Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 12) - "Η Συνάντηση"

Κίεβο, Δεκέμβριος 1017

Τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει η γιορτινή ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν απτή. Όλο το κάστρο, έσφυζε από κινητικότητα, λόγω των ετοιμασιών για τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Όλοι οι υπηρέτες από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο δούλευαν πυρετωδώς. Τα πατώματα καθαρίζονταν, οι πολυέλαιοι, τα κάδρα, τα βάζα, τα ασημικά γυαλίζονταν μέχρι να αστράψουν από καθαριότητα. Στα μαγειρεία οι φωτιές δεν έσβηναν, εξαιτίας της πολύωρης προετοιμασίας για την ποικιλία των εδεσμάτων που θα σερβίρονταν στο γεύμα. Και στο κέντρο όλων των προετοιμασιών, η Μίρα, η αναμφισβήτητη κυρίαρχος της αυλής, περιτριγυρισμένη από τις πιστές της ακολούθους.

Το μόνο άτομο αποκομμένο από κάθε εορτασμό, γλέντι και φαγοπότι  ήταν η Αναστασία, και φυσικά οι άνθρωποι που την υπηρετούσαν. Υποτίθεται πως θα έπρεπε να είχε συνηθίσει πια την καταφρονητική συμπεριφορά του εξαδέλφου της όμως, δεν μπορούσε να μην αισθάνεται μια βαθιά μελαγχολία. Σαν να μην έφτανε που αυτές τις μέρες η απώλεια των γονιών και των αδερφών της ήταν εντονότερη από ποτέ, έπρεπε να μένει περιορισμένη, πρακτικά αιχμάλωτη στο ίδιο της το σπίτι, ενώ γύρω της η ζωή συνεχιζόταν με τους κανονικούς της ρυθμούς.
Η Ναντέζντα δε συμμεριζόταν τα συναισθήματά της. Απεναντίας, ένιωθε απίστευτα τυχερή να βρίσκεται στην απομόνωση μαζί τη Αναστασία· είχε γλιτώσει από την φρενίτιδα της Μίρα. Αν αναγκαζόταν να της κάνει τα θελήματα, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έχανε την ψυχραιμία της και θα την έριχνε από την κορφή της σκάλας. Και δεν είχε αυτή την πολυτέλεια.
Το μόνο μειονέκτημα ήταν πως δεν είχε μπορέσει ακόμα, να πλησιάσει τον Σβιατοπόλκ. Ήταν λες και το σύμπαν συνωμοτούσε για να επιζήσει εκείνο το κάθαρμα! Ή για να αποτρέψει εσένα από μια αυτοκαταστροφική πράξη, έλεγε μια φωνή στο κεφάλι της, την οποία η Ναντέζντα επέλεγε να αγνοεί.
Βέβαια, η τέλεια ευκαιρία, για να αποδώσει δικαιοσύνη και να εκπληρώσει τον σκοπό της ζωής είχε ήδη παρουσιαστεί όμως, η ανεκδιήγητη μοναχοκόρη της Πορφυρογέννητης Πριγκίπισσας είχε φροντίσει να την καταστρέψει.
Η νύχτα είχε πέσει και η Ναντέζντα κρατούσε ακόμα συντροφιά στην Αναστασία, κεντώντας. Στο σύντομο διάστημα που είχε υπάρξει θεραπαινίδα της, η Ναντέζντα είχε κεντήσει περισσότερο απ’ όσο σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της, πράγμα που απεχθανόταν. Πέρα από τον απόηχο των φωνών και των τραγουδιών από την αίθουσα των δεξιώσεων, δεν ακουγόταν λέξη στο δωμάτιο. Μετά από την εκρηκτική συμπεριφορά της Ναντέζντα ήταν λες και υπήρχε μια συμφωνία σιωπής ανάμεσά τους.  Η Ναντέζντα ποτέ δεν επρόκειτο να ξεκινήσει συζήτηση μαζί της, ενώ η Αναστασία ήταν υπερβολικά απασχολημένη με το προσωπικό δράμα που βίωνε, για να ασχοληθεί με την αλλόκοτη θεραπαινίδα της.
 «Είναι αργά, αρχόντισσά μου. Θα θέλατε μήπως κάτι, προτού αποσυρθώ;», είπε τελικά η Ναντέζντα.
Η Αναστασία σκέφτηκε πως ήταν υπερβολικά νευρική, για να κοιμηθεί, οπότε της ζήτησε να της φέρει τσάι, με την ελπίδα ότι το ρόφημα θα καταπράυνε τα τεντωμένα νεύρα της.
Όταν η Ναντέζντα κατέβηκε στην κουζίνα, είδε ότι επικρατούσε πανικός. Όλοι εργάζονταν με φρενήρη ρυθμό, προσπαθώντας να ετοιμάσουν δεκάδες εκλεκτά πιάτα, για να ικανοποιήσουν τους επίτιμους καλεσμένους. Ήθελε να κάνει τη δουλειά της γρήγορα, για να επιστρέψει στην απομόνωση του δωματίου της μια ώρα αρχύτερα.    Όμως, αφού έβαλε το νερό να βράζει, άκουσε τον αρχιμάγειρα να της φωνάζει, «Εσύ εκεί, δεν κάνεις κάτι, έτσι;» Λαμβάνοντας το δισταγμό της ν’ απαντήσει, εξαιτίας της έκπληξής της, ως άρνηση, συνέχισε, «Ωραία, πήγαινε αυτές τις πιατέλες επάνω.»
Εκνευρισμένη που θα έπρεπε να παίξει πάλι το ρόλο της υπηρέτριας αλλά, μην γνωρίζοντας τι να πει για να ξεφύγει, πήρε στα χέρια της τους δίσκους με τα ψητά ψάρια κι έκανε ό,τι της είπε.
* * *
Ο Σβιατοπόλκ ήταν ευχαριστημένος με την εξέλιξη της βραδιάς. Στεκόταν αυτάρεσκος στο κέντρο της μεγαλοπρεπής αίθουσας, ντυμένος μ’ ένα περίτεχνο ένδυμα, φορτωμένο με τους πολύτιμους λίθους που θα έλεγες πως θα μπορούσε να στέκεται μόνο του. Η γυναίκα του, που επίσης άστραφτε κάτω από το βάρος των κοσμημάτων της, ήταν καθισμένη σε περίοπτη θέση στο συμπόσιο και παρατηρούσε τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί για να τον τιμήσει και να τον θαυμάσει. Ήταν το επιστέγασμα της επιτυχίας του.
Ήταν τόσο περήφανος που επιτέλους είχε αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή του πραγματικού του πατέρα. Ποτέ του δεν συγχώρησε το Βλαντιμίρ που διέταξε να τον θανατώσουν, ενώ ο Γιαροπόλκ  ήταν έτοιμος να συνθηκολογήσει. Υπέμεινε σε όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας όλες τις προσβολές και την αδιαφορία του θετού του πατέρα αλλά και των «αδελφών» του. Κι όμως, τώρα είχε πια δικαιωθεί. Όλοι τους ήταν νεκροί κι αυτός, ο μόνος επιζών, ο μόνος ισχυρός, ο μονοκράτορας της Ρωσίας. 
Είχε οργανώσει το κράτος σύμφωνα με τη δική του κρίση και αντίληψη, κι ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Ο λαός τον έτρεμε και κανένας δεν τολμούσε να εναντιωθεί στα κελεύσματά του. Οι εχθροί του τον φοβούνταν και τον σέβονταν για το στρατιωτικό του δαιμόνιο και την ορθή του κρίση. Οι φίλοι και σύμμαχοι του γνώριζαν καλύτερα από το να τον προδώσουν. Ήταν ένας αληθινός ηγέτης και στα χρόνια του η Ρωσία θα γνώριζε τη μεγαλύτερη ακμή της. Όπως ακριβώς το επιθυμούσε ο πατέρας του. Ας αναπαυόταν εν ειρήνη.
Κοιτούσε τις νεαρές κοπέλες με λαχτάρα που δεν άρμοζε σ’ έναν άντρα δεσμευμένο. Όμως πλέον, η Μίρα δεν η θελκτική γυναίκα που ήταν κάποτε. Τα χρόνια που είχαν περάσει είχαν φθείρει την σχέση τους, το ίδιο και η συνεχής αγωνία για την απόκτηση διαδόχου. Έτσι, είχε πάψει να την υπολογίζει και να τη σέβεται όπως κάθε σωστός σύζυγος, κι ας χρωστούσε σ’ εκείνη και τον πατέρα της τη μεγάλη του επιτυχία.
Καθώς το βλέμμα του πλανιόταν στη μεγάλη σάλα, είδε φευγαλέα μια γυναίκα να τοποθετεί κάτι πιατέλες στα τραπέζια. Δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία κι απέστρεψε τη ματιά του. Όμως, σχεδόν αμέσως ένιωσε την ανάγκη να την κοιτάξει ξανά. Την παρατήρησε καλύτερα. Δεν την είχε ξαναδεί.
Δεν έμοιαζε με υπηρέτρια. Ήταν υπερβολικά καλοντυμένη, για να δουλεύει στις κουζίνες. Εκτός αυτού, ο τρόπος που κινείτο και η στάση του σώματός της ταίριαζε σε γυναίκα ανώτερης τάξης. Ήταν στητή, υπερήφανη τελείως διαφορετική από όλες τις άλλες γυναίκες που παρευρίσκονταν στη δεξίωση. Το βλέμμα της είχε μια ένταση, μία λάμψη, σαγηνευτική. Έμοιαζε να βρίσκεται στην δικαιωματική της θέση, λες και είχε γεννηθεί για να πλανιέται στις αίθουσες αυτού του κάστρου. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Ένιωσε μια ανεξιχνίαστη έλξη να τον τραβά προς το μέρος της· είχε κάτι το απροσδιόριστα οικείο. Αποφάσισε να κάνει τη γνωριμία της, κι έτσι την πλησίασε.
Η Ναντέζντα τον είχε εντοπίσει, από την στιγμή που μπήκε στη σάλα. Με το ψηλό παράστημα και το λαμπρό ένδυμα, ξεχώριζε απ’ όλους τους υπηκόους του.
Δεν έχει αλλάξει. Φαίνεται σίγουρα μεγαλύτερος, αλλά τα χαρακτηριστικά του έμειναν ανέπαφα. Έχει το ίδιο υπεροπτικό και περιφρονητικό ύφος που είχε πάντα. Σαν να περιγελά κάθε άνθρωπο που συναντά. Στέφθηκε Μεγάλος Πρίγκιπας κι ακόμα δεν έχει ξεπεράσει το σύνδρομο κατωτερότητας που του δημιούργησαν τα μεγαλύτερα αδέρφια μου, απ’ όταν ήταν μικρά παιδιά.
Και ξαφνικά η καρδιά μου χάνει ένα χτύπο. Με κοιτάζει. Τα λαμπερά μαύρα μάτια του στραμμένα καταπάνω μου.
Περπατά  προς το μέρος μου.
Το μίσος που νιώθω τρομάζει κι εμένα την ίδια. Μόνο μία σκέψη καταλαμβάνει το μυαλό μου. Θέλω να του πετάξω το μαχαίρι τώρα. Αλίμονο, δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Εφόσον, με βλέπει, εύκολα θα αποφύγει κάθε βολή μου.
Τα λαμπερά, μαύρα μάτια του παραμένουν καρφωμένα πάνω μου, προκαλώντας μου ταχυπαλμία. Δεν μπορώ να διαβάσω το βλέμμα του. Τι θέλει; Με ανακάλυψε; Τόσο πολύ μοιάζω στον Βλαντιμίρ, που με αναγνώρισε σε κλάσματα δευτερολέπτου; Αποκλείεται. Έχουν περάσει δεκαεννιά χρόνια. Εξάλλου, θεωρούμαι νεκρή. Δεν είναι δυνατόν.
Πράγματι, τώρα που πλησιάζει αρκετά είναι εμφανές. Η αναγνώριση δεν ώθησε τα βήματά του αλλά… η επιθυμία.
Μέχρι να την πλησιάσει ο Πρίγκιπας, είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Έπρεπε να συμπεριφερθεί όπως κάθε άλλος αυλικός στη θέση της. Υποκλίθηκε λοιπόν, με χάρη μπροστά στον μονάρχη και αμέσως μετά απομακρύνθηκε, για να επιτρέψει στις ασχολίες της. Δεν ήθελε να τον αντιμετωπίσει. Ο Σβιατοπόλκ όμως, δεν θα την άφηνε να ξεγλιστρήσει. Την άρπαξε από το χέρι και τη σταμάτησε.
«Ποια είναι  η χαριτωμένη δεσποσύνη;»
Το ανάρμοστο βλέμμα, το γλοιώδες ύφος και το άγγιγμά του την αηδίασαν. Κάθε κύτταρο του σώματός της επαναστάτησε σε αυτήν την επαφή.  Ήταν τόσο σαστισμένη, που ούτε καν σκέφτηκε να τον μαχαιρώσει εκείνην ακριβώς την στιγμή. Αν το είχε κάνει, η ιστορία θα είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά.
Τελικά, συγκρατήθηκε και συμπεριφέρθηκε όσο το δυνατόν φυσιολογικά.  «Είμαι η Ναντέζντα, ακόλουθος της πριγκίπισσας Αναστασίας.», είπε χωρίς να χαμογελάσει και την ίδια στιγμή αποτραβήχτηκε.
Η υποψία του Σβιατοπόλκ ότι δεν ανήκε στο κατώτερο υπηρετικό προσωπικό επιβεβαιώθηκε. Ξαφνιάστηκε από την απροθυμία της να μιλήσει μαζί του, όμως το ενδιαφέρον του παρέμεινε αμείωτο.
«Θα θέλατε να χορέψετε μαζί μου, δεσποσύνη Ναντέζντα;», ρώτησε με όλη την ευγένειά του, χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο, που της ανακάτεψε τα σωθικά.
Σκότωσες τον Σλάβα, κάθαρμα!
Ξεροκατάπιε, απαγόρευσε τον εαυτό της να αναλωθεί στο ακόρεστο μίσος της και ανάγκασε το μυαλό της να λειτουργήσει.
Πρώτον: Δεν μπορώ να διακινδυνεύσω ένα χτύπημα αυτή την στιγμή. Θα καταλάβει τι σκοπεύω να κάνω την στιγμή που θα πιάσω το μαχαίρι. Και τότε θα τελειώσουν όλα.
Δεύτερον: Κάθε λεπτό που περνά κι εγώ βρίσκομαι δίπλα του, είναι άλλο ένα λεπτό στη διάρκεια του οποίου θα μπορούσε να με αναγνωρίσει ή να υποπτευθεί την ταυτότητά μου.
Τρίτον: Όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω μου. Όταν ο μονάρχης του κράτους ζητά από μια ταπεινή κοπέλα ένα χορό, δεν έχει και πολλές επιλογές. Η άρνηση δεν είναι απ’ αυτές. 
Υποχρέωσε τον εαυτό της να χαμογελάσει με ηρεμία και να υποκλιθεί ευγενικά. «Θα ήταν τιμή μου, μεγαλειότατε.», είπε και προσπάθησε σκληρά να μην ακουστεί σαρκαστική.

Το παγωμένο βλέμμα της Μίρα παρέμεινε καρφωμένο πάνω τους, ενόσω χόρευαν. Είχε συνηθίσει να βλέπει τον σύζυγό της να την περιφρονεί ως γυναίκα. Δεν αυτό το πρόβλημά της τώρα. Ήταν έξαλλη με την επιλογή του. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι η νέα υποψήφια ερωμένη του ήταν ίδια η γυναίκα που είχε προσπαθήσει να κρατήσει μακριά του πριν λίγες βδομάδες. Ο χειρότερος εφιάλτης της γινόταν πραγματικότητα. Αυτή η Ναντέζντα ήταν εχθρός της, αντίζηλος της και έπρεπε να τη βγάλει από τη μέση. Μόλις έπαψαν να ηχούν τα όργανα, την είδε να απομακρύνεται από το πλευρό του συζύγου της και να εξαφανίζεται γρήγορα. Γιατί να φερθεί έτσι; Εφόσον κυνηγούσε τον Σβιατοπόλκ και τα χρήματα που ενδεχομένως θα της προσέφερε, γιατί δεν επιδίωξε να τον προσεγγίσει περισσότερο; Δεν την ανακούφιζε αυτή της η στάση. Αντιθέτως, την προβλημάτιζε. Μήπως ετοίμαζε κάτι πολύ χειρότερο;

Σοφία Γκρέκα