Αναλύζα
Αύριο θα ξεκινούσαμε το ταξίδι μας. Οι περιπολίες γύρω από
το σπίτι μας είχαν εξασθενήσει αφού ο Κάιν πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει ότι
η μητέρα μου δεν κρυβόταν εκεί. Και δεν μπορούσα να πω ότι ενδιαφερόταν και
τόσο πολύ για εμένα. Προτεραιότητα είχε η Νάιλα, το ήξερα αυτό και ήταν ένας
από τους λόγους που είχα ανακουφιστεί τόσο πολύ όταν έμαθα ότι θα έφευγε.
Είχαν περάσει τρεις βδομάδες από τότε, οπότε τους έμενε μια βδομάδα ακόμα μέχρι να φτάσουν αν όλα πήγαιναν καλά.
Είχαν περάσει τρεις βδομάδες από τότε, οπότε τους έμενε μια βδομάδα ακόμα μέχρι να φτάσουν αν όλα πήγαιναν καλά.
Κοίταξα την κοιλιά μου, το τραύμα ήταν πια μια ροζ ουλή, μια
ανάμνηση του τι είχε γίνει. Ήμουν στο μπάνιο και μόλις είχα βγει από την
μπανιέρα. Αναρωτήθηκα που να ήταν ο Τζόναθαν, ίσως είχε βγει έξω για κυνήγι,
ίσως για να συναντήσει πελάτες. Ήταν
πολύ απασχολημένος τον τελευταίο καιρό, με τις ετοιμασίες του ταξιδιού. Είχε
σπείρει την φήμη ότι ταξιδεύαμε στο Παρίσι, ήταν σίγουρος ότι ο πατέρας μου δεν
θα τα παράταγε τόσο εύκολα και είχε δίκιο.
Προχώρησα προς το δωμάτιο και άνοιξα μία από τις ντουλάπες.
Τα ρούχα ήταν δικά μου και δικά του. Πέρασα τα δάχτυλα μου γύρω μέσα από τα
υφάσματα και κοίταξα την πανδαισία χρωμάτων.
Κάθε μέρα η γκαρνταρόμπα μου συνεχώς μεγάλωνε, ο Τζόναθαν μου έκανε
συνεχώς δώρα. Χαμογέλασα, με πρόσεχε πολύ και το λάτρευα. Όπως επίσης λάτρευα ότι
αύριο θα έβγαινα έξω και θα άρχιζε το ταξίδι μας. Σήμερα ήταν το τελευταίο μας βράδυ εδώ.
Ντύθηκα αρκετά ευπρεπή για να μην σοκάρω το προσωπικό αφού συνήθως
τριγύριζα με μία ρόμπα στο δωμάτιο και κινήθηκα προς την κουζίνα. Οι υπηρέτριες
χαμογελούσαν και με χαιρετούσαν ενώ με ρωτούσαν αν χρειαζόμουν τίποτα. Τους
ζήτησα να ανάψουν το τζάκι στο δωμάτιο, να φέρουν κρασί, κεριά και ποτήρια. Η κουζίνα έσφυζε από κόσμο, οι μάγειρες
κινιόνταν σε τέλειο συγχρονισμό. Η μυρωδιά ζεστού βοδινού ταξίδευε στον αέρα,
σούφρωσα τη μύτη μου και βρήκα την Μαριέττα, την γλυκιά μαγείρισσα που είχε την
ίδια αγάπη για τα φρούτα με εμένα.
Με χαιρέτησε και με πλησίασε με συνωμοτικό ύφος.
«Τι χρειάζεσαι;» έσκυψα προς το μέρος της και της έδωσα την
παραγγελία μου. Μου τσίμπησε το μάγουλο και με έσπρωξε.
«Θα το κανονίσω Λύζα!» φώναξε αν και ήμουν αρκετά κοντά
ακόμα.
*****
Όλα ήταν έτοιμα όταν έφτασε ο Τζόναθαν. Συνήθως πήγαινε στο
γραφείο του και κανόνιζε κάποιες εκκρεμότητες και αφού έκανε ένα μπάνιο ερχόταν
στο δωμάτιο μου να με προϋπαντήσει. Σήμερα όμως είχε αργήσει έτσι ήρθε κατευθείαν
στο δωμάτιο που πια μπορούσα να χαρακτηρίσω δικό μας.
«Συγνώμη που άργησα οι τελευταίες λεπτομέρειες του ταξιδιού
έπρεπε να διευθετηθούν» έβγαλε το πανωφόρι του και άνοιξε μερικά κουμπιά του
πουκαμισού του για να νιώσει άνετα.
Ύστερα έψαξε στο δωμάτιο μέχρι που με εντόπισε. Είδα την έκπληξη στα
μάτια του και ύστερα τα μάτια του σκούρυναν και κατάλαβα ότι είχα πετύχει τον
σκοπό μου. Είχα αλλάξει ρούχα και είχα φορέσει ένα πουκάμισο του Τζόναθαν, ήταν
πολύ μεγάλο για εμένα και έφτανε μέχρι τους μηρούς μου. Είχα αφήσει τα μαλλιά
μου κάτω όπως ήξερα ότι του άρεσε. Το χαλί που είχαν στρώσει οι υπηρέτες κοντά
στο τζάκι ήταν πεντακάθαρο και φτιαγμένο από τη γούνα κάποιου ζώου, ήταν τόσο
μαλακό. Η Μαριέττα είχε φέρει φράουλες, σαντιγί και σοκολάτα, μήλα με μέλι και
κανένα και πεπόνι που ήταν από τα αγαπημένα μου φρούτα.
Μου είχα σερβίρει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και είχα βάλει
στον Τζόναθαν το αγαπημένο του ουίσκι, σκοτσέζικο και δέκα χρονών παλιό.
Με πλησίασε και έκατσε απέναντι μου. Έβγαλε τα παπούτσια του
και τα πέταξε παραπέρα. Έσκυψε προς το μέρος μου και με φίλησε στο μάγουλο.
Μύριζε καπνό και κολόνια.
«Όλα είναι έτοιμα» πήρε ένα μήλο του οποίο ήταν βουτηγμένο στο
μέλι, έδειχνε λίγο κουρασμένος αλλά ανακουφισμένος. Λίγο μέλι έσταξε στα χείλη
του, μετακινήθηκα κοντά του πέρασα τον αντίχειρα μου γύρω από τα χείλη του για
να το σκουπίσω και ύστερα έγλειψα το δάχτυλο μου. Πρόσεξα το βλέμμα του να
βαθαίνει καθώς με παρακολουθούσε. Παρόλα αυτά δεν έκανε κάποια κίνηση και
ένιωσα απογοήτευση. Δεν τα παράτησα, στάθηκα αρκετά κοντά του ώστε τα γόνατα
μας να ακουμπάνε. Πήρα μια φράουλα με γλυκιά κρέμα.
«Θα φύγουμε» το βλέμμα μου πήγε προς το παράθυρο. Η Τζόναθαν
με ακούμπησε στο γόνατο, πήρε την φράουλα από το χέρι μου και την έφαγε.
«Έχεις πιεί από αυτό;» έδειξε τον δίσκο τον οποίο εκτός από
αυτά που παράγγειλα είχε δύο καράφες παραπάνω και ένα πιάτο με κόκκινες μικρές
πιπεριές. Ο Τζόναθαν πήρε την καράφα και μας σέρβιρε σε πιο μικρά ποτήρια.
«Ας παίξουμε ένα παιχνίδι τι λες;» έβαλε δύο πιπεριές στα ποτήρια και μου έδωσε
το ένα.
«Θα σου κάνω μια ερώτηση, αν την απαντήσεις σωστά θα φάω την
πιπεριά και θα πιω μονομιάς το ποτό, αν την απαντήσεις λάθος θα κάνεις ότι θα
έκανα εγώ» ανασήκωσε το φρύδι του.
«Αρχίζω πρώτος» άφησε μπροστά του το σφηνάκι και πήρε το ουίσκι,
ήπιε.
«Τι έχω στην τσέπη μου;» σούφρωσα τα φρύδια μου.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Δεν είναι δίκαιο!» τον χτύπησα στον
ώμο και εκείνος απλώς γέλασε.
«Λεφτά;» μάντεψα, εκείνος γύρισε την τσέπη του ανάποδα.
«Τίποτα, έχασες Άννα» κοίταξε με νόημα το ποτήρι μου,
δάγκωσα την πιπεριά και ήπια με μιας το σφηνάκι. Το κάψιμο απλώθηκε στο στόμα μου και άρπαξα
το ποτήρι με το κρασί χωρίς να το σκεφτώ. Το ήπια όλο, βοήθησε λίγο. Εν τω
μεταξύ ο Τζόναθαν είχε λυθεί στα γέλια, ήθελα να τον ξαναχτυπήσω.
«Τι σκέφτομαι;»
«Ότι με μισείς;» ακόμα γέλαγε.
«Όχι. Σειρά σου» Ο
Τζον κατέβασε το ποτό και έφαγε την πιπεριά είδα με ευχαρίστηση το πρόσωπο του
να κοκκινίζει. Όπως και εγώ, προσπάθησε να μετριάσει το κάψιμο με το ουίσκι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε, ξεσπάσαμε
και οι δυο σε γέλια. Έπιασα το στομάχι
μου καθώς γέλασα τόσο πολύ που με πόνεσε.
«Τέρμα οι ερωτήσεις δεν είμαστε καλοί σε αυτό, θα σε
προκαλέσω να κάνεις κάτι και αν δεν το κάνεις θα πιεις, αν το κάνεις θα πιω
εγώ» κούνησα το κεφάλι μου νιώθοντας το πιο ελαφρύ. Το περίεργο ποτό και το
κρασί με έκαναν να γελάω πιο δυνατά.
«Φίλα με» ο Τζον με κοίταξε στα μάτια. Στηρίχτηκα στα γόνατα
μου και έσκυψα προς το μέρος του, πέρασα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό και ο
Τζόναθαν τα δικά του γύρω από την μέση μου και με τράβηξε προς το μέρος του.
Άνοιξα το στόμα μου και η γλώσσες μας ενώθηκαν, ένιωσα το πρόσωπο μου να
φουντώνει ακόμα πιο πολύ και το σώμα μου να ζητάει περισσότερα. Βάθυνα το φιλί
μου και είδα τον Τζόναθαν να ανταποκρίνεται.
Το χέρι του κινήθηκε στον μηρό μου. Απομακρύνθηκα και τον άφησα να πιει
το ποτό του.
«Λοιπόν αυτό που θες να κάνω εγώ για εμένα είναι να
χορέψεις»
Ο Τζόναθαν ανασήκωσε
τα φρύδια του και εγώ γέλασα.
«Τι νομίζεις ότι δεν θα το κάνω;
» σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κουνάει το σώμα του αργά.
Δάγκωσα τα χείλη μου για να μην γελάσω. Όταν όμως με κοίταξε με λάγνο βλέμμα,
δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, όταν άρχισε να κουνάει τους γοφούς του δεν μπορούσα
να σταματήσω. Ήπια το ποτό μου και
κατέβασα ένα ακόμα ποτήρι κρασί αφού έφαγα την πιπεριά. Κούνησα τα χέρια μου
στην υποτιθέμενη μουσική και χτύπησα παλαμάκια. Σηκώθηκα και τον πλησίασα. Το
αλκοόλ με είχε επηρεάσει και ένιωθα πιο χαρούμενη, πιο ελεύθερη, έδωσα το ποτήρι ουίσκι που είχα γεμίσει στο
Τζόναθαν. Το πήρε συνεχίζοντας να χορεύει και μου χαμογέλασε. Έδειχνε
χαρούμενος, χωρίς έγνοιες. Ήπιε μια
γουλιά και ύστερα μου το έδωσε.
«Δοκίμασε» έκανα ότι μου είπε, με έκαψε αλλά μπορούσα να
καταλάβω γιατί του άρεσε.
«Το ξέρεις ότι είσαι όμορφη;» με ρώτησε, είχε σταματήσει να
χορεύει.
Το ήξερα, ήταν ένα από τα όπλα μου διότι όλοι γίνονταν πιο
δεχτικοί απέναντι σε ένα όμορφο κορίτσι.
«Σίγουρα το ξέρεις, όμως αυτό που σε κάνει τόσο όμορφη δεν
είναι το εξωτερικό σου αλλά τα συναισθήματα σου. Είσαι γεμάτη πάθος και μπορείς
να κάνεις τα πάντα για αυτούς που αγαπάς και δεν φοβάσαι»
«Όλοι φοβούνται» είπα αόριστα, «Είναι αυτό που μας κάνει
ανθρώπινους» ο Τζόναθαν κούνησε το κεφάλι του και έσκυψε για να με φιλήσει.
Παραπάτησα και γραπώθηκα από το λαιμό του για να μην πέσω και γέλασα. Mε σήκωσε και τα δάχτυλα μου
σταμάτησαν να πατάνε το έδαφος. Το φιλί άρχισε ως ένα απαλό χάδι και ύστερα
πήρε φωτιά. Τύλιξε τα πόδια μου γύρω από τον κορμό του και ο Τζόναθαν μας
κατεύθυνε προς το κρεβάτι. Νόμιζα ότι θα πέφταμε στο στρώμα, αλλά με άφησε να
στέκομαι όρθια στο έναν στύλο του κρεβατιού. Τον κοίταξα μπερδεμένη τα μάτια
του όμως ήταν γεμάτα με πόθο και τον εμπιστευόμουν. Γονάτισε μπροστά μου, τα χέρια του κινήθηκαν
στις γάμπες μου και ύστερα ταξίδεψαν προς τα πάνω, τα δάχτυλα του ήταν
πιεστικά, άφηναν καυτά μονοπάτια πίσω τους. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο στύλο
και δάγκωσα τα χείλη μου απολαμβάνοντας υπέρ του δέοντος το μασάζ του. Τα χέρια
του μπήκαν μέσα από το πουκάμισο μου και χάιδεψαν την κοιλιά μου. Μούγκρισα και ένιωσα να υγραίνω, ο Τζόναθαν
σήκωσε το ένα μου πόδι και το πέρασε πάνω από τον ώμο του.
«Είσαι τόσο όμορφη» ψιθύρισε ο Τζόναθαν φιλώντας το
εσωτερικό του μηρού μου. Δεν μπόρεσα να
συγκρατήσω το βογκητό μου. Έσκισε το εσώρουχο μου, έτριψε τα οπίσθια μου.
Πέρασε τη γλώσσα του στη κλειτορίδα μου και συγκράτησα τον εαυτό μου από το να
ουρλιάξω. Έβαλε ένα δάχτυλο μέσα μου και το στριφογύρισε. Πέρασα το χέρι μου
μέσα από τα πορτοκαλί μαλλιά του και τα τράβηξα. Ο Τζόναθαν σε απάντηση έβαλε
και άλλο δάχτυλο μέσα μου.
«Σου αρέσει;» με κοίταξε απολαμβάνοντας την θέση μου, τα
δάχτυλα του μπαινόβγαιναν με ορμή. «Θες να σε κάνω να τελειώσεις;»
Τέντωσα την μέση μου καθώς η γλώσσα του βρήκε πάλι την κλειτορίδα μου. Έκανε κύκλους γύρω της, φέρνοντας με όλο και
πιο κοντά στον οργασμό. Οι κινήσεις του έγιναν πιο επίμονες, πιο επιθετικές. Τα
βογκητά μου ήταν τόσο δυνατά που για μια στιγμή φοβήθηκα ότι θα με άκουγε το
προσωπικό. Όμως τα μυαλό μου άδειαζε και γέμισε με γλυκά ηδονή, ο Τζόναθαν με
κράτησε καθώς εγώ σπαρταρούσα από την έντονη απόλαυση και ευχόμουν να μην
τελειώσει.
Ο Τζόναθαν σηκώθηκε και με φίλησε, σήκωσα τα χέρια μου και
τον άφησα να μου βγάλει το πουκάμισο μένοντας εντελώς γυμνή, με πήρε στην
αγκαλιά του και πέσαμε στο κρεβάτι. Και αυτό ήταν, δεν υπήρχαν πια όρια μεταξύ
μας, δεν υπήρχαν στοιχήματα. Υπήρχαμε μόνο εμείς. Απελευθερωμένοι από
εγωισμούς, ο Τζόναθαν έβγαλε το παντελόνι του και ήμασταν απλώς δυο σώματα που
διψούσανε το ένα για το άλλο.
Πέρασα τα δάχτυλα μου πάνω από τους ώμους του και ο Τζόναθαν
χάιδεψε το στήθος μου μέχρι που οι ρώγες μου σκλήρυναν. Ανασηκώθηκε και
τοποθέτησε το σώμα του ανάμεσα από τα πόδια μου και με κοίταξε. Αυτό ήταν
λοιπόν, το τέλος και η αρχή.
Μπήκε μέσα μου ήσυχα σαν αυτή να μην ήταν η πρώτη φορά. Και
με κοίταζε στα μάτια σαν να ήθελε να αποτυπώσει την στιγμή. Ο ανδρισμός του με
γέμισε καθώς έσπρωχνε, με φίλησε. Το στόμα του είχε γλυκιά γεύση, τα μάτια του
είχαν το πιο σκούρο μπλε που είχα δει πάνω του. Τα χείλη του είχαν κοκκινίσει
από τα φιλιά μου.
«Πιο γρήγορα» ψιθύρισα και κύρτωσα το σώμα μου καθώς ένιωθα
τον δεύτερο οργασμό να πλησιάζει. Τα νύχια μου γρατζούνισαν την πλάτη του και ο
Τζόναθαν μούγκρισε. Βγήκε από μέσα μου
και μπήκε ξανά με ορμή. Με έπιασε με σήκωσε έτσι ώστε αυτός να είναι καθιστός
και εγώ από πάνω του. Τύλιξα τα χέρια του στο λαιμό του και τώρα που είχα λίγο
από τον έλεγχο άρχισα να ανεβοκατεβαίνω στο ρυθμό που ήθελα εγώ. Φτάσαμε και οι
δυο στο σημείο που δεν υπήρχαν λέξεις. Στο σημείο όπου γινόμασταν ένα. Ο
Τζόναθαν δάγκωσε τον ώμο μου, έριξα το κεφάλι μου πίσω και τον άφησα να με
κάνει να τελειώσω.
Ο οργασμός μου ήταν ακόμα πιο έντονος, πιο έντονος από τι
είχα νιώσει ποτέ μου. Ένιωθα να χάνω τον εαυτό μου σε αυτόν και το μόνο που μπορούσα να νιώσω ήταν το άγγιγμα
του. Μείναμε αγκαλιασμένοι για να ηρεμήσουμε, τον ένιωσα να μου χαϊδεύει τα
μαλλιά και να με τραβάει απαλά προς τα πίσω για να κοιτάξει το πρόσωπο μου.
Έδειχνε τόσο όμορφος με το σώμα του να γυαλίζει από τον ιδρώτα, τα μπράτσα του
να με κρατάνε. Παραμέρισε τα μαλλιά μου και άφησε ένα μικρό φιλί στο σαγόνι
μου.
«Έχασα»
είπε και χαμογέλασε με ευτυχία.
Αγγελίνα Παντελή