Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 16)


Η άφιξη τους στο σπίτι δεν ήταν η αναμενόμενη. Η Νοέλια περίμενε πως εκεί θα κάθονταν ήσυχα ήσυχα και θα συζητούσαν, αλλά αυτό δεν συνέβη. Ο Λεονάρντο της πέταξε ένα ξερό καληνύχτα και κρύφτηκε στο δωμάτιό του, λες και φοβόταν να την αντιμετωπίσει. Φυσικά εκείνη εκνευρίστηκε, αλλά διατήρησε την ψυχραιμία της και αποφάσισε να του μιλήσει την επόμενη μέρα, καθώς εκείνη έμοιαζε ήδη ατελείωτη.
  Μπήκε στο δωμάτιο της και δίχως να βγάλει το φόρεμά της, ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Ένιωθε τα μάτια της βαριά, καθώς η έλλειψη ύπνου υπερίσχυε και την τραβούσε στην αγκαλιά του Μορφέα. Το φιλί της με τον Λεονάρντο ήταν το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκε, πριν παραδοθεί.
***

Ξύπνησε γύρω στις πέντε τα ξημερώματα, μούσκεμα στον ιδρώτα με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Οι φρικτές εικόνες απ’ τον εφιάλτη που μόλις είδε, δεν έλεγαν να σταματήσουν την επέλασή τους μέσα στο μυαλό της. Ήξερε πως μετά από την μικρή περιπέτεια που έζησε εξαιτίας του Λεονάρντο στο αυτοκίνητο, οι σκέψεις για το θάνατο της μητέρας της θα επέστρεφαν. Ωστόσο, αυτό το όνειρο ήταν χειρότερο: Η μητέρα της στη θέση του συνοδηγού και ο Λεονάρντο στο τιμόνι, να πατάει το γκάζι ασταμάτητα με ένα τρελό χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Η σύγκρουση με το φορτηγό ήταν αναπόφευκτη.
  Η Νοέλια εισέπνευσε βαθιά. Κοίταξε τον εαυτό της, παρόλο που δεν έβλεπε τίποτα μες στο σκοτάδι, και θυμήθηκε ότι φορούσε ακόμη το φόρεμα. Την είχε πάρει ο ύπνος έτσι και ένιωθε απίστευτα κουρασμένη και καταπονημένη. Αφού τεντώθηκε λίγο, αποφάσισε να σηκωθεί να αλλάξει και έπειτα να κατέβει στον κάτω όροφο για να δει λίγη τηλεόραση. Δεν ήθελε να ξανά κοιμηθεί, κυρίως επειδή δεν άντεχε να ξανά ζήσει αυτόν τον εφιάλτη.
  Ξεφορτώθηκε αυτό το άβολο φόρεμα, ντύθηκε με μια μαύρη φόρμα και ένα άσπρο μακό μπλουζάκι και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται τον Λεονάρντο καθώς προσπερνούσε το δωμάτιό του, αλλά της ήταν αδύνατον να απωθήσει απ’ το μυαλό της το φιλί τους. Άραγε εκείνος κοιμόταν; Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει αυτή την ερώτηση. Έπρεπε να σταματήσει να τον σκέφτεται.
  Μπαίνοντας στο σαλόνι, η Νοέλια σχεδόν τσίριξε απ’ την τρομάρα της. Στο καθιστικό ακριβώς απέναντί της, μέσα στο σκοτάδι καθόταν ο Λεονάρντο με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι του. Χρειάστηκε μερικές στιγμές για να επανέλθουν οι παλμοί της στο φυσιολογικό.
  «Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρώτησε αυτόματα. Δεν της απάντησε. Έφερε το ποτήρι στα χείλη του και ήπιε μια γερή γουλιά. Έπειτα το άφησε στο τραπεζάκι και στάθηκε όρθιος.
  «Πήγαινε για ύπνο» της είπε ψυχρά και έκανε να φύγει.
  Ούτε η ίδια κατάλαβε τι έκανε, όταν τον άρπαξε απ’ το μπράτσο και τον σταμάτησε.
  «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε, κοιτώντας τον σταθερά μέσα στα μάτια.
  «Ποιο πράγμα;» τη ρώτησε. Την κορόιδευε πάλι, ο γελοίος.
  «Γιατί με φίλησες;».
  Δεν της απάντησε αμέσως. Τράβηξε το χέρι του και απέφυγε το έντονο βλέμμα της.
  «Δεν ξέρω» είπε τελικά.
  Η Νοέλια ξεφύσηξε ενοχλημένα. Έπρεπε να καταλάβει ότι τίποτα μαζί του δεν θα ήταν τόσο εύκολο. Δεν ήξερε για πόσο ακόμα θα άντεχε αυτή τη γεμάτη σκαμπανεβάσματα συμπεριφορά του.
  «Λοιπόν, εγώ ξέρω» του είπε, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος στωικά.
  Ο Λεονάρντο έστρεψε κατευθείαν το βλέμμα του πάνω της. «Τι ακριβώς ξέρεις;» τη ρώτησε, με μια δόση ειρωνείας να ποτίζει τη φωνή του.
  «Ήθελες να ξεχάσω το γεγονός ότι εσύ είσαι υπεύθυνος για την μίζερη ζωή μου. Ήθελες να ξεχάσω ότι φύγαμε από το εστιατόριο μόνο και μόνο για να μην συναντηθούμε με τον Στίβενσον, καθώς κάτι τέτοιο θα πρόδιδε τα ύπουλα σχέδιά σου. Πήγες να με εξαπατήσεις για άλλη μια φορά, παίζοντας με τα αισθήματά μου. Μάντεψε όμως! Τίποτα από αυτά δεν έγινε! Αντιθέτως, αποκαλύφθηκες, Μελέντεζ! Τώρα ξέρω τι είδους κάθαρμα είσαι!». Κάπου στα μισά του μακροσκελή μονολόγου της, η φωνή της είχε αρχίσει να βγαίνει πιο δυνατή και τσιριχτή. Ωστόσο, δεν την ένοιαζε και ούτε είχε μετανιώσει για τα λόγια της.
  Περίμενε πως ο άντρας απέναντί της είχε θυμώσει και από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε, αλλά έκανε λάθος. Εκείνος απλώς αναστέναξε και σιγομουρμούρισε μια λέξη: «Ανόητη».
  Αυτή η μια λεξούλα έκανε τον μετρημένο θυμό της να φουντώσει.
  «Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» φώναξε, εξοργισμένη. Τον πλησίασε, κατακεραυνώνοντας τον με ένα βλέμμα γεμάτο οργή. Αυτή τη φορά δεν ήθελε να συγκρατήσει τον εαυτό της. Ένα μήνα τώρα μαζί του είχε υπομείνει αρκετά. Έπρεπε επιτέλους να κάνει κάτι για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της.
  «Νοέλια, ειλικρινά δεν έχω όρεξη για καβγά» ήταν το μόνο που της είπε. Είτε δεν του έλεγε τίποτα το ξέσπασμά της, είτε απλώς ήξερε πώς να κρύβει τα συναισθήματά του. Μάλλον ίσχυε το δεύτερο, καθώς το πρόσωπο του ήταν μια μάσκα ουδετερότητας.
  «Ούτε εγώ είχα όρεξη για καβγά, αλλά ειλικρινά δεν αντέχω άλλο. Νιώθω απίστευτα δυστυχισμένη εδώ μέσα, δίχως να ξέρω τι συμβαίνει. Γιατί δεν με αφήνεις να φύγω, Λεονάρντο; Γιατί με έφερες εδώ εξ αρχής; Θέλω επιτέλους μια απάντηση!». Προσπαθούσε πολύ σκληρά να κρατήσει τον τόνο της σταθερό και να μην κλάψει, αλλά το βάρος που πλάκωνε το στήθος, δεν της άφησε άλλη επιλογή. Έβαλε τα κλάματα μπροστά του.
  «Θέλω να μάθω πως είναι να ξυπνάς το πρωί και να μην νιώθεις άσχημα. Θέλω να μάθω πως είναι να είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος, χωρίς τον συνεχή φόβο ότι όλη σου η ζωή έχει τελειώσει».
  Ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν και μέσα σε μια στιγμή βρέθηκε να κλαίει σπαρακτικά στο πάτωμα. Από το μυαλό της περνούσαν όλες οι άσχημες αναμνήσεις που είχε ζήσει. Ένιωθε τον πόνο να σκίζει το στήθος της σαν αιχμηρό μαχαίρι.
  Ο Λεονάρντο γονάτισε μπροστά της και κοιτώντας την με ένα απίστευτα θλιμμένο βλέμμα, την αγκάλιασε σφιχτά.
  «Συγχωρέσε με… σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με» άρχισε να της ψιθυρίζει, η φωνή του γεμάτη πόνο και μετάνοια.
  «Πες μου τι συμβαίνει…» τον παρακάλεσε εκείνη. Ένιωσε το χέρι του στην πλάτη της να τη χαϊδεύει παρηγορητικά.
  Δεν της απάντησε. Αποτραβήχτηκε λίγο για να την κοιτάξει Την ακούμπησε απαλά και σκούπισε με τα μακριά του δάκτυλα τα δάκρυά της. Τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της και εκείνη ένιωσε απίστευτα ευάλωτη, λες και η ματιά του είχε διεισδύσει στον εσωτερικό της κόσμο και είχε ανακαλύψει τα πιο απόκρυφα μυστικά της. Νόμιζε πως και μόνο κοιτώντας τα μάτια της, θα έβλεπε τα συναισθήματα που είχε αρχίσει να τρέφει για εκείνον. Συναισθήματα που ούτε η ίδια είχε αποδεχθεί ακόμη.
  «Γιατί έπρεπε να είσαι εσύ;» είπε σιγανά ο Λεονάρντο, περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη.
  Η Νοέλια τον κοίταξε με απορία. Τα μάτια του απέφυγαν τα δικά της και κατηφόρισαν σε όλο της το σώμα.
  «Είσαι τόσο όμορφη» ψιθύρισε. Τα χείλη του ήρθαν κοντά στα δικά της, αλλά δεν έσμιξαν.
  Η Νοέλια επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο αυτή την επαφή. Τον τράβηξε από τον γιακά του πουκαμίσου του κοντά της και τα χείλη τους άγγιξαν, χωρίς όμως να φτάσουν στο πολυπόθητο φιλί που και οι δύο επιζητούσαν.
  «Φίλησέ με» του είπε, στη φωνή της έκδηλη η απόγνωση που ένιωθε.
  Ο Λεονάρντο κούνησε ελάχιστα το κεφάλι και φέρνοντας τα χείλη του στο μέτωπό της, την φίλησε τρυφερά εκεί.
  «Λυπάμαι» ήταν το μόνο που είπε πριν σηκωθεί και φύγει βιαστικά, αφήνοντας τη Νοέλια ολομόναχη στο πάτωμα λαχανιασμένη.
***
Ο Λεονάρντο κλείστηκε στο δωμάτιό του. Δεν έπρεπε να θέλει να τη φιλήσει. Δεν έπρεπε καν να την έχει φιλήσει. Τι στο διάολο έκανε; Όλα είχαν βγει τελείως εκτός σχεδίου και αν δεν έκανε κάτι για να διορθώσει την κατάσταση, η συμφωνία θα ματαιωνόταν και εκείνος θα είχε πληγώσει τη Νοέλια άσκοπα. Γαμώτο, γιατί έπρεπε να είναι τόσο όμορφη; Αν το σχέδιο αφορούσε κάποια άλλη, όλα θα πήγαιναν καλά και οι τύψεις δεν θα τον καταρράκωναν τόσο.
  Άρπαξε γεμάτος σύγχυση το κινητό απ’ το γραφείο κι άρχισε να πληκτρολογεί τον αριθμό Του. Ήταν μόλις έξι το πρωί, αλλά ήταν σίγουρος πως αυτός ο άντρας δεν κοιμόταν.
  «Ελπίζω να έχεις πάρει να μου πεις ότι όλα πήγαν καλά στο ραντεβού σας» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε μόλις το σήκωσε, η φωνή του βραχνή και αυστηρή, δίχως ίχνος συναισθήματος.
  Ο Λεονάρντο ένιωθε το θυμό να συσσωρεύεται μέσα του. Τον μισούσε αυτόν τον άντρα, τον μισούσε όσο δεν μίσησε κανέναν άλλο στη ζωή του.
  «Δυστυχώς, τα πράγματα δεν πήγαν βάση σχεδίου.» απάντησε, «Ο Στίβενσον ήταν στο εστιατόριο μαζί με την Έμμα και η Νοέλια τους είδε».
  Ησυχία επικράτησε για λίγα δευτερόλεπτα.
  «Τι της είπες;» ρώτησε ο άντρας τελικά.
  «Δεν δικαιολόγησα τίποτα ακόμα» είπε, «ήλπιζα πως εσύ θα ήξερες τι να κάνω».
  «Μην με κοροϊδεύεις, Λέο. Ξέρω πολύ καλά τι έκανες για να καλύψεις το λάθος σου. Ξέχασες ότι οι άντρες μου σας παρακολουθούν;».
  Ξεροκατάπιε. «Εντάξει, ναι, τη φίλησα. Είναι ξεκάθαρο πως έχει αισθήματα για εμένα και εγώ το εκμεταλλευτικά για να τη γλιτώσω. Όμως, δεν είναι χαζή. Το κατάλαβε».
  Ο άντρας γέλασε. Το γέλιο του ανάγκασε τον Λεονάρντο να μορφάσει και να απομακρύνει το ακουστικό από το αυτί του, αηδιασμένος.
  «Ωραία λοιπόν, κάνε τον ερωτευμένο. Πες της πως η απαγωγή της έγινε επειδή εσύ την ερωτεύτηκες. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Η Νοέλια τρελαίνεται για κάτι τέτοια» είπε, «Και όταν εκείνη πιστεί, θα κάνω την εμφάνισή μου εγώ».
  Εισέπνευσε βαθιά. Ήταν αναγκασμένος να την κοροϊδέψει για άλλη μια φορά.
  «Εντάξει, έτσι θα γίνει» είπε, αποκαρδιωμένος που είχε γίνει υποχείριο αυτού του ψυχοπαθή.
  «Θα περιμένω νέα σου, Λέο. Κοίτα να μην με απογοητεύσεις, διαφορετικά ξέρεις τι θα συμβεί».
  «Μάλιστα» είπε και το έκλεισε πριν ακούσει άλλη κουβέντα.
***
Την άφησε και έφυγε. Λύγισε μπροστά του και εκείνος απλά... έφυγε. Ήταν δειλός και εκμεταλλευτής, ήταν πολλά πράγματα, αλλά αυτή η πλευρά του εαυτού του ήταν η χειρότερη. Πήγε να τη φιλήσει, ήθελε να τη φιλήσει... η δίψα και η απόγνωση είχαν φανεί και στο δικό του πρόσωπο, αλλά το πάλεψε και έφυγε. Εκείνη όμως είχε απομείνει μόνη και θιγμένη να κλαίει στο πάτωμα, ανίκανη να σηκώσει το ταλαιπωρημένο της κορμί και να επιστρέψει στο δωμάτιο. Για άλλη μια φορά ένιωθε τη ζωή της να καταρρέει. Εκεί που νόμιζε για μια στιγμή πως όλα θα μπορούσαν να πάνε έστω και λίγο καλύτερα, όλα γκρεμίστηκαν μεμιάς. Όλες της οι ελπίδες έγιναν σκόνη. Τώρα έπρεπε να μαζέψει ξανά τον εαυτό της και να προετοιμαστεί για ό,τι θα ακολουθούσε. Το μέλλον της ήταν αβέβαιο και το παρόν της σκοτεινό και δύστυχο, αλλά εκείνη έπρεπε να υπομείνει τα πάντα και απλά να περιμένει τη λύτρωση που δεν ήταν βέβαιη πλέον ότι θα ερχόταν.
  Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της τα βρεγμένα της μάγουλα και αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν έπρεπε να μείνει άλλο σ' αυτήν την κατάσταση, έπρεπε να προετοιμάσει τον εαυτό της για τις εξελίξεις που αναμένονταν σχετικά με το e-mail. Σε λίγες ώρες οι προθέσεις του Λεονάρντο θα γίνονταν ξεκάθαρες. Ωστόσο, ανησυχούσε μήπως το να αφήσει το e-mail ήταν λάθος και το άγχος της χειροτέρευε.
  «Να είσαι αισιόδοξη» προέτρεψε τον εαυτό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, γεμίζοντας τους πνεύμονές της και έπειτα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
  Ήταν ακόμα πέντε και μίση και θα έφευγαν για τη δουλειά στις οκτώ. Ήξερε πως μετά από ό,τι έγινε το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να πάει τρέχοντας στο δωμάτιο της, να κουκουλωθεί με το πάπλωμα και να κλάψει μέχρι τα δάκρυα της επιτέλους να στερέψουν. Αλλά, η ίδια ήξερε πως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε άλλη μια επιβεβαίωση ότι η ζωή της ήταν μίζερη και δεν σκόπευε να ξεπέσει κι άλλο.
  Ανάγκασε τον εαυτό της να περπατήσει μέχρι την κουζίνα και να ανοίξει το δίπορτο ψυγείο. Τα μάτια της εξερεύνησαν το περιεχόμενο, πριν καταλήξουν σε ένα γλυκό, που οπτικά έμοιαζε βγαλμένο κατευθείαν από μενού γκουρμέ εστιατορίου. Έκατσε στο σκαμπό μπροστά απ' τον πάγκο και άρχισε να τρώει. Τα μάτια της περιπλανιόντουσαν στον χώρο˙ είχε μπει ελάχιστες φορές εκεί μέσα και αυτές ήταν πολύ σύντομες για να προσέξει λεπτομέρειες, όπως οι φωτογραφίες που βρίσκονταν κολλημένες με μαγνιτάκια πάνω στο ψυγείο.
  Η Νοέλια επικέντρωσε την προσοχή της στις διάσπαρτες εικόνες, εστιάζοντας στον νεαρό που απεικονιζόταν σε όλες. Ήταν ο Λεονάρντο, νεότερος και χαμογελαστός. Η καρδιά της σφίχτηκε όταν τον είδε σε μια από τις φωτογραφίες αγκαλιά με μια όμορφη, μελαχρινή κοπέλα. Την κοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή, ώσπου τελικά απέσυρε το βλέμμα της. Τι την είχε πιάσει επιτέλους; Όλη αυτή η πολιορκία ανάμεικτων συναισθημάτων την είχαν μπερδέψει και αναστατώσει, έπρεπε να πάρει ξανά εκείνη τα ηνία.
  «Νοέλια;» άκουσε μια φωνή από πίσω της. Στράφηκε προς το μέρος της για να δει τη Λάνα να στέκεται στην πόρτα. Η νεαρή κοπέλα φορούσε πιτζάμες και φαινόταν αγουροξυπνημένη.
  «Λάνα...καλημέρα» είπε. Η φωνή της ακουγόταν καλύτερα απ' όσο περίμενε.
  «Καλημέρα. Τι κάνεις εδώ;» την ρώτησε.
  Η Νοέλια έδειξε το πιάτο με το μισοφαγωμένο γλυκό. «Πείνασα» είπε με ένα στραβό χαμόγελο.
  Η κοπέλα αναστέναξε και έκατσε στο σκαμπό δίπλα της.
 «Σας άκουσα» είπε.
 «Τι;».
 «Εσένα και το αφεντικό, αυτό που έγινε πριν λίγο».
 «Ήσουν μάρτυρας αυτής της απαίσιας σκηνής;» ρώτησε η Νοέλια χαμογελώντας στραβά.
  Η κοπέλα έγνεψε.
  «Πίστεψέ με, αυτό που είδες δεν είναι η πραγματικότητα. Παίζει μαζί μου, ως συνήθως».
  Η Λάνα δάγκωσε το άνω χείλος της.
  «Ξέρεις» άρχισε να λέει με πρωτοφανή σοβαρότητα, «το ότι μου μίλησες για όσα συνέβησαν, δεν διαγράφει το γεγονός ότι γνωρίζω τον κ. Μελέντεζ για περισσότερο από δύο χρόνια. Δουλεύω εδώ αρκετό καιρό για να ξέρω ότι ο Λεονάρντο δεν είναι άνθρωπος που θα έβλαπτε εσκεμμένα κάποιον. Μπορεί να φωνάζει, μπορεί να φαίνεται ύπουλος, αλλά στην πραγματικότητα είναι καλός και ευαίσθητος».
  Η Νοέλια κοιτούσε την νεαρή υπηρέτρια με προσήλωση, αλλά και απορία.
  «Γιατί μου τα λες όλα αυτά ξαφνικά;» ρώτησε κάπως ανήσυχη.
  «Στα λέω για να σε βοηθήσω. Γνωρίζεις τον Λεονάρντο εδώ και...πόσο; Ένα, δύο μήνες; Δεν μπορείς να ξέρεις πολλά πράγματα για εκείνον, ιδίως αφού είναι ένας πολύ εσωστρεφής και μυστικοπαθής άντρας. Είμαι σίγουρη πως εσένα σου φαίνεται πολύ κακός, αλλά δεν είν...».
  «Προσπαθείς να μου πεις ότι δεν με πιστεύεις;» τη διέκοψε η Νοέλια. Δεν κατάφερε να κρύψει την απογοήτευσή της.
  «Όχι, φυσικά και σε πιστεύω. Άλλωστε, ήμουν εδώ όταν σε πρώτο έφερε στο σπίτι, θυμάμαι σε τι κατάσταση ήσουν και πως ο ίδιος σου συμπεριφερόταν. Πίστεψε με δεν τον είχα ξαναδεί έτσι και ποτέ πριν δεν συνέβη κάτι ανάλογο. Να έχει κλειδωμένη μια γυναίκα μέσα σε ένα δωμάτιο τόσο καιρό...; Ποτέ. Απλώς... αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο αν δεν υπήρχε κάποιος λόγος».
  «Προσπαθείς να τον δικαιολογήσεις...;» είπε η Νοέλια αναστατωμένη.
  «Όχι, δεν...».
  «Τίποτα! Τίποτα δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτό που μου έκανε... αυτό που εξακολουθεί να μου κάνει!». Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος της. Δεν φώναζε, αλλά η  ένταση που πήγαζε από μέσα της, ήταν αδύνατον να μην εμφανιστεί στα λόγια της. Η αδικία την έκαιγε, ήθελε κάποιον να την καταλάβει και να την συμπονέσει. Κάποιον να τη βοηθήσει.
  «Δεν εννοούσα αυτό» προσπάθησε η Λάνα να εξηγήσει.
  «Τότε, τι;».
  «Απλά... έχω παρατηρήσει κάποια πράγματα, νομίζω πως κάποιος άλλο κρύβεται πίσω από όλα».
  Η Νοέλια εισέπνευσε βαθιά για να ηρεμίσει. Ένα κόμπος έφραζε πλέον τον λαιμό της, εμποδίζοντας τις λέξεις να ακουστούν.
  «Πες μου όλα όσα ξέρεις, σε παρακαλώ» κατάφερε να ψελλίσει.
  Η Λάνα κούνησε το κεφάλι της θετικά. «Εντάξει» είπε, «για αρχή, δεν ξέρω κατά πόσο είναι σημαντικό, αλλά λίγο πριν έρθεις εσύ εδώ, ο Λεονάρντο είχε τακτικές επισκέψεις από ένα άντρα».
  Η καρδιά της Νοέλια κλότσησε δυνατά μέσα στο στήθος της. «Έναν άντρα;» ψιθύρισε καθώς το μυαλό της έτρεχε στη σκέψη του πατέρα της.
  «Ναι, ήταν μεγάλος, γύρω στα πενήντα με πενήντα πέντε, αδύνατος και πολύ μυστήριος θα έλεγα».
  «Είχε μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια;».
  «Ναι...».
  Η Νοέλια ένωσε να της κόβεται το οξυγόνο. Τα πάντα γύρω της έμοιαζαν να περιστρέφονται σε φρενήρη ρυθμό. Όχι, ο πατέρας της δεν θα της το έκανε ποτέ αυτό. Σίγουρα δεν κρυβόταν εκείνος πίσω από όλα. Δεν θα μπορούσε να εκδικηθεί την ίδια του την κόρη, σωστά; Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
  Στάθηκε όρθια, δίχως να πει τίποτα. Πλησίασε το ψυγείο και κοίταξε μια-μια τις φωτογραφίες.
  «Υπάρχουν άλλες φωτογραφίες του Λεονάρντο πριν ιδρύσει τον οίκο μόδας;» ρώτησε.
  Η Λάνα πρέπει να της απάντησε, αλλά εκείνη δεν πρόλαβε να ακούσει. Τα πόδια της λύγισαν και γλίστρησε στο πάτωμα. Όλα έγιναν αμέσως μαύρα.

Δέσποινα Χρ.