Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 5)

«Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Πώς μπόρεσες να σκοτώσεις κάποιον και μάλιστα να υπάρχουν βίντεο σου να το κάνεις και φωτογραφίες; Πώς; Πες μου πώς!» Οι κραυγές μου δεν μπορούσαν ούτε στο ελάχιστο να δείξουν πόσο άσχημα ένιωθα, τη στιγμή που ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να αλλάξω το μέλλον.
«Συγγνώμη... απλά έγινε. Ήταν το αφεντικό μου στο γραφείο που δούλευα...» άρχισε να λέει με αναφιλητά, πλέκοντας τα δάχτυλά της από το άγχος ή τις ενοχές. «Είχε αρχίσει να με ενοχλεί, μου ζητούσε να βγω μαζί του ή να δουλέψω παραπάνω ώρες το βράδυ. Κάθε φορά και μια νέα δικαιολογία, συγγνώμη που δεν στο είπα.» τραύλισε με θολωμένα μάτια.
Την κοιτούσα και το μόνο που ένιωθα ήταν οίκτος, οργή και θλίψη... όλα σε ένα. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ήταν η ζωή της ή η δίκη μου. Έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στην οικογένεια μου και την ευτυχία μου και δεν ήξερα τι να κάνω. Πραγματικά, όλο αυτό το διάστημα ευχόμουν κάποιος άλλος να μου πει τι να κάνω.
«Εύα, με ακούς; ΕΥΑ!» φώναξε ο Θάνος κατακόκκινος, ενώ καθόμασταν στο τραπέζι παίρνοντας το πρωινό μας. Σηκώνοντας τα μάτια μου χάθηκα στα δικά του, θυμίζοντας στον εαυτό μου μετά από αρκετό διάστημα πόσο όμορφος ήταν.
Τον ήθελα, τον ήθελα αυτή τη στιγμή ανεξάρτητα από τα “πρέπει” των υπολοίπων, από το σωστό ή το λάθος. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, υπάρχουν επιλογές μόνο.
«Είσαι καλά; Φαίνεσαι περίεργη. Όλο αυτό το διάστημα είσαι... χαμένη.» προσπάθησε να πει, χωρίς επιτυχία.
«Μην αγχώνεσαι για αυτά μωρό μου. Είμαι καλά και μόνο που είμαι μαζί σου.» είπα, σέρνοντας το δάχτυλό μου στα χείλη του και ταυτόχρονα τραβώντας τον από τη γραβάτα μπροστά μου, έτσι ώστε τα πρόσωπα μας να αγγίζονται σχεδόν.
«Είσαι σίγουρη;» ξαναρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον και ένα ψήγμα φόβου, μα δεν μπορούσα να μιλήσω.
Αρκετά είχα ασχοληθεί με τα υπόλοιπα προβλήματα, από εδώ και πέρα θα αφοσιωνόμουν σε εκείνον. Το σκεφτόμουν πολύ έντονα το χθεσινό βράδυ και πραγματικά ήθελα αυτή τη ζωή. Ήθελα τη ζωή που μου πρόσφερε ο Θάνος, μια ζωή γεμάτη γαλήνη και αγάπη, χωρίς έγνοιες, με πλήρη σεβασμό και κατανόηση, μα πάνω από όλα επιζητούσα το βλέμμα του.
Αυτό το βλέμμα το όποιο με κοιτούσε σαν να ήμουν ο καλύτερος άνθρωπος που περπάτησε ποτέ στη γη, σαν να είμαι ό,τι καλύτερο του είχε συμβεί. Ναι, ήταν ένα πανέμορφο αίσθημα. Τον ήθελα, ήθελα να γίνω η γυναίκα του· έστω και από αυτήν την ηλικία, έστω και αν ποτέ δεν σκέφτηκα γάμους, παιδιά, εκκλησίες, νυφικά και τα συναφή.
«Μωρό μου, πρέπει να φύγω.» αναφώνησε εκείνος φιλώντας με και παίρνοντας την τσάντα του.


Ώρες αργότερα...


Είχα ετοιμάσει ένα εκπληκτικό φαγητό –καλά, προσπάθησα– και είχα στολίσει όλο το σπίτι με ροδοπέταλα, δοκιμάζοντας τα νέα μου εσώρουχα. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέπτη, ήμουν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Ελαφρύ μακιγιάζ, ένα χαλαρό σινιόν που να αναδεικνύει το πρόσωπό μου και μαύρα, δαντελένια εσώρουχα.
Κοιτώντας τον κορσέ χαμογέλασα στον εαυτό μου, ευχαριστώντας τη φίλη μου τη Γωγώ, που με είχε προτρέψει να δοκιμάσω κάτι καινούριο. Ήταν προχωρημένες 22:00 και εκείνος ακόμα δεν είχε έρθει.
Βαδίζοντας πάνω κάτω, διαβάζοντας ό,τι περιοδικό υπήρχε δίπλα μου, περίμενα με ανυπομονησία τη στιγμή που θα τον έβλεπα. Ο ήχος του κινητού μου με έκανε να πεταχτώ από τη θέση μου έτσι όπως έτρεξα για να το προλάβω.
Ήταν άγνωστο νούμερο.
«Παρακαλώ» είπα, σηκώνοντας το τηλέφωνο νευρική.
«Περιμένεις τον Θάνο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε μια φωνή από το βάθος, χωρίς να μπορώ να την αναγνωρίσω ακριβώς.
Η καρδιά μου σφίχτηκε απότομα και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. «Ποιος είναι;» ρώτησα εξαγριωμένη.
«Πήγαινε στη διεύθυνση που θα σου πω και εκεί θα μάθεις την αλήθεια.» συνέχισε στον ίδιο τόνο η αντρική φωνή.
Προτού προλάβω να μιλήσω, η γραμμή κόπηκε με έμενα να έχω μείνει με ανοιχτό το στόμα.
Χωρίς να χάσω χρόνο, έβαλα την καμπαρντίνα μου τρέχοντας σαν δαιμονισμένη στο κέντρο της πόλης, προσπαθώντας να καταλάβω ποιος ήταν ο άντρας αυτός και τι ακριβώς έπρεπε να μάθω για τον Θάνο.
Τι θα μπορούσα να μάθω για εκείνον; Ήταν ο καλύτερος άντρας που είχα γνωρίσει στη ζωή μου και ήξερα πως δεν θα μου έλεγε ψέματα για τίποτα -τουλάχιστον αυτό ήθελα να πιστεύω.
Φτάνοντας στη διεύθυνση που μου είχε υποδείξει ο μυστηριώδης άντρας, είδα ένα εστιατόριο. Πλησιάζοντας περισσότερο στη τζαμαρία, προσπάθησα να διακρίνω τα πρόσωπα των ανθρώπων. Και τότε, μετά από αρκετά λεπτά τον είδα. Ο Θάνος μαζί με άλλη γυναίκα. Ο δικός μου Θάνος με μια άλλη γυναίκα να τρώνε μαζί, να πίνουν κρασί και να γελάνε λες και δεν υπήρχε αύριο.
Τους έβλεπα να γελάνε και τα πόδια μου ΙΣΑ που με κρατούσαν αυτή τη στιγμή. Ήμουν τόσο θυμωμένη που ήθελα να μπω μέσα και... Η καρδιά μου σιώπησε απότομα, το μυαλό μου μπλόκαρε όπως κατευθυνόμουν πίσω στο σπίτι μας, μουδιασμένη, χωρίς να μπορώ να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί μόλις.
Μπαίνοντας μέσα, κοίταξα το τραπέζι που είχα φτιάξει για εμάς... για εκείνον. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου και έπειτα ένα δεύτερο, όσο κοίταζα γύρω μου τη διαλυμένη μας ζωή. Με μια κίνηση έπιασα το τραπεζομάντηλο πετώντας στο πάτωμα ό,τι υπήρχε στο τραπέζι, ακούγοντας τον ήχο των γυαλιών που έσπαγαν ένα προς ένα.
Ήμουν τόσο θυμωμένη, απίστευτα θυμωμένη, όπως γέμιζα τη βαλίτσα μου με τα ρούχα μου, βρίζοντας πρώτα τον εαυτό μου και έπειτα εκείνον. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί μέσα, όχι πλέον. Όχι σε αυτό το σπίτι που πλέον δεν θύμιζε τίποτα καλό παρά μόνο τα ψεύτικα όνειρα.


«Εύα, τι συμβαίνει; Τι κάνεις εδώ;» αναφώνησε η Γωγώ βλέποντάς με στην πόρτα της αναστατωμένη και θυμωμένη, με τη βαλίτσα στο χέρι.
« Έφυγα.» Μία λέξη που τα έλεγε όλα.
Οδηγώντας με στο δωμάτιό της περίμενε να της πω τι ακριβώς είχε γίνει... Έτσι έκανα. Όταν τέλειωσα, είχε μείνει με ανοιχτό στόμα επαναλαμβάνοντας πως ο Θάνος δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο.
« Όχι, όχι, αρνούμαι να το πιστέψω. Σε αγαπάει, Εύα. Αποκλείεται να σε απατάει.» φώναξε εκείνη, χτυπώντας το χέρι της στο κρεβάτι.
«Και όμως. Το έκανε. Οπότε, το μόνο που σου ζητώ είναι να με φιλοξενήσεις για λίγες μέρες σπίτι σου, μέχρι να βρω την άκρη.» είπα με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς να αντέχω να κοιτάξω το πρόσωπό της.
«Εύα, κοίταξέ με.»
«Δεν μπορώ.»
«Γιατί;»
«Φοβάμαι... φοβάμαι πως αν σε κοιτάξω θα καταλάβεις. Θα συνειδητοποιήσεις τι πάω να κάνω και δεν το θέλω. Δεν θέλω να σε απογοητεύσω έπειτα από τόσα χρόνια.» ψιθύρισα, σφίγγοντας τα χέρια μου σε γροθιές.
Η Γωγώ ήρθε και έκατσε δίπλα μου, παίρνοντάς με στην αγκαλιά της, ψιθυρίζοντας «όλα θα πάνε καλά» έστω και αν δεν το πίστευε. Έστω και αν ήξερε πως τίποτα δεν πρόκειται να πάει καλά.
Την επόμενη μέρα, ξύπνησα με εκείνη να μου έχει ετοιμάσει πρωινό.
«Φάε. Θα σου κάνει καλό.»
«Δεν μπορώ αλλά ευχαριστώ. Το μόνο που θέλω είναι ηρεμία. Χρειάζομαι λίγο χρόνο.» ομολόγησα, όπως καθόμουν απέναντί της.
«Δεν θα έρθεις στο μάθημα; Σε ψάχνει.» αποκρίθηκε η Γωγώ. «Είδα το κινητό σου καταλάθος. Είχες πάνω από δέκα κλήσεις και τα διπλάσια μηνύματα.» πρόσθεσε με ένα στραβό χαμόγελο.
«Όταν έρθει η ώρα θα επιστρέψω.» Με αυτά τα λόγια την αποχαιρέτισα, πηγαίνοντας να κοιμηθώ. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ηρεμήσω, εάν αυτό γινόταν.


Μία εβδομάδα αργότερα... Κυριακή βράδυ, 02.00 μ.μ.


Έπειτα από αμέτρητες κλήσεις και μηνύματα, ο Θάνος είχε αποφασίσει να με ψάξει στο σπίτι της φίλης μου. Μπορούσαμε να τον ακούσουμε και οι δυο μας έτσι όπως χτυπούσε την πόρτα και ούρλιαζε, φανερά μεθυσμένος.
«Εύα, ξέρω ότι είσαι μέσα. Άνοιξε σε παρακαλώ, σε αγαπάω.» φώναζε μεταξύ των χτυπημάτων.
Η Γωγώ δίπλα μου με κοιτούσε με τρομοκρατημένο βλέμμα. «Μήπως πρέπει να του μιλήσεις;» ρώτησε πανικοβλημένη αλλά έγνεψα αρνητικά.
«...δεν ξέρω τι συνέβη αλλά σου ορκίζομαι ότι δεν έκανα κάτι κακό. Σε παρακαλώ Γωγώ, άσε με να μπω.» όσο περνούσε η ώρα τα χτυπήματα γίνονταν τόσο δυνατά που πίστευα ότι θα σπάσει την πόρτα.
« Φοβάμαι. Δεν είναι στα καλά του .» αποκρίθηκε η φίλη μου, κρατώντας το χέρι μου.
«Εάν δεν τσακιστείς να ανοίξεις, θα σε βρω και θα το πληρώσεις ακριβά. Με άκουσες αγάπη μου;» ούρλιαξε εκείνος με ένα στριγκό γέλιο.
Δεν χρειαζόταν να ακούσω άλλα. Όχι, δεν υπήρχε τίποτα να πω με ένα τέρας σαν αυτόν. Εγώ για χάρη του ήμουν έτοιμη να αφήσω την οικογένειά μου να μπει στη φυλακή, να κάνω στην άκρη τη “δουλειά” μου, μόνο και μόνο για να είμαι δίπλα του. Και εκείνος...
«Πάμε να κοιμηθούμε, Γωγώ. Θα φύγει.» της είπα απογοητευμένη, νιώθοντας ενοχή για όσα είχαν γίνει.


Την επόμενη μέρα σηκώθηκα έτοιμη να τον αντιμετωπίσω, εφόσον δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Με είχαν πάρει τηλέφωνο από το φροντιστήριο για να μου υπενθυμίσουν πως εάν ξανά έλειπα θα υπήρχαν κυρώσεις. Μπαίνοντας στην αίθουσα με τη φίλη μου δίπλα μου, κάθισα στο τελευταίο θρανίο φανερά κουρασμένη, καταβεβλημένη.
Η Γωγώ κρατούσε το χέρι μου αναπνέοντας βαθιά, φοβισμένη από την κατάσταση στην οποία είχα πέσει. Πάνω στη στιγμή, μπήκε ο Θάνος στην αίθουσα, κοιτώντας ένα προς ένα τα θρανία, ψάχνοντας πιθανότατα για έμενα. Με κατεβασμένο κεφάλι προσπάθησα να επικεντρωθώ στο βιβλίο που κρατούσα. Ανεπιτυχώς.
«Βγείτε όλοι έξω.» φώναξε εκείνος, χτυπώντας το χέρι του στην έδρα.
Ένιωσα τη φίλη μου να με κοιτάζει και της έγνεψα να κάνει ό,τι και οι υπόλοιποι. Μόλις βγήκε και ο τελευταίος μαθητής, ο Θάνος ήρθε μπροστά από το θρανίο μου αρπάζοντάς με από το χέρι με δύναμη.
«Πού ήσουν και γιατί έφυγες από το σπίτι μου;» ρώτησε γεμάτος ζήλια και θυμό.
«Είμαι εκεί όπου με έστειλες. Μα δεν σου χρωστώ εξηγήσεις.» είπα και σηκώθηκα από τη θέση μου, έτοιμη να φύγω.
«Δεν θα πας πουθενά.»
«Ούτε θα μείνω εδώ μαζί σου όμως.» αποκρίθηκα, γρυλίζοντας από τον θυμό μου.
«Θα κάνεις αυτό που λέω.» συνέχισε εκείνος, πιάνοντάς με από τους καρπούς.
Εξοργισμένη, και χωρίς να το πολυσκεφτώ, τον κλότσησα ανάμεσα στα πόδια τρέχοντας μακριά από όλους, ακούγοντας τα χαχανητά και τα σχόλια των υπόλοιπων μαθητών. Βγαίνοντας στον δρόμο, άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ενώ εκείνος με κυνηγούσε από πίσω.
Είχα αρχίσει να λαχανιάζω όταν έφτασα στο σπίτι της Γωγώς, προσπαθώντας να ανοίξω την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...» μονολόγησα, ανοίγοντας επιτέλους την πόρτα.
Πάνω που ήμουν έτοιμη να μπω μέσα, ένιωσα κάποιον να μου τραβά τα μαλλιά με δύναμη. Γυρνώντας είδα τον Θάνο, ο οποίος με έσπρωξε μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Μην τολμήσεις να κάνεις άλλο βήμα.» τον απείλησα και για πρώτη φορά ένιωσα φόβο στην ζωή μου. Πραγματικό φόβο.
«Νόμιζες πως θα ξεφύγεις από έμενα; Χωρίς καν να μου πεις τι σου έκανα;» γρύλισε εκείνος, σπρώχνοντάς με στο δωμάτιο όπου κοιμόμουν με τη φίλη μου.
Βλέποντάς τον αναψοκοκκινισμένο, κατάλαβα τι υπήρχε στο μυαλό του.
«Είσαι σε ξένο σπίτι. Αν δεν φύγεις, θα αναγκαστώ να σε βγάλω εγώ η ιδία έξω.» του είπα σπρώχνοντάς τον μακριά.
Με μια κίνηση και χωρίς να το περιμένω, με πέταξε στο κρεβάτι, με έμενα να τον βρίζω, κατακόκκινη από την οργή που ένιωθα.
«Φύγε από πάνω μου.» ούρλιαξα χτυπώντας τον, μα εκείνος μου έκλεισε το στόμα με ένα φιλί.
Με το άλλο του χέρι κράτησε τα χέρια μου ενώ έβγαζε τη γραβάτα του.
«Είπες ότι δεν θα με αφήσεις ποτέ, θυμάσαι;» με ρώτησε, καθώς έδενε τα χέρια μου στα κάγκελα του κρεβατιού με τη γραβάτα του.



Εύα Αναγνώστου