Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 18) - "Οδυνηρές Αναμνήσεις"

Κίεβο, Φεβρουάριος 1020

Τα λόγια που αντάλλαξε με τον Στεφάν εκείνο το πρωινό στην αγκαλιά του δάσους ολοένα γύριζαν στο μυαλό της καθαιρεμένης πριγκίπισσας. Κι ας είχαν περάσει μέρες από τότε.
Ο Σβιατοπόλκ ήταν απών. Να τον σκοτώσει, δεν μπορούσε, και να ήθελε. Τι της έμενε να κάνει πέρα από το να παραστήσει για άλλη μια φορά την απένταρη θεραπαινίδα της Αναστασίας;
Και να περιμένει. Να περιμένει να ξεδιαλύνουν τα συναισθήματα που μάχονταν μέσα της.

Ήθελε το Σβιατοπόλκ νεκρό, εύλογα˙ ήταν ο δολοφόνος του αδερφού της.
Όμως, η μόνη ζωή που ήταν διατεθειμένη να θυσιάσει ήταν η δική της˙ ο αδερφός της ήταν ένας υποδειγματικός κυβερνήτης και την είχε μάθει να έχει συμπόνια για το λαό και να μην αισθάνεται υπεράνω επειδή ήταν πριγκίπισσα. Εξάλλου, είχε και η ίδια της ζήσει ανάμεσα στους απλούς πολίτες˙ ήξερε από πρώτο χέρι τα βάσανα και τις έγνοιες τους.
Δεν μπορούσε να εκδικηθεί χωρίς να βλάψει αθώους; Όχι, σύμφωνα με τον Στεφάν.
Μα, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι λαός δυστυχούσε ακόμα και με το Σβιατοπόλκ στην εξουσία. Τι έπρεπε να κάνει λοιπόν; Είχε ανάγκη ένα καταλύτη. Ένα σημάδι που θα της έδειχνε τη σωστή κατεύθυνση. Μα, ήξερε ότι αυτά ήταν παραμύθια. Μόνη της έπρεπε να βρει τη λύση.
Εσύ είσαι η πριγκίπισσα. Εσύ βρες τη λύση.
Πριγκίπισσα…
Δεν ήταν πριγκίπισσα η Ναντέζντα. Όχι από τότε που έχασε το Γιαροσλάβ κι έχασε το σπίτι της.
Πήγαμε λοιπόν, και ζήσαμε στο Νόβγκοροντ. Οι δυο μας. Φτιάξαμε τη δική μας οικογένεια, μακριά από όλους τους άλλους.
Η κυριαρχία του αδερφού μου στην ηγεμονία του ήταν καλά εδραιωμένη. Ο λαός τον αγαπούσε γιατί ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που προσπάθησε πραγματικά ν’ αφουγκραστεί τις ανάγκες του. Το κάστρο του ήταν πάντοτε ανοιχτό για τους απλούς κατοίκους. Κι εγώ αγάπησα εκείνον τον ψυχρό τόπο, έγινε το σπίτι μου. σε αντίθεση με το Κίεβο που θα ήταν για πάντα συνδεμένο με την πιο πικρή ανάμνηση.
Και τα χρόνια περνούσαν. Το κυριότερο ήταν ότι ήμασταν μαζί. Μαζί, δεν είχαμε ανάγκη κανέναν.
Όμως, μετά το θάνατο του Ιζιασλάβ, ο Γιαροσλάβ ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Βλαντιμίρ και άρα αρκετά ψηλά στην ιεραρχία, ώστε να δημιουργήσει εχθρούς.
Πρώτος και καλύτερος, ο μισητός Σβιατοπόλκ που το 1010 έκανε τις πρώτες του προσπάθειες για την κατάκτηση της εξουσίας μια για πάντα. Βοηθούμενος από τον πεθερό του, έπαψε να πληρώνει το φόρο υποτέλειας και κήρυξε επανάσταση. Είχε διαλέξει την καλύτερη στιγμή, η Τσαρίνα Άννα ήταν άρρωστη βαριά και αργοπέθαινε, κι αυτό είχε συνταράξει το Βλαντιμίρ όσο τίποτε άλλο. Ίσως αν εκείνη ζούσε, αν ο Βλαντιμίρ δεν ήταν τόσο βαθιά πληγωμένος και ανίκανος ν’ αντιδράσει, να είχε μπορέσει ν’ ανακόψει νωρίτερα την πορεία του.
Ασφαλώς γνώριζε ότι δεν ήταν αρκετά ισχυρός να καταλάβει το Κίεβο, κι έτσι έβαλε στόχο το επόμενο καλύτερο βραβείο: το Νόβγκοροντ.
Ο αδερφός μου σύνταξε στρατό του και βάλθηκε να τον αντιμετωπίσει. Όμως, δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στην ορμητική δύναμη των Πολωνών που είχε μαζί του. Αναγκαστήκαν να οπισθοχωρήσουν και να οχυρωθούν πίσω από τα ψηλά τείχη της πόλης. Και η πολιορκία ξεκίνησε. Βαστάξαμε όσο μπορούσαμε. Η πείνα μας θέρισε όλους˙  μας είχαν αποκλείσει από κάθε δρόμο ανεφοδιασμού σε τρόφιμα αλλά και όπλα. Και φυσικά, εμείς, οι κάτοικοι του πέτρινου κάστρου, υποφέραμε το όσο και οι πολίτες. Το ίδιο όμως καταπονημένοι ήταν και οι πολιορκητές. Είχε μπει πια ο χειμώνας, που εκεί στα βόρεια σύνορα της χώρας είναι παγωμένος όσο πουθενά αλλού. Ήμασταν όλοι βέβαιοι πως δε θα άντεχαν άλλο, θα έφευγαν με την ουρά στα σκέλια, αδύναμοι μπροστά στις δριμείς καιρικές συνθήκες. Αλλά δε συνέβη έτσι  ακριβώς.
Μαζί τους ήταν ο βογιάρος Ραντοσλάβ. Αυτός είχε εξουσιάσει το Νόβγκοροντ πολύ καιρό πριν, αν και βραχύβια.  Ήξερε με ποιον τρόπο θα έμπαινε μέσα ο στρατός που ήθελε να μας κατασπαράξει.
Ήταν Δεκέμβρης του 1010. Εγώ μόλις είχα κλείσει τα δεκαέξι.
Κοιμόμουν βαθιά, όταν ξαφνικά με ξύπνησε ο Σλάβα. Ήταν ταραγμένος. Και μέσα σε μια στιγμή, κατάλαβα ότι αυτό που τρέμαμε όλοι είχε συμβεί. Ο Σβιατοπόλκ και ο Ραντοσλάβ πάτησαν την πόλη. Μπορούσα ν’ ακούσω τις ιαχές της μάχης και τα χτυπήματα μετάλλου πάνω σε μέταλλο, έξω από το κάστρο.
Μου φώναξε να σηκωθώ, κι εγώ παρά τις μαύρες φτερούγες του φόβου που είχαν ζώσει την καρδιά μου, έκανα ακριβώς ότι μου είπε. Μου φώναξε να τρέξω να σωθώ, εγώ όμως δεν θα έφευγα χωρίς εκείνον. Με άρπαξε από το χέρι και βγήκαμε μαζί από την πόρτα. Φτάσαμε σε μια πλαϊνή πόρτα και βρεθήκαμε έξω.
Τότε όμως, με άφησε. «Νάντια, αδερφούλα μου. Πρέπει να φύγεις! Να φύγεις, να σωθείς. Εγώ δεν μπορώ. Πρέπει να καταλάβεις. Αν είναι να πέσει αυτό το κάστρο, έχω χρέος να πέσω μαζί του. Αυτό σημαίνει να είσαι κυβερνήτης. Δεν κάνουμε πάντα αυτό που θέλουμε.»
Τα μάτια του έμοιαζαν γυάλινα. Με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυα, όμως δεν έχυσε ούτε ένα. Ήταν ένας πολεμιστής, γιος και εγγονός πολεμιστών. Ήξερε ποιο ήταν το καθήκον του και δε φοβόταν. Μόνο για μένα ανησυχούσε. Με έσφιξε πάνω του κι άκουσα καθαρά τους γρήγορους παλμούς της καρδιάς του. «Νάντια, ζήσε!», μου είπε με ξαφνικό πάθος.
Είδε τον Σβιατοπόλκ από μακριά, να σπέρνει το θάνατο γύρω του˙ είχε ήδη διεισδύσει στον περίβολο του κάστρου και μάλιστα από την κεντρική πύλη. Οι φρουροί του παλατιού είχαν πια αρχίζει να σκορπίζονται. Ο Γιαροσλάβ και πλησίασε το μελαχρινό γίγαντα, με απαράμιλλο θάρρος. Οι άνθρωποι τον είδαν να μάχεται με αυταπάρνηση και βρήκαν το χαμένο τους κουράγιο. Εγώ δεν κουνήθηκα. Καρφώθηκα στη γη.  Έπρεπε να δω το αποτέλεσμα.
Ξιφομάχησαν για ώρα πολλή. Φαίνονταν ισάξιοι, μια υπερτερούσε ο ένας, μια ο άλλος. Τελικά, ο Γιαροσλάβ αποδείχθηκε δυνατότερος. Τον νίκησε. Είδαμε όλοι το Σβιατοπόλκ να πέφτει, και για μια στιγμή πιστέψαμε ότι ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Μόνο για μια ευλογημένη στιγμή.
Ο Γιαροσλάβ γύρισε την πλάτη στον πεσόντα κατακτητή και στράφηκε προς τους συμπολεμιστές του. Ήθελε να δείξει ότι είχε θριαμβεύσει, ότι όλοι ήμασταν πλέον ασφαλείς.
Και τότε συνέβη το αδιανόητο. Ο Καταραμένος ανασηκώθηκε και σε μια στιγμή, η λεπίδα του διαπέρασε την καρδιά του εχθρού του. Ήταν το τέλος. Το τέλος της ελπίδας, το τέλος του Νόβγκοροντ.
Το δικό μου τέλος.
Δεν μπορούσα να σκεφτώ, το μυαλό μου είχε κολλήσει σ’ εκείνη την καταραμένη στιγμή. Ο Γιαροσλάβ ήταν νεκρός.
Είδα τον Καταραμένο να σηκώνεται, να κραδαίνει το ξίφος του ψηλά. Όσοι υπερασπιστές του Νόβγκορντ είχαν απομείνει γονάτισαν μπροστά του, παραδομένοι άνευ όρων. Οι κατακτητές είχαν πάρει την πόλη. Και μπορούσαν να επιβάλουν το δικό τους δίκαιο. Ήταν ώρα για το πλιάτσικο.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου το όραμα της μητέρας μου. Θυμήθηκα τι της είχε συμβεί, όταν ο εχθρικός στρατός κατέλαβε το σπίτι της. Κι έτρεξα. Έτρεξα σαν δαιμονισμένη μακριά, προς το δάσος. Το έδαφος ήταν σκεπασμένο με χιόνι, ανηφορικό, κακοτράχαλο, γεμάτο πέτρες, κλαδιά, και γλιστερό πάγο. Εγώ ήμουν ντυμένη μόνο μ’ ένα φόρεμα, μα δεν ένιωθα το κρύο. Η καρδιά μου είχε παγώσει, όχι το σώμα. Σκόνταψα, και έπεσα μπρούμυτα στο παγωμένο χιόνι.
Πρώτα μύρισα τη φωτιά, και μετά είδα τους καπνούς να υψώνονται. Κατάλαβα ότι ο εχθρός είχε εξαπολύσει πύρινη λαίλαπα εναντίον των αθώων κατοίκων. Η αποκρουστική οσμή της καμένης σάρκας ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Απεγνωσμένα ουρλιαχτά, ουρλιαχτά αθώων τρυπούσαν τη σιγή του δάσους. Μου έκοβαν το αίμα.
Ακόμα βλέπω εφιάλτες, με πτώματα καρβουνιασμένα και θρηνητικές κραυγές. Κι ένα βαθύ σκοτάδι, που κάνει τα πάντα πιο τρομακτικά.
Γύρισα από την άλλη και ανασηκώθηκα, μπόρεσα να δω αυτό που είχα ήδη φανταστεί. Είδα την πυρκαγιά να καταβροχθίζει τα πάντα. Δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ. Γονατισμένη, στο χιόνι είχα παραλύσει από τον τρόμο και χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Δεν μπορούσα να συλλάβω την τραγωδία.
Άκουσα βήματα. Κάπου ανάμεσα στα δέντρα είδα έναν άντρα να ξεπροβάλλει. Ένα αγόρι, ένας νεαρός άντρας. Στο χέρι είχε ένα μακρύ σπαθί το οποίο κρατούσε απειλητικά.
Αυτό ήταν λοιπόν. Τώρα είχε έρθει πια το ολοκληρωτικό τέλος, σκέφτηκα. Σηκώθηκα όρθια και τον κοίταξα κατάματα. Ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγω οπότε δεν το προσπάθησα. Δεν παρακάλεσα, δε θα ωφελούσε. Σήκωσα το κεφάλι ψηλά και ετοιμάστηκα.
Όμως δε συνέβη αυτό που περίμενα. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Είχε τα πιο παράξενα μάτια, μια ιδιαίτερη απόχρωση ανάμεσα στο γκρίζο και το γαλάζιο τ’ ουρανού. Θυμάμαι, είχα σκεφτεί πως είχε το πιο καθάριο βλέμμα που είχα γνωρίσει. Διέκρινα και κάτι άλλο, κάτι που έμοιαζε με οίκτο ή συμπόνια. Φαινόταν πως είχε μια ευγενική ψυχή, μια πονετική καρδιά. Κατέβασε  το χέρι. Μου είπε πως δε θα με πειράξει κανείς. Προσπάθησε να με πλησιάσει, προσεκτικά για να μη με τρομάξει, όμως δεν πρόλαβε.
Είχα ήδη λιποθυμήσει.
Ο Στεφάν Ραντοσλάβιτς θα μπορούσε να με είχε σκοτώσει. Μα, δεν το έκανε. Ποτέ δε θα μάθω γιατί. Και δε θέλω.
Αυτό που έχει σημασία είναι το μετά. Μετά τον όλεθρο, μετά τη σφαγή. Τι έκανε τότε, αυτός που μου χάρισε τη ζωή; Τίποτα. Μόνο ψέματα και υποκρισία. Και απορεί που δεν αντέχω ούτε να τον βλέπω. Με κατέστρεψε. Μ΄ έναν τρόπο διαφορετικό απ’ ότι ο πατέρας μου, ο πατέρας του, ο Καταραμένος –οι άντρες δηλαδή που μισώ και ευχαρίστως θα σκότωνα.
Οι δύο πρώτοι πέθαναν προτού εγώ πάρω την εκδίκησή μου. Γι’ αυτό τον τρίτο πρέπει να τον σκοτώσω οπωσδήποτε. Πώς μπορεί να μου λέει ο Στεφάν ότι είναι λάθος; Με ποιο δικαίωμα;
Η Ναντέζντα ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει με το σχέδιο της εκδίκησης. Όμως μια φωνή ήχησε στο μυαλό της, μια φωνή από το παρελθόν να της φωνάζει…
Νάντια, ζήσε.
Ήταν τα τελευταία λόγια του αδερφού της προτού πεθάνει. Πώς μπορούσε να τα ξεχάσει; Κι όμως, αυτά τα λόγια της έκαιγαν την καρδιά.
Γιατί αν αυτό ήθελε μόνο ο Γιαροσλάβ από εκείνη, τότε δεν μπορούσε να κάνει αυτό που διακαώς επιθυμούσε. Όχι, χωρίς να αγνοήσει τη δική του τελευταία του επιθυμία.

Να ζήσει…

 Σοφία Γκρέκα