Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 6)

Με μια κίνηση και χωρίς να το περιμένω, με πέταξε στο κρεβάτι, με έμενα να τον βρίζω, κατακόκκινη από την οργή που ένιωθα.
«Φύγε από πάνω μου.» ούρλιαξα χτυπώντας τον, μα εκείνος μου έκλεισε το στόμα με ένα φιλί.
Με το άλλο του χέρι κράτησε τα χέρια μου ενώ έβγαζε τη γραβάτα του.
«Είπες ότι δεν θα με αφήσεις ποτέ, θυμάσαι;» με ρώτησε, καθώς έδενε τα χέρια μου στα κάγκελα του κρεβατιού με τη γραβάτα του.
«Είπες ότι θα μου έλεγες την αλήθεια, μα όχι, εσύ αποφάσισες λίγες μέρες μετά την πρόταση γάμου να βγεις ραντεβού με μια άλλη γυναίκα, με μια γυναίκα που ομολογουμένως είναι ωραία!» είπα, δαγκώνοντας τα χείλη μου στην ανάμνηση αυτής της γυναίκας.
Ήταν εντυπωσιακή· γύρω στα 30, με μακριά ξανθά μαλλιά και καστανά μάτια, λεπτή, με πλούσιο στήθος. Στη σκέψη του Θάνου να τη φιλάει και να την ακουμπάει στην πλάτη, αηδία πλημμύρισε το σώμα μου.
«Πες μου ότι είμαι ηλίθια. Εμπρός, πες το... πες ότι όλα ήταν ένα ψέμα, όπως προσπαθούν να με πείσουν.» φώναξα, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να ξεφύγω από τα δεσμά μου.
Στιγμιαία τον είδα να τα χάνει και να κλείνει τα μάτια του νευρικός, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχα πει. Αποκλείεται να μην ήξερε όμως τι γινόταν στο φροντιστήριο.
«Μπορείς να είσαι πιο συγκεκριμένη;» ρώτησε με βαριά φωνή, σκύβοντας από πάνω μου και φιλώντας τον λαιμό μου.
«Ο Βασίλης, ο ξάδελφός σου, με έχει απειλήσει αρκετές φόρες να σε αφήσω. Λέει πως υπάρχει κάτι που μου κρύβεις, κάτι μεγάλο.» αποκρίθηκα μέσα στην παραζάλη των φιλιών του.
«Σου είπε τι ακριβώς;» η φωνή του ένας ψίθυρος όπως έγλειφε τον λοβό του αυτιού μου.
«Όχι, μα δεν με νοιάζει. Όλοι έχουμε μυστικά, Θάνο.»
Άκουγα τη φωνή μου και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήμουν εγώ η ίδια κοπέλα που πριν μέρες κόντευε να πεθάνει από τη δυστυχία της.
Αυτός ο άντρας με τραβούσε σαν μαγνήτης... όσο και αν προσπαθούσα να παραμείνω θυμωμένη, ένιωθα πως ο θυμός σιγά – σιγά έσβηνε και τη θέση του έπαιρνε ο πόθος. Τον ήθελα όσο τίποτα άλλο μα δεν θα του το έδειχνα, όχι ακόμα τουλάχιστον.
«Εφόσον με έχεις δεμένη, θα ήθελα να μου πεις ποια είναι εκείνη η γυναίκα. Την αλήθεια όμως. Μπορώ να την αντέξω.» ένα μικρό ψέμα με αντάλλαγμα την αλήθεια.
Τον κοίταξα στα μάτια υπομονετικά, δείχνοντάς του πως δεν είχα σκοπό να περιμένω για πάντα. Έστω και αν η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.
Αποδεσμεύοντας τα χέρια μου, με πήρε στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα και η ανάσα του ήταν κοφτή.
«Είναι η Ελένη, μια παλιά συνάδελφος, τη γνωρίζει και ο Βασίλης. Χθες το βράδυ φεύγοντας από την δουλειά, μου είπε ο Βασίλης να πάμε για ένα ποτό και χωρίς να το καταλάβω βρεθήκαμε στο μαγαζί αυτό. Στην αρχή δεν είχα καταλάβει ότι ήταν τόσο αργά και του είπα πως έπρεπε να γυρίσω σπίτι, μα αυτός επέμενε να καθίσω.»
Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου γεμάτα ενοχές και ίσως πόνο.
«Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να φύγω, ήρθε η Ελένη και βλέποντάς με μετά από χρόνια, ήθελε να με κεράσει ένα πότο για τα γενέθλιά της.»
«Είχε και γενέθλια η γελοία.» σκέφτηκα από μέσα μου, δαγκώνοντας τη γλώσσα μου. «Ωραία, μπορώ να το καταλάβω πως ξεχάστηκες. Όμως γιατί ήσασταν οι δυο σας και γιατί η γλώσσα της ήταν στο στόμα σου;» ρώτησα με τσιριχτή φωνή, τοποθετώντας το χέρι μου στο στέρνο του.
«Εύα, ήταν όλο ένα σχέδιο του Βασίλη. Με την πρώτη ευκαιρία έφυγε, λέγοντας ποσό κουρασμένος ήταν και με άφησε με μια γυναίκα, που ήξερε πως με ήθελε από την πρώτη στιγμή. Η Ελένη πάντα με αγαπούσε αλλά εγώ την έβλεπα σαν τη μικρή μου ξαδέρφη.» εξομολογήθηκε με σκυμμένο κεφάλι.
«Ναι, αλλά...»
«Αλλά τίποτα. Αυτό που είδες ήταν ένα μεμονωμένο συμβάν. Μετά από το φιλί την έκανα στην άκρη, λέγοντάς της πως είμαι με μια κοπέλα που μου προσφέρει όλα όσα θέλησα πότε από τη ζωή μου. Που με ολοκληρώνει και με κάνει να θέλω να γίνω καλύτερος.»
Σήκωσα το βλέμμα μου, επεξεργάζοντας όλες τις πληροφορίες που μου είχε δώσει και σύντομα αποφάσισα να τον πιστέψω. Είχα ανάγκη να τον πιστέψω.
«Εντάξει.» μουρμούρισα με κλειστά μάτια, χώνοντας το κεφάλι μου κάτω από τα χέρια του.
« Με πιστεύεις;»
«Φυσικά, Θάνο. Ξέρω πως δεν θα έκανες κάτι για να με πληγώσεις.»
«Ωραία, ώρα λοιπόν να επιστρέψουμε σπίτι μας ή ό,τι απέμεινε μετά τον θυμό σου.» είπε γελώντας και τα χείλη μου άγγιξαν τα δικά του σε μια σιωπηλή συμφωνία.


Οι επόμενες μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα· εγώ είχα επιστρέψει πίσω στο σχολείο και στο φροντιστήριο, γεμάτη με μαθήματα και αμέτρητες υποχρεώσεις, διακοσμώντας από την αρχή το σπίτι μας, κάνοντας νέους φίλους μα και νέους εχθρούς. Δυστυχώς για μένα, καθώς πλέον δεν αισθανόμουν την ανάγκη να κάνω κακό ή να μπλέκω σε καβγάδες.
Προχωρώντας στην κρεβατοκάμαρά μας, άνοιξα τη ντουλάπα βγάζοντας τα μέχρι πρότινος ρούχα μου και τοποθετώντας σε κρεμάστρες τα καινούρια. Αντίο στα μαύρα ρούχα και τα αθλητικά, καιρός για κάτι πιο θηλυκό. Αυτή ήταν και η σκέψη μου όταν αποφάσισα να πάω με τις φίλες μου για ψώνια. Μπροστά μου υπήρχαν αμέτρητα φορέματα σε όλα τα χρώματα, φούστες, μποτάκια αλλά και γόβες. Ναι, είχα ανάγκη κάτι τέτοιο.
Είχα ανάγκη να αποτινάξω από πάνω μου την εικόνα του κακού κοριτσιού ή πιο συγκεκριμένα την κακή εκδοχή του εαυτού μου, που φοβόταν να ερωτευτεί, να ζήσει, να εμπιστευτεί. Κάποιες φορές είναι πιο εύκολο να βγεις στην κοινωνία και να κρύψεις τον θυμό, τον πόνο, τη λύπη, τη χαμένη σου εμπιστοσύνη πίσω από ένα όπλο, στοχεύοντας τα άτομα που σε πόνεσαν τόσο πολύ.
Ναι, είχα πληγές. Μεγάλες πληγές, που ποτέ δεν θα έκλειναν απόλυτα... εφιάλτες που ποτέ δεν θα με άφηναν. Ουλές που θα έμεναν για πάντα στο σώμα μου, θυμίζοντάς μου πως είμαι ένας επιζών. Μα όλα αυτά φάνταζαν τόσο μικρά μπροστά στην αγάπη μου για τον Θάνο. Δίπλα του ένιωθα σαν να είχα ξαναγεννηθεί.


Φορώντας ένα λευκό κοντό φόρεμα και από πάνω μια σιέλ καμπαρντίνα, έβαλα τα 8-ποντα μποτάκια μου και περπάτησα για το φροντιστήριο ανέμελη και χαλαρή, έτοιμη να μορφωθώ αλλά και να διδάξω. Περπατώντας στον δρόμο, είδα την Άννα με τη Γωγώ μπροστά μου να κουνάνε τα χέρια τους και τρέχοντας τις αγκάλιασα.
«Πώς είστε; Χαθήκαμε λιγάκι!»
«Ω, τι ομορφιές είναι αυτές Εύα!» αναφώνησε η Άννα, κοιτώντας τα ρούχα μου και χαμογελώντας λαμπρά.
«Σε ευχαριστώ, και εσείς είστε υπέροχες.» συνέχισα, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό είναι κάποιες φορές να ακούς έναν ωραίο λόγο.
«Φαίνεσαι ευτυχισμένη επιτέλους!» είπε η Γωγώ από δίπλα μου και για κάποια δευτερόλεπτα δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τον τόνο της φωνής της.
«Είμαι. Πάρα πολύ, και ελπίζω να παραμείνω.»
Ξαφνικά, η Άννα πήρε τον λόγο νευρική παίζοντας με την μπλούζα της.
«Έχω και εγώ να σας πω κάτι.»
«Τι; Μη μας κρατάς σε αγωνία.» φώναξε η Γωγώ χαρούμενη.
«Τα έφτιαξα με τον Δημήτρη.» η φωνή της μόλις που έβγαινε, πίσω από το στραβό της χαμόγελο.
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά κάτω από το στήθος μου, έτοιμη να ουρλιάξω από όσα άκουγα. Ήταν δυνατόν;! Μα καλά, πόσο χαζή ήταν; Η Γωγώ δίπλα μου την κοιτούσε με ανοιχτό στόμα, αδυνατώντας να μιλήσει.
Όλες μας ξέραμε πως ο Δημήτρης δεν ήταν καλός. Βασικά ήταν η κατάρα του κάθε κοριτσιού, καθώς ήταν ένα ύπουλο, σαδιστικό γαϊδούρι και πάνω από όλα μισογύνης. Πίστευε πως η θέση της γυναίκας είναι κάτω από τον άντρα και αυτό ήταν κάτι που πάντα με εκνεύριζε.
Ανοίγοντας το στόμα μου, είπα με σταθερή φωνή «Άννα, συγγνώμη που το λέω, μα κάνεις λάθος. Εάν αποφασίσεις να μείνεις μαζί του, θα καταστραφεί όλη σου η ζωή.»
«Με ζηλεύεις!» ούρλιαξε ξαφνικά, καθώς έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. Η έκφρασή της είχε αλλάξει, με τα χαρακτηριστικά της να έχουν αλλοιωθεί πλήρως.
«Τι να ζηλέψω! ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΤΕΡΑΣ!» συνέχισα, εκνευρισμένη από τις κατηγορίες της.
«Και εσύ το ίδιο.» απάντησε εκείνη με ορθάνοιχτα μάτια μα πολύ γρήγορα έκλεισε το στόμα της.
«Άννα, το παρατράβηξες.» της είπε η Γωγώ, προσπαθώντας να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους.
«Ο Δημήτρης είναι καλός, με αγαπάει και θέλει να μείνουμε μαζί να κάνουμε οικογένεια...» άρχισε να λέει μα σύντομα την έκοψα στη μέση.
Κοιτώντας τα πόδια μου είπα με σφιγμένα χείλη «Είναι ένας δολοφόνος και δίπλα του θα δυστυχήσεις.»
Εκείνη έμεινε να με κοιτάζει με αποσβολωμένο βλέμμα, λες και ήταν κάτι που άκουγε για πρώτη φορά, αν και ήμουν σίγουρη πως το είχε καταλάβει εδώ και αρκετό καιρό. Συνεχίζοντας σε έναν πιο φιλικό τόνο πρόσθεσα «Εάν είναι η επιλογή σου, θα σε στηρίξω· απλά μη μου ζητάς να κλείσω τα μάτια και να υποκριθώ πως είναι ο πρίγκιπας που πάντα περίμενες. Εάν αποζητάς μια ζωή μέσα στο σκοτάδι, τότε είσαι στον σωστό δρόμο.»
Αμέσως γύρισα την πλάτη μου μπαίνοντας μέσα στο φροντιστήριο. Έστω και θυμωμένη, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο από τη μεριά μου. Την είχα προειδοποιήσει αμέτρητες φορές για εκείνον μα δεν ήταν καμία αφελής κοπέλα. Μόνο απελπισμένη... απελπισμένη και διψασμένη για αγάπη.
Μια σκιά μπλόκαρε τον δρόμο μου με το που έφτασα στον πρώτο όροφο και χωρίς να κοιτάξω ήξερα ποιος ήταν.
«Βασίλη.»
«Έμαθες βλέπω την αλήθεια για τον αγαπημένο σου Θάνο.» είπε φανερά ευχαριστημένος.
Τα μάτια μου καρφώθηκαν στα δικά του, θέλοντας να λύσω μια και καλή το θέμα αυτό μεταξύ μας.
«Ναι, έμαθα πως βγήκατε έξω και όλως τυχαίως συναντήσατε την Ελένη, η οποία τρέφει αισθήματα για τον Θάνο.»
Το σώμα μου άρχισε να σφίγγεται από τα νεύρα αλλά δεν ήθελα να του δώσω την ευχαρίστηση. «Ξέρεις, ποτέ δεν σε συμπάθησα· πίστευα πως ήσουν εγωκεντρικός, κακός, υπερφίαλος, ζηλιάρης... μα δεν σε είχα ποτέ για άντρα που θα έκανε κάτι τέτοιο. Να βάλεις μια άλλη γυναίκα στη μέση για να με χωρίσεις από τον Θάνο. Είναι ποταπό μέχρι και για σένα.»
Πιάνοντας με δυνατά από το χέρι γρύλισε «Δεν είναι έτσι. Πρέπει να με πιστέψεις . Η Ελένη δεν είναι μια απλή...» προσπάθησε να πει αλλά δεν είχα την ευγένεια να τον ακούσω.
«Αν τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις, θα κάνω μήνυση εναντίον σου.» πρόσθεσα, με εκείνον να τρίβει το μέτωπό του ξαφνιασμένος από τα λόγια μου.


Τις υπόλοιπες ώρες τις πέρασα σε μια παραζάλη, ανυπομονώντας να τελειώσει η μέρα και να πάω σπίτι. Ήταν ήδη 7:00 το απόγευμα όταν μπήκε ο Θάνος, κρατώντας τα καθιερωμένα διαγωνίσματα στο χέρι του. Στην αρχή κοίταξε τους υπόλοιπους μαθητές, κάνοντας μια-δυο παρατηρήσεις σε όσους δεν είχαν διαβάσει, μέχρι που έφτασε σε μένα.
Τα μάτια του καρφώθηκαν στο φόρεμά μου, το όποιο ήταν ελαφρώς ανοιχτό μπροστά, και ένα πονηρό χαμόγελο διαπέρασε τα χείλη του. Με μια κίνηση ξέσφιξε λίγο τη γραβάτα του και κάθισε στο μονό θρανίο μπροστά από μένα.
Από τη μια έβλεπα τις ερωτήσεις του διαγωνίσματος, προσπαθώντας να θυμηθώ την ύλη της χρονιάς και από την άλλη ένιωσα ένα χέρι στο γόνατό μου. Η ανάσα μου πιάστηκε στον λαιμό μου καθώς γύρισα πίσω μου να κοιτάξω μήπως μας είχαν αντιληφθεί οι υπόλοιποι. Αντικρίζοντάς τον ψιθύρισα «Υπομονή ως το βράδυ.»
Παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή συγκεντρώθηκα σε αυτό που είχα να κάνω, ανυπόμονη για την νύχτα που θα περνούσα μαζί του. Πάλι καλά, η τελευταία ώρα πέρασε τόσο γρήγορα που δεν το κατάλαβα και αμέσως βρέθηκα έξω από το φροντιστήριο, με εκείνον να με κρατάει από το χέρι, λέγοντάς μου πόσο όμορφη είμαι σήμερα.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Βασίλης μπροστά μας ορμώντας στον Θάνο. Τους έβλεπα και τους δυο πεσμένους να παλεύουν στο έδαφος και προς στιγμήν τα είχα χάσει. Ο δρόμος ήταν άδειος και δεν υπήρχε κάποιος για να βοηθήσει.
Ο Βασίλης ούρλιαζε «Αυτό της είπες; Ότι η Ελένη είναι μια φίλη μόνο;» η γροθιά του συναντήθηκε με το μάτι του Θάνου και αυτόματα ο Θάνος άρχισε να φωνάζει από πόνο.
«Άφησέ τον ήσυχο.» φώναξα στον Βασίλη.
«Μην ανακατεύεσαι.» αντιγύρισε εκείνος συνεχίζοντας να χτυπά τον Θάνο.
«Μην της ξαναμιλήσεις ποτέ με αυτό τον τρόπο!» ούρλιαξε ο Θάνος και με μια κίνηση βρέθηκε από πάνω του, χτυπώντας τον στο στομάχι, στα πλευρά... οπουδήποτε μπορούσε.
Βλέποντάς τους, ήθελα να μπω στη μέση αλλά ανησυχούσα πως τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα.
«Δεν ξέρω τι προσπαθείς να κάνεις αλλά δεν θα καταστρέψεις τη σχέση μου, μπάσταρδε.» αποκρίθηκε ο Θάνος, ρίχνοντάς του μια τελευταία γροθιά και φτύνοντάς τον στο πρόσωπο.
Ο Βασίλης προσπάθησε να μιλήσει χωρίς επιτυχία, με αίματα να τρέχουν από το πρόσωπό του. Κοιτώντας τον Θάνο ρώτησα «Μήπως πρέπει να τον πάμε στο νοσοκομείο;» μα αντί για απάντηση με έπιασε από το χέρι οδηγώντας με στο αυτοκίνητο.


Σε όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητος, κοιτώντας μόνο τον δρόμο ευθεία μπροστά του και όσο και αν ήθελα να τον ρωτήσω για τη συμπεριφορά του ξαδέλφου του, φοβόμουν για την αντίδρασή του. Ποτέ δεν φαντάστηκα τη ζωή μου έτσι, με ανθρώπους να μας κυνηγάνε ή να θέλουν το κακό μας για λόγους που δεν καταλάβαινα πάντα.
Γυρνώντας ελαφρώς το κεφάλι του, έσυρε το χέρι του στο μάγουλό μου λέγοντας γλυκά «Συγγνώμη αν σε τρόμαξα μα δεν τον αντέχω άλλο. Γνωρίζω πως είναι αντίθετος στη σχέση μας αλλά δεν ήξερα πως θα κάνει σαν τρελός.»
Παίρνοντας το χέρι του στο δικό μου, το φίλησα απαλά «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά.»
Αμέσως μόλις φτάσαμε έξω από το σπίτι, με σήκωσε στην αγκαλιά του οδηγώντας με κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Αισθανόμουν το σώμα του καυτό κάτω από το δικό μου, τους μύες του σε πλήρη ένταση καθώς άφηνε μικρά φιλιά στα χείλη μου και τον λαιμό μου.
Ήταν αυτός ο Θάνος άραγε; Φαινόταν τόσο διαφορετικός... ίσως επειδή στο μυαλό μου τον είχα σαν αυτούς τους άντρες που εάν χτυπήσουν, αρχίζουν να γκρινιάζουν και να κλαίγονται. Όμως κοιτώντας τον υπό το φως του φεγγαριού που έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά μας, ένιωθα τη δύναμή του.
«Είσαι καλά; Μετά από τόσα χτυπήματα...» ρώτησα όπως με άφησε στο κρεβάτι ανοίγοντάς μου την καμπαρντίνα.
Τα χέρια του περιεργάστηκαν το κορμί μου από πάνω έως κάτω, βγάζοντάς μου το παλτό.
«Μωρό μου δεν είμαι τόσο αδύναμος όσο νομίζεις. Απεχθάνομαι τη βία αλλά αυτό δεν σημαίνει πως με δυο μπουνιές θα πέσω και κάτω. Χρειάζομαι πολύ περισσότερα.» αναφώνησε με βαθιά φωνή φιλώντας τον λαιμό μου και κατεβαίνοντας κάτω προς τα στήθη μου.
Τα χέρια μου κατέβηκαν από το πρόσωπό του στη γραβάτα του, την οποία και πέταξα κάτω με μια κίνηση. Τα χείλη μου συνθλίφθηκαν στα δικά του, δίνοντας τέλος στην αναμονή. Σκίζοντας το πουκάμισό του, τα νύχια μου ανεβοκατέβηκαν στην πλάτη του όσο εκείνος μου σήκωνε το φόρεμα.
«Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να μου πεις;» ρώτησε ο Θάνος σταματώντας για λίγο και σηκώθηκε. Τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο γυμνασμένο του σώμα με το σώμα μου να πάλλεται για εκείνον. Τον είδα όπως γδυνόταν αργά και το ίδιο έκανα και εγώ ρίχνοντας στο πάτωμα το φόρεμα μου.
«Φυσικά και όχι. Είμαι αυτή που βλέπεις.» αποκρίθηκα δαγκώνοντας τα χείλη μου. «...εσύ; είσαι αυτός που δείχνεις ή μου κρύβεις καμία έκπληξη;» ρώτησα γελώντας.
Με μια κίνηση με τράβηξε από τους αστραγάλους, φέρνοντάς με στην άκρη του κρεβατιού. Τα χέρια του κινήθηκαν στη μέση μου και έπειτα στα στήθη μου, τα οποία ελευθέρωσε από τα δεσμά τους. Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη του.
Φιλώντας τον στους ώμους και στο στέρνο ένιωθα τη δύναμή του, τον πόθο του για έμενα ανάμεσα στα πόδια μου και ήξερα ότι κάνεις μας δεν θα άντεχε για πολύ. Τα σώματά μας είχαν πλαστεί για να είναι μαζί, να γίνουν ένα, σκέφτηκα καθώς τα δάχτυλά του κινήθηκαν σε απαγορευμένα μέρη.
Βγάζοντας μια μικρή κραυγή τον έσφιξα στην αγκαλιά μου φιλώντας τον παθιασμένα, λες και η ζωή μου εξαρτιόταν από εκείνον.
«Εάν ήμουν κάποιος άλλος θα σου άρεσε;» ρώτησε, κατεβάζοντας το εσώρουχό του και με μια κίνηση τύλιξε τα πόδια μου γύρω από τη μέση του.
Το μυαλό μου είχε μπλοκάρει εκείνη τη στιγμή, καθώς από τη μία έπρεπε να αντιμετωπίσω το σώμα μου -τον οργασμό που άρχιζε να χτίζεται μέσα μου- και από την άλλη να αποκρυπτογραφήσω αυτό που είχε πει.
«Εξαρτάται.» αποκρίθηκα τη στιγμή που έμπαινε μέσα μου με μια κίνηση.
«Από τι;» οι κινήσεις του ήταν ήρεμες, με κρατούσε σφιχτά από τη μέση και εγώ ένιωθα τη στύση του πιο δυνατή από ποτέ.
Τα χέρια μου σφίχτηκαν γύρω από τα μεταξωτά σεντόνια, αφήνοντας μικρές κραυγές απόλαυσης, με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά όσο εκείνος φιλούσε το κορμί μου.
«Τι προσπαθείς να μου πεις;» ψιθύρισα με κομμένη ανάσα καθώς άρχισε να μπαινοβγαίνει δυνατά μέσα μου.
«Υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις...» το χέρι του μπλέχτηκε στα μαλλιά μου τραβώντας τα με δύναμη.

Γέρνοντας το κεφάλι μου πίσω, βόγκηξα πιο δυνατά με τα χείλη του πάνω στα δικά μου.


Εύα Αναγνώστου