το βλέμμα της μετανιωμένη. Πήγε να μιλήσει, αλλά η άγρια φωνή του τη σταμάτησε.
  «Δεν έκανες ό,τι σου είπα χθες, άργησες να φέρεις τη Νοέλια και τώρα γελάς και εις βάρος μου; Τι το πέρασες εδώ; Δεν σε πληρώνω για να κάθεσαι να τεμπελιάζεις και να με κοροϊδεύεις μπροστά στα μάτια μου!».
  Η φωνή του είχε ανέβει κατακόρυφα και η Νοέλια φοβήθηκε να αντιδράσει. Ωστόσο, δεν μπορούσε να αφήσει αυτόν τον οξύθυμο άντρα να απολύσει μια κοπέλα που είχε ανάγκη τα χρήματα μόνο και μόνο επειδή είχε νεύρα.
 «Σταμάτα επιτέλους να φωνάζεις» είπε θυμωμένα, «αν θέλεις να ξεσπάσεις κάπου, ξέσπασε σε εμένα και άφησε την ήσυχη. Δεν είχες ενημερώσει κανέναν να με ξυπνήσει νωρίς και εγώ φταίω που αργήσαμε να έρθουμε μέχρι εδώ, επειδή είμαι γυναίκα και χρειάζομαι περισσότερο από δέκα λεπτά για να ετοιμαστώ!»
  Ο Λεονάρντο την κοιτούσε ανέκφραστος, λες και δεν του έλεγε τίποτα το ξέσπασμά της. Έπειτα από μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα, είπε: «Λάνα, μπορείς να πηγαίνεις».
  Η Νοέλια ταράχθηκε. Δεν ήθελε να μείνει μόνη μαζί του. Είχαν γίνει πολλά, του είχε αποκαλύψει πολλά και τώρα ένιωθε ευάλωτη μπροστά του. Η παρουσία κάποιου άλλου, την καθησύχαζε.
  Η Λάνα ζήτησε συγγνώμη και αποχώρησε από την τραπεζαρία, αφήνοντας μια ενοχλητική σιωπή μέσα στο χώρο.
  Άκουσε το σύρσιμο της καρέκλας του, αλλά δεν τόλμησε να κοιτάξει. Πόσο διαφορετικός ήταν ο άντρας που είχε μπροστά της την προηγούμενη νύχτα… την είχε κάνει να αισθανθεί πιο… απελευθερωμένη. Τα βήματα του αντηχούσαν δυνατά μέσα στο ήσυχο δωμάτιο, την πλησίαζε. Για κάποιο λόγο, η Νοέλια περίμενε να της φωνάξει και να την κατηγορήσει.
  Ωστόσο, όταν εκείνος στάθηκε ακριβώς δίπλα της το μόνο που είπε, ήταν: «Συγγνώμη».
  Η Νοέλια κράτησε την ανάσα της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ξεστομίσει αυτή τη λέξη. Θα έλεγε κανείς ότι κάποιος σαν εκείνον θα ήταν τόσο εγωιστής και αλαζόνας που δεν θα τολμούσε ποτέ να απολογηθεί. Όμως, το έκανε. Κι αυτό την έκανε να νιώσει όμορφα, πολύ όμορφα.
  «Γιατί ζητάς συγγνώμη;» ρώτησε σιγανά.
  «Γιατί…» άρχισε να λέει, «είμαι ένα κάθαρμα». Όμορφο κάθαρμα, σκέφτηκε και αμέσως κατσάδιασε τον εαυτό της. Πως της ήρθε αυτό;
  «Πράγματι» είπε και γύρισε για να τον κοιτάξει στα μάτια. Αυτό το σκοτάδι των ματιών του, την αποσυντόνισε.
  «Με μισείς ακόμα;» τη ρώτησε ξαφνικά και η καρδιά της βάλθηκε να χτυπάει ανεξέλεγκτα.
  «Όχι, ποτέ δε σε μίσησα. Στο είπα ήδη αυτό».
  «Χαίρομαι» είπε και έμεινε να την κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια. Τελικά χαμογέλασε, «Χαίρομαι, γιατί εμείς έχουμε πολύ δουλειά στον οίκο μόδας και το μίσος δεν θα βοηθούσε ιδιαίτερα».
  Η Νοέλια τον κοιτούσε χάσκοντας. Άργησε λίγο να απαντήσει… τόσο την είχε επηρεάσει η ματιά του.
  «Ναι, βέβαια» είπε και έβαλε τα δυνατά της για να χαμογελάσει.
  «Ωραία λοιπόν, φάε κάτι και φύγαμε».
***
Η Νοέλια έτρεχε και δεν προλάβαινε. Το πόστο της ως γραμματέας του Λεονάρντο δεν ήταν αυτό που περίμενε. Αντί να κάνει κάτι σχετικό με τον οίκο μόδας, απλά σέρβιρε καφέδες. Και φυσικά δεν θα είχε ιδιαίτερη δουλειά εκείνη τη  μέρα, αν δεν ήταν προγραμματισμένες δύο συσκέψεις. «Νοέλια, καφέ» της φώναζε κάθε τρεις και λίγο, λες και ήταν δούλα του.
  Ευτυχώς, το μαρτύριό της δεν κράτησε για πολύ. Μετά το τέλος της δεύτερης σύσκεψης, ο Λεονάρντο είχε μια εξωτερική υποχρέωση και έπρεπε να λείψει για τουλάχιστον δύο ώρες. Της είπε απλά να δέχεται τις κλήσεις του και όταν επέστρεφε να του έδινε τη λίστα με εκείνους που τον κάλεσαν.
  Τώρα, η Νοέλια καθόταν άπραγη και κοίταζε το τηλέφωνο περιμένοντας να χτυπήσει. Δεν μπορούσε να  κάνει τίποτα, αφού ακριβώς απέναντί της στεκόταν το τσιράκι του Λεονάρντο και την παρακολουθούσε. Ήταν τόσο εκνευριστικό, που της ερχόταν να φωνάξει. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο γραφείο και έχωσε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της. Ένιωθε εγκλωβισμένη, ήθελε να βγει έξω και να πάρει λίγο αέρα, ήθελε να τηλεφωνήσει στην Έμμα, αλλά πάνω από όλα ήθελε να κλάψει για να λυτρωθεί.
  Ήταν έτοιμη να σηκωθεί και να ζητήσει απ’ τον “φρουρό” να την αφήσει να κάνει μια βόλτα στην αυλή, όταν το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά. Η Νοέλια πήρε βαθιά ανάσα και το σήκωσε.
  «Οίκος Μόδας Ντάστον, παρακαλώ;».
  «Γεια σας, τηλεφωνώ από τον οίκο μόδας Ριντέλ για…». Δεν άκουσε τίποτα άλλο. Το μυαλό της θόλωσε. Ήταν το αφεντικό της, ο Στίβενσον. Είχε τηλεφωνήσει στον Λεονάρντο. Αμέσως θυμήθηκε τη συνάντηση τους στην επίδειξη και μόνο τότε αναρωτήθηκε τι δουλειά είχε αυτός εκεί.
  Προσπάθησε να καταλαγιάσει τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα της και αφού ηρέμισε κάπως, είπε με βαριά φωνή: «Συγγνώμη, δεν σας άκουσα, μπορείτε να επαναλάβετε;».
  «Τηλεφωνώ από τον Οίκο Μόδας Ριντέλ για την ανταλλαγή. Είναι εκεί ο κ. Μελέντεζ;». Ποια ανταλλαγή;
  «Λυπάμαι, αλλά δεν βρίσκεται εδώ αυτή τη στιγμή. Μπορείτε όμως να μιλήσετε σε εμένα ή αν θέλετε μπορώ να του μεταβιβάσω κάποιο μήνυμα» είπε, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
  «Απλά να του πείτε ότι εγώ τήρησα το λόγο μου και περιμένω να κάνει το ίδιο. Αν δεν μου δώσει τα συμφωνηθέντα, η κοπέλα θα μάθει τα πάντα» είπε και η γραμμή νέκρωσε.
  Την ίδια στιγμή άκουσε τον Λεονάρντο να χαιρετά τον φρουρό της. Σήκωσε το βλέμμα της και μόλις οι ματιές του συναντήθηκαν, ξέσπασε σε κλάματα.

Δέσποινα Χρ.