Η Κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 9) - "Είμαι ένα απλό παιδί, όχι ηρωίδα"

«Τη βρήκες! Ημίαιμη κοπέλα, τη βρήκες!» φώναξε μια φωνή δίπλα της. Υπήρχε ξεκάθαρος ενθουσιασμός στη γυναικεία χροιά.
«Σαμ έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου, μα τω Θεώ θα σε…» βόγκηξε η Κάσσι και σηκώθηκε από την κρύα επιφάνεια. Έφερε το χέρι της στον αυχένα της και προσπάθησε να απαλύνει τον πόνο, τα μάτια της κλειστά. «Πού κοιμήθηκα κι εγώ, στο πάτωμα; Μπράβο ρε Κάσσι, και σε στάβλο την επόμενη φορά…»
«Με διασκεδάζεις κορίτσι!» ξαναείπε η φωνή, και μόνο τότε η Κάσσι άνοιξε τα μάτια και τα γούρλωσε, μην πιστεύοντας ότι έβλεπε τη μαυροντυμένη γυναίκα ξανά.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;! Πάλι η ίδια ιστορία;» τη ρώτησε και αύξησε τη μικρή απόσταση μεταξύ τους, σέρνοντας το σώμα της μακριά.
Η γυναίκα απλώς γέλασε δυνατά, σχεδόν εύθυμα.
«Έλα, έλα τώρα, μη φοβάσαι χαζούλα! Βρήκες τη φωτιά, παρόλο που δεν ήξερες λεπτομέρειες, τι λόγο θα είχα να σε βλάψω; Σηκώνεσαι να μιλήσουμε γιατί νιώθω άσχημα έτσι όπως με κοιτάς; Είμαι από τους λίγους που δεν θα είναι ποτέ εναντίον σου, πίστεψέ με!»
Η Κάσσι ανάγκασε το βλέμμα της να σκληρύνει παρά τον φόβο της. Το να δείξει αδυναμία σε κάποιο πλάσμα δυνατότερο από εκείνη δεν ήταν μια σοφή επιλογή και έπρεπε πραγματικά να προσέχει.
Είτε ήθελε είτε όχι, είχε πλέον μπλεχτεί άσχημα. Ίσως δεν θα έπρεπε να είχε αφήσει την περιέργειά της να νικήσει τη λογική της…
«Πού βρήκα την φωτιά που έψαχνες;» αναρωτήθηκε φωναχτά, φροντίζοντας η φωνή της να είναι άχρωμη από συναίσθημα.
«Τη βρήκες εδώ…» είπε η γυναίκα, με τη μαύρη κουκούλα της να καλύπτει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Κατευθείαν άρχισε να πέφτει από το πουθενά το πλέον γνωστό μαύρο κουτί. Εξέπεμπε ένα αλλόκοτο άσπρο φως όσο κατέβαινε από τον ουρανό του τοπίου με αφύσικα αργή ταχύτητα, μόνο και μόνο για να προσγειωθεί ευλαβικά στις ανοιχτές παλάμες της γυναίκας. Η Κάσσι παρατήρησε πως το έπιασε ευλαβικά, με μια αριστοκρατική θα έλεγε κανείς χάρη. «Αλήθεια, δεν περίμενα να το βρεις τόσο γρήγορα… Βρήκες το κουτί που κρύφτηκε η φωτιά μετά τον…» Σταμάτησε τον εαυτό της ξαφνικά και η Κάσσι ένιωσε την οποιαδήποτε καλή διάθεση που είχε το πλάσμα μπροστά της να εξατμίζεται.
Το κορίτσι κούνησε αργά το κεφάλι του. Δεν ήθελε να προκαλέσει την οργή της γυναίκας, γνωρίζοντας πως ό,τι και να ήταν, δεν ήταν άνθρωπος ή κάτι που μπορούσε να αντιμετωπίσει.
«Βρήκες το κουτί που κρύφτηκε η φλόγα μου και σε ευχαριστώ πολύ γι' αυτό. Πλέον είμαι σίγουρη πως είσαι εσύ εκείνη που πρέπει να με αναστήσει…»
«Τι πράγμα;» τη διέκοψε η Κάσσι και σηκώθηκε από το πάτωμα απότομα. «Να σε κάνω τι;»
Η γυναίκα αναστέναξε, και τοποθέτησε το κουτί σ’ένα τραπέζι που εμφανίστηκε μετά από ένα μικρό βλεφαρισμό της Κάσσι. «Πες το όνομά μου, Κασσάνδρα.»
«Πώς ξέρεις το δικό μου;» τη ρώτησε έντρομη, μα και πάλι ακούστηκε απαιτητική.
«Πες το όνομά μου και θα θυμηθείς…»
«Εντάξει αρκετά με τις αινιγματικές βλακείες! Θέλω απαντήσεις!» είπε ήρεμα στο πνεύμα, και παρατήρησε το γαλάζιο να σκουραίνει λίγο. Ήταν θυμωμένη, μα δεν μπορούσε να αφήσει τα συναισθήματά της να ρισκάρουν τη ζωή της. Ποιος ήξερε τι θα γινόταν αν αυτή η μαυροντυμένη οντότητα εξοργιζόταν με τα παιδιαρίσματά της…
«Ηρέμησε» την πρόσταξε η γυναίκα. Ήρθε μπροστά στην πλέον παγωμένη από το σοκ Κάσσι και τοποθέτησε τα μαλακά χέρια της πάνω στα μάγουλα της κοπέλας.
Τα χέρια της ήταν παράδοξα ζεστά. Εφόσον ήταν νεκρή, δεν θα έπρεπε να είναι κρύα; Και ακόμα χειρότερα, εφόσον ήταν φάντασμα, μια σκιά της φαντασίας της, πώς ένιωθε το άγγιγμά της;
Η Κάσσι ήταν σίγουρη πως έχανε τον εαυτό της στην άβυσσο της παράνοιας.
«Αυτό είναι… Τώρα νομίζω πως είμαστε έτοιμες να κάνουμε μια συζήτηση σαν δύο μεγάλες γυναίκες που είμαστε, σωστά;» ψιθύρισε και απομακρύνθηκε αργά από την έφηβη.
Η Κάσσι ένευσε, ανήμπορη να κάνει τίποτα άλλο. Το τοπίο δεν βοηθούσε στο να μετριάσει τη μικρή ζάλη που ένιωθε, εφόσον η έλλειψη παρουσίας πολλών χρωμάτων ήταν κάτι που δεν είχε συνηθίσει.
«Είμαι σίγουρη πως αναρωτιέσαι πού είσαι. Αυτό το απέραντο γαλάζιο είναι ένα παράδοξο, ένα μέρος που μπορώ να επικοινωνώ μαζί σου υπό κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Όταν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, σε καλώ εδώ, σε ένα από τα λιγοστά μέρη που δεν μπορούν να αγγιχθούν από τις δυνάμεις του σκότους με τον παρών πόλεμο που επικρατεί κάτω από τα μάτια των ανθρώπων. Αν κι αν δεν βιαστώ, όλα θα χαθούν…»
«Σκοτάδι…» μουρμούρισε η Κάσσι και τότε κατάλαβε πως έπρεπε να συνέλθει πλήρως, γιατί αυτή η γυναίκα είχε γνώσεις μεγαλύτερες από τις δικές της. Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να μάθει για εκείνους που απείλησαν τη ζωή της και να βρει την αλήθεια για την οποία τόσο μοχθούσε.
«Τι ξέρεις για αυτό και πάνω απ’ όλα, τι είσαι;» τη ρώτησε επιτακτικά.
«Εγώ;» Η γυναίκα γέλασε δυνατά, το γέλιο της γλυκόπικρο και νοσταλγικό. Έβγαλε την κουκούλα της και αποκάλυψε μία γυναίκα με κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια γύρω στα εικοσιπέντε της.
Η Κάσσι έφερε το χέρι πάνω στο στόμα της και έκανε τον σταυρό της με το άλλο.
Η γυναίκα ήταν φτυστή εκείνη λίγα χρόνια αργότερα.
«Δεν θα έλεγα “τι” είμαι…» άρχισε να λέει η γυναίκα «...Μπορεί να είμαι γυναίκα, μπορεί να είμαι άντρας, μπορεί να είμαι ο αδερφός σου, μπορεί να είμαι τα πάντα, μπορεί να είμαι και το τίποτα, όλα αυτά ταυτόχρονα. Όσο για το Σκότος, είναι ο ηθικός αυτουργός του θανάτου μου… Κι εσύ» έφερε τον δείκτη της σε θέση όπου έδειχνε την Κάσσι «είσαι εκείνη που θα σώσει εμένα, μια αληθινή θεά, από την ολοκληρωτική ταπείνωση.»

*******

«Δηλαδή ρε σε σκότωσε η Σκοτεινή Βασίλισσα υποκινούμενη από το Σκότος; Πω πω φιλενάδα, μιλάμε για μεγάλη πουτ…»
«Μην αθυροστομείς!» την επέπληξε το πλάσμα μπροστά της με μια απαρχαιωμένη λέξη, κάτι που φυσικά η Κάσσι θεώρησε σωστό να μην επισημάνει. «Αλλά ναι, αυτό έγινε και μου στέρησε την ελευθερία μου, το σώμα μου, τις δυνάμεις μου ως προσωποποίηση της φωτιάς και τον έρωτα της ζωής μου…»
«Κρίμα… Ήσουν πολύ νέα για να πεθάνεις και να χάσεις τις χαρές της ζωής» είπε ειλικρινά, συγκινημένη από την ιστορία της γυναίκας. Δεν ήξερε τα πάντα, αλλά ήξερε αρκετά για να την λυπηθεί.
«Μη με λυπάσαι Κασσάνδρα. Είμαι θεά, δεν χρειάζομαι τον οίκτο κανενός.»
«Ξέρω, ξέρω… Απλώς δεν σου άξιζε…»
«Το ξέρω ότι δεν μου άξιζε, το ξέρεις κι εσύ από δικούς σου ανθρώπους, σωστά; Είμαι η θεά που αγαπήθηκε από το στοιχείο της φωτιάς και σκοτώθηκε από την πρωτόπλαστη…»
«Ξέρω από τη γιαγιά μου…»
Ένιωσε το αίμα της να βράζει στη σκέψη της Γιοβάννα. Θα την κατηγορούσε πάντα για τα μπλεξίματα που είχε τώρα, εφόσον ήταν προφανές πως εκείνη είχε βάλει κάπου το χεράκι της. «Θλίβομαι αφάνταστα για τον άδικο χαμό σου, μα γιατί με κάλεσες εδώ; Είπες πως εγώ θα σε σώσω από την ταπείνωση, ενώ δεν μπορώ να σώσω ούτε τον εαυτό μου… Δεν είμαι ηρωίδα, είμαι απλώς ένα παιδί...» έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια της που έπαιζαν νευρικά το ένα με το άλλο, και τα είδε να καλύπτονται από ένα παραπάνω ζευγάρι, πολύ όμοια με τα δικά της.
«Μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα αγαπημένη Κασσάνδρα.» Μόνο από το στόμα της το όνομά της δεν ακουγόταν ως επίπληξη ή αμαρτία. «Μαζί με άλλους, μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Γι’ αυτό σιγουρευτήκαμε ότι οι άνθρωποι δεν θα έμεναν μόνοι τους αλλά θα ανέπτυσσαν ομάδες κάποια στιγμή στην εξέλιξή τους… Γιατί η μοναξιά πονάει, και εμείς οι θεοί το ξέρουμε καλύτερα από όλους. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που φτιάξαμε και τον Παράδεισο, ώστε να μην είναι κανένας μόνος, άνθρωπος ή μη.»
«Και τι συμβαίνει με την κόλαση;» ρώτησε η Κάσσι. «Όταν υπάρχει θεός, υπάρχει και διάβολος που λατρεύεται από πολλούς οπαδούς. Όταν υπάρχει φως υπάρχει και σκοτάδι κάπου αλλού στον κόσμο και όταν κάποιοι απολαμβάνουν τα αγαθά του παραδείσου, άλλοι πληρώνουν τις αμαρτίες τους πικρά στην κόλαση… Οπότε, τι συμβαίνει εκεί;»
«Έχει τύχει να διαβάσεις ποτέ τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε Αλιγκέρι;»
Η Κάσσι βλεφάρισε προβληματισμένη, δίχως να ξέρει τι σχέση είχε εκείνο το έργο ενός μεσαιωνικού ανθρώπου.
«Είμαι σπασίκλας, φυσικά και το έχω κάνει! Είναι ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το βρήκα τόσο όμορφο!» Μ’ένα ονειροπόλο βλέμμα, η έφηβη άρχισε να εξηγεί τους λόγους που αγάπησε τη Θεία Κωμωδία στη γυναίκα, που πιθανότατα ήξερε ήδη τους λόγους που ένα συμβατικό μυαλό θα αγαπούσε ή θα μισούσε μια τέτοια ιστορία. Κι όμως την άκουσε, με ένα απαλό χαμόγελο στα χείλη και προσθέτοντας μερικές συγγραφικές λεπτομέρειες για τον Ντάντε και την ψυχοσύνθεσή του, που διέφευγαν από την Κάσσι.
«Ο Ντάντε Αλιγκέρι ήταν ο προφήτης της εποχής του» άρχισε η γυναίκα «και σίγουρα παρερμήνευσε λίγο τα λεγόμενά μας, μα το έκανε ώστε να γίνουν κατανοητά από τους ανθρώπους της εποχής του.»
«Καταλαβαίνω, ο μεσαιωνικός άνθρωπος δεν σκέφτεται όπως κάνουμε εμείς σήμερα, ούτε όπως θα σκέφτεται ο άνθρωπος σε πεντακόσια χρόνια.»
Η γυναίκα απλώς ένευσε. «O Ντάντε προσπάθησε να προειδοποιήσει για τη διέλευση του Σκότους σε αυτή τη διάσταση, μα το σύγγραμμά του χάθηκε στις δεισιδαιμονίες της εποχής του. Έρχεται η μάχη του Αρμαγεδδών, Κασσάνδρα. Είναι λίγο διαφορετική απ’ όσα έχουν λεχθεί στην Αγία Γραφή σας, αλλά και πάλι, τα σημάδια είναι εδώ.»
«Θα πεθάνουμε όλοι;» ρώτησε η Κάσσι ανήσυχα.
Η γυναίκα πήρε μία βαθιά ανάσα. «Αν οι τέσσερις φύλακες των Παραδείσων εμφανιστούν έγκαιρα, όχι. Αν δεν προλάβουν… Θα έρθει το τέλος.»
«Αλλά… Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Προσπαθείς να με πείσεις να σε βοηθήσω στην “καταπολέμηση των δυνάμεων του Κακού”; Γιατί όπως προείπα, δεν ξέρω πώς εγώ, μία απλή “μάγισσα” -ακόμα δεν έχω συνηθίσει ούτε τον όρο- θα μπορούσα να βοηθήσω σε μια τέτοια μάχη…» Με την πολλή κουβέντα η Κάσσι είχε ξεχάσει πως το πλάσμα μπροστά της δεν ήταν άνθρωπος, αλλά μια Θεά.
«Πρέπει Κασσάνδρα. Δεν είσαι παιδί του Ανθρώπου, μα ούτε παιδί δικό Μας. Είσαι μία από τις λίγες μάγισσες της εποχής σου, που ίσως θα έχουμε την ευλογία να έχουμε στο μέρος μας.»
«Μα δεν καταλαβαίνω! Γιατί χρειάζεστε βοήθεια όντων κατωτέρων σας; Είστε Θεοί, για όνομα! Οι Θεοί αντιμετωπίζουν το Κακό!»
«Μα κι εσύ είσαι το Κακό!» της φώναξε κι εκείνη, όχι θυμωμένα, μα για να επιβληθεί. Η Κάσσι γούρλωσε τα μάτια στην αύξηση του τόνου της γυναίκας.
«Τι εννοείς; Εγώ πριν ένα μήνα ανησυχούσα για το αν θα σπάσω στο ξύλο το κακό του σχολείου ή όχι και τώρα ανησυχώ για το αν θα απειλήσουν πάλι τη ζωή μου δαίμονες! Νομίζεις πως εγώ είμαι το κακό; Σηκώθηκε από την καρέκλα που είχε εμφανίσει η γυναίκα από το πουθενά απότομα, κάνοντάς τη να πέσει με έναν τεράστιο κρότο.
Η μαυροντυμένη γυναίκα αναστέναξε ξανά και κούνησε το κεφάλι της, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της.
«Μη μου το παίζεις απογοητευμένη, δεν με ξέρεις κι από εχθές!» φώναξε θυμωμένα, μην μπορώντας να συγκρατήσει τον χείμαρρο συναισθημάτων που είχαν δημιουργεί την τελευταία εβδομάδα, μα η γυναίκα διατήρησε την ψυχραιμία της.
«Φυσικά και το κάνω… Ξέρω την ψυχή σου εδώ και μιλιούνια χρόνια, επειδή εκείνη ήταν η ευγενική ψυχή που με έσωσε από μια μοίρα έσχατη… Προσκολλήθηκα σε εκείνη με τη δική της θέληση, ώστε να μπορέσω να δώσω τη δυνατότητα σε εκείνη να σώσει τον εαυτό της και τον κόσμο ολόκληρο. Αλλά εσύ σήμερα, δεν έχεις και πολλά κοινά μαζί της…»
Η Κάσσι ένιωσε τον θυμό και το φούντωμα να φεύγουν από το σώμα της. Τι είχε τολμήσει να ξεστομίσει σε μια θεά; Σε μια γυναίκα στην οποία όφειλε τη ζωή της, σε εκείνη που την έσωσε από τα δεσμά του θανάτου;
«Δεν το εννοούσα…» άρχισε να λέει, μα η γυναίκα με την πλάτη στραμμένη σε εκείνη, γέλασε ειρωνικά, για πρώτη φορά.
«Ω, μα το εννοούσες, Κασσάνδρα και μάλιστα πολύ. Είσαι ήδη κουρασμένη με αυτή την όψη της πραγματικότητας. Δεν φταις εσύ όμως, έχεις μεγαλώσει ως άνθρωπος, και έχεις αποκομίσει την αρνητική τους στάση σε οτιδήποτε που ζητά τη συμμετοχή τους σε κάτι μεγαλύτερο από αυτά που μπορεί να εξηγήσει η επιστήμη τους. Ίσως είναι η ώρα να αποδεχτώ πως η ψυχή σου κι εγώ κάναμε λάθος για το τι θα γινόταν, τι θα γινόσουν… Είσαι ελεύθερη να φύγεις» είπε με μια φωνή σπασμένη, και η Κάσσι ήξερε πως αν οι Θεοί μπορούσαν να κλάψουν, εκείνη έκλαιγε οκνηρά.
Άπλωσε το χέρι της στην κατεύθυνση εκείνης της γυναίκας που της είχε δώσει κάποιες απαντήσεις και δημιούργησε τόσες ερωτήσεις, ενώ ένιωθε κάτι μέσα της να καταστρέφεται. Μα απογοητευμένη με τον ίδιο της τον εαυτό, ήξερε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμη για τίποτα όπως είχε πει η γυναίκα, γιατί ήταν γυναίκα με συναισθήματα, κι έτσι άφησε το χέρι της να πέσει λες και ήταν νεκρό στο πλευρό της.
Ένιωσε τον εαυτό της να ζαλίζεται, και το γαλάζιο τοπίο να γυρίζει, μέχρι που όλα έγιναν ένα θολό άσπρο. Ένιωσε το σώμα της να πέφτει προς τα πίσω και η αντανακλαστική κίνηση ήταν να προστατεύσει το κεφάλι της.
«Μα θυμήσου… Αν ποτέ με χρειαστείς, είναι αρκετό να πεις το όνομά μου. Το ξέρεις και το ξέρω πως σου είναι γνωστό…» Και με αυτά τα μακρινά λόγια, η κοκκινομάλλα ένιωσε ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλό της, και ήξερε πως είχε επιστρέψει στον ξενώνα της Έλλα, με την τελευταία να κάνει φιλότιμες προσπάθειες να την επαναφέρει στον αληθινό κόσμο, πίσω από το παράδοξο.
Η Κάσσι απλώς άνοιξε τα βουρκωμένα μάτια της, έπεσε με φόρα στην αγκαλιά μιας κοπέλας που δεν ήξερε σχεδόν καθόλου, και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, έβαλε τα κλάματα.



Jinx Hallens