Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 26)


Νάιλα
Ένιωθα το στήθος του Γουίλλιαμ να ανεβοκατεβαίνει ήρεμα, τα χέρια του ήταν τυλιγμένα γύρω από την μέση μου και η ανάσα του γαργαλούσε το σβέρκο μου.  Είχαμε φτάσει  στην Κίνα και ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που δεν βρίσκαμε κάποιο πανδοχείο και κατασκηνώναμε σε κάποιο ξέφωτο.  Δεν τον άφηνα να με αγκαλιάζει όταν πέφταμε για ύπνο αλλά όποτε ξυπνούσαμε ήμασταν πάντα μπλεγμένοι με αυτόν τον τρόπο. Σήκωσα το χέρι του αποδεσμεύτηκα αι προσπάθησα να αγνοήσω το αίσθημα πανικού που με έπιανε πάντα όταν κάποιος με κράταγε. Δεν το άντεχα, το άγγιγμα, την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου. Ήταν το μόνο που μπορούσα να νιώσω όταν ήμουν με τον Κάιν και δεν είχα σκοπό να αφήσω κάποιον άλλο άντρα να έχει αυτόν τον έλεγχο πάνω μου.
Χαμογέλασα, ήμασταν τόσο κοντά στα κτήματα της Μέι, τα πάντα μου ήταν οικεία εκεί . Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι θα έβλεπα και πάλι την παλιά μου φίλη, θα έβλεπα τον Λι.
Τα συναισθήματα μου ήταν αντικρουόμενα, χαρά και ενοχή.  Έστρεψα το κορμί μου έτσι ώστε να μπορώ να κοιτάξω το πρόσωπο του και χάιδεψα το μάγουλο του Γουίλιαμ. Ήταν τόσο όμορφος όταν κοιμόταν, μου άρεσαν όλες οι πλευρές του η αλήθεια ήταν. Ο άγριος Γουίλλιαμ που είχε σκοτώσει για χάρη μου, ο σκληρός Γουίλιαμ που είχε θάψει δυο πτώματα με τα χέρια και το σπαθί του, ο ενθουσιασμένος Γουίλιαμ που με έπιανε και με σήκωνε στην αγκαλιά του και με έκανε να ξεχνάω τα πάντα. Άνοιξε τα μάτια του, με κοίταξε και χαμογέλασε. Με έπιασε από την μέση αλλά δεν με τράβηξε, είχε προσαρμοστεί στις ανάγκες μου. Μετακινήθηκα λίγο πιο κοντά του και τον φίλησα, απαλά στην αρχή, ύστερα έσυρα την γλώσσα μου στο κάτω χείλη του. Η ανταπόκριση του ήταν άμεση και την ένιωσα να με πιέζει στην κοιλιά μου.  Τον καβάλησα και του φίλησα τον λαιμό.
«Καλημέρα» χαμογέλασε, με άφησε να του βγάλω το πουκάμισο και έβγαλε μόνος του παντελόνι. Αποδεσμεύτηκα από τα δικά μου ρούχα και έπιασα τον ανδρισμό του, ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσα να τον τυλίξω ολόκληρο. Τον έβαλα μέσα μου και αναστέναξα. Ήταν τόσο ωραία η αίσθηση και ο πιο τέλειος τρόπος να αρχίσεις την ημέρα σου. Τα χέρια του διέτρεξαν την μέση μου, πολύ απαλά ώστε να μην νιώθω ότι με κρατούσε. Όμως το πάθος σε κάνει να χάνεις το μυαλό σου και καθώς η απόλαυση γινόταν εντονότερη και η ηδονή απλωνόταν σε ολόκληρο το κορμί μας, τα δάχτυλα του με πίεσαν. Δεν ένιωσα πόνο, ο πανικός μου όμως ήταν σαν ένα δηλητηριασμένο αγκάθι. Αποδεσμεύτηκα απότομα από την αγκαλιά του και κάρφωσα τα χέρια στο χώμα πάνω από το κεφάλι του. Το βλέμμα του Γουίλλιαμ καθάρισε από τον πόθο και με κοίταξε στα μάτια έκπληκτος και αμέσως μετά πήρε απολογητικό ύφος. Τον φίλησα για να τον αποτρέψω από το να μου ζητήσει συγνώμη όπως είχε κάνει τόσες άλλες φορές. Το ήξερα ότι εγώ είχα το πρόβλημα, αλλά παρόλα αυτά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτό.
Ήμουν αυτή που ήμουν και δεν θα άφηνα ποτέ κάποιον άντρα να με πληγώσει, να με κάνει να νιώσω αδύναμη.
Ποτέ ξανά.

                                                           *****
Ο ήλιος όδευε προς την πίσω μεριά των βουνών όταν τελικά φτάσαμε στην έκταση που άνηκε στη Μέι. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται και ένας κόμπος έφραξε το λαιμό μου. Δεν ήταν το είδος που οδηγούσε σε δάκρια, ήταν το είδος που σε άφηνε άφωνη,  εκστασιασμένη και τυχερή.  Ήμουν επιτέλους εκεί που άνηκα, αυτό το αίσθημα είχα.
«Κάποιος έρχεται» με προειδοποίησε ο Γουίλλιαμ, ήρθε πιο κοντά μου, πάντα σε ετοιμότητα.  Εγώ γέλασα και τον άφησα πίσω μου καθώς έτρεχα να προϋπαντήσω ένα από τα λίγα άτομα που αγαπούσα με όλη μου την ψυχή. Την είδα να κατεβαίνει από το άλογο, ήταν ντυμένη στα γαλάζια, με ένα μαλακό παντελόνι και μια πουκαμίσα που άστραφτε. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της που έφταναν μέχρι την μέση της ανέμιζαν τώρα και την έκανε να μοιάζει με πλάσμα του αέρα. Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό ότι δεν ήταν αληθινή και όταν θα τύλιγα τα χέρια μου γύρω της θα την διαπερνούσαν και εγώ θα κατέληγα να αγκαλιάζω τον εαυτό μου.
«Νάιλα!» φώναξε και ύστερα η απόσταση μηδενίστηκε και πέσαμε με τόση ορμή η μια πάνω στην άλλη που χάσαμε την ισορροπία μας. Τα μάγια λύθηκαν, ήμουν στη Κίνα και αγκάλιαζα την καλύτερη μου φίλη και η ώρα που θα έβλεπα ξανά τον πρώτο έρωτα της ζωής μου. Η Μέι στάθηκε από πάνω μου και άρχισε να φιλάει τα μάγουλα μου και το μέτωπο μου ακατάπαυστα, μιλώντας συνεχώς στα κινέζικα. Ύστερα με κοίταξε και γέλασε, γέλασα και εγώ και η καρδιά μου αλάφρυνε καθώς παρακολουθούσα τα έντονα γαλάζια μάτια της.
«Σύννεφο είχες υποσχεθείς ότι θα έρθεις πιο γρήγορα»
«Όχι , είχα υποσχεθεί ότι θα έρθω.» την διόρθωσα, χωρίς να μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω. Ήταν ακριβώς όπως την θυμόμουν, απερίγραπτα όμορφη και γεμάτη ζωή. Σηκώθηκε με ένα σάλτο και με βοήθησε και εμένα να σταθώ στα πόδια μου.
«Δεν έχει σημασία ο χρόνος» έπιασε μια μπούκλα από τα μαλλιά μου και την έκλεισε γύρω από τα δάχτυλα της απαλά. Όπως και εγώ, ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήμουν αληθινή. «Είσαι εδώ τώρα»
Κούνησα το κεφάλι μου. «Είμαι εδώ τώρα»

                                                      ****
Όταν είχα πρωτοέρθει στην Κίνα ήμουν χαμένη. Ήμασταν σε ένα πανδοχείο όταν γνώρισα την Μέι, κράταγα από το χέρι την εξάχρονη κόρη μου και πέρναγα ανάμεσα από τραπέζια γεμάτα με κόσμο. Είχε θόρυβο και εγώ ήθελα να παραγγείλω δείπνο για τις δυο μας. Η Αναλύζα με τραβούσε και μου έλεγε συνεχώς πως ήθελε να πάει να παίξει χαρτιά με τους κυρίους στην γωνία του πανδοχείου. Μου έλεγε ότι θα τους έπαιρνε όλη την περιουσία τους με το ατσάλινο προσωπείο της, όπως της είχε μάθει ο μπαμπάς. Ναι, μια φορά και έναν καιρό ο Κάιν υπήρξε τρυφερός απέναντι στην κόρη του. Μια φορά και έναν καιρό, ήταν πραγματικός πατέρας. Και μετά απλώς δεν ήταν. Εγώ φώναζα λοιπόν, σε έναν απρόθυμο πανδοχέα και η κόρη μου προσπαθούσε με μανία να αποδεσμευτεί από το άγγιγμα μου.
«Το πανδοχείο σερβίρει κρύο φαγητό» άκουσα την φωνή της να σχολιάζει από πίσω μου. Γύρισα να δω ποιος μου είχε μιλήσει. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα, τα μαλλιά της ήταν λυτά και έδειχνε τελείως εκτός τόπου. Θα έπρεπε να είναι σε παλάτι και να κρατάει το χέρι κάποιου πρίγκιπα. Η Αναλύζα είχε χαλαρώσει καθώς είχε θαμπωθεί από το φόρεμα της Μέι και το άγγιζε συνεχώς.
«Θα αρκεστώ σε αυτό» απάντησα και συνέχισα να κουνάω το χέρι μου για να τραβήξω την προσοχή του πανδοχέα.
«Το σπίτι μου είναι ζεστό, όπως και το φαγητό που προσφέρει.» Χαμογέλασε στην κόρη μου που πιθανότατα θα της έσκιζε το φόρεμα.
«Γιατί να το κάνεις αυτό για εμάς;» ρώτησα καχύποπτα. Η Μέι ανασήκωσε τους ώμους της. «Αναγνωρίζω τον πόνο όταν τον βλέπω. Είναι κακό να θέλω να απαλύνω αυτόν τον πόνο; Εξάλλου, έμαθα ότι με έψαχνες» έσκυψε κοντά στην κόρη μου.
«Σου αρέσει;» η Αναλύζα κούνησε έντονα το κεφάλι της.
«Είναι τόσο μαλακό!» αναφώνησε, η Μέι γέλασε.
«Λοιπόν λιονταράκι, θα φροντίσω να σου φτιάξουν ένα ολόιδιο με το δικό μου» δεν χρειαζόταν να πει κάτι άλλο, είχε κερδίσει την καρδιά της κόρης μου.
Ήμουν δέκα εννιά τότε και η Μέι είκοσι τρία και παρά την ηλικία της ήταν πασίγνωστη στην περιοχή. Η θεραπεύτρια, η θεά της γονιμότητας, η γητρεύτα, η μάγισσα. Είχα ακούσει τόσους χαρακτηρισμούς, πολύ πριν την γνωρίσω. Είχα ακούσει από ζευγάρια για τα θαύματα που είχε καταφέρει η Μέι. Και αυτό χρειαζόμουν, ένα θαύμα. Όμως η Μέι δεν μπορούσε να μου το δώσει. Η ιδιότητα της ήταν να θεραπεύει πληγές του νου, όχι του σώματος. Εξάλλου, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα αυτό το θαύμα, ο Κάιν το ήθελε. Για αυτό με είχε αφήσει να φύγω, για να εξιλεωθεί για αυτό που μου είχε κάνει. Όμως, είχα την Αναλύζα και ήξερα ότι δεν ήθελα άλλα παιδιά μαζί του. Οπότε είχα ανακουφιστεί λίγο όταν έμαθα ότι η ζημιά ήταν μόνιμη.
«Τα μάτια των ανθρώπων λένε πολλά για τους ίδιους» μου είχε πει το πρώτο βράδυ καθώς μας είχε σερβίρει ζεστή σούπα λαχανικών. «Τα δικά σου μοιάζουν με ηλεκτρική καταιγίδα, χρυσό, γκρι και θλίψη. Αυτό βλέπω» η Αναλύζα που στεκόταν δίπλα μου άφησε την κούπα της ακούμπησε την παλάμη της στο γόνατο μου.
«Γιατί είσαι στεναχωρημένη μαμά;» η ερώτηση της με έκανε να θέλω να βάλω τα κλάματα.
«Και τα δικά σου μάτια Άννα» συνέχισε η Μέι για να της τραβήξει την προσοχή. «Ίδια με αυτά του λιονταριού. Πάθος, αγάπη και ζωή. Αυτό βλέπω.»  η Αναλύζα χάρηκε και άρχισε να βρυχάται. Έμοιαζε με κουτάβι αγριόγατας.  Εκείνο το βράδυ και αφότου είχε κοιμηθεί η κόρη μου είπα τα πάντα στην Μέι, για την ζωή μου, το Κάιν, τι μου είχε κάνει.
«Δεν μπορώ να φτιάξω αυτό που σου έκανε ο Καταστροφέας στο κορμί σου.» μου είχε πει. «Μπορώ όμως να φτιάξω τι έχει κάνει εδώ» ακούμπησε το μέτωπο μου. «Εμπιστέψου με και θα σε κάνω σαν ένα σύννεφο, μαλακό, χαρούμενο. Θα γίνω ο ουρανός σου και θα σε αγκαλιάσω. Θα διώξω τον πόνο» και τα είχε καταφέρει. Έξι χρόνια έμεινα εκεί και θα έμενα για όλη μου την ζωή, αν μπορούσα. Δεν γινόταν όμως να αφήσω τον Κάιν να καταστρέψει το μόνο μέρος που δεν είχε απλώσει τα βρόμικα πλοκάμια του.
                 
                                                              ****
Έμαθα κάποια νέα της Μέι καθώς προχωρούσαμε προς το σπίτι της. Η ζωή της ήταν σχεδόν ίδια, είχε την έκταση, βοηθούσε ζευγάρια με προβλήματα του έρωτα, εκπαίδευε νεαρές κοπέλες και συνέχιζε το εμπόριο του μεταξιού που της επέτρεπε να ζει ελεύθερα και άνετα.
Είχαμε αφήσει πίσω τον Γουίλλιαμ που συζητούσε με τον συνοδό της Μέι. Δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγαν και ήμουν περίεργη.
«Θα τους πω να φτιάξουν το πιο πλουσιοπάροχο δείπνο που έχει δει αυτό το σπίτι.» είπε η Μέι όταν φτάσαμε στην εξώπορτα. Έδωσε το άλογο της στον άνθρωπο που είχε έρθει μαζί της και του έδωσε εντολή να τα ταΐσει. Πριν μπει στο σπίτι, με έπιασε από το χέρι και με κοίταξε σοβαρή. Η χαρά δεν είχε εξαφανιστεί, ήταν κρυμμένη πίσω από το σοβαρό βλέμμα.
«Η καταιγίδα επέστρεψε Νάιλα. Χρυσό, γκρι και θλίψη αυτό βλέπω» κούνησε το κεφάλι της υπονοώντας πως θα μιλάγαμε για αυτό το θέμα αργότερα και μπήκε μέσα. Ετοιμάστηκα να κάνω το ίδιο όταν άκουσα την φωνή του Γουίλιαμ, ένας απαλός ψίθυρος που ο αέρας της Κίνας  πήρε μακριά.
«Νάιλα» δεν ήθελα να γυρίσω να κοιτάξω το πρόσωπο του αλλά παρόλα αυτά το έκανα. «Μην» είδα τον πόνο στο βλέμμα του, με πλησίασε αργά. Πήρε το ένα χέρι μου και του ακούμπησε στο στήθος του. Ένιωθα τον χτύπο της καρδιάς του στα ακροδάχτυλα μου.
«Διάλεξε εμένα» ψιθύρισε και με φίλησε, η γλώσσα του χάιδεψε την δική μου. Ήταν ένα γλυκό φιλί, όχι ανυπόμονο. Ήταν ένα υποσχόμενο φιλί. Θα μου έλειπε. Αναστέναξα όταν αποχωριστήκαμε και ανάγκασα τον εαυτό μου να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Έχω κάνει την επιλογή μου. Το ήξερες αυτό Γουίλ» άφησε το χέρι μου να πέσει και έκανε ένα βήμα πίσω. Το ύφος του ήταν δυστυχισμένο. Ύστερα έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται.
«Που πας;» ο πανικός τρύπησε στην φωνή μου.
«Φεύγω, έκανα αυτό που έπρεπε. Σε έφερα εδώ ασφαλή» απάντησε χωρίς να γυρίσει.
«Όχι μην φύγεις!» δεν ήξερα γιατί  η σκέψη με φόβιζε. 
«Δεν με κρατάει τίποτα εδώ.» σταμάτησε όμως να περπατάει.
«Μείνε!» επέμεινα και τον πλησίασα. Τον έπιασα από το μπράτσο.
«Δεν μπορώ να σε δω.... με εκείνον» πρέπει να ήταν δύσκολο να το ξεστομίσει και κατάλαβα τι του ζήταγα.
«Δεν θα με δεις. Μείνε... μερικές μέρες. Να ξεκουραστείς και να πάρεις προμήθειες. Μείνε σε παρακαλώ» ήξερα ότι ήμουν εγωίστρια, αλλά εκείνην την στιγμή δεν με ένοιαζε. Οι ώμοι του Γουίλ καμπούριασαν και το βλέμμα του πήρε έναν παραιτημένο τόνο.

Έτσι, με τον άντρα που δεν μπορούσα να αφήσω πίσω πήγα να βρω τον άντρα που θα πέρναγα το υπόλοιπο της ζωής μου.

Αγγελίνα Παντελή