Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 18)


Η καρδιά της Νοέλια σταμάτησε να χτυπάει... τα πόδια της λύγισαν και βρέθηκε πεσμένη στο χώμα με μάτια γεμάτα δάκρυα. Λέξεις έβγαιναν από το στόμα της. Απροσδιόριστες εκφράσεις γλιστρούσαν από τα χείλη της. Είχε τρομοκρατηθεί από της πυροβολισμούς που ήχησαν πριν λίγα δευτερόλεπτα. Δεν μπορούσε να επαναφέρει τον εαυτό της. Ο φόβος την κατέτρωγε. Φόβος μήπως ο Λεονάρντο ήταν ο στόχος των πυροβολισμών. Φόβος μήπως οι σφαίρες είχαν διαπεράσει το δικό του σώμα. Φόβος μήπως ήταν νεκρός. Φόβος μήπως εκείνη ήταν η αιτία. Αν ο πατέρας της είχε σκοτώσει τον Λεονάρντο εξαιτίας της, δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της. Θα ζούσε για πάντα με της τύψεις. Η θλίψη και η δυστυχία που πέρασε όσο έμεινε κοντά στον Λεονάρντο Μελέντεζ δεν θα ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που θα ζούσε μακριά του. Η απουσία του, η σκέψη του θανάτου του θα την βασάνιζαν ισόβια.
Τα δάκρυα κυλούσαν αβίαστα στα κόκκινα μάγουλά της, καταλήγοντας στο σκούρο χώμα. Δεν ήξερε πώς θα έδινε την απαραίτητη δύναμη στον εαυτό της για να σηκωθεί, αλλά ήξερε ότι πλέον δεν ένιωθε καθόλου ελεύθερη. Δεν είχε ανακτήσει την ελευθερία της. Αντιθέτως, είχε χάσει την ευκαιρία να δικαιωθεί και να αναδημιουργήσει τη ζωή της. Ίσως έπρεπε να μείνει εκεί και να αφήσει τον πατέρα της να κερδίσει αυτό για το οποίο είχαν καταστραφεί τόσες ζωές. Η καρδιά της μάτωνε. Δεν μπορούσε πλέον να αναγνωρίσει τον ίδιο της τον πατέρα. Πότε έγινε τόσο κακόβουλος και καταστροφικός; Η Νοέλια γνώριζε βέβαια ότι ο Σαντιάγκο Σαβιόνε είχε αφήσει εδώ και χρόνια την αλαζονεία, την υπεροψία και τον φθόνο να τον καταλάβουν. Είχε χάσει εδώ και πολύ καιρό κάθε καλό στοιχείο που παλαιότερα τον αντιπροσώπευε. Τα πλούτη και η φήμη τον είχαν αλλάξει εξ ολοκλήρου. Έπρεπε να ξέρει ότι ο άντρας που αποκαλούσε «πατέρα» είχε μετατραπεί πλέον σε ένα αλαζονικό κάθαρμα που δεν δίσταζε να καταστρέψει ακόμα και την ίδια του την κόρη για να επιτύχει τους  κακόβουλους σκοπούς του.

«Όχι» ψέλλισε. Η φωνή της ήταν σιγανή, αλλά η αποφασιστικότητά της μεγάλη. Δεν θα τον άφηνε να κερδίσει.
Σκούπισε τα μάτια της και με λίγη προσπάθεια κατόρθωσε να σταθεί πάλι στα πόδια της. Κοίταξε για μια στιγμή τη φωτογραφία και κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι. Θα έπαιρνε τις απαντήσεις που αναζητούσε. Τώρα έπρεπε απλά να αποδράσει με επιτυχία. Αν έφευγε από εκεί, ήξερε ακριβώς που έπρεπε να πάει.
Δεν κατάλαβε ούτε η ίδια πώς έφτασε έξω από τον οίκο μόδας Ριντέλ. Η έξοδός της από το δάσος έμοιαζε με θολή εικόνα στο μυαλό της. Έπειτα θυμόταν μόνο τον ταξιτζή να την παρατάει στα μισά της διαδρομής, όταν εκείνη τον πληροφόρησε ότι δεν είχε καθόλου χρήματα επάνω της. Πρέπει να περπάτησε γύρω στα τρία χιλιόμετρα, ώσπου κάποιο αυτοκίνητο επιτέλους σταμάτησε και ο οδηγός του προθυμοποιήθηκε να την πάει μέχρι τον οίκο.
Τώρα κοίταζε από μακριά το γνώριμο κτήριο, νιώθοντας ένα παράξενο σφίξιμο στο στήθος. Πριν δύο μήνες βρισκόταν εκεί μέσα, νομίζοντας πως η ζωή της είχε επιτέλους αρχίσει να βελτιώνεται. Πίστευε πως όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Κι ότι κάτι.. κάτι είχε ανακόψει τη συνηθισμένη ροή των γεγονότων και την είχε οδηγήσει σε μια νέα, δύσκολη περιπέτεια. Βρέθηκε σε ένα άγνωστο μέρος με έναν μυστήριο και επικίνδυνο άντρα που ισχυριζόταν ότι την είχε αγοράσει, λες και η ίδια αποτελούσε κάποιο φτηνιάρικο αντικείμενο. Την κατηγόρησε ότι ήταν κλέφτρα και την κράτησε κλειδωμένη μέσα σε ένα μονότονο δωμάτιο με τις σκέψεις της για συντροφιά. Και τώρα... μετά από δύο μήνες μαζί του, ήταν έτοιμη να παραδεχθεί στον εαυτό της ότι τον είχε ερωτευτεί. Είχε ερωτευτεί έναν απατεώνα, έναν ψεύτη για τον οποίο δεν γνώριζε απολύτως τίποτα. Διότι, αν το καλοσκεφτεί κανείς, η Νοέλια όλο αυτό το διάστημα της παραμονής της στη βίλα του, δεν είχε αποκομίσει καμία πληροφορία για τον Λεονάρντο. Εξακολουθούσε να της είναι της άγνωστος.
Η Νοέλια χαμήλωσε το κεφάλι στη θύμηση των πυροβολισμών. Τα μάτια της έτσουξαν απ’ τα δάκρυα. Και μόνο στη σκέψη ότι ο πατέρας της είχε βλάψει τον Λεονάρντο, ένιωθε την ανάγκη να καταστρώσει ένα σχέδιο εκδίκησης. Ήθελε να γευτεί τη δικαίωση μετά από όλα όσα είχε ζήσει εξαιτίας του. Ωστόσο, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δεν σκόπευε να δράσει με βάση το μίσος για να βρει την ελευθερία.
«Νοέλια;» μια γνώριμη φωνή την έβγαλε απότομα από της σκέψεις της. Σήκωσε αργά το βλέμμα της για να αντικρίσει τα καστανά μάτια της Μάριαν να την κοιτάζουν με έκπληξη και απορία. Η πρώην συνάδελφος της και κάτοχος της τρίτης θέσης στη λίστα των χειρότερων εχθρών της, την πλησίασε βιάστηκα και την άρπαξε από τον αγκώνα.
«Τι διάολο γυρεύεις εδώ;» τη ρώτησε και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της σκλήραναν αμέσως. Η έκπληξη και η απορία είχαν εξαφανιστεί πλέον από το πρόσωπό της, τώρα κυριαρχούσε μόνο η οργή.
Η Νοέλια ήταν υπερβολικά έκπληκτη για να αντιδράσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η Μάριαν είχε οργιστεί τόσο με την παρουσία της.
«Μίλα!» γρύλισε, ταρακουνώντας την δυνατά, λες και προσπαθούσε να τη συνεφέρει.
Η Νοέλια ανέκτησε αμέσως την αυτοκυριαρχία της και τράβηξε το χέρι της.
«Μη με ξανά ακουμπήσεις!» είπε το ίδιο οργισμένα με την εχθρό της. «Δεν σε αφορά το τι κάνω εδώ, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να ξέρεις! Μάλιστα, εκπλήσσομαι που με αναγνωρίζεις. Αν θυμάμαι καλά, εσύ δεν γνώριζες καμία με το όνομα Νοέλια Σαβιόνε. Υποτίθεται πως δεν δούλεψα ποτέ εδώ, σωστά;».
Η Μάριαν ξεροκατάπιε. Η αποφασιστικότητά της πήγε περίπατο. Δεν έπρεπε να τα είχε βάλει μαζί της.
«Πρέπει να φύγεις αμέσως» της είπε, καθώς τα μάτια της στρέφονταν δεξιά κι αριστερά, λες και έψαχνε για τυχόν παρουσίες που να παρακολουθούν τη σκηνή.
Η Νοέλια ίσιωσε του ώμους της και την κοίταξε σθεναρά. «Πρέπει να μιλήσω στον Στίβενσον» είπε.
«Αυτό δε γίνεται» της απάντησε σχεδόν αμέσως.
«Γίνεται. Εκείνος μου το ζήτησε». Ναι, έλεγε ψέματά της αλλά ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μπει στον οίκο μόδας, μιας και η πρώην συνάδελφός της δεν έμοιαζε πρόθυμη να της επιτρέψει τη είσοδο.
Η Μάριαν την κοίταξε καχύποπτα. Η αμφιβολία ήταν εμφανής στο πρόσωπό της. Η Νοέλια προσευχήθηκε σιωπηρά να αποδεχθεί την ψεύτικη δικαιολογία της.
«Δεν νομίζω πως ο κ. Στίβενσον θα σου επέτρεπε ποτέ ξανά την είσοδο στον οίκο. Όλοι έχουν μάθει για τις εγκληματικές σου πράξεις».
Η Νοέλια ένιωσε το σφίξιμο στο στήθος της να επανέρχεται σε χειρότερη μορφή. Τι εννοούσε με το εγκληματικές πράξεις;
«Δεν καταλαβαίνω, τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε με φωνή τρεμάμενη.
«Ο κ. Στίβενσον φρόντισε όλοι να μάθουν ότι ενώ σε εμπιστεύτηκε να τον εκπροσωπήσεις στη δημοπρασία, εσύ χρησιμοποίησες ψεύτικη ταυτότητα και προσπάθησες να κλέψεις τα σχέδια του ανταγωνιστή».
Ήταν σειρά της Νοέλια να ξεροκαταπιεί. Ήξερε πως η απουσία της έπρεπε να επεξηγηθεί. Φαντάστηκε το πρώην αφεντικό της να στήνει ολόκληρη πλεκτάνη για της όλοι θα προσποιούνταν ότι δεν βρέθηκε ποτέ στον οίκο μόδας Ριντέλ. Ωστόσο, η φαντασία της δεν ήταν τίποτα μπροστά στα ψέματα που είχαν ειπωθεί εις βάρος της.
«Όλα αυτά είναι ψέματα!» αναφώνησε. Ένιωθε την ανάγκη να ουρλιάξει.
Η Μάριαν χαμογέλασε. Φυσικά, το διασκέδαζε όλο αυτό.
Η Νοέλια έσφιξε της γροθιές της και της όρμησε πριν προλάβει να σταματήσει τον εαυτό της. Έπεσε πάνω της με αποτέλεσμα να βρεθούν κι οι δύο στο τσιμέντο. Άρχισαν να μαλλιοτραβιούνται και να τσιρίζουν η μια στην άλλη. Τα κοσμητικά επίθετα που ξέφευγαν από το στόμα της Νοέλια, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτά που της πετούσε η εχθρός της.
Θα της είχε ρίξει μια γερή γροθιά στο μάτι, αν δεν την τραβούσε κάποιος μακριά. Ένα ζευγάρι χέρια τυλίχτηκαν γύρω της και την ανάγκασαν να σταθεί πάλι όρθια.
«Τι διάολο συνέβη;» ρώτησε ο Στίβενσον, ο οποίος είχε μόλις καταφθάσει στον οίκο μόδας για να βρει δύο γυναίκες να μαλώνουν μπροστά στην είσοδο του, εξαπολύοντας η κάθε μία τα δικά της πυρά.
Η Μάριαν προσπαθούσε να ισιώσει την πλέον τσαλακωμένη φούστα της, ενώ η Νοέλια πάλευε να απομακρύνει μια ατίθαση τούφα από τα μάτια της. Καμία δεν έδωσε σημασία στην παρουσία του άντρα, αφού συνέχισαν να αγριοκοιτάζονται σιωπηλές.
Ο Στίβενσον γύρισε να κοιτάξει την άγνωστη γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά που στεκόταν δίπλα του. Δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει ποια ήταν, ώσπου τα πράσινα, σμαραγδένια μάτια της αντίκρισαν τα δικά του. Αυτόματα έκανε ένα βήμα πίσω.
«Νοέλια;» το όνομά της ξέφυγε απ’ τα χείλη του, τα οποία παρέμειναν για αρκετά δευτερόλεπτα ανοιχτά από την έκπληξη και την ταραχή.
«Βλέπω πως σήμερα με αναγνωρίζετε όλοι» είπε, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.
Ο άντρας την κοιτούσε ακόμη αποχαυνωμένος, ενώ η Μάριαν έδειχνε προβληματισμένη.
«Εμ... εγώ... τι γυρεύεις εδώ;» ρώτησε ο Στίβενσον, αφού κατάφερε να ξεπεράσει το πρώτο σοκ.
«Ήρθα να σου μιλήσω» του απάντησε, προτού σκύψει για να πιάσει τη φωτογραφία που της γλίστρησε κατά τον τσακωμό της με τη Μάριαν.
Τα μάτια και των δύο στράφηκαν αμέσως της τη φωτογραφία, την οποία η Νοέλια έσπευσε να καλύψει.
«Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε;» τον ρώτησε πιο έντονα, ελπίζοντας πως τα μάτια του θα άφηναν επιτέλους της φωτογραφία και θα επέστρεφαν σε εκείνη.
Ο Στίβενσον πρόλαβε να δει ένα κομμάτι της φωτογραφίας, λίγο από το πρόσωπό μιας όμορφης, μεσήλικης γυναίκας, πριν η Νοέλια την γυρίσει ανάποδα. Επανέφερε απρόθυμα το βλέμμα του σε εκείνη.
«Φυσικά» της απάντησε, υιοθετώντας το επαγγελματικό του ύφος. Έπρεπε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Στράφηκε προς τη Μάριαν.
«Εσύ γιατί δεν βρίσκεσαι στο πόστο σου;» τη ρώτησε αυστηρά.
Η νεαρή γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα και ζήτησε συγγνώμη. Αμέσως μετά υπάκουσε στη διαταγή του αφεντικού της και κατευθύνθηκε της το εσωτερικό του κτηρίου.
Ο Στίβενσον στράφηκε προς το μέρος τη Νοέλια. «Ακολούθησε με» της είπε.
Η Νοέλια έκανε ό,τι της είπε. Είχε έρθει η ώρα για τις απαντήσεις.
Δέκα λεπτά αργότερα, οι δυο της κάθονταν σε μια καφετέρια λίγο πιο κάτω από τον οίκο μόδας. Η Νοέλια πήγαινε συχνά εκεί παλαιότερα. Στα διαλύματά της συνήθιζε να πηγαίνει εκεί με την Έμμα. Έμμα... έπρεπε να μάθει και για εκείνη.
«Δηλαδή σε πλήρωσαν για να τα κάνεις όλα αυτά;» ρώτησε, δυσκολευόμενη να πιστέψει τα λεγόμενα του Στίβενσον.
«Ναι... μόνο που... Νοέλια... ο μόνος λόγος που σε προσέλαβα ήταν γιατί κάποιος μου υποσχέθηκε πολλά».
«Και δεν έχεις ιδέα ποιος ήταν;».
«Στην αρχή δεν ήξερα, έστελνε κάποιον εκπρόσωπο να κάνει όλη τη δουλειά. Όταν έμαθα το σχέδιο για τη δημοπρασία, αρνήθηκα. Είπα πως το μόνο που είχαμε συμφωνήσει ήταν να σε προσλάβω. Τον πίεσα να συναντηθούμε λέγοντας του πως ήταν ο μόνος τρόπος να με πείσει να δεχθώ. Τελικά συμφώνησε. Η συνάντηση μας έγινε μια βδομάδα πριν τη δημοπρασία. Ο άντρας αυτός, Νοέλια, ήταν ο πατέρας σου. Τουλάχιστον έτσι μου συστήθηκε, ως Σαντιάγκο Σαβιόνε».
Η Νοέλια πήρε μια βαθιά εισπνοή. Προσπάθησε να τιθασεύσει τον πανικό της. Ωστόσο, όλα αυτά την έκαναν να αισθάνεται άρρωστη.
«Δεν σου είπε γιατί τα έκανε όλα αυτά;» ρώτησε ξεψυχισμένα.
«Όχι, λυπάμαι».
«Και γιατί μου έστειλες το e-mail;».
Ο Στίβενσον αναδεύτηκε στη θέση του και την κοίταξε με απορία. «Ποιο e-mail;».
«Μου έστειλες χθες βράδυ ένα e-mail όπου μου έλεγες ότι ο Λεονάρντο έλεγε ψέματα και ότι επρόκειτο να με σώσεις».
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. «Δεν σου έστειλα τίποτα, κανένα e-mail».
Η καρδιά της Νοέλια κλότσησε δυνατά μέσα στο στήθος της. Άλλο ένα ψέμα. Τα χέρια της έσφιξαν δυνατά τη φωτογραφία τσαλακώνοντας την.
«Εντάξει. Το τηλεφώνημα σου; Σε ποια ανταλλαγή αναφερόσουν;».
«Ο Λεονάρντο μου είχε ζητήσει να έρθω στην επίδειξη μόδας. Εκείνος μου ζήτησε να προσποιηθώ  ότι δεν σε ξέρω. Κάναμε μια συμφωνία. Εγώ θα έλεγα ψέματα κι εκείνος θα μου έδινε μερικά από τα καινούργια του σχέδια μαζί με ένα φιλόδοξο χρηματικό ποσό».
Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. Ο Λεονάρντο ήταν σαν τον πατέρας της. Τόσο απατεώνας.
Η Νοέλια κούνησε το κεφάλι σε ένδειξη κατανόησης. Ήταν θυμωμένη με όλους. Με τον πατέρα της, με τον Λεονάρντο, με τον Στίβενσον... ακόμα και με τον ίδιο της τον εαυτό.
«Τι δουλειά είχες εσύ με την Έμμα;» ρώτησε έπειτα από λίγο. Ο Στίβενσον σχεδόν αναπήδησε μόλις άκουσε το όνομά της.
«Πώς ξέρεις για εμένα και την Έμμα;» τη ρώτησε σαστισμένος.
«Σας είδα» του αποκρίθηκε κοιτώντας τον σταθερά μέσα στα μάτια.
Ο άντρας ξεροκατάπιε και απομάκρυνε το βλέμμα του.
«Η Έμμα ήθελε να μάθει για εσένα» της είπε δίχως να την κοιτά, «έπρεπε να την πείσω ότι δεν είχα καμία ανάμειξη με την εξαφάνισή σου. Δεν είχε πειστεί με τη δικαιολογία ότι το έσκασες επειδή προσπάθησες να κλέψεις. Είχαμε τις... αντιπαραθέσεις, αλλά ευτυχώς... για εμένα...ο πατέρας σου της είπε ότι επέστρεψες σε αυτόν».
«Αποκλείεται να τον πίστεψε» είπε η Νοέλια, σίγουρη πως η φίλη της δεν θα αποδεχόταν τόσο εύκολα ένα τέτοιο ψέμα.
«Φαίνεται να έχει πειστεί πάντως».
«Μισό λεπτό... εσύ και η Έμμα... στο εστιατόριο... ω Θεέ μου, είστε μαζί;», δεν κατάφερε να κρύψει τη δυσαρέσκεια της για αυτή τη συνειδητοποίηση.
Ο Στίβενσον αναδεύτηκε αμήχανα στη θέση του και χαμήλωσε το βλέμμα δείχνοντας την ενοχή του.
«Πώς; Πώς συνέβη αυτό;».
«Δεν έχει σημασία πώς. Σημασία έχει ότι εκείνη είναι ο μόνος λόγος που σου αποκάλυψα τα πάντα».
Η Νοέλια έγνεψε.
«Χρειάζομαι μια τελευταία χάρη» του είπε, καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει. «Πρέπει να της μιλήσω».
Ο άντρας αποδέχτηκε το αίτημά της με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού.
Η Νοέλια δεν ευχαρίστησε τον Στίβενσον, παρά τις πληροφορίες και τη βοήθεια που της παρείχε. Ήξερε ότι δεν άξιζε ούτε τη συγχώρεσή της, αλλά όταν εκείνος την ρώτησε αν θα μπορούσε να εξιλεωθεί για της πράξεις του, εκείνη του απάντησε θετικά.
Τώρα, περπατούσε μόνη της το σπίτι της Έμμα, ανυπομονώντας να ξανά δει τη φίλη της και να ζητήσει τη βοήθειά της. Δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει πέρα από το να εκμυστηρευτεί τα πάντα σε εκείνη. Σκέφτηκε βέβαια να πάει στην αστυνομία και μιλήσει τουλάχιστον για της πυροβολισμούς, αλλά δεν το έκανε. Φοβόταν πολύ να δράσει κατά αυτόν τον τρόπο.
Ωστόσο, όταν ένα μαύρο αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια σταμάτησε μπροστά της και τρεις άντρες βγήκαν από μέσα έτοιμοι να την απαγάγουν, δεν έπαψε να κατηγορεί τον εαυτό της για τη δειλία της.
«Θα έρθεις μαζί μας» είπε ο ένας από πίσω της, πλησιάζοντάς την. Η Νοέλια πισωπατούσε ασυναίσθητα, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε να τρέξει αρκετά γρήγορα για να φτάσει στον οίκο μόδας Ριντέλ, μόλις δύο τετράγωνα πιο κάτω.
«Δεν πρόκειται» απάντησε σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις. Για κάποιο λόγο δεν φοβόταν καθόλου.
Ο άντρας φάνηκε να θυμώνει. Ανασήκωσε τη μπλούζα του, αφήνοντας σκόπιμα να φανεί το μαύρο πιστόλι που έκρυβε στη ζώνη του.
«Τζέικ!» μια αυστηρή φωνή, γνώριμη σε όλους τους παρευρισκόμενους έκανε τον άνδρα να κατεβάσει απότομα την μπλούζα του και να κάνει ένα βήμα πίσω, μακριά από τη Νοέλια.
«Να την βάλεις στο αυτοκίνητο είπα, όχι να την τρομάξεις».
Ο ήχος της φωνής του πλημμύρισε τη Νοέλια με ανακούφιση. Οι σφαίρες δεν είχαν βρει στόχο επάνω του. Ο Λεονάρντο ήταν εντάξει και έστεκε πλέον μπροστά της.
«Νοέλια...», τα μάτια του στάθηκαν πάνω της. Δεν έμοιαζε θυμωμένος. Το πρόσωπό του ήταν ουδέτερο.
Στέκονταν εκεί, ακίνητοι να κοιτάζουν ο ένα; τον άλλο για τουλάχιστον δέκα δευτερόλεπτα. Η Νοέλια ήταν έτοιμη να τρέξει, αν και δεν ήθελε να το βάλει πάλι στα πόδια. Τώρα είχε μάθει την αλήθεια και δεν τον φοβόταν.
Ο Λεονάρντο προχώρησε προς το μέρος της και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της. Τώρα έμοιαζε κάπως θλιμμένος.
Η Νοέλια πήγε να μιλήσει, όταν ξαφνικά εκείνος έσκυψε και την πήρε αγκαλιά. Εκεί, μπροστά σε όλους, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξαν κοντά του.
Αυτό που δεν είχε συνειδητοποιήσει εκείνη, ήταν ότι μέσα σε εκείνο το αμάξι, πίσω από αυτά τα φιμέ τζάμια βρισκόταν ο Σαντιάγκο Σαβιόνε.
Και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος.

Δέσποινα Χρ.