Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 21) - "Κεραυνός εν αιθρία"

Κίεβο, Μάρτιος 1020

Ο Μεγάλος Πρίγκιπας γύρισε από τη Βολχίνια.», φώναξαν η Λαρίσσα και η Σβετλάνα, ενώ ήρθαν τρέχοντας στο διαμέρισμα της Αναστασίας.
Τι μας λες; Κι είχα αρχίσει να ανησυχώ.
Ο Σβιατοπόλκ είχε δυσαρεστηθεί πολύ από αυτά που είδε στο ταξίδι του. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του, απ’ όπου και αν πέρασε είδε μόνο το θυμό και την απελπισία στα μάτια των κατοίκων. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποί του τον μισούσαν, τόσο. Εκείνος μαχόταν για μια καλύτερη Ρωσία. Αποφάσισε τελικά, πως υπήρχαν κάποια ταραχοποιά στοιχεία ανάμεσα στο λαό, κάποιοι συγκεκριμένοι ανήθικοι οι οποίοι, πληρωμένοι από πολιτικούς αντιπάλους, έριχναν λάσπη στο πρόσωπό του και αλλοίωναν τη γνώμη του λαού για εκείνον. Ίσως πληρωμένοι από το Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν και το Σουντισλάβ του Πσκόφ, τους μόνους εξαδέλφους του που είχαν μείνει στη ζωή.

Όταν έφτασε στο Βολοντιμίρ, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Η εξαθλίωση του λαού ήταν μεγάλη, αλλά αυτός δεν την έβλεπε. Έβλεπε μονάχα το αγριεμένο μαζί του πλήθος. Είδε τον βογιάρο, που ήταν επικεφαλής στο Βολοντιμίρ και βεβαιώθηκε πως αυτός ο άνθρωπος δε θα αποτελούσε πρόβλημα για τη συνέχιση της εξουσίας του. Ήταν ένας απλός άνθρωπος, οικογενειάρχης και τίμιος. Όμως η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν μεγάλη, κι εκείνος δεν ήξερε πώς να την αντιμετωπίσει.
Η αιτία γι’ αυτό ήταν ότι η ηγεμονία της  Βολχίνια, συνόρευε με την Πολωνία. Πολύ συχνά ο βασιλιάς Μπολεσλάβ ανακατευόταν στα ζητήματά τους, και ζητούσε υπέρογκους φόρους για το εμπόριο ανάμεσα στις δυο χώρες. Επιπλέον πολλοί στρατιώτες έκαναν επιδρομές, που έπλητταν όλο και περισσότερο τον πληθυσμό. Ο Σβιατοπόλκ τα γνώριζε αυτά, αλλά δεν τον ενδιέφερε να συγκρουστεί με τον πεθερό του. Ήξερε πολύ καλά ότι κυρίως σε αυτόν χρωστούσε την άνοδό του στην εξουσία. Έδωσε θάρρος στον βογιάρο και επέστρεψε στο Κίεβο, πολύ γρήγορα. Άφησε όμως ένα σώμα στρατού για να τον βοηθήσει να καταπνίξει ενδεχόμενη εξέγερση.
Είχε αποφασίσει με ποιον τρόπο θα έλυνε τα εσωτερικά προβλήματα που μάστιζαν τη χώρα. Θα αύξανε τη φορολογία. Θα έκανε τους νόμους πιο αυστηρούς και θα απαιτούσε την απόλυτη τήρησή τους. Οι ποινές θα γίνονταν βαρύτερες. Ελαφρυντικά δε θα ήταν δεκτά. Θα έφτιαχνε τη Ρωσία των ονείρων του. Το ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο, ότι απαιτούσε το αίμα όσων στέκονταν εμπόδιο. Μα, δεν τον τρόμαζε αυτό.
Ήταν ο γιος του Γιαροπόλκ Σβιατοσλάβιτς. Ήταν ο Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου. Κανένας άντρας δεν μπορούσε να τον ανταγωνιστεί. Θα τον σκότωνε όπως σκότωσε και τους άμοιρους θετούς αδελφούς του. Ήταν έντομα. Ο θάνατός τους ήταν άνευ σημασίας. Έπρεπε να πεθάνουν, για να γεννηθεί μια νέα Ρωσία, με νέα ηγεσία.
Ήταν ο Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου.
Τώρα που είχε επιστρέψει θα διοργάνωνε τη λαμπρότερη δεξίωση. Ήθελε να δείξει σε όλη τη χώρα ότι ήταν δυνατός και δε φοβόταν κανένα. Ας έρχονταν όλοι να θαυμάσουν το μεγαλείο του. Ήταν κύριος του εαυτού του. Είχε αλλάξει τη μοίρα του, που τον ήθελε υποτακτικό των αδερφών του.
Όλοι οι άνθρωποι του παλατιού είχαν συγκεντρωθεί στην είσοδο για να τον υποδεχτούν με τιμές. Όλοι υποκλίθηκαν με ευλάβεια μπροστά του, και το ηθικό του αναπτερώθηκε. Ποιος θα τολμούσε να τον προκαλέσει, όταν η αφοσίωση των υπηκόων του ήταν τόσο έκδηλη;
Μόνο η Ναντέζντα σκεφτόταν ότι αν είχε προφασιστεί κάποια δικαιολογία κι είχε μείνει μέσα στο κάστρο θα μπορούσε να πλησιάσει στο παράθυρο, κάποιου χαμηλού ορόφου και να τον σκότωνε στέλνοντας ένα θανατηφόρο βέλος ίσια στην καρδιά του. Αμέσως όμως, κούνησε έντονα το κεφάλι της αριστερά, δεξιά και πήρε βαθιά αναπνοή. Έπρεπε να χαλιναγωγήσει το δολοφονικό της ένστικτο. Αφού το είχε αποφασίσει. Ο Καταραμένος θα ζούσε, μέχρι να μην είναι πια αναγκαίος. Μέχρι να στεφθεί εκείνη, Μεγάλη Πριγκίπισσα.
Όμως για να γίνει αυτό, έπρεπε πρώτα να γίνει Πριγκίπισσα.
* * *
Είχε συνοδεύσει για άλλη μια φορά τη Αναστασία σε μια από τις ανεκδιήγητες εκδηλώσεις που παρέθετε ο Σβιατοπόλκ.
Στεκόταν παράμερα και κρατούσε ένα ποτήρι βότκα. Ήταν το τρίτο που έπινε. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον Καταραμένο, που ήταν ο αδιαφιλονίκητος άρχοντας της βραδιάς, και το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς.
Σχεδόν δεν άκουσε τον Στεφάν που βρέθηκε δίπλα της.  «Λοιπόν; Τι σχεδιάζεις αυτή τη φορά; Να ανησυχήσω που το δολοφονικό σου βλέμμα είναι στραμμένο στο σεβαστό μας μονάρχη;»
Ξαφνιάστηκε τόσο, που λίγο έλειψε να της πέσει το ποτήρι. Στράφηκε και τον κοίταξε, έκπληκτη με το θράσος του.  «Θα πάψεις να ανακατεύεσαι;», είπε εριστικά.
«Μάλλον όχι… Τι νομίζεις, ότι δεν έχω καταλάβει τι πραγματικά σκοπεύεις να κάνεις; Πες το προσωπική μου διαστροφή, δεν μπορώ να μείνω αμέτοχος όταν ξέρω ότι διακυβεύεται το μέλλον της χώρας μου. Όταν ξέρω ότι κρέμεται από τις παρορμήσεις μιας γυναίκας τυφλωμένης από το μίσος.»
Η Ναντέζντα δεν έδειχνε να τον παρακολουθεί ιδιαίτερα.
«Από εδώ και στο εξής, θέλω να ξεχάσεις ότι με ξέρεις. Να ξεχάσεις ότι μου έσωσες τη ζωή, να ξεχάσεις ό,τι συνέβη με τον πατέρα σου. Να ξεχάσεις ότι ήμουν στο Νόβγκοροντ, στην επιδρομή. Και να μην πεις τίποτα σε κανένα.»
«Τόσο καιρό είμαι εδώ, αλλά ποτέ δε μου είπες να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Γιατί τώρα;»
«Επειδή ποτέ πριν δεν ήταν τόσο απαραίτητο.», είπε αινιγματικά, και ήπιε μονορούφι το ποτό της.
«Γιατί;», επανέλαβε ο Στεφάν. Μάταια προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαιναν τα λόγια της. Όμως, το σχέδιο είχε ήδη πάρει μορφή στο μυαλό της.
«Ήρθε η ώρα να ξυπνήσει ο νεκρός.»
Ο Στεφάν δε μίλησε. Δεν ήξερε τι υποτίθεται πως έπρεπε να πει. Μόνο μισόλογα και γρίφους του έλεγε απόψε.
«Απλά κοίτα.», είπε και του φόρτωσε το ποτήρι.
Πλησίασε με θάρρος τους οργανοπαίχτες. Τους ζήτησε πολύ γλυκά να παίξουν ένα συγκεκριμένο σκοπό. Εκείνοι τον γνώριζαν φυσικά, και γοητευμένοι από την όμορφη κόρη, συμφώνησαν.
Οι αναμνήσεις την χτύπησαν από την πρώτη κιόλας νότα που έπαιξαν. Το ήξερε καλά εκείνο το τραγούδι. Ήταν το αγαπημένο της μητέρας της, την είχε ακούσει να το τραγουδά αμέτρητες φορές. Ήξερε τα λόγια καλύτερα από το όνομά της. Αδύνατο να τα ξεχάσει. Το τραγούδι μιλούσε για ένα νεαρό κυνηγό που ερωτεύτηκε την πλανεύτρα Ρουσάλκα, με τα υγρά, πράσινα μαλλιά σαν βρύα, που ζει στα δέντρα, κοντά σε ποταμούς και λίμνες. Τόσο βαθύ ήταν το πάθος του για εκείνο το πνεύμα μιας γυναίκας που είχε βρει άγριο, άδικο θάνατο και είχε στοιχειώσει, που θέλησε να την πάρει μαζί του και να την παντρευτεί. Εκείνη όμως, προδομένη από τους άντρες στην ζωή, τον σαγήνευσε με την ουράνια φωνή και τον τραγούδι της,  τον παρέσυρε στον ποταμό και τον έπνιξε με τα μακριά μαλλιά της.
Μπορούσε να καταλάβει, γιατί άρεσε τόσο στη μητέρα της, ο μύθος της Ρουσάλκα.
Χωρίς δισταγμό, προχώρησε στο κέντρο της αίθουσας. Το σώμα της άρχισε να κινείται αυτόματα στο ρυθμό της μουσικής. Άρχισε να τραγουδά με φωνή τόσο μελωδική, σαν της ίδιας της Ρουσάλκα.
Η χάρη της, η απόλυτη αρμονία των κινήσεων και της φωνής της, μαγνήτισε όλα τα βλέμματα. Κανείς δε μιλούσε, ο μόνος ήχος ήταν αυτός του τραγουδιού και των οργάνων. Κανείς δεν κουνιόταν, μόνο εκείνη χόρευε στη μέση της σάλας, απ’ όπου όλοι μπορούσαν να τη δουν καθαρά.
Για όλους ήταν απλά μια ωραία γυναίκα, με φυσικό χάρισμα στο τραγούδι και το χορό. Για όλους, εκτός από το Σβιατοπόλκ.
Ήταν η χροιά της φωνής της, ο τρόπος που χόρευε, η γενικότερη αίσθηση που ανέδυαν οι κινήσεις, η στάση του σώματός της, το πύρινο βλέμμα της… Ήταν βέβαιος που κάπου την είχε ξαναδεί. Το θέαμα, η φωνή ήταν υπερβολικά οικεία και γνώριμα, για να είναι μια απλή σύμπτωση.
Έπειτα το τραγούδι τελείωσε κι εκείνη στράφηκε προς το μέρος του. Βυθίστηκε σε μια δεξιοτεχνική υπόκλιση, κι εκείνος κατάλαβε ότι χόρευε για εκείνον. Δεν ήταν όμως η επίμονη προσπάθεια μιας γυναίκας που αποζητούσε την εύνοιά του. Ήταν κάτι βαθύτερο, πιο σημαντικό.
Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά την κάλεσε να τον πλησιάσει. Εκείνη ευχαριστημένη,  υπάκουσε. Τον πλησίασε και στάθηκε αγέρωχη μπροστά του, μ’ ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο. Περίμενε.
Τότε, ο Σβιατοπόλκ για πρώτη φορά παρατήρησε το κόσμημα που κρεμόταν από το λαιμό της από τη λεπτή αλυσίδα. Εκείνο το μενταγιόν… Είχε δει ακριβώς το ίδιο στο λαιμό μιας άλλης γυναίκας, χρόνια πριν. Ήταν δύσκολο να το ξεχάσει. Ήταν ασημένιο, οβάλ, στη μέση ήταν σκαλισμένο ένα καλλιγραφικό μονόγραμμα. Δύο Ρ αγκαλισμένα το ένα κάτω από το άλλο. Μικρά άνθη, σκαλισμένα περικύκλωναν τα αρχικά. Και πάνω από το σχήμα αυτό, στην κορυφή του κοσμήματος δέσποζε ένα επιβλητικό σμαράγδι μ’ ένα περίγραμμα από ασήμι.
Δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ, πού το είχε ξαναδεί. Κοίταξε την γυναίκα μπροστά του και δεν είδε τη Ναντέζντα. Είδε το πρόσωπο του Βλαντιμίρ και τα μάτια της Ρογκνέντα.
«Έλα πιο κοντά!», είπε επιτακτικά. «Και βγάλε το πέπλο σου.
Εκείνη έκανε ότι της είπε. Οι μπούκλες της ξεχύθηκαν σαν ένας χείμαρρος από λιωμένο χρυσάφι. Στεφάνωσαν το κεφάλι της και την έκανε να μοιάζουν με άγγελο. Είχαν την ίδια απόχρωση με τα μαλλιά του Βλαντιμίρ, αλλά οι καλοσχηματισμένες μπούκλες, ήταν κληρονομιά της αρχόντισσας του Πόλοτσκ. Τα χαρακτηριστικά της, τα γεμάτα χείλη, την ίσια λεπτή μύτη, οι γωνίες στο πρόσωπο, τα τριγωνικά της φρύδια, όλα θύμιζαν τον Βλαντιμίρ. Εκτός από τα αμυγδαλωτά, βαθυπράσινα μάτια της, όμοια με πράσινους πολύτιμους λίθους˙ ίδια κι απαράλλαχτα με της γυναίκας που θυμόταν ως μητριά του.
Ο Σβιατοπόλκ δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. «Αυτό που φοράς, βγαλ’ το.» Αμέσως η Ναντέζντα το απέθεσε στα χέρια του, μαζί με μια ευγενική υπόκλιση. Πώς δεν είχε δει μέχρι τότε την αρχοντιά που διέκρινε την κάθε της κίνηση; Πώς δεν είχε δει ότι φερόταν με υπερβολική λεπτότητα για να είναι μια κοπέλα από ένα χωριό, σαν όλες τις άλλες;
Έστρεψε τα μάτια του στο μοναδικό κόσμημα, και βεβαιώθηκε. Το πρώτο Ρ για το Ρογκνέντα, το δεύτερο για το πατρώνυμο Ρογκβολοντόβνα, σμαράγδι για το πράσινο των ματιών της γυναίκας που το φορούσε κάποτε. Το είχε φτιάξει ο πατέρας της ο σκανδιναβός πρίγκιπας Ρόγκβολοντ όταν γεννήθηκε η μονάκριβη θυγατέρα του. Το ήξερε γιατί η ίδια του το είχε πει, όταν είχε εκφράσει το θαυμασμό του. Τότε που ήταν παιδί κι εκείνη ήταν μητριά του.
Πώς είχε φτάσει στην κατοχή της θεραπαινίδας της Αναστασίας;
«Το έκλεψες;», ρώτησε αγριεμένος σηκώνοντας το επιδεικτικά.
«Όχι.», απάντησε θαρρετά.
«Μπορείς να αποδείξεις την αθωότητά σου;»
«Όχι.», επανέλαβε χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της. Χαμογέλασε, και στο μυαλό του Σβιατοπόλκ ήρθε για άλλη μια φορά η εικόνα του Βλαντιμίρ, να χαμογελά. Τι συνέβαινε;
«Ποια είσαι;», ρώτησε.
«Ξέρετε, μεγαλειότατε. Ειδάλλως, δε θα ρωτούσατε.»
Η απάντησή της τον συγκλόνισε. Ήξερε… Ναι, ήξερε. Μα δεν το πίστευε.
«Πες μου, εσύ, ούτως ή άλλως.»
«Είμαι η Ναντέζντα. Ναντέζντα Βλαντιμίροβα. Θυγατέρα του Βλαντιμίρ, Σβιατοσλάβιτς, του Μεγάλου, γιου του Σβιατοσλάβ Ιγκόρεβιτς, του Γενναίου, γιου του Ιγκόρ Ρουρίκιβιτς, γιου του Ρούρικ του ιδρυτή του κράτους μας.»
Τα λόγια της έπεσαν σαν κεραυνός στη μεγάλη αίθουσα. Κανείς δεν ήξερε πώς να αντιδράσει στον γελοίο ισχυρισμό της. Κάποιοι ξέσπασαν σε γέλια, κάποιοι άλλοι λυπήθηκαν γιατί ήταν πολύ νέα για να πεθάνει. Μα, ότι θα πέθαινε το ήξεραν όλοι. Ήταν πολύ μεγάλη η αποκοτιά της. Η Αναστασία, που παρακολουθούσε με αγωνία ολόκληρη την σκηνή, έτρεξε δίπλα της.
«Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ συγχωρέστε την τρέλα της. Δεν έχει πολύ καιρό στην αυλή, δεν έχει ακόμα συνηθίσει στους κανόνες. Δεν ξέρει πως δεν πρέπει να αστειεύεται εις βάρος σας.»
Ο Σβιατοπόλκ σήκωσε το χέρι του για να της δείξει πως έπρεπε να πάψει να μιλά, και μεμιάς όλοι σίγησαν. Ούτε γέλια, ούτε μουρμουρητά. Εν τω μεταξύ είχε καρφώσει το βλέμμα του στη Ναντέζντα και προσπαθούσε να καταλάβει.
Η Ναντέζντα. Η μικρότερη κόρη της Ρογκνέντα. Το παιδί που είχε γεννηθεί την εποχή που ο Βλαντιμίρ είχε ήδη νυμφευτεί την Άννα. Η αδελφή του Γιαροσλάβ, τον οποίο ο ίδιος είχε σκοτώσει. Υποτίθεται πως είχε σκοτωθεί κατά την εισβολή στο Νόβγκοροντ. Όμως η γυναίκα που στεκόταν μπροστά του, κάθε άλλο παρά νεκρή έμοιαζε.
«Η Ναντέζντα Βλαντιμίροβα, σκοτώθηκε τον Δεκέμβριο του 1010.», είπε βλοσυρά.
«Δεν ξέρω τι λέτε. Εγώ είμαι η Ναντέζντα Βλαντιμίροβα. Και είμαι αρκετά βέβαιη πως δεν είμαι φάντασμα.»
Η απόκρισή της σόκαρε τη Μίρα, όπως και τους άλλους παρευρισκόμενους, η οποία αποφάσισε να επέμβει. «Για πόση ώρα άρχοντά μου θα την αφήσεις να μας ρεζιλεύει;  Ντρουζίνικ, συλλάβετέ την και ρίξτε την στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι για τα ασύστολα ψεύδη της.»
«Μην κουνηθεί κανείς.», φώναξε ο Σβιατοπόλκ. «Μεγαλειοτάτη, έχω σοβαρές ενδείξεις ότι λέει την αλήθεια.»
«Τι; Δεν είστε σοβαρός άρχοντά μου. Είναι μια απατεώνας.»
«Αυτό άσε να το κρίνω εγώ.», δήλωσε αυστηρά. Στράφηκε ύστερα προς τη Ναντέζντα, που συνέχιζε να στέκεται περήφανη, χωρίς να λυγίζει. «Η σύζυγος μου αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά σου.»
«Εύλογα, μεγαλειότατε. Δεν είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι μια θεραπαινίδα, είναι κόρη του προηγούμενου ηγέτη της χώρας.»
«Μάλιστα. Εντούτοις, επιμένεις σ’ αυτό που λες.»
«Είναι η αλήθεια.»
«Μάλιστα. Λοιπόν, θα σας πω εγώ τι θα γίνει. Θα σου κάνω μια ερώτηση, και ανάλογα με το τι θα απαντήσεις, θα αποφασίσω αν είσαι ή όχι αυτή που λες. Αυτό είναι κάτι που μόνο η μικρή πριγκίπισσα Νάντια, θα γνώριζε. Ήταν η 2η ημέρα του Μαΐου εν έτη1001, μία μέρα πριν την εκτέλεση της αρχόντισσας Ρογκνέντα. Εκείνη… »
«Εγώ στεκόμουν στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στα διαμερίσματα του πατέρα μου και της Άννας της Πορφυρογέννητης. Σ’ ένα από τα κεντρικότερα σημεία του παλατιού, γιατί ήθελα να ακούγομαι καλά. Φώναζα στην Άννα, ότι ήταν μια ελληνίδα σκύλα που δεν είχε καμιά δουλειά στη χώρα μου, καμιά δουλειά να είναι παντρεμένη με τον πατέρα μου, και καμιά δουλειά να μου λέει ότι η μητέρα μου θα πέθαινε αύριο. Η μητέρα μου δε θα πέθαινε αύριο. Τότε έτυχε να περάσετε εσείς από εκεί. Είχατε έρθει από το Τιρόφ αμέσως μόλις μάθατε για την επανάσταση του συγχωρημένου Ιζιασλάβ, του ομομήτριου αδερφού μου. Θέλατε να βρίσκεστε στο Κίεβο στη διάρκεια απουσίας του Βλαντιμίρ για να τον καταπλήξετε με τις διοικητικές σας ικανότητες. Δεν είχατε την ευκαιρία όμως, γιατί η Άννα ήταν υπεύθυνη για όλα, μαζί με τον τότε εξάχρονο Μπόρις. Με είδατε που φώναζα στην έρημη σκάλα, ενώ κανείς δε μου έδινε σημασία, και με πλησιάσατε. Θυμάμαι ακριβώς τι μου είπατε.
»Νάντια, ξέρεις ότι δε φταίει η Τσαρίνα, έτσι; Δε φταίει αυτή που παντρεύτηκε τον πατέρα σου, δε φταίει αυτή, που εκείνος την αγάπησε. Και σίγουρα δεν είναι αιτία η καταγωγή της. Θα μπορούσε να είναι και η βοσκοπούλα, που βόσκει τα πρόβατα, ελάχιστα θα ήταν διαφορετικά.
»Το πρόβλημά σου είναι ο ίδιος ο Βλαντιμίρ. Η μητέρα σου θα εκτελεστεί αύριο, αυτό δεν αλλάζει. Και δεν ευθύνεται κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο τον πατέρα σου. Είναι καιρός να το καταλάβεις.
»Δεν πρόλαβα να σας απαντήσω, γιατί εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ο αδερφός μου, ο Γιαροσλάβ. Ήταν έξαλλος γιατί είχε παρακαλέσει το Βλαντιμίρ να χαρίσει τη ζωή στη Ρογκνέντα και τον Ιζιασλάβ κι εκείνος αρνήθηκε με ελάχιστη λεπτότητα. Με τράβηξε από το χέρι και ούτε σας πρόσεξε, ούτε σας απηύθυνε χαιρετισμό. «Εσύ θα έρθεις μαζί μου», είπε και με οδήγησε στην έξοδο του παλατιού. Ήταν η τελευταία φορά που σας είδα καταπρόσωπο. Και αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που μου απευθύνατε. Ή μήπως δε θα ρωτούσατε αυτό, μεγαλειότατε;»
Ο Σβιατοπόλκ έμεινε για λίγο αμίλητος. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Έλεγε την αλήθεια! Συνέβηκαν όλα, ακριβώς όπως τα περιέγραφε. Κοίταξε τη γυναίκα του, κι έπειτα όλους τους παρευρισκόμενους.
«Κύριοι και κυρίες της αυλής… αυτή είναι πράγματι η Νάντια Βλαντιμίροβα!», είπε.

Χωρίς να το πιστεύει ούτε ο ίδιος ακόμα. 

 Σοφία Γκρέκα