Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 7) Το Σχέδιο

Ο Κα κατευθύνεται άνετος κα απτόητος προς το ψυγείο. Βγάζει τρεις μπύρες από κει, τις ανοίγει και έπειτα με τη δύναμη της τηλεκίνησης του, φέρνει τις δυο από αυτές μπροστά από μένα και τη Μίμη. Απλώνουμε και οι δυο ενστικτωδώς τα χέρια μας και τις πιάνουμε στον αέρα.

“Ευχαριστώ;”, ξεστομίζουμε ταυτόχρονα με την ίδια έκπληξη να κυριαρχεί στη φωνή μας.
“Τι νομίζεις ότι κάνεις;” τον ρωτά ο Τάι έντονα, αλλά όχι με επιθετικότητα.
“Περιποιούμαι τις καλεσμένες μας” απαντά, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. “Κάποιος πρέπει να το κάνει και αυτό” του λέει περιπαιχτικά και έπειτα στρέφεται προς το μέρος μου και μου κλείνει το μάτι, πίνοντας την πρώτη γουλιά από τη μπύρα του.
“Κα.”
“Παρακαλώ;”
“Μην το κάνεις αυτό τώρα... Έχουμε ένα πρόβλημα να λύσουμε”, προσπαθεί ο Κρίστοφερ με φωνή ήρεμη και παρακλητική για να τον κάνει να συνεργαστεί. Ο μοναδικός φίλος του, απ’ όσο γνωρίζω.
“Δεν έκανα τίποτα... Ακόμα τουλάχιστον. Εσείς από την άλλη ετοιμάζεστε να κάνετε μια τεράστια βλακεία”.
“Α, ναι; Σε τι ακριβώς αναφέρεσαι ηλίθιε;”
“Μα φυσικά στο ξόρκι που νομίζεις ότι μπορείς να εκτελέσεις μόνη σου, φαντασμένη, μικρή μαγισσούλα”.
“Ε, δεν χρειάζεται να σε ανέχ...”
“Ρίκα, όχι”, φωνάζει ο Τάι και με δυο βήματα βρίσκεται κοντά της, να της κρατά το οπλισμένο χέρι στον αέρα. Οπλισμένο με δυο μικρούς βώλους που αναβόσβηναν επικίνδυνα.
“Ω, μα σε παρακαλώ, Τάι, άφησε την να εκφραστεί ελεύθερα. Μη προσπαθείς να το παίξεις ήρωας πάλι. Είναι ένας ρόλος που γενικά αποτυγχάνεις συνεχώς”.
Τα λόγια του Κα μπορεί να μην απευθύνονταν σε μένα, αλλά με πόνεσαν. Ίσως και παραπάνω απ’ όσο πόνεσαν τον ίδιο τον Τάι. Γιατί εγώ είχα ζήσει από πρώτο χέρι την ανησυχία του για την προστασία μου, τον φόβο του, μήπως βρεθώ σε κίνδυνο και εκείνος φανεί ανάξιος να ανταποκριθεί. Είχα διαβάσει στα μάτια του την απογοήτευσή αλλά και την απόγνωση που είχε νιώσει μετά τις τελευταίες επιθέσεις που δέχτηκα και δεν μπόρεσε να με βοηθήσει, δεν κατάφερε να είναι δίπλα μου τη στιγμή που τον χρειαζόμουν περισσότερο. Και ήξερα επίσης ότι ο Τάι δεν ήθελε να με προστατεύσει απλά και μόνο από καθήκον, σαν Καθοδηγητής μου. Τα αισθήματά του έφταναν πολύ πιο βαθιά. Άρα και οι πληγές που του προκαλούσαν τα λόγια του Κα.
“Ρίκα, ηρέμησε, χαλάρωσε. Σκέψου μόνο τι θα πει η μαμά αν γυρίσει και βρει μια τρύπα στην κουζίνα της.”
Η Κάρι βρίσκει κατευθείαν το κουμπί της αδερφής της και έτσι οι βώλοι στο οπλισμένο χέρι της σταματούν μονομιάς να αναβοσβήνουν. Η Ρίκα κατεβάζει σιγά σιγά το χέρι της και ο Τάι δίπλα της μπορεί επιτέλους να χαλαρώσει.
“Το ήξερα ότι θα έβρισκες τα λογικά σου τελικά. Δεν θα ήθελα η θεία μου να στεναχωρηθεί γυρνώντας σπίτι της”.
“Κα, μην το παρατραβάς. Απλά εξήγησέ μας, γιατί πιστεύεις πώς ετοιμαζόμαστε να κάνουμε «μια τεράστια βλακεία»”.
Ξαφνιασμένος, ο Κα στρέφεται προς το μέρος μου. Μάλλον δεν περίμενε να επέμβω και να του χαλάσω αυτήν την υπέροχα προκλητική συζήτηση με την ξαδέρφη του. Σε πέντε δευτερόλεπτα όμως, συνέρχεται από το σοκ και ελπίζω πως όταν θα ανοίξει το στόμα του, θα αρχίσει να μας εξηγεί την θεωρία του.
“Η Ρίκα – και ο οποιοσδήποτε από εσάς φυσικά, αλλά ας μείνουμε στην παράτολμη ξαδέρφη – δεν είναι αρκετά έμπειρη να εκτελέσει ένα τέτοιου είδους ξόρκι. Ένα ξόρκι αντιστροφής τέτοιου μεγέθους δύναμης. Μιλάμε για την αντιστροφή ενός ξορκιού που προέρχεται απευθείας από το Γκριμουάρ. Πόσο πιο λιανά να το πω;”
“Είμαι πολύ πιο έμπειρη από όλους εσάς μαζί”.
“Μπορεί να είσαι πιο έμπειρη από εμάς, αλλά μόνο όσον αφορά τις μάχες σώμα με σώμα με δαίμονες και τέρατα. Όσον αφορά την εκτέλεση τέτοιων μαγικών είσαι τόσο γατάκι όσο και οι υπόλοιποι”.
Μια τρομακτικά μεγάλη φλέβα πετάγεται στο μέτωπο της Ρίκα, αλλά η ίδια δεν κουνιέται από τη θέση της, δεν κάνει καμιά επιθετική κίνηση εναντίον του. Απλά παραμένει εκεί, να κοιτάζει τον Κα με μίσος. 
“Και τι μας προτείνεις να κάνουμε; Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια, να περιμένουμε να μας επιτεθούν;” αντιδρά η Μίμη.
“Και αν την επόμενη φορά αρπάξουν την Μπόνι; Μέχρι τώρα έχει σταθεί πάρα πολύ τυχερή, αλλά αυτή η τύχη της κάποια στιγμή θα στερέψει” είναι το σχόλιο του Κρις.
“Ευχαριστώ, Κρις. Αυτό με κάνει να νιώθω πολύ ασφαλής” του απαντώ αμέσως, ενοχλημένη από το πολύ εύστοχο σχόλιο του. Έχει δίκιο και το ξέρω. Έχω ήδη σταθεί τουλάχιστον τρεις φορές πάρα πολύ τυχερή. Για πόσο ακόμα θα με ευλογεί αυτή η τύχη;
“Μην ανησυχείς Μπόνι. Δεν θα πάθεις τίποτα όσο περνάει από το χέρι μου”.
Μένω να κοιτάζω τον Κα αποσβολωμένη, παντελώς ανίκανη να αντιδράσω στην υπόσχεση που περίμενα από κάποιον άλλο να μου δώσει. Μα είναι δυνατόν; Άκουσα καλά; Παραμένοντας αιχμάλωτη στο γκριζογάλανο βλέμμα του, δεν μπορώ να εμποδίσω την καρδιά μου από το να αυξήσει το ρυθμό της. Ειδικά όταν είμαι πεπεισμένη μέσα από αυτό το βλέμμα πως ο Κα εννοεί την κάθε του λέξη. Μα τι στο καλό μου συμβαίνει;
“Το να μείνει η Μπόνι ασφαλής είναι δουλειά όλων μας. Το μέλλον του κόσμου εξαρτάται από αυτό”, είναι η συμβολή του Τάι στην συζήτηση.
Και δεν φτάνει ούτε στο ελάχιστο αυτό που περίμενα να ακούσω από τα χείλη του. Γυρίζω απογοητευμένη προς το μέρος του για να διαπιστώσω με θλίψη ότι δεν έχει ούτε το θάρρος να με κοιτάξει κατάματα και να μου πει τα ψυχρά του λόγια. Ώστε, αυτό είμαι πια για τον Τάι; Καθήκον; Μαγική ευθύνη; Μια αποστολή; Πότε έγινε αυτό ακριβώς;
Ένα πολύ ψυχρό αεράκι εμφανίζεται ξαφνικά στο χώρο και γαργαλάει ενοχλητικά τις γάμπες μου. Είμαι σίγουρη πως προέρχεται από μένα και ακόμα πιο σίγουρη ότι δεν περνά απαρατήρητο από κανέναν.
“Ωραία όλα αυτά παιδιά και μακάρι μόνο με τα λόγια να σωζόταν η κατάσταση”, σπάει επιτέλους η Μίμη την αμήχανη σιωπή που είχε εξαπλωθεί μεταξύ μας, τρίβοντας ταυτόχρονα τα μπράτσα της για να ζεσταθεί. “Το θέμα είναι τι μπορούμε να κάνουμε τώρα για την προστασία της φίλης μας”.
Ξαφνικά, με την άκρη του ματιού μου, βλέπω πέντε σκοτεινές φιγούρες να εμφανίζονται στην είσοδο της κουζίνας.
“ΠΡΟΣΟΧΗ! ΕΠΙΘΕΣΗ!” φωνάζει έντρομος ο Κρις την ίδια στιγμή.
Οι πέντε άντρες κινούνται γρήγορα προς διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας, επιλέγοντας το θύμα τους με άγνωστα για μένα κριτήρια. Είναι όλοι τους ντυμένοι με τομάρια ζώων και εξοπλισμένοι με όπλα όπως μαχαίρια, βαλίστρες και ρόπαλα.
Ο πιο άσχημος διαλέγει για στόχο του εμένα και τη Μίμη. Γελάει πονηρά και φτύνει στο πλάι, καθώς προχωράει με επιθετική διάθεση προς το μέρος μας. Είναι φαλακρός και μεγαλόσωμος, με έντονα φρύδια και ουλές στο πρόσωπο και στα χέρια.
“Ο- ο... Δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο”, μου δηλώνει με τρόμο η Μίμη και με πιάνει από το μπράτσο. “Αυτός μας κοιτάζει περίεργα” μου λέει με φωνή τρεμάμενη και σχεδόν κρύβεται πίσω μου.
                “Είναι μαγισσοκυνηγοί του Λάντλο” φωνάζει από τα αριστερά μου η Κάρι που έχει ήδη ξεκινήσει μάχη σώμα με σώμα μπροστά της, με τον Τάι και έναν από αυτούς.
“Και τι υποτίθεται ότι πρέπει να καταλάβω από αυτό;” φωνάζω εκνευρισμένη,  που για ακόμα μια φορά αποδεικνύεται πόσο λίγα πράγματα ξέρω για τον εχθρό.
“Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη δύναμη σου πάνω τους. Έχουν μενταγιόν αντιμαγείας” μου εξηγεί ο Κρις την ώρα που καταφέρνει να αφοπλίσει τον μαγισσοκυνηγό που τον είχε επιλέξει ως θύμα.
Παίρνει το μαχαίρι του από το πάτωμα και το μπήγει στα πλαινά του μηρού του με δύναμη. Ο μαγισσοκυνηγός πέφτει στο ένα του γόνατο αλλά δεν βγάζει καμία κραυγή πόνου. Αντιθέτως, βρίσκει ευκαιρία κατευθείαν να χτυπήσει τον Κρις χαμηλά στο πλευρά και να ισορροπήσει τη μάχη, ρίχνοντας τον τελικά στο πάτωμα.
“Τι θα κάνουμε τώρα;”
Προσπαθώ να μαζέψω ένα κύμα αέρα και να το ρίξω πάνω στον εχθρό που μας πλησιάζει, παρά την ενημέρωση του Κρις για το μενταγιόν αντιμαγείας. Προφανώς, δεν του κάνει τίποτα, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Τι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να τον αντιμετωπίσω, αν όχι την δύναμή μου; Ο μαγισσοκυνηγός συνεχίζει ανενόχλητος την πορεία του προς το μέρος μας με γρηγορότερο ρυθμό και υψώνει στον αέρα ένα σπαθί.
“Μίμη, σκύψε.”
Η πρώτη απόπειρα του μαγισσοκυνηγού στέφεται με αποτυχία, καθώς σκύβουμε την κατάλληλη στιγμή και περνάμε σκυφτά από γύρω του. Τρέχουμε προς την πόρτα και τότε η Ρίκα εμφανίζεται μπροστά μας με μια βαλίστρα στο χέρι.
“Σκύψτε”.
Υπακούοντας στις εντολές της, σκύβουμε χωρίς καθυστέρηση και τότε η Ρίκα καρφώνει τρία βέλη στο στήθος του διώχτη μας. Ο ασχημομούρης, σοκαρισμένος, πέφτει στα γόνατα του και τότε ο Κα έρχεται από πίσω του, παίρνει το σπαθί από τα χέρια του και τον αποκεφαλίζει χωρίς δισταγμό.
“Αυτό ήταν. Είστε και πάλι ασφαλείς κυρίες μου”, κομπάζει η Ρίκα με τη βαλίστρα ακόμα στο χέρι.
“Τι-τι εννοείς; Οι υπ-υπόλοιποι;”, ψελλίζει η Μίμη.
“Όλοι νοκ άουτ” καθησυχάζει ο Τάι την φίλη μου.
Κοιτάζω γύρω μου στην κουζίνα τα πτώματα των μαγισσοκυνηγών. Ένας αποκεφαλισμένος στα πόδια μου, ένας καρφωμένος στην καρδιά πάνω στον πάγκο, ο άλλος ακρωτηριασμένος στα πόδια της Κάρι. Και οι πέντε νεκροί. Εγώ και η Μίμη ούτε γρατζουνιά. Οι υπόλοιποι ελαφρώς στραπατσαρισμένοι και λερωμένοι με πράσινο αίμα.
“Ρέι, πήγαινε να μαζέψεις τα μενταγιόν. Πάω να φέρω τα φίλτρα αποσύνθεσης”.
“Κρις, ήθελες να πεις” διορθώνει την Ρίκα.
“Ναι, ότι πεις” απαντάει αδιάφορα η αδερφή του και βγαίνει από την κουζίνα.
“Πάμε καλύτερα στο σαλόνι. Τα κορίτσια θα καθήσουν να καθαρίσουν εδώ πέρα”, σχολιάζει ο Κα καθαρίζοντας τα χέρια του με μια πετσέτα.
“Έι. Όχι και κορίτσια” παραπονιέται ο Κρις, αλλά ο Κα έχει ήδη προχωρήσει στο άλλο δωμάτιο.
Εγώ, η Μίμη και ο Τάι τον ακολουθούμε στο σαλόνι.
“Τι-ιι ήταν αυτοί;” ρωτάει η Μίμη, ακόμα σοκαρισμένη.
“Μαγισσοκυνηγοί του Λάντλο. Η μοναδική τους μαγική δύναμη είναι το «βλεφάρισμα», η ικανότητα δηλαδή να μετακινούνται στο χώρο τόσο γρήγορα που μόλις τους πιάνει το μάτι σου” αρχίζει να εξηγεί ο Τάι με το γνωστό δασκαλίστικό ύφος του. “Γενικά, είναι δαίμονες κατωτέρου επιπέδου, απλά είναι δύσκολο να τους αντιμετωπίσει κάποιος εξαιτίας των μενταγιόν που κατέχουν”.
“Δώρο του δαιμονικού άρχοντα Λάντλο, μετά την ανακήρυξή τους ως μέλη της ομάδας του.  Είναι μενταγιόν αντιμαγείας, τα οποία τους προστατεύουν από το να χρησιμοποιήσει κάποιος το χάρισμα του πάνω τους, είτε μάγος είτε δαίμονας. Γενικά, είναι δύσκολο να τα βάλεις μαζί τους αν δεν είσαι εξοικειωμένος στη μάχη σώμα με σώμα, παρόλο που είναι πολύ κατώτεροι δαίμονες” συμπληρώνει η Κάρι μπαίνοντας στο σαλόνι.
“Και αυτό γιατί οι μαγισσοκυνηγοί εκπαιδεύονται σε όλη τους τη ζωή για το πώς να σκοτώνουν μάγισσες με τα γυμνά τους χέρια” σχολιάζει και η Ρίκα μπαίνοντας στον ίδιο χώρο και αφήνει ένα από αυτά τα μενταγιόν πάνω στο τραπεζάκι μπροστά μας.
Αμέσως, το κόσμημα αυτό μου τραβάει την προσοχή. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, σε ασημένιο χρώμα και με πολύχρωμες πέτρες πάνω του να σχηματίζουν κάποιο μαγικό σύμβολο, φαντάζομαι. Ροζ, πράσινα και λευκά κρυσταλλάκια δεμένα υπέροχα με το ασήμι και μεταξύ τους. Παρατηρώντας το λίγο περισσότερο, νιώθω μια κάποια οικειότητα με αυτό το μενταγιόν. Σαν να το έχω ξαναδεί κάπου.
“Έπρεπε να το περιμένετε” σχολιάζει ο Κα, πίνοντας την μπύρα του, δίπλα από το παράθυρο. Η φώνη του τραβάει την προσοχή μου από το μενταγιόν, σχεδόν αυτόματα.
“Το περιμέναμε. Αυτό συζητούσαμε και νωρίτερα. Γι’ αυτό βιαζόμαστε να κάνουμε το ξόρκι προστασίας”.
“Ναι, καλά. Είδα πόσο προετοιμασμένοι ήσασταν όλοι”.
“Είσαι άδικος, τώρα” επεμβαίνει η Μίμη, έχοντας πια ξεπεράσει το σοκ της επίθεσης. “Εκτός από μένα και τη Μπόνι, οι υπόλοιποι φαινόταν να ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν”.
Ο Κα στρέφεται προς τη Μίμη φανερά ενοχλημένος και την καρφώνει με το χαρακτηριστικό άγριο βλέμμα του. Νιώθω τη Μίμη δίπλα μου να κομπιάζει για λίγο και έπειτα καρφώνει το βλέμμα της στο πάτωμα και σταματά να μιλά.
“Θα μας πεις επιτέλους ποιο είναι το πρόβλημα σου;”
Δεν είμαι σίγουρη αν αναφέρομαι στην αποτροπή του για το ξόρκι ή στην γενικότερη άσχημη συμπεριφορά του.
Ο Κα στρέφει το βλέμμα του και πάλι πάνω μου και απευθείας το νιώθω να μαλακώνει. Το βλέμμα του με μπερδεύει και πάλι, ανακατεύει τα συναισθήματά μου. Δεν είναι το άγριο και παγερό βλέμμα που έριξε νωρίτερα στη Μίμη, ούτε το επιθετικό βλέμμα που έχει απέναντι στον Τάι ή τη Ρίκα. Αυτό το βλέμμα είναι ένα βλέμμα μόνο για μένα. Πιο ζεστό, πιο μαλακό... και ταυτόχρονα λάγνο και ξεσηκωτικό. Με κάνει να νιώθω μια θέρμη σε όλο μου το κορμί και η δύναμη μου συγχρονίζεται ταυτόχρονα σε αυτό το συναίσθημα εξαπλώνοντας ένα κύμα θέρμης στο δωμάτιο.
“Δεν θα κάνουμε το ξόρκι ακόμα. Και σίγουρα όχι μόνοι μας. Θα ζητήσουμε βοήθεια από τους μεγαλύτερους” απαντά τελικά ο Κα.
“Και πότε δηλαδή θα γίνει το ξόρκι; Οι δικοί μας έχουν και δουλειές ξέρεις. Να, η μάνα μου είναι ακόμα στο μαγαζί και η δικιά σου στο γραφείο. Πότε θα κάνουμε το ξόρκι αντιστροφής και πότε το ξόρκι προστασίας; Μου λες;”
“Όποτε μας πουν αυτοί. Θα βρουν χρόνο για κάτι τόσο σημαντικό”.
“Και μέχρι να βρουν;”
“Θα κάνετε ότι κάνατε μέχρι τώρα”.
“Μάλλον δεν καταλαβαίνεις πως όσο περνάει ο καιρός οι επιθέσεις θα γίνονται όλο και πιο συχνές, όλο και πιο έντονες και ίσως από δυνατότερους δαίμονες. Και από τη στιγμή που δεν μπορώ ούτε την ύπαρξη της Μπόνι να νιώσω εξαιτίας αυτού του παράξενου τατουάζ –πόσο μάλλον να τη νιώσω σε περίπτωση κινδύνου-  δεν θα μπορώ να είμαι εκεί όταν με χρειάζεται”.
“Γι’ αυτό και δεν θα την αφήσεις λεπτό από τα μάτια σου”.
“Έχει δίκιο ο Κα. Μπορεί να μείνει και απόψε εδώ και θα την προσέχουμε σε βάρδιες” προτείνει ο Κρίστοφερ.
“Δεν πάτε καλά μου φαίνεται. Εγώ σήμερα θα πάω να κοιμηθώ στο κρεβατάκι μου.”
“Μπόνι, δεν είναι ώρα να συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένο”.
“Τι μου είπες;”
Αυτό είναι. Ο Τάι έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Πρώτα λέει ότι είμαι ευθύνη ολονών και τώρα αυτό. Έχω εκνευριστεί τόσο πολύ αυτή τη στιγμή που ειλικρινά δεν θα με ενοχλούσε καθόλου να αμολήσω εδώ μέσα έναν ανεμοστρόβιλο. Κρίμα που δεν ξέρω ακόμα πώς να το κάνω αυτό.
“Έχω και μια αδερφή, ξέρεις, Χάλιγουελ.”, του απαντώ με φωνές. “Η οποία έχει να με δει από χθες το πρωί και σίγουρα θα στεναχωρηθεί πολύ αν δεν πάω και σήμερα από το σπίτι να περάσω λίγο χρόνο μαζί της. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό;”
“Όχι δεν μπορώ να το καταλάβω.”, μου φωνάζει και αυτός, νευριασμένος. “Όπως επίσης δεν  μπορώ να καταλάβω πως μπορεί να είσαι τόσο ανεύθυνη ώστε να βάλεις την αδερφή σου σε κίνδυνο με το να είσαι κοντ...”.
Μία μεγάλη ποσότητα αέρα μαζεύεται κοντά στο σώμα μου και έπειτα ξεχύνεται με ορμή στο υπόλοιπο δωμάτιο, συμπαρασύροντας με τη δύναμη της τα πάντα: ανθρώπους, βάζα, τραπέζια, καρέκλες. Τα πάντα χτυπούν με δύναμη στους τοίχους του σαλονιού. Και όλα αυτά μέσα σε μια στιγμή. Η ζημιά έχει γίνει πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω αυτό που κάνω. Τη μια στιγμή κλείνω τα βλέφαρά μου νευριασμένη και την επόμενη τα ανοίγω και έχουν γίνει όλοι χαλκομανίες στους τοίχους.
“Ω, Θεέ μου, συγγνώμη παιδιά”, απολογούμαι κατευθείαν και τρέχω γύρω γύρω στο σαλόνι για να τους βοηθήσω και να εκτιμήσω τη ζημιά.
Σπασμένα γυαλικά, αναποδογυρισμένοι καναπέδες και πεταμένα μαξιλάρια συνθέτουν ένα χαοτικό τοπίο γύρω μου. Πραγματικά, αυτό δεν το περίμενα από μένα. Πώς έχασα τον έλεγχο τόσο άσχημα; Βρίσκω την Κάρι κάτω από κάτι μαξιλάρια, με τα καστανά μαλλιά της μπερδεμένα και τη βοηθάω να σηκωθεί. Έχει μόνο μια μικρή γρατζουνιά στο μέτωπό της και φαίνεται λίγο ζαλισμένη αλλά μόλις συνέρχεται λίγο, μου χαμογελάει.
“Κάρι, λυπάμαι τόσο πολύ.”
“Το ξέρω, μην ανησυχείς, είμαι καλά. Έλα να βρούμε και τους άλλους”.
Η Ρίκα, δυστυχώς, έχει πέσει πάνω στη βιτρίνα με τα γυαλικά και τα ρούχα της είναι σχισμένα. Όλο της το σώμα έχει χαρακιές από σπασμένα γυαλιά και υπάρχουν παντού γύρω της αίματα.
“Θεέ μου...” λέει η Κάρι και αμέσως σχίζει ένα κομμάτι από τη μπλούζα της για να σταματήσει την αιμορραγία στο μπράτσο της αδερφής της.
“Ρίκα, λυπάμαι τόσο πολύ. Τάι... ΤΑΪ πού είσαι;”
“Εδώ...”, μου απαντά αμέσως, κάτω από τον αναποδογυρισμένο καναπέ. Ευτυχώς, ήταν τόσο τυχερός που απλά βρέθηκε στο κενό που σχηματίζει η γωνία του καναπέ με το πάτωμα.  Σηκώνεται, αμέσως και με ψάχνει με το βλέμμα στο δωμάτιο.
“Εδώ, Τάι, γρήγορα”, του ζητώ επιτακτικά και οι ενοχές με πλημμυρίζουν.
Ο Τάι ανταποκρίνεται αμέσως και με δυο μεγάλα άλματα βρίσκεται κοντά στην αδερφή του.
“Ρίκα, είμαι εδώ, όλα θα πάνε καλά”, την καθησυχάζει και στο επόμενο δευτερόλεπτο ξεκινά την διαδικασία της ίασης, ξεκινώντας φυσικά από το πιο σοβαρό κόψιμο στο μπράτσο.
“Προκάλεσες μεγαλύτερη ζημιά και από τους μαγισσοκυνηγούς του Λάντλο, κορίτσι μου” σχολιάζει ο Κα από πίσω μου. Και φαίνεται ενοχλητικά ικανοποιημένος από αυτήν την καταστροφή. Τον παρατηρώ λίγο καλύτερα: Κανένα σκισμένο ρούχο, καμιά αμυχή, ούτε ένας μώλωπας. Σαν να μη βρισκόταν στο δωμάτιο όταν έχασα τον έλεγχο.
“Είσαι... καλά;” τον ρωτάω με πραγματική απορία.
“Καλύτερα από ποτέ. Δε φαίνεται;”
“Μα πώς;”
“Είμαι τηλεκινητικός, το ξέχασες; Το μόνο που μου έκανες ήταν να με ρίξεις με δύναμη πάνω στον τοίχο. Κατά τα άλλα, απλά σταμάτησα οποιαδήποτε έπιπλο ή γυαλικό ερχόταν καταπάνω μου. Βλέπεις, τα αντανακλαστικά μου εξακολουθούν να είναι σε τέλεια φόρμα”, μου απαντά περήφανος για τον εαυτό του και μου κλείνει το μάτι.
“Τάι, λίγη βοήθεια και εδώ”, φωνάζει ο Κρίστοφερ κοντά στην κάσα της κουζίνας. Έχει μαζί του και τη Μίμη η οποία φαίνεται μια χαρά. Αλλά ο Κρις μάλλον έχει βγάλει τον ώμο του έτσι όπως τον βλέπω να κρατάει το δεξί του χέρι.
“Πραγματικά, λυπάμαι τόσο πολύ παιδιά...” αρχίζω πάλι τις συγγνώμες και τις απολογίες, αμέσως μόλις βεβαιώνομαι ότι τελικά όλοι είναι καλά, είτε χάρη στον Τάι, είτε χάρη στις δικές τους δυνάμεις. “Δεν ξέρω τι με έπιασε. Πρώτη φορά μου συμβαίνει τέτοιο ξέσπασμα”.
“Είναι λογικό, μετά από τέτοια ένταση. Πρώτα η επίθεση στην κουζίνα, μετά η λογομαχία σας με τον Τάι...”
“Δεν είναι λογικό να είμαι ξαφνικά τόσο επικίνδυνη για τους γύρω μου”.
“Υπερβάλλεις. Δεν θα έλεγα ότι είσαι επικίνδυνη. Μια ατυχήσασα στιγμή ήταν”, με υπερασπίζεται ο Κα. Αυτός ο άνθρωπος όλο με εκπλήσει σήμερα. Τον ευχαριστώ με ένα χαμόγελο, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν με πείθει. Είμαι επικίνδυνη.
“Πρέπει να μάθεις να ελέγχεις τις δυνάμεις σου Μπόνι. Όσο περνάει ο καιρός και συσσωρεύεται όλη αυτή η ένταση μέσα σου, θα γίνεσαι όλο και πιο ανεξέλεγκτη”.
Γνέφω καταφατικά το κεφάλι στην δήλωση της Ρίκα και σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος μου.
“Θα κάνω ό,τι μου πείτε. Ό,τι θεωρείται πως είναι απαραίτητο για να εξασκηθώ στις δυνάμεις μου και να κρατήσουμε ασφαλή την πέτρα. Θα μείνω μαζί σας για όσο χρειαστεί”.
Ησυχία στον χώρο. Για μερικά λεπτά, κανένας δεν λέει τίποτα. Μόνο οι ενοχές μου κάνουν θόρυβο μέσα στο κεφάλι μου ουρλιάζοντας ‘εσύ φταίς γι’ αυτό. Εσύ τους κάνεις κακό.’
“Λοιπόν, καλύτερα να περάσεις το βράδυ στο σπίτι σου σήμερα. Να δεις και την αδερφή σου, να μιλήσετε, να χαλαρώσεις λίγο σε οικείο χώρο”.
“Τάι, τρελάθηκες;” είναι η αντίδραση της Ρίκα.
“Όχι, καθόλου. Μην ανησυχείς, δεν θα την αφήσω στιγμή από τα μάτια μου”.
“Τι εννοείς; Θα έρθεις μαζί μου;”
“Δεν γίνεται αλλιώς”.
“Τάι, δεν μπορείς να μείνεις ξύπνιος όλο το βράδυ”.
“Θα έρθω κι εγώ. Θα φτιάξουμε δυο βάρδιες”, προτείνει ο Κρις.
“Τρεις βάρδιες” βάζει μέσα και τον εαυτό του ο Κα.
Ο Τάι τον κοιτάζει για λίγο με δυσπιστία αλλά τελικά αποδέχεται και την προσφορά του ξαδέρφου του.
“Εντάξει, και τι θα πω στην αδερφή μου που θα γυρίσω στο σπίτι μετά από πιτζάμα πάρτι με τρεις άντρες;”
“Δεν θα μας δει η αδερφή σου. Θα κρυβόμαστε στο δωμάτιο σου, θα είμαστε διακριτικοί”.
“Χα. Καλή τύχη με αυτό”, σχολιάζει η Ρίκα.
“Θα τα καταφέρουμε”, της απαντά ο Τάι. “Η νύχτα θα περάσει ήσυχα και χωρίς προβλήματα. Θα πάμε το πρωί κανονικά στο σχολείο, θα συμμετέχουμε στον αγώνα και μετά θα κάνουμε το ξόρκι αντιστροφής και το ξόρκι προστασίας”.
“Έι, και το πάρτι μου;”
“Μίμη. Είναι ώρα τώρα;”, της λέω εκνευρισμένα.
“Εγώ λέω να πάμε και στο πάρτυ και μετά να κάνουμε τα ξόρκια. Ούτως ή άλλως στο πάρτυ θα είμαστε ασφαλείς με τόσο κόσμο, άσε που η μανάδες μας δεν θα έχουν γυρίσει ακόμα σπίτι για να οργανωθούμε”.
“Ευχαριστώ Κα”.
“Είμαι απλά λογικός”, απαντά ψυχρά στη φίλη μου.
Ο Τάι το σκέφτεται για λίγο και τελικά συμφωνεί.
“Αυτό είναι το σχέδιο. Νομίζω πως θα δουλέψει”.
“Το ελπίζω” του απαντώ με έναν μικρό φόβο για το πώς θα εξελιχθεί τελικά το βράδυ μας.
“Τώρα τι θα λέγατε να συμμαζεύαμε λιγάκι αυτό το χάος, πριν έρθει η μάνα μας στο σπίτι και πάθει τριπλό εγκεφαλικό;”
“Άστο πάνω μου Κρις”, απαντά η Μίμη και κάνει δυο βήματα προς το κέντρο του σαλονιού.
“Μίμη τι κάνεις;”
“Μην ανησυχείς Μπόνι, το ‘χω.”
Κλείνει τα μάτια της , παίρνει μια βαθιά ανάσα και αρχίζει:

“Αυτό που χάος και αναστάτωση στο βλέμμα προκαλεί
Με μιας από μπροστά μου κάνε να εξαφανιστεί.
Όλα όπως ήτανε πιο πριν να ξαναγίνουν
Σε τάξη και σειρά τα έπιπλα να μείνουν.
Αμέσως καθαρά και στην πρώτερη μορφή τους
Και ο χώρος αποκτά την γνώριμη χλιδή του.”

Μια κίτρινη λάμψη ξεπηδά μέσα από το σώμα της φίλης μου και με απίστευτη ταχύτητα χαράζει τη δική του πορεία μέσα στο σαλόνι. Ό,τι αγγίζει αυτή η λάμψη επιδιορθώνεται και επιστρέφει στη θέση του. Οι καναπέδες γυρνάνε στην αρχική τους θέση με όλα τα μαξιλάρια πάνω τους, όλα τα γυαλικά επανασυναρμολογούνται και επιστρέφουν στις διακοσμητικές θέσεις τους, ό,τι ξύλινο έχει σπάσει ξανακολλάει σαν να μην έχει διαλυθεί ποτέ.... Σε πέντε λεπτάκια το σαλόνι έχει αποκτήσει την όψη που είχε ακριβώς λίγο πριν το ξέσπασμα της δύναμή μου.
“Εντυπωσιακό.” σχολιάζω και είμαι έτοιμη να μου πέσει κάτω το σαγόνι.
“Κάτι ξέρουμε και εμείς από μαγεία”, μου απαντά με τσαχπινιά η Μίμη. “Το ξόρκι καθαριότητας και επιδιόρθωσης είναι από τα πιο χρήσιμα ξόρκια που έμαθα ποτέ από το βιβλίο της μάνας μου. Με έχει γλιτώσει από άπειρες τιμωρίες κατά καιρούς”.
“Δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείς έτσι το χάρισμά σου... Απλά για να τη γλιτώνεις από δύσκολες εφηβικές καταστάσεις...”
“Να μου λείπει το κήρυγμα Τάι. Αν θελήσω συμβουλές, θα φροντίσω να βρω τον δικό μου Καθοδηγητή”, του απαντά η Μίμη με απότομο ύφος. Και νόμιζα ότι τον συμπαθούσε.
“Οκ, οκ, ας χαλαρώσουμε λίγο και ας μείνουμε στο σχέδιο. Οι δίδυμες θα μείνουν εδώ να μιλήσουν με τη μαμά και τη θεία. Εμείς πάμε στο σπίτι της Μπόνι”.
“Η πιο σωστή κουβέντα που άκουσα όλο το βράδυ, Κρις”, σχολιάζει ο Κα. “Θα πάρω τη μηχανή μου και θα σας βρω εκεί. Μήπως θες να σε πετάξω κούκλα;”
“Εμ, όχι μάλλον” του απαντώ σαστισμένη από αυτή την νέα του αντιμετώπιση. «Κούκλα»; Μα τι νομίζει, ότι ψωνίζει καμιά γκόμενα από το δρόμο;
“Μπορείς να πετάξεις εμένα. Το προτιμώ από την τηλεμεταφορά”, λέει η Μίμη.
Ο Κα της ρίχνει ένα βλέμμα άκρως αποθαρρυντικό και της απαντά:
“Δεν κάνω αγαθοεργίες”. Και απλά φεύγει.
“Μα πώς τολμάει; Ποιος νομίζει ότι είναι;” ξεφωνίζει η Μίμη μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του και τα μάγουλά της είναι κατακόκκινα από θυμό.
“Έλα, μη δίνεις σημασία στον Κα. Χάνεις τον χρόνο σου”.
“Θα σε συνοδεύσω εγώ. Μπορούμε να πάμε με τα πόδια”.
“Ευχαριστώ, Κρις. Αλλά θα πάρω ταξί”.
Μας χαιρετάει όλος με ένα φιλί και μια αγκαλιά –εκτός από τη Ρίκα φυσικά – και ο Κρις τη συνοδεύει μέχρι έξω στο δρόμο για να βρεί ταξί.
“Πάμε; Θα κάνω εγώ την πρώτη βάρδια μέχρι να φτάσουν και οι άλλοι” μου λέει ο Τάι και μου δείχνει τη πόρτα.
“Πάμε, αλλά εννοείτε ότι θα φύγουμε με το αυτοκίνητο μου. Δεν μπορώ να το αφήσω εδώ”.
“Ναι, έχεις δίκιο. Καλύτερα να οδηγήσεις μέχρι εκεί”.

Και η νύχτα μόλις ξεκινά. Ελπίζω να μην αποδειχτεί τόσο επεισοδειακή όσο το απόγευμά μου.

Foni Nats