Κίεβο, Μάιος 1020
Και να ήθελε η Μίρα να πράξει με
λιγότερη χάρη και ανωτερότητα δε θα της το επέτρεπαν οι συνθήκες, έτσι όπως
διαμορφώθηκαν μετά την έκρηξη της φημολογίας γύρω από το νέο σκάνδαλο της
αυλής. Οι άνθρωποι που παρευρίσκονταν στην σάλα ων δεξιώσεων την στιγμή της
αποκάλυψης ήταν πάρα πολλοί κι έτσι, τα νέα της επανεμφάνισης της πριγκίπισσας που είχε θεωρηθεί νεκρή, διαδόθηκαν όχι μόνο
σε όλο το κάστρο, μα σε ολάκερο το Κίεβο με αστραπιαία ταχύτητα.
Σίγουρα,
οι απλοί πολίτες είχαν πολύ σοβαρά προβλήματα, για να ασχολούνται με τις
αναπάντεχες εξελίξεις του παλατιού. Όταν πάλευαν με την ισχνή σοδειά και η
απειλή της θανατικής ποινής ήταν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι τους, μια
χαμένη πριγκίπισσα, ήταν το τελευταίο πράγμα που τους ενδιέφερε. Αυτό όμως, δεν
ίσχυε για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις οι οποίες τρέφονταν με τα γεγονότα που αφορούσαν τον Μεγάλο
Πρίγκιπα και την οικογένεια του. Το ερώτημα ήταν ξεκάθαρο κι ας μην τολμούσε
κανείς να το αρθρώσει από φόβο για την αντίδραση του ηγεμόνα: τι επρόκειτο να
συμβεί στη νεκραναστημένη πριγκίπισσα; Αυτό λοιπόν, δεν άφηνε στο πριγκιπικό
ζεύγος πολλές επιλογές. Έπρεπε να σχεδιαστεί άμεσα μια δεξίωση για την επίσημη
αποδοχή της Ναντέζντα στην οικογένεια.
Ευτυχώς,
κανείς δεν γνώριζε ποιος ήταν ο ρόλος του Σβιατοπόλκ στο θάνατο του Γιαροσλάβ,
ειδάλλως θα παραξενεύονταν με την προθυμία του Μεγάλου Πρίγκιπα να δεχτεί την
αδερφή του θύματος στους κόλπους της οικογενείας. Όλα αυτά στο βόρειο Νόβγκοροντ, έτσι δεν υπήρχαν
αυτόπτες μάρτυρες στο Κίεβο. Εξάλλου, επίσημος υπαίτιος για όλα, είχε θεωρηθεί
ο Ραντοσλάβ.
Εν
τω μεταξύ η Ναντέζντα συνέχισε να φέρεται φυσιολογικά, σαν να μην είχε συμβεί
τίποτα το ιδιαίτερο, λες και παρέμενε μια άσημη και αδέκαρη θεραπαινίδα, τίποτα
περισσότερο. Την ίδια στιγμή όμως, ήταν προφανές ότι είχαν αλλάξει τα πάντα.
Εκείνη η αριστοκρατική χάρη που πάντοτε
συνόδευε τις κινήσεις της, εκείνο το υπεροπτικό βλέμμα, και το λαμπρό χαμόγελο
έμοιαζαν πλέον να είναι αποδείξεις της ανώτερης καταγωγής της. Κανείς πλέον δεν
τολμούσε να τη διατάξει, ή έστω να της απευθύνει το λόγο, πολλοί, χωρίς να τους
το επιβάλει κανείς άρχισαν να υποκλίνονται μπροστά της και να την αποκαλούν υψηλοτάτη. Κι εκείνη αντιμετώπιζε αυτές
τις εκδηλώσεις θαυμασμού χωρίς έκπληξη, χωρίς αμηχανία, λες και έβλεπε
ανθρώπους να υποκλίνονται μπροστά της όλη της ζωή και δεν είχε περάσει τη μισή
υπηρετώντας άλλους. Φορούσε μόνιμα ένα
ακαταμάχητο χαμόγελο και φερόταν αρχοντικά, λες και της είχε ήδη επιστραφεί
επίσημα ο τίτλος της πριγκίπισσας, λες και το να βρίσκεται στο κέντρο της
προσοχής ήταν το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο.
Δυο
μάτια την παρακολουθούσαν στενά, όπου κι αν πήγαινε. Τουλάχιστον προσπαθούσαν.
Τα μάτια του Στεφάν. Την έβλεπε να φέρεται με περίσσια αρχοντιά, να είναι εκθαμβωτική
παρά τη λιτή της ενδυμασία, χαρίζοντας ακαταμάχητα χαμόγελα στους πάντες και
ανησυχούσε. Φοβόταν ότι αυτή η χρυσή περίοδος θα έπαιρνε σύντομα τέλος και ότι
η ακαριαία της άνοδος θα δημιουργούσε εχθρούς. Κάποιος θα ανακάλυπτε τα
σκοτεινά της σχέδια, θα τα αποκάλυπτε στον Σβιατοπόλκ και την επόμενη στιγμή η
Ναντέζντα θα είχε ραντεβού με την αγχόνη. Κι εκείνος θα αναγκαζόταν να
παρακολουθήσει τα πάντα αδρανής, αμέτοχος στις τραγικές εξελίξεις, ανήμπορος να
τη βοηθήσει και να την υπερασπιστεί. Καταλάβαινε βέβαια, ότι έκανε παράλογες σκέψεις˙ κανείς δεν θα
την απειλούσε, γιατί κανείς δε θα πίστευε αυτά που έκρυβε. Αυτό που στ’ αλήθεια
ήθελε ήταν να την πλησιάσει, να μάθει τι είχε σκοπό να κάνει μετά, αλλά ήταν
αδύνατον˙ εκείνη εξαφανιζόταν διαρκώς. Ήταν σίγουρος ότι το έκανε επίτηδες,
κάθε φορά που τον έβλεπε.
Δεν
μπορούσε όμως να μην χαίρεται ενδόμυχα γι’ αυτή της τη φαεινή ιδέα. Τον είχε
απαλλάξει από μια δύσκολη απόφαση. Ο Σβιατοπόλκ είχε ξεχάσει το τελεσίγραφο που
του είχε δώσει σχετικά με τη θέση του συμβούλου που ζητούσε να του παραχωρήσει.
Ευτυχώς δηλαδή, γιατί ακόμα δεν είχε αποφασίσει τι θα του απαντούσε. Ήξερε πολύ
καλά ότι ήθελε να του δώσει αρνητική απάντηση. Το μόνο που τον συγκρατούσε ήταν
ότι φοβόταν μην οργιστεί και ξεσπάσει εναντίον της οικογένειά του. Ήξερε ότι
όσο δύσκολα είχε κερδίσει την εύνοια του Σβιατοπόλκ, τόσο εύκολα μπορούσε να τη
χάσει. Απλά ήλπιζε ότι θα αργούσε να το θυμηθεί.
Η
μέρα της αναγνώρισης της πριγκίπισσας δεν άργησε να φτάσει και ο Στεφάν
αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να περιμένει άλλο: έπρεπε να τη δει, να της μιλήσει.
Το συμπόσιο θα ξεκινούσε σε λιγότερο από μία ώρα όταν βρέθηκε μπροστά από την
πόρτα του κοιτώνα στον οποίο διέμενε ακόμα. Στάθηκε πίσω από μια κολώνα
Περίμενε μέχρι να δει τις ομόκλινες της να φεύγουν, μα τότε δίστασε˙ ήξερε ότι
εκείνη δεν ήθελε ούτε να τον αντικρίσει, ούτε να τον ακούσει. Τελικά, αποφάσισε
να μπει μέσα.
Την
είδε να στέκεται μπροστά από τον καθρέφτη, κρατώντας δυο πέπλα ένα λευκό κι ένα
κυανό· προσπαθούσε να επιλέξει ανάμεσα τους. Φορούσε ένα θαλασσί φόρεμα με χοντρές
τιράντες, κάτω από το οποίο διακρίνονταν τα
χρυσοΰφαντα μανίκια ενός άλλου φορέματος. Τη λεπτή της μέση έδενε σφιχτά
μια πλατιά ζώνη σε σκούρο μπλε χρώμα. Παρατήρησε ένα βαρύ ασημένιο περιδέραιο το
οποίο συνέθεταν ορθογώνια πλακίδια, στολισμένα το καθένα με ένα ζαφείρι στο κέντρο. Η καδένα της μητέρας της, και αυτή ήταν περασμένη
στο λαιμό της, ως συνήθως. Ο Στεφάν απέδωσε την αλλαγή στη συνήθη απλότητα που
τη διέκρινε στην εξέχουσα σημασία της σημερινής εορτής. Ήταν γεγονός, ότι οι
Ρωσίδες συνήθιζαν να φορτώνονται με κοσμήματα, κι όσες το απέφευγαν θεωρούνταν
χωριάτισσες. Η Ναντέζντα έπρεπε πια να πάψει να θεωρείται τέτοια.
Έπαψε
να την κοιτάζει, και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, για να γνωστοποιήσει
την παρουσία του. Τα πράσινα μάτια καρφώθηκαν ακαριαία πάνω του και διέκρινε
μια σπίθα έκπληξης, θυμού ή κάτι άλλο. Την επόμενη στιγμή όμως, η Ναντέζντα
έστρεψε και πάλι την προσοχή της στο είδωλό της. «Τι κάνεις;», με απάθεια, ενώ άρχισε
να πλέκει μια χοντρή πλεξούδα με τα μισά της μαλλιά.
«Συγγνώμη
για την αδιακρισία αλλά χρειάζονται δραστικά μέτρα για να σε συναντήσει κανείς..»
«Αυτά
έχει η ζωή... Λοιπόν τι θες; Δεν έχω πολύ χρόνο, όπως βλέπεις.»
«Ήταν
πράγματι εντυπωσιακό, το πώς χειραγώγησες τον Σβιατοπόλκ, ώστε να σε θυμηθεί
και να πιστέψει αυτά που ήθελες εσύ να πιστέψει.»
«Παρακάτω!»,
τον διέκοψε απότομα, συνεχίζοντας να πλέκει τη δεύτερη τώρα πλεξούδα.
«Τι
θα κάνεις τώρα;»
«Θα
πάω στη γελοία εκδήλωση. Και θα χαμογελώ.» Έδεσε την πλεξούδα με μια λευκή
κορδέλα, όπως και την προηγούμενη.
«Ξέρεις
τι εννοώ.»
Εκείνη
τον αγνόησε. Επικεντρώθηκε στο να στερεώσει στην βάση κάθε πλεξούδας ένα
στρογγυλό στολίδι με σκαλιστά σχέδια, καμωμένο και αυτό, από άργυρο.
«Σου
μιλάω.», επισήμανε ο Στεφάν ενοχλημένος. Μα η Ναντέζντα εφάρμοζε το ανοιχτό
γαλάζιο πέπλο, που είχε τελικά επιλέξει γύρω από το πρόσωπό της, αφήνοντας όμως
τις δυο πλεξούδες έξω από αυτό. «Δεν έχω
πρόβλημα με την ακοή μου.», απάντησε ψύχραιμα, ενώ περνούσε μια σκούρα μπλε
κορδέλα γύρω από το μέτωπό της, από την οποία κρέμονταν ασημένια φλουριά. Μα αν
παρατηρούσε κανείς προσεκτικά θα έβλεπε ότι τα μάτια της άστραφταν από το θυμό.
«Θέλω
να μου πεις ποια είναι η επόμενη κίνησή σου.»
«Κοίταξε
Στεφάν.», φώναξε ξεσπώντας επιτέλους. «Δεν έχω καμία υποχρέωση να λογοδοτώ σε
σένα για το τι κάνω ούτε γιατί το κάνω. Γιατί δεν πας πίσω στην πόλη που
έκλεψες από τον αδερφό μου, και να μ’ αφήσεις στην ησυχία μου; Δεν υπέφερα
αρκετά εξαιτίας σου;»
«Μα
δεν θέλω να σε σταματήσω, Νάντια. Θέλω να σε βοηθήσω.»
«Δεν
τη θέλω τη βοήθειά σου. Είναι περιττή. Την είδα και παλιότερα, πόσο με ωφέλησε.
Και πόσες φορές πρέπει να σου πω να με λες Ναντέζντα;»
«Άσε
με να σου εξηγήσω και θα καταλάβεις τα πάντα! Απλά άκουσέ με.»
«Δεν
θέλω άνθρωπέ μου! Ακόμα κι αν δεν ήταν το παρελθόν μας στη μέση, δε θα
εμπιστευόμουν ποτέ το τσιράκι του Καταραμένου!»
«Μα,
δεν ισχύει αυτό! Τι πρέπει να κάνω, για να δεις ότι σου λέω την αλήθεια;
Μπορείς να με εμπιστεύεσαι!»
«Τίποτα,
Στεφάν. Απολύτως τίποτα.»
Το
σκληρό της βλέμμα λύγισε την αποφασιστικότητά του. Τόσο που ούτε καν άκουσε τα
λόγια της. Με βαριά καρδιά της άνοιξε την πόρτα κι εκείνη εξαφανίστηκε την ίδια
στιγμή. Τον άφησε μόνο στο ξένο δωμάτιο, να αναρωτιέται πού είχε φταίξει. Τι θα
μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικά ώστε να μην την είχε χάσει; Εκείνη έλεγε ότι
την είχε προδώσει. Η εναλλακτική όμως θα ήταν να προδώσει τον πατέρα του. Γιατί
δεν καταλάβαινε; Αν εκείνη ήταν στη θέση του και είχε να διαλέξει ανάμεσα στον
ίδιο και το Γιαροσλάβ, ποιον θα διάλεγε; Ήθελε πολύ να ακούσει την απάντηση μια
μέρα. Στο μεταξύ αρνείτο πεισματικά να πιστέψει ότι όλα είχαν τελειώσει.
Εκείνος διέλυσε τη σχέση τους, εκείνος θα την έχτιζε ξανά. Θα τον πίστευε.
Κάποια στιγμή θα τον πίστευε. Μέχρι τότε όμως, πώς θα την προστάτευε;
Είναι απίστευτος! Μα, τι νομίζει;
Δεν μπορεί να υπάρξει ούτε η ψευδαίσθηση της εμπιστοσύνης μετά απ’ όσα έκανε. Δεν
θα δεχτώ τη βοήθειά του, επ’ ουδενί. Δεν τρελάθηκα ακόμα.
Όταν βρήκα ξανά τις αισθήσεις μου, μετά την
πρώτη μας συνάντηση, βρισκόμουν σ’ ένα υγρό και σκοτεινό κελί στα έγκατα της
βόρειας ρωσικής γης. Στα μπουντρούμια κάτω από το κάστρο του Νόβγκοροντ.
Μπροστά μου ήταν ένας άντρας, ψηλός, μελαχρινός με αδρά χαρακτηριστικά και
διάφανα τρομακτικά μάτια.
«Ξύπνησε η πριγκηπέσα μας!», είπε
με ένα χαιρέκακο χαμόγελο, μόλις είδε ότι τον κοιτούσα. Τρόμαξα, ενστικτωδώς
θέλησα να φύγω. Δεν μπορούσα όμως˙ τα
χέρια μου ήταν παγιδευμένα σε δυο μεγάλες σιδερένιες υποδοχές, στερεωμένες στον
τοίχο πίσω από την πλάτη μου, ενώ τα πόδια μου ήταν αλυσοδεμένα μεταξύ τους.
«Απλά για να σε σταματήσουν, αν
σου μπει καμιά τρελή ιδέα…», είπε απειλητικά.
«Ποιος είσαι; Τι θες από μένα;
Και δεν είμαι πριγκίπισσα!»
Προσπάθησα σκληρά για να ακουστώ
δυναμική, ψύχραιμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Δε νομίζω ωστόσο, ότι τα κατάφερα.
Κρύος ιδρώτας με είχε λούσει, η καρδιά μου χτυπούσε σε ξέφρενο ρυθμό, και η
φωνή μου έτρεμε. Ήμουν φοβισμένη, κι ήταν προφανές.
«Θες να μου πεις, ότι αυτό το
κόσμημα, με το μεγάλο σμαράγδι και το αρχικό της Ρογκνέντα του Πόλοτσκ δεν
είναι δικό σου;», είπε και σήκωσε ψηλά το μενταγιόν μου. Το μενταγιόν της
μητέρας μου.
«Δεν έχω ιδέα τι λες! Πρώτη φορά
το βλέπω!»
«Α, ναι; Γιατί εγώ, το πήρα απ’
το λαιμό σου!»
«Τι θέλεις;»
«Είμαι ο άρχοντας Ραντοσλάβ, ο
νέος κύριος του Νόβγκοροντ. Κι εσύ κοπελιά, θυγατέρα του Πρίγκιπα Βλαντιμίρ,
είσαι η ασφάλειά μου σε περίπτωση που όλα καταρρεύσουν.»
«Δεν υπάρχει καμία περίπτωση! Εγώ
θα φύγω από εδώ ό,τι και να κάνεις! Και ναι, είμαι η θυγατέρα του Μεγάλου Βλαντιμίρ,
κι εσύ θα μετανιώσεις πικρά για όλα!», φώναξα με θάρρος που βρήκα μόλις εκείνη
τη στιγμή.
Ο πόνος ήταν οξύς και απρόσμενος.
Ένιωσα μεμιάς όλο το δεξί μάγουλό μου να
μουδιάζει από το χαστούκι που με φιλοδώρησε.
«Λυπάμαι, μα δε ρώτησα τη γνώμη
σου.»
Κάπως έτσι ξεκίνησε η βραχεία
αλλά σκληρή και ταπεινωτική περίοδος της αιχμαλωσίας μου. Η σκοτεινότερη
περίοδος της ζωής μου. Έζησα μήνες κλεισμένη στο σκοτεινό κελί, ελπίζοντας ότι κάποια μέρα ο πατέρας μου θα
ερχόταν να με σώσει. Αυτό που θυμάμαι εντονότερα από εκείνο το μέρος, είναι το
βαθύ σκοτάδι και το διαρκές συναίσθημα της πείνας. Ανατριχιάζω και μόνο στην
σκέψη.
Κατηγορούσα τον άνθρωπο που με
είχε σώσει. Τον θεωρούσα υπεύθυνο για τις συμφορές που με είχαν βρει. Καλύτερα
χίλιες φορές να είχα πεθάνει μαζί με τον αδερφό μου, παρά να ζω αυτή την
εξαθλίωση, σκεφτόμουν συνεχώς.
Τον Στεφάν άρχισα να τον
μισώ προτού καν τον γνωρίσω.
Η
Ναντέζντα απαγόρευσε στον εαυτό της να θυμηθεί κι άλλα. Ήθελε να μείνει
επικεντρωμένη εκεί, στο καυτό μίσος εναντίον του Στεφάν κι όχι σε όσα συνέβησαν
μετά. Δεν ήθελε να αλλάξει γνώμη. Ήθελε να συνεχίσει να τον θεωρεί ένα
τιποτένιο που ακολουθεί το Σβιατοπόλκ˙ όλα ήταν ευκολότερα έτσι.
Είχε αργήσει, έτσι κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά
για να παραστεί σε μια δεξίωση δίχως νόημα για κείνη. Για να αναγνωριστεί μέλος
μιας οικογένειας που δεν υπήρχε για κείνη. Και δεν σπατάλησε άλλες σκέψεις για
τον άνθρωπο που κάποτε μπόρεσε να φωτίσει για λίγο το σκοτάδι που είχε τυλίξει
την ψυχή της.
Σοφία Γκρέκα