Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 19) - "Αποφάσεις"

Κίεβο, Φεβρουάριος 1020

Διάβαζε την περικοπή της Καινής Διαθήκης, που μιλούσε για την συγχώρηση ακόμα και του χειρότερου εχθρού.
Η Αναστασία το είχε ζητήσει από τη Ναντέζντα.
Οι σχέσεις τους ήταν τεταμένες. Η Αναστασία είχε πειραχτεί πολύ από την απότομη συμπεριφορά της. Αναρωτιόταν συνεχώς ποια ήταν εκείνη η σκληρή γυναίκα που με δυσκολία ανεχόταν την παρουσία της. Γιατί; Τι μυστικά έκρυβε; Δε ρωτούσε όμως, ήξερε πως ήταν ανώφελο. Δε θα της απαντούσε, κι ακόμα να το ‘κανε, θα της έλεγε ψέματα. Εξάλλου, την είχε δει να εξαπατά τον ίδιο τον Μεγάλο Πρίγκιπα με μεγάλη ευκολία. Ήταν πολύ δύσκολο να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, όταν είχε να κάνει μαζί της. Στο μεταξύ, της φερόταν πολιτισμένα. Στην τελική, η δική της συντροφιά ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη της Μίρα. Ευτυχώς, τώρα με το Σβιατοπόλκ απών, η Μεγάλη Πριγκίπισσα είχε πολλά ζητήματα να διευθετήσει, αφήνοντάς την ήσυχη. Αυτά σκεφτόταν, αντί να προσέχει την ανάγνωση. Άλλωστε, ήξερε πια το κείμενο απ’ έξω.

Η Ναντέζντα όμως, παρακολουθούσε τα ιερά λόγια με πρωτοφανές ενδιαφέρον και προσήλωση. Συγχώρεση… Δεν την ήξερε αυτή τη λέξη.
Τελείωσε το απόσπασμα που διάβαζε και δε συνέχισε. Η Αναστασία δε διαμαρτυρήθηκε για τη διακοπή. Έμειναν σιωπηλές, η κάθε μια χαμένη στο δικό της κόσμο. Ήταν μόνες στα διαμερίσματα της Αναστασίας. Κανείς δεν υπήρχε να τις αποσπάσει.
Κάτι συνέβαινε στη Ναντέζντα εκείνο το διάστημα και όλα της θύμιζαν τον Στεφάν και τις συμβουλές του. Κοίταξε τη Αναστασία και είδε πάλι την ίδια θλίψη την ίδια μελαγχολία να καθρεφτίζεται στα μαύρα, σαν αναμμένα κάρβουνα μάτια της. Για πρώτη φορά σκέφτηκε πως αν υπήρχε κάποιος άνθρωπος στον κόσμο που να μισούσε το Σβιατοπόλκ όσο εκείνη, ήταν η Αναστασία.
«Πριγκίπισσα Αναστασία, να σας ρωτήσω κάτι…», είπε κι έφερε το κάθισμά της δίπλα στο δικό της. Είχε ξεκινήσει με τον πληθυντικό ευγενείας, μα της φαινόταν άτοπο, λαμβάνοντας υπόψη πόσο προσωπική ήταν η ερώτηση που ήθελε να της κάνει. «Εσύ μισείς τον Καταραμένο, σωστά;»
Τα μάτια της νεότερης κοπέλας άνοιξαν διάπλατα, εξαιτίας της απρόσμενη ερώτησης. «Είναι προδοσία να μιλάς για τέτοια πράγματα. Θα χάσεις το κεφάλι σου!»
«Κανείς δε θα μας πιάσει! Μπορείς να μου απαντήσεις, σε παρακαλώ;»
Ήταν το παρακλητικό της βλέμμα, η ασυνήθιστη για τα δικά της δεδομένα ευγένεια που την έπεισαν τελικά να μιλήσει.
«Ναι. Είναι απαίσιος, μοχθηρός, πραγματικά Καταραμένος.»
Ήταν η απάντηση που προσδοκούσε η Ναντέζντα. Έτσι, μπόρεσε να συνεχίσει.
«Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι ο κόσμος θα είναι ένα καλύτερο μέρος, μ’ εκείνον νεκρό;»
«Εννοείς να εύχομαι το θάνατό του;»
«Κάπως έτσι…»
«Όχι. Αν ο Θεός αποφασίσει να τον πάρει έχει καλώς, μα εγώ να προσευχηθώ σ’ Εκείνον να πάρει μια ανθρώπινη ζωή, όποια και να ‘ναι… δε θα το έκανα, με τίποτα.»
«Μα σκότωσε και τους δύο αδερφούς σου, κρατά εσένα και τη Μαρία αιχμάλωτες. Θες στ’ αλήθεια να μου πεις ότι δεν σκέφτηκες ποτέ σου να τον σκοτώσεις;»
«Να τον σκοτώσω; Ακούς τι λες; Ίσως, κάποτε να είχα ευχηθεί να πέθαινε από μόνος του, όταν γινόταν βίαιος…», σταμάτησε σαν να της ήταν δύσκολο να συνεχίσει. Η Ναντέζντα θυμήθηκε τα σημάδια που είχε δει πάνω της την πρώτη φορά που την αντίκρισε. Τώρα απλά επιβεβαίωνε αυτό που ήδη ήξερε. Ένιωσε ένα τσίμπημα ενοχής που την ανάγκαζε να ζήσει ξανά αυτά τα γεγονότα, μα έπρεπε να μάθει.
«Αλλά;», είπε για να τη βοηθήσει. Το ένιωθε, πως υπήρχε ένα αλλά…
«Αλλά, ποτέ στα σοβαρά. Ποτέ από το δικό μου χέρι. Αλλιώς θα γινόμουν δολοφόνος, σαν αυτόν. Πρέπει να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του. Και θα τιμωρηθεί. Θα αντιμετωπίσει τη Θεία Δίκη, την Κρίση όπως όλοι μας.»
Η Ναντέζντα ένιωσε την έντονη ανάγκη να γελάσει, μα δεν το έκανε. Θεία Δίκη; Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί το Θεό να τιμωρήσει το Σβιατοπόλκ. Ο Θεός μπορεί να τον συγχωρούσε, αν μετανοούσε για όσα είχε κάνει. Εκείνη ποτέ. Άλλωστε αν ο Θεός ήθελε να ανακατευτεί με τις ζωές των ανθρώπων, θα είχε επέμβει προτού ο Σβιατοπόλκ φορέσει το αιματοβαμμένο στέμμα.
Ήξερε πως δεν είχε νόημα να τα πει αυτά στη Αναστασία. Εκείνη πίστευε στον Θεό. Δε θα άλλαζε γνώμη, έτσι απλά. Οπότε την αντέκρουσε με επιχειρήματα που θα μπορούσε να δεχτεί κι ένας αφοσιωμένος πιστός.
«Μα το ζητούμενο δεν είναι μόνο να τιμωρηθεί. Αν δεν απομακρυνθεί από την εξουσία άμεσα, η χώρα θα συνεχίσει να αιμορραγεί.»
«Γι’ αυτό προσεύχομαι κάθε μέρα για την ευημερία του κράτους. Προσεύχομαι για έναν ήρωα, που θα μας σώσει.»
«Έναν ήρωα που θα τον σκοτώσει.», αντιγύρισε, φανατικά προσκολλημένη στις δικές της πεποιθήσεις περί τιμωρίας κι εκδίκησης.
«Αν είναι ο μόνος τρόπος για να λυτρωθούμε από τα δεινά της εξουσίας του, ας είναι. Αλλά δε θα ήταν ήρωας αν διάλεγε αυτό το δρόμο ενώ υπήρχαν κι άλλοι, καλύτεροι. Θα ήταν δολοφόνος. Γιατί με ρωτάς, όμως;»
«Γιατί αναρωτιόμουν.», απάντησε σκεπτική η Ναντέζντα. Και για πρώτη φορά δεν της είπε ψέματα.
                                                                 * * *
Άφησε τη Αναστασία, αργά τη νύχτα. Η κοπέλα δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι η Ναντέζντα της κράτησε συντροφιά. Χωρίς να νιώθει υποχρεωμένη. Απλά γιατί ούτε εκείνη ήθελε να μείνει μόνη. Όταν ήταν μόνη αναλογιζόταν, αναπολούσε και δεν το ήθελε. Δεν ήθελε να σκέφτεται ότι ίσως, ίσως να έκανε λάθος.
Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να φύγει. Οι διάδρομοι του παλατιού ήταν άδειοι, και σκοτεινοί. Οι πυρσοί που τους φώτιζαν τις ώρες του δειλινού είχαν πια σβήσει.
Δεν ήθελε να πάει να κοιμηθεί. Εξάλλου δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί. Θα στριφογυρνούσε στο κρεβάτι μέχρι την αυγή. Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα. Είχε καιρό να πλανηθεί στο κάστρο μέσα στη νύχτα, κάτι που λάτρευε να κάνει απ’ όταν ήταν ακόμα παιδί.
Περπάτησε λοιπόν, δίχως να έχει συγκεκριμένο προορισμό. Κάποια στιγμή άκουσε βήματα. Κρύφτηκε σε μια εσοχή του τοίχου, γιατί δεν ήθελε να τη δει όποιος κι αν ερχόταν και ν’ αναγκαστεί να δώσει εξηγήσεις.
«Λοιπόν, αυτή η γυναίκα έχει σίγουρα το διάολο μέσα της.», άκουσε μια φωνή να λέει. Έβγαλε διακριτικά το κεφάλι και είδε δυο βογιάρους να συνομιλούν.
«Πες το ψέματα. Αν, έτσι και πεθάνει ο Καταραμένος, κυβερνήσει αυτή… Είμαστε χαμένοι όλοι από χέρι.», είπε ο άλλος. Εκείνον τον αναγνώρισε. Τον είχε δει πολλές φορές κοντά στον Σβιατοπόλκ. Είχε αρκετή επιρροή στην αυλή.
«Αυτό θα συμβεί, μόνο αν κάνει γιο. Κι αυτό δε θα γίνει. Είναι στέρφα, σίγουρα.»
«Κι εγώ σου λέω ότι αυτή, έχει την υποστήριξη του πατέρα της. Ο Μπολεσλάβ δε θα την αφήσει να χαθεί. Εκτός αν μας καβαλήσει αυτός ο βόρειος που μας έφερε.»
«Δεν έχει την κοψιά του ηγέτη αυτός. Σαν κουτάβι, κάνει ό,τι του λέει ο Καταραμένος.»
«Μπορεί και να ‘χεις δίκιο. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε θα βρεθεί κανένας άλλος να θέλει να στεφθεί Πρίγκιπας.»
«Εννοείς από τη δική μας τάξη;»
«Πολλοί θα προσπαθήσουν, αλλά δε θα πετύχουν να κυριεύσουν την χώρα. Κανένας μας δεν έχει τόση δύναμη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας ισχυρός άντρας, να κυβερνήσει τη χώρα με στιβαρό χέρι.»
«Ο Καταραμένος δεν πέθανε ακόμη.»
«Ναι, αλλά μπορεί κάλλιστα από στιγμή σε στιγμή. Ένα απλό ατύχημα χρειάζεται και, τέλος. Και τότε αυτός που πρέπει να ανεβεί στην εξουσία είναι ο Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν. Ο νόμιμος διάδοχος.»
Οι φωνές τους ακούγονταν ολοένα και λιγότερο καθώς απομακρύνονταν από εκεί που ήταν κρυμμένη η Ναντέζντα. Μα, έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει κάτι άλλο.
Ο Μιστισλάβ στην εξουσία. Στη σκέψη μόνο της σηκωνόταν η τρίχα.
Ώστε αυτό είναι; Θα πεθάνει αυτός, θα πεθάνω κι εγώ κι αυτό που θα συμβεί είναι ένας αιματηρός εμφύλιος με νικητές τη Μίρα ή το Μιστισλάβ;
Αυτό είναι χειρότερο από τη δυναστεία του Σβιατοπόλκ.
Η Μίρα είναι Πολωνή, ο λαός δε θέλει μια ξένη να τον κυβερνά. Δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τη Ρωσία και το ρωσικό λαό.
Όσο για το Μιστισλάβ δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Είναι αχρείος, συμφεροντολόγος και εγωπαθής. Μπορεί να μην έχει εμμονή με την υπακοή και την αφοσίωση όπως ο Σβιατοπόλκ αλλά θα επιβάλλει την πιο αβάσταχτη φορολογία για τους πολίτες ενώ αυτός θα ζει μέσα στα πλούτη.
Στην ουσία, τίποτα δε θα αλλάξει.
«Είσαι τρελή;»
«Θα ήταν δολοφόνος.»
«Νάντια, ζήσε.»
Ό,τι κι αν κάνω οι φωνές τους με καταδιώκουν. Έχουν σφηνώσει στο κεφάλι μου και δε λένε να βγουν. Θέλω να δω τον Καταραμένο να υποφέρει. Μήπως όμως ο θάνατός του βλάψει περισσότερο παρά ωφελήσει; Μήπως βλάψει αμέτρητους ανθρώπους;
Η μητέρα μου ζήτησε να πάρει εκδίκηση από αυτόν που της κατέστρεψε τη ζωή. Και της στοίχησε τη ζωή. Μα, εκείνη ποτέ δεν προσπάθησε να σκοτώσει το Βλαντιμίρ. Το σχέδιο της ήταν πολύ πιο περίπλοκο.
«Αν θες να πάρεις εκδίκηση, αν θες να κάνεις κάποιον να υποφέρει, πρέπει να του πάρεις αυτό που θεωρεί πολυτιμότερο στον κόσμο. Να του το πάρεις και να το καταστρέψεις. Ή να το κάνεις δικό σου. Ό,τι σε βολεύει.»
Αυτό που θεωρεί ο Σβιατοπόλκ πολυτιμότερο στον κόσμο είναι το στέμμα του.
Ίσως αυτή να είναι η απάντηση. Και μια απλή απάντηση, πράγματι.

Είμαι η Πριγκίπισσα. Και τη βρήκα τη λύση. 

 Σοφία Γκρέκα