Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 13) - "Δεξιοτέχνης στο Τόξο"

Κίεβο, Ιανουάριος 1017

Η Αναστασία το είχε πάρει πια απόφαση: θα κατασκόπευε τη Ναντέζντα.
Η θεραπαινίδα της είχε αποκτήσει τη συνήθεια να εξαφανίζεται για ώρες και να αργεί να παρουσιαστεί για τα καθήκοντά της. Και κανείς δε φαινόταν να έχει ιδέα για το πώς περνούσε αυτό τον χρόνο.

Αν αυτό ήταν το μόνο παράδοξο πάνω της, η Αναστασία πιθανότατα δε θα είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Όμως, αν το συνδύαζες μ’ εκείνη την επεισοδιακή έκρηξη θυμού, και τα γεγονότα της παραμονής των Χριστουγέννων, είχε κάθε λόγο να πιστεύει   πως η ζωή της Ναντέζντα ήταν ένας ιστός από μυστικά και ψέματα.
Είχε ακούσει φυσικά ότι ο Μεγάλος Πρίγκιπας είχε χορέψει μαζί της και ότι εκείνη υποκλίθηκε ευγενικά και αποχώρησε σαν κυνηγημένο ελάφι! Δεν ήταν λογική συμπεριφορά. Η Ναντέζντα ήταν μια κοπέλα ταπεινής καταγωγής και, όπως η ίδια είχε επισημάνει, μόνη της έννοια ήταν να αποκτήσει χρήματα και να ξεφύγει από την κατάντια και την μιζέρια. Γιατί λοιπόν να μην εκμεταλλευτεί το ορατό ενδιαφέρον του ηγεμόνα; Η εύνοια του, έστω και για μια νύχτα θα ήταν ικανή να λύσει πολλά από τα προβλήματά της. Γιατί δεν άδραξε την ευκαιρία; Κάθε άλλη στη θέση της αυτό θα έκανε! Ίσως ήταν υπερβολικά αξιοπρεπής και συνεπής στις αρχές για να ξεπουληθεί για τα χρήματα και την κοινωνική άνοδο, σκεφτόταν. Μα, μέσα της ήξερε πως δεν ήταν αυτή η αιτία.
Το πιο εξωφρενικό όμως, ήταν κάτι που η Αναστασία είχε μόλις αρχίσει να παρατηρεί. Το ύφος, οι τρόποι, το παράστημα της Ναντέζντα άρμοζαν σε γυναίκα με πολύ καλύτερη θέση στην κοινωνία. Περνώντας περισσότερο χρόνο μαζί της, διέκρινε ότι παρόλο που εκτελούσε όλα της τα καθήκοντα με αξιοπρόσεκτη χάρη και αρχοντιά, το βλέμμα της έκρυβε μια μόνιμη εχθρότητα, ένα σιωπηλό μίσος. Παρατηρώντας την να κάνει το ένα θέλημα μετά το άλλο, χωρίς να παραπονιέται ποτέ, διαισθανόταν την αποστροφή της για όλους και για όλα. Λες και η θέση που κατείχε στο μεγάλο κάστρο την υποβίβαζε με κάποιον τρόπο. Λες και είχε γεννηθεί για κάτι απείρως καλύτερο.
Από την άλλη, μπορεί να είχε περάσει τόσες ώρες μελετώντας το πρόσωπο και τις αντιδράσεις της, που τελικά, είχε αρχίσει να φαντάζεται πράγματα.
Απ’ όσες πλευρές κι αν εξέταζε το ζήτημα, κατέληγε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: δεν ήξερε καθόλου τη Ναντέζντα και δεν μπορούσε με καμία δύναμη να αποκωδικοποιήσει τα κίνητρα και τις ενέργειές της.
Είχε απαυδήσει μ’ αυτή την κατάσταση. Είχε απαυδήσει με την Ναντέζντα. Δεν είχε όμως, την παραμικρή ιδέα για το πώς να την αναγκάσει της μιλήσει με ειλικρίνεια. Κι όμως, δε θύμωνε μαζί της˙ περισσότερο πικραινόταν που η Ναντέζντα δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί της το βάρος που κουβαλούσε στην ψυχή της.
Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ένιωθε τόσο άνετα, τόση ασφάλεια μαζί της, κι ούτε είχε πρόθεση να αναλύσει τα συναισθήματά της. Ήθελε απλά να γίνει φίλη της.  Εντούτοις, η Ναντέζντα δε συμμεριζόταν τις απόψεις της. Η στάση της απέναντι στη Αναστασία ήταν αρνητική και απορριπτική ή –στην καλύτερη περίπτωση– αδιάφορη. Κι εκείνη δεν καταλάβαινε το λόγο. Της φερόταν πάντοτε ζεστά και ευγενικά, ποτέ δεν την αντιμετώπισε ως υπηρέτρια και συγχωρούσε όλα της τα ατοπήματα. Γιατί λοιπόν, αρνιόταν να της ανοίξει την καρδιά της;
Ώσπου, τελικά το αποφάσισε: θα την κατασκόπευε, για να δει πού στο καλό εξαφανιζόταν. Ίσως έτσι έφτανε ένα βήμα πιο κοντά στο να ξεμπλέξει το κουβάρι με τα ψέματά και μυστικά της.
* * *
Η Ναντέζντα φυσικά, κάθε νύχτα έβγαινε από το κάστρο και πήγαινε, να εξασκηθεί στην τοξοβολία. Το ίδιο έκανε και απόψε, χωρίς να αντιληφθεί ότι η Αναστασία παρακολουθούσε το κάθε της βήμα.
Η κοπέλα είχε αρχίσει να φοβάται, που είχαν μπει τόσο βαθιά μέσα στο δάσος. Ανακουφίστηκε σαν την είδε να σταματά, μα η ανακούφισή της δε διήρκησε πολύ.    Την είδε να βγάζει ένα τόξο και μια φαρέτρα από τον σάκο που είχε  στον ώμο της και σάστισε. Μαρμάρωσε και την παρατήρησε να ρίχνει το ένα βέλος μετά το άλλο με σβελτάδα και ακρίβεια. Η ευκολία με την οποία χειριζόταν το όπλο την έκανε να απορεί. Αυτό έκανε κάθε φορά που έφευγε από το κάστρο; Μα ήταν γυναίκα! Και μάλιστα ταπεινής καταγωγής! Πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα;
Αποφασισμένη να την αντιμετωπίσει επιτέλους, την πλησίασε. «Ναντέζντα τι κάνεις;», φώναξε.
Η θυγατέρα της Ρογκνέντα τα ‘χασε, σαν την άκουσε. Γύρισε μεμιάς και την είδε να στέκεται μπροστά της και να την κοιτά κατάματα, με την απορία χαραγμένη στο βλέμμα.
Αιφνιδιάστηκε. Δεν ήξερε τι να της πει. Ανησύχησε που η Αναστασία είχε μάθει ένα από τα μυστικά της, την έκανε να νιώθει ευάλωτη, συναίσθημα που δεν καλωσόριζε. Μετά όμως  θύμωσε. Ποιο είναι το πρόβλημά της και δε μ’ αφήνει σε ησυχία; Ας μάθει να κοιτάζει τη δουλειά της…
«Τι σου φαίνεται ότι κάνω;», αντιγύρισε, εριστικά.
«Ρίχνεις βέλη σ’ ένα δέντρο.», απάντησε διστακτικά.
«Τότε, αυτό κάνω.»
Η Αναστασία αναστέναξε με την απάθειά της. «Δεν εννοούσα αυτό, προφανώς.»
«Για πες, τι εννοούσες;»
Η νεώτερη κοπέλα είχε μείνει κατάπληκτη. Δεν περίμενε με τίποτα τέτοια αντίδραση. Κάτι δεν έπρεπε να της ξεφύγει πάνω στην ταραχή της; Μα, για ποια ταραχή μιλούσε; Η Ναντέζντα στεκόταν και την κοιτούσε με εκνευριστική ανωτερότητα, ψυχρότερη κι από παγόβουνο. Η Αναστασία πίστεψε ότι το να τη βρει κανείς απροετοίμαστη ανήκε στη σφαίρα του εξωπραγματικού. Έτσι, αποφάσισε να τη ρωτήσει ευθέως.
«Απάντησε μου μόνο αυτό. Για ποιο λόγο ήρθες στο παλάτι;»
«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά.»
Ήταν απίστευτη! Θα μπορούσε να συνεχίσει το διάλογο για ώρες και θα έβρισκε πάνα τρόπο να αποκρίνεται με μισόλογα και να υπεκφυγές. «Δε νομίζω ότι ήσουν ειλικρινής τότε.», είπε μέσα από τα δόντια.
«Σοβαρά ε; Αυτό είναι πρόβλημα…»
«Κάπως έτσι…», αποκρίθηκε η Αναστασία κουρασμένη από τη συζήτηση που δεν έβγαζε πουθενά.
«Κοίταξε πως έχει η κατάσταση, Αναστασία. Είσαι αρκετά έξυπνη, μπορείς να  βρεις και μόνη σου την απάντηση. Εγώ δεν πρόκειται να σου πω τίποτα. Και να ‘θελα, πολύ απλά δε θα με πίστευες!»
«Αυτό ήταν; Τίποτε άλλο;», ρώτησε η Αναστασία αποσβολωμένη.
Μα, δεν μπήκε καν στον κόπο να της απαντήσει. Η Ναντέζντα της γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατά ακόμα βαθύτερα μέσα στο δάσος με ταχύ βηματισμό. Η νεαρή αρχόντισσα εξοργίστηκε με την συμπεριφορά της. Δεν μπορούσε όμως ν’ αντιδράσει. Τι να ‘κανε; Ήθελε να την περιφρονήσει και να μην απαντήσει στις ερωτήσεις της. Δικαίωμα της. Το μόνο που της έμενε ήταν να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Η Ναντέζντα δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω παρά πολύ αργότερα, όταν θα είχε πια ηρεμήσει. Όμως, το ξαφνικό ουρλιαχτό που έσκισε τη σιωπή μετά από κάποια λεπτά την έκανε να αλλάξει γνώμη. Ήταν η Αναστασία που φώναζε βοήθεια.
Δίχως δεύτερη σκέψη, έτρεξε να τη βοηθήσει. Το θέαμα που αντίκρισε, όταν επέστρεψε στο ξέφωτο, την ανάγκασε να καρφωθεί στη γη από τον τρόμο και την έκπληξη. Η Αναστασία ήταν πεσμένη στο χώμα, ένας άντρας της κρατούσε το στόμα κλειστό κι άλλοι δύο πάλευαν να της κλέψουν τα κοσμήματα που φορούσαν. Τα χρυσά της βραχιόλια όμως, δεν έβγαιναν και γι’ αυτό καθυστερούσαν. Όταν όμως, είδε τον έναν απ’ αυτούς να σηκώνει το σπαθί του και να ετοιμάζεται να καταφέρει ένα χτύπημα στο ανυπεράσπιστο κορίτσι, ο φόβος της, θαρρείς, εξαερώθηκε.
Η Ναντέζντα με αστραπιαίες κινήσεις τέντωσε τη χορδή του τόξου κι έστειλε ένα θανατηφόρο βέλος που έσκισε το λαιμό του. Κι έπειτα άλλα τρία που τον λάβωσαν στο θώρακα. Όταν ο σύντροφός του, σοκαρισμένος, τον είδε να πέφτει γεμάτο ανοιχτές πληγές στο χώμα, δεν έχασε χρόνο μα κατευθείαν όπλισε το τόξο του και προσπάθησε να της επιτεθεί. Μα, εκείνη ήταν πιο γρήγορη, και προτού το καταλάβει, είχε πέσει νεκρός δίπλα του.
Ο τρίτος ληστής, αυτός που κρατούσε τη Αναστασία, τρομαγμένος από εκείνη τη γυναίκα που οπλισμένη με το θανάσιμο τόξο, έμοιαζε με άγγελο θανάτου, παράτησε το θύμα του και το έβαλε στα πόδια. Μα, η Ναντέζντα είχε περάσει ήδη τρία βέλη στο τόξο της και τα έριξε πάνω του. Βρέθηκαν το ένα κάτω από το άλλο κατά μήκος της πλάτης του, και προτού κάνει άλλο ένα βήμα, σωριάστηκε στα χόρτα.
Δεν πρόλαβε όμως, να νιώσει ευχαρίστηση ή ανακούφιση για την επιτυχία της. Την ίδια στιγμή ένας βέλος εκτοξεύτηκε προς την κατεύθυνση της Ναντέζντα και τη βρήκε στον αριστερό ώμο. Οι τρεις ληστές δεν δρούσαν μόνοι, είχαν συνεργούς κρυμμένους στην ασφάλεια των πυκνοφυτεμένων δέντρων.  Το κύμα του πόνου, συντάραξε τη Ναντέζντα, και για μια στιγμή έχασε την ισορροπία της. Γρήγορα συνειδητοποίησε την επικινδυνότητα της κατάστασης. Δεν μπορούσε να μείνει εκεί εκτεθειμένη˙ θα την σκότωναν. Αμέσως λοιπόν,  άρχισε να τρέχει προς τη Αναστασία.
«Άσια τρέχα!», της φώναξε, καθώς την πλησίαζε, μα η κοπέλα δεν έδειξε να την ακούει.
Στο διάστημα μέχρι να φτάσει δίπλα της, περισσότερα βέλη εξαπολύθηκαν εναντίον της, μα ευτυχώς κανένα δεν τις πλήγωσε. Τότε είδε πως η Αναστασία είχε παραλύσει. Ήταν ακίνητη με το βλέμμα απλανές, καρφωμένο στα αιμόφυρτα πτώματα γύρω της. Ο παγωμένος τρόμος που την είχε κατακλύσει ήταν ό,τι πιο έντονο είχε ζήσει στη ζωή της, πρώτη φορά στη ζωή της ερχόταν τόσο κοντά με το θάνατο. Δεν είχε βγάλει καμία κραυγή, είχε απλά μαρμαρώσει.
Η Ναντέζντα γονάτισε δίπλα της και την ταρακούνησε γερά, ενώ συνέχισε να της φωνάζει να σηκωθεί. Δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει στη μοίρα της. Εν τω μεταξύ τα βέλη εξακολουθούσαν να έρχονται, κι ένα χτύπησε τη Ναντέζντα στον αριστερό μηρό. Ούρλιαξε από τον πόνο, μα δε θα του επέτρεπε να της αποσπάσει την προσοχή. Επιστράτευσε την ατσάλινη θέληση της και το υπέμεινε. Η Αναστασία δεν τραυματίστηκε από καθαρή τύχη, αφού δεν αντέδρασε στις φωνές της. Μόνο όταν ένα βέλος πέρασε ξυστά από το μάγουλό της, ανέκτησε την επαφή της με το περιβάλλον.
Στηρίχτηκε στη Ναντέζντα και σηκώθηκε. Μόλις η δεύτερη βεβαιώθηκε ότι μπορούσε να σταθεί και ότι δεν είχε πληγωθεί, την άρπαξε από το χέρι κι άρχισαν να τρέχουν βαθιά μέσα στην ασφάλεια του δάσος.
Προτού περάσει πολλή ώρα όμως, ξαφνικά σταμάτησε˙ μπορούσε ν’ ακούσει βαριά βήματα να τις ακολουθούν κατά πόδας. Οι αλήτες τις κυνηγούσαν. «Άσια, θέλω να μείνεις ήρεμη και από εδώ και στο εξής να μη μιλήσεις, να μην αντιδράσεις απότομα σε ό,τι κι αν δεις και να κάνεις ό,τι σου λέω ακριβώς. Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
Το κορίτσι ακόμα σε σοκ, μονάχα ένευσε. Της ήταν αρκετό. Αμέσως την τράβηξε και κρύφτηκαν πίσω από δυο πεύκα λίγο πιο πέρα. Ήταν φυτεμένα το ένα ακριβώς δίπλα στο άλλο, έτσι που οι κορμοί ήταν σχεδόν κολλημένοι. Έτσι θα κέρδιζαν χρόνο προτού τις ανακαλύψουν και θα ήταν προστατευμένες από τα εχθρικά βέλη.
«Ναντέζντα, Ναντέζντα θα πεθάνουμε.», τραύλισε η Αναστασία.
«Σκάσε, σου είπα. Θα μας ακούσουν!», γρύλισε απειλητικά μέσ’ απ’ τα δόντια της. «Μπορεί να είναι κοντά…», συμπλήρωσε ψιθυριστά. Δεν μπορούσε να νοιαστεί για τα αισθήματά της εκείνη την στιγμή, προείχε η επιβίωσή τους. Άλλωστε η αδράνειά της κόντεψε να της στοιχήσει τη ζωή.
«Τους σκότωσες!», αναφώνησε το κορίτσι.
«Ακριβώς.», δήλωσε με απάθεια η Ναντέζντα. «Αν δεν το είχα κάνει, εσύ θα ήσουν νεκρή. Αυτό ήθελες;»
Η Ναντέζντα όπλισε και περίμενε. Όποιος τις πλησίαζε θα κατέληγε, όπως και οι προηγούμενοι νεκρός, όχι διαφορετικός από τα θηράματα του κυνηγιού.
«Κοίτα!», ψέλλισε η Αναστασία, πάλλευκη από το φόβο. Ανάμεσα από τα δέντρα ξεπρόβαλε ένας μαυροφορεμένος. Είχε λαχανιάσει από το κυνηγητό και κοντοστάθηκε για να ξαναβρεί την αναπνοή του. Στηρίχτηκε σ’ ένα δέντρο για να ξεκουραστεί, μόλις λίγα μέτρα μακριά τους. Η πλάτη του ήταν στραμμένη  προς το μέρος τους, ούτε καν κοίταζε προς την κρυψώνα τους.
Τέλος χρόνου. Η Ναντέζντα συγκέντρωσε το κουράγιο, και τις δυνάμεις της. Παρά τον πόνο από τις πληγές της τέντωσε τη χορδή του τόξου κι έστειλε ένα βέλος που όμως καρφώθηκε στο μηρό του. Αστόχησε. Ο άντρας ξαφνιασμένος τραβήχτηκε από τον κορμό, προσπαθώντας να διακρίνει από πού είχε έρθει το βέλος. Χωρίς να  αποθαρρύνει από τη στιγμιαία αποτυχία της, τόξευσε ξανά, κι αυτή την φορά τον λάβωσε κατευθείαν στην καρδιά. Έριξε κι άλλα δυο βέλη, για να βεβαιωθεί ότι δε θα επιζούσε.
Τα δύσκολα όμως, τώρα άρχιζαν. Ο σκοτωμένος θα πρόδιδε τη θέση τους κι έτσι οι σύντροφοί του θα ήταν πολύ προσεκτικοί όταν θα έφταναν έστω και λίγο κοντά τους, ώστε να αποφύγουν τα βέλη της. Ήταν βέβαιη πως δεν ήταν ο τελευταίος, γιατί μόνος του δε θα μπορούσε να τους είχε ρίξει τόσα βέλη, νωρίτερα.
Κι όντως, δε γελάστηκε. Δύο ακόμη εμφανίστηκαν από μακριά. Περπατούσαν με προφύλαξη, χωρίς ν’ αφήνουν την κάλυψη των δέντρων, κρατώντας κοφτερά ξίφη στα χέρια τους. Είχαν δει τι μπορούσε να κάνει αυτή. Όμως, δε θα άφηναν μια γυναίκα να τους ξεπαστρέψει όλους. Θα την σκότωναν την τσούλα.
Η Ναντέζντα κατάλαβε μεμιάς πως δε θα ήταν εύκολο να τους πετύχει. Όχι, με τα δέντρα στη μέση. Το μοναδικό της πλεονέκτημα ήταν ότι δεν την έβλεπαν, μα ήταν άραγε αρκετό; Παίρνω μια βαθιά αναπνοή και απαγορεύω στον εαυτό μου να λιποψυχήσει. Δύο οπλισμένοι άντρες έρχονται για να μας σκοτώσουν, δεν έχω την πολυτέλεια να καταρρεύσω. Πρέπει να μείνω ψύχραιμη. Αν καλωσορίσω  το φόβο, είμαστε χαμένες.
 Οι άγνωστοι εχθροί πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Η Ναντέζντα με παροιμιώδη ψυχραιμία πέρασε το επόμενο στη χορδή του τόξου. Μπορούσαν να έρθουν αν ήθελαν, ήταν έτοιμη. Έπρεπε απλά να περιμένει την κατάλληλη στιγμή˙ ούτε να βιαστεί, ούτε να καθυστερήσει και προπάντων, να μην αστοχήσει. Δε θα είχε παρά λίγα δευτερόλεπτα στη διάθεσή της˙ οι βολές έπρεπε να είναι άψογες.
Τέντωσε τη χορδή, και επικεντρώθηκε στο στόχο. Η αεικίνητη ματιά της ακολουθούσε την κάθε τους κίνηση, το κάθε τους βήμα. Και τότε για μια στιγμή ο ένας τους βρέθηκε εκτεθειμένος. Μόνο για μια στιγμή, που ήταν όμως αρκετή.  Το βέλος εκτοξεύτηκε ακαριαία και διαπέρασε κατευθείαν το λαιμό του μαυροντυμένου. Ο σύντροφός του ξαφνιάστηκε, κι έβγαλε μια ιαχή, μα προτού προλάβει ν’ αντιδράσει βρέθηκε κι εκείνος νεκρός.
Εντούτοις, η Ναντέζντα δε χαλάρωσε, αλλά πέρασε κατευθείαν το επόμενο βέλος στη χορδή και στόχευσε. Δεν μπορούσε να ξέρει αν υπήρχαν κι άλλοι δολοφόνοι κρυμμένοι ανάμεσα στα κωνοφόρα, γι’ αυτό έπρεπε να είναι έτοιμη.
Ξαφνικά, είδε μια σκιά ανάμεσα στα έλατα και τα πεύκα και έριξε ένα βέλος σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Μια κραυγή πόνου απέδειξε ότι τον είχε πετύχει, μα η Ναντέζντα δεν ήταν σε θέση να πόσο άσχημα ήταν πληγωμένος ή αν ήταν σε θέση να αμυνθεί.
Την επόμενη φορά πέρασε συγχρόνως τρία βέλη στη χορδή του τόξου.  Αφού πέρασαν ένα, δυο λεπτά αντιλήφθηκε άλλη μια σκιά, η οποία κινούταν προς το μέρος που είχε εντοπίσει την προηγούμενη. Ήταν ωραίο να βλέπει κανείς να υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσα στους συντρόφους. Τι κρίμα, που αυτό θα γινόταν αιτία να τερματιστεί η ζωή του. Η Ναντέζντα τόξευσε τα τρία βέλη και τελικά, είδε το κεφάλι ενός πτώματος μ’ ένα βέλος καρφωμένο στο μάτι, κι ένα στο λαιμό.
Για λίγο τίποτε δε συνέβη. Ίσως όλοι τους να ήταν νεκροί, ίσως να υπήρχε κάποιος που να περιμένει να κάνει η ίδια το λάθος και ν’ αφήσει τη θέση της. Τι θα έκανε λοιπόν; Βρισκόταν σε αδιέξοδο. Τόσο βυθισμένη ήταν στις σκέψεις της και στην προσπάθεια της να κρατήσει την ίδια και τη Αναστασία στη ζωή που δεν αντιλήφθηκε την απουσία της δεύτερης. Η Αναστασία πιστεύοντας ότι η τύχη τους είχε τελειώσει, αποφάσισε να γυρίσει πίσω να ζητήσει βοήθεια. Κακώς.
Η απεγνωσμένη της κραυγή διέκοψε απότομα τους συλλογισμούς της Ναντέζντα. Στράφηκε προς το μέρος της και την είδε να παλεύει να ξεφύγει από τη θανάσιμη λαβή, ενός ογκώδους, αγριωπού στην όψη άντρα. Η Ναντέζντα δεν έχασε χρόνο αμέσως του έριξε. Όμως δυστυχώς την ίδια στιγμή μετακινήθηκε παλεύοντας με τη Αναστασία και το βέλος καρφώθηκε σ’ ένα κορμό. Κανείς δεν αντιλήφθηκε την επίθεσή της.
Ήταν έτοιμη να προσπαθήσει και πάλι, όταν με τρόμο συνειδητοποίησε ότι είχε ξεμείνει από βέλη. Παγώνω, το τόξο μου πέφτει από τα χέρια. Με τους άλλους τα είχα βγάλει πέρα γιατί είχα το πλεονέκτημα να χτυπάω εξ αποστάσεως. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις ικανότητες μου χωρίς τα πολύτιμα βέλη μου. Μπροστά σ’ αυτό το γίγαντα, δεν  έχω καμιά ελπίδα. Δεν έχω καν ξίφος.  Πρώτα όμως θα μου πάρουν την ψυχή και μετά θα καταθέσω τα όπλα.
Ο εχθρός ήταν ψηλός, γιγαντόσωμος, και πολύ δυνατός. Είχε αδιαμφισβήτητα το πάνω χέρι. Γονάτισε την Αναστασία, την άρπαξε από τα μαλλιά, τέντωσε το λαιμό της κι ετοιμάστηκε να της πάρει το κεφάλι.  Τότε η Ναντέζντα θυμήθηκε το στιλέτο μέσα στην μπότα της. Έτρεξε για να φτάσει πιο κοντά και του πέταξε με δύναμη και ακρίβεια το μαχαίρι. Τον πλήγωσε στα πλευρά. Εκείνος βόγκηξε από τον πάνω και απελευθέρωσε τη δύσμοιρη Αναστασία. Τράβηξε το όπλο από την πληγή και γύρισε να κοιτάξει τη Ναντέζντα εμβρόντητος. Μία πύρινη, καταστροφική οργή τον πλημμύρισε. Αυτή ήταν η αιτία της βαριάς ήττας του. «Πουτάνα! Εσύ σκότωσες τους συντρόφους μου!», γρύλισε με τη βραχνή φωνή του.  Άφησε την Αναστασία να κείτεται στο έδαφος κι επικεντρώθηκε στον καινούργιο του στόχο, τη Ναντέζντα.
Αυτό ήθελε κι εκείνη. Να του τραβήξει την προσοχή και ν’ αφήσει ήσυχη την άμυαλη αδελφή της. Αμέσως το έβαλε στα πόδια για να τον αναγκάσει να την κυνηγήσει, το οποίο κι έκανε. Αν έφτανε κοντά σ’ ένα απ’ τα πτώματα τότε θα αποκτούσε ένα όπλο για να τον αντιμετωπίσει. Η μάχη θα ήταν λιγότερο άνιση.
Ο διώκτης της την έφτασε ακριβώς όταν πήρε στα χέρια της ένα σπαθί. Προετοιμασμένη, του επιτέθηκε πρώτη. Ήξερε ότι δεν ήταν τόσο δυνατή, ούτε τόσο εξοικειωμένη στη ξιφομαχία. Ήταν όμως γρήγορη και ευέλικτη, ίσως είχε μια ευκαιρία, αν τον αιφνιδίαζε.
Ο αντίπαλος όμως, αποδείχτηκε ικανότατος. Με ευκολία, απέκρουσε τα απανωτά χτυπήματά της και διέκρινε πως δεν ήταν και τόσο έμπειρη. Πήρε θάρρος κι έκανε μια δυνατή επίθεση στην αριστερή της πλευρά που ήταν αφύλακτη. Η Ναντέζντα δεν ήταν αρκετά επιδέξια για να τον αποφύγει κι ένιωσε τη λεπίδα του να κόβει τη σάρκα της, με την ίδια ευκολία που το μαχαίρι αλείμματος μπήγεται στο φρέσκο βούτυρο. Την είχε τραυματίσει στην κοιλιά. Οξύς και αβάσταχτος πόνος την κατέβαλε, κυρίευσε τις σκέψεις της. Ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να πάψει να μάχεται. Να κλείσει τα μάτια της και να παραδοθεί σε μια λυτρωτική χαύνωση, που θα έκλεινε της πληγές της. Όμως, το ένστικτο επιβίωσης ήταν πιο ισχυρό.
Άφησε το ξίφος να της πέσει απ’ τα χέρια, κι ο ληστής πίστεψε ότι νικήθηκε. Περίμενε να σωριαστεί από στιγμή σε στιγμή στο χώμα. Εκείνη όμως συγκέντρωσε τα τελευταία αποθέματα σωματικής δύναμης και τον κλώτσησε στ’ αχαμνά. Ο επίδοξος δολοφόνος δεν περίμενε τη σφοδρότητα της επίθεσης. Τον εξόργισε περισσότερο.
Έπειτα έσκυψε για να πάρει πάλι το σπαθί. Ετοιμάστηκαν κι οι δυο για την τελευταία φονική επίθεση. Έσφιξαν καλά τα όπλα στα χέρια τους και κοιτάχτηκαν κατάματα, προσπαθούσαν να ζυγιάσουν ο ένας τις άμυνες του άλλου. Είχαν δώσει όλο τους το είναι σ’ αυτή τη μάχη. Κι έτσι, κανείς τους δεν συνειδητοποίησε την παρουσία του τρίτου ανθρώπου ανάμεσά τους. Μα, δεν άργησαν.
Ως εκ θαύματος, ένας πίδακας άλικου αίματος ξεχύθηκε, το κεφάλι του άγνωστου ληστή αποκόπηκε από το σώμα του κι έπεσε στο φόρεμα της Ναντέζντας, αφήνοντας ένα μεγάλο λεκέ από αίμα. Το σώμα του ακολούθησε, σωριάστηκε στο χώμα σαν άψυχη κούκλα, βάφοντάς το πορφυρό.
Η Ναντέζντα είχε σοκαριστεί από την ξαφνική εμφάνιση του άντρα εκείνου. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν τα ακριβά του ρούχα. Η  σμαραγδένια φορεσιά, με τα χρυσά κουμπιά, το μαύρο παντελόνι, οι μαύρες μπότες. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος. Στο χέρι κρατούσε ένα σπαθί με μια λεπίδα κατακόκκινη, που έσταζε αίμα. Της έτεινε το χέρι. Κι εκείνη του έδωσε το δικό της. 
Τότε σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το πρόσωπό του. Τα μάτια του είχαν μια σπάνια απόχρωση, ανάμεσα στο γκρίζο και το γαλανό. Έρχονταν σε αντίθεση με τα μαύρα, σαν φτερά κόρακα μαλλιά του. Ήξερε καλά ότι άλλαζαν ανάλογα με το φως και την εποχή. Το φθινόπωρο και το χειμώνα ήταν γκρίζα, σχεδόν διάφανα. Ενώ το καλοκαίρι και την άνοιξη έπαιρναν ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα, όμοιο με το χρώμα τ’ ουρανού. Μάτια που θα αναγνώριζε οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή.
Ένα κύμα αναμνήσεων τη χτύπησε. Ένας ορμητικός καταρράκτης που ισοπέδωσε όλες τις άμυνες της.
Ξαφνικά όλα ζωντανεύουν σε αναλαμπές.
Ο ουρανός βαμμένος πορφυρός. Φωτιά και αίμα παντού. Τη μια στιγμή όλα ήταν απλά, φυσιολογικά. Την επόμενη; Όλεθρος. Τρομακτικές  κραυγές πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα μαζί με την αποκρουστική μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Το σκοτεινό δάσος, η μόνη ελπίδα διαφυγής. Μα δεν μπορώ να κάνω τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που καίγονταν ζωντανοί να σωπάσουν.
Βήματα ακούγονται Ένα οπλισμένο αγόρι εμφανίζεται.
«Μη φοβάσαι, δε θα σε πειράξω.»
Και μετά; Το απόλυτο κενό.
Πίσω στο παρόν τον κοιτάζω, και δεν μπορώ να διανοηθώ ότι τον κοιτάζω. Ο κόσμος μου σπάει σε κομμάτια για άλλη μια φορά.
Πρέπει να ηρεμήσω, πρέπει να συγκεντρωθώ, και προπάντων να μη χάσω την ψυχραιμία μου. Κι όμως, μόνο το άγγιγμά του, μου ανακατεύει τα σωθικά.

Η προδοσία γεννά ένα μίσος το οποίο είναι αδύνατο να σβηστεί.

Σοφία Γκρέκα