Αφού
ο Σβιατοπόλκ πείστηκε για την πραγματική ταυτότητα της Ναντέζντα, απαίτησε
εξηγήσεις. Πώς ήταν ζωντανή; Πού ήταν όλο αυτό το διάστημα; Και κυρίως, γιατί
δεν είχε εμφανιστεί νωρίτερα; Ο Σβιατοπόλκ έχοντας ξεπεράσει πια το πρώτο σοκ,
ήθελε απεγνωσμένα να μάθει κάτι που δεν τολμούσε να ρωτήσει: Ήξερε η Ναντέζντα ποιος
είχε σκοτώσει τον αδερφό της; Αν ήξερε,
θα έπρεπε να βγει γρήγορα από τη μέση˙ σίγουρα θα ζητούσε να πάρει εκδίκηση από
εκείνον. Κι αυτό δε θα της το επέτρεπε.
Ήταν
η απόλυτη αλήθεια. Γι’ αυτό η Ναντέζντα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική με το
τι έλεγε. Με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να μάθει ο Σβιατοπόλκ όσα έκρυβε. Ευτυχώς
για εκείνη, είχε προετοιμαστεί κατάλληλα.
Του
είπε πως πράγματι είχε ακολουθήσει το Γιαροσλάβ στο Νόβγκοροντ. Έζησαν εκεί
μέχρι που ο Γιαροσλάβ, σκοτώθηκε. Η φωνή της έσπασε και το πρόσωπό της
σκοτείνιασε. Είπε ότι δε θυμόταν τίποτα από εκείνη τη νύχτα. Τίποτα απολύτως. Θυμόταν
μόνο την αρχή, ότι εχθροί μπήκαν στο Πόλοτσκ, κι εκείνη είχε βγει στον κήπο με
το Γιαροσλάβ. Μετά κενό. Λογικά κάποιος την χτύπησε στο κεφάλι, κι έπεσε
αναίσθητη.
Ξύπνησε
πολύ αργότερα, σ’ ένα μοναστήρι, χωρίς να έχει ιδέα πως κατέληξε εκεί. Όταν
ρώτησε τι συνέβη στο Νόβγκοροντ, της είπαν ότι ο βογιάρος Ραντοσλάβ το είχε
καταλάβει.
«Αυτό
μόνο ξέρεις; Δε ρώτησες να σου πουν περισσότερα;», ρώτησε φανερά ανήσυχος
πίνοντας άλλη μια γουλιά βότκα. Η σύζυγός του, που καθόταν πλάι του ψέλλισε
κάτι σχετικό με τ’ ότι έπινε πολύ, αλλά ένα οργισμένο βλέμμα του την έκανε να
σωπάσει.
«Δεν
ήξεραν.», αποκρίθηκε η Ναντέζντα με σταθερή φωνή. «Κι εγώ δεν ήθελα να πιστέψουν ότι είχα
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν ήθελα να μάθουν ποια είμαι. Φοβήθηκα ότι ο Ραντοσλάβ
θα μ’ έβρισκε και θα σκότωνε, κι εμένα… όπως το Γιαροσλάβ.»
Η
φωνή της έσπασε στο κατάλληλο σημείο, δείχνοντας πως της ήταν πολύ οδυνηρό να
μιλά γι’ αυτό το ζήτημα. Ο πόνος στα μάτια της ήταν το μόνο αληθινό˙ το πένθος
της για τον αδερφό της δεν είχε πάρει ποτέ τέλος. Όμως, τώρα, ήταν αναγκαίο να
δώσει αυτή την παράσταση, για αντιπερισπασμό. Αν υποδυόταν την τεθλιμμένη
πενθούσα, τότε θα οι ερωτήσεις θα ήταν λιγότερες και τα λεγόμενά της πιο πιστευτά.
«Και
μετά τι απέγινες; Πώς βρέθηκες εδώ μετά από τόσα χρόνια;», ρώτησε ο Σβιατοπόλκ,
πεπεισμένος πια ότι δεν είχε ιδέα για τη δική του ανάμειξη στην εισβολή.
«Έφυγα
από το μοναστήρι, κι έκανα διάφορες δουλειές για να βγάλω τα προς το ζην.»
«Γιατί
δεν ήρθες στο Κίεβο, στον πατέρα σου;», τη διέκοψε.
«Θα
προτιμούσα να πεθάνω από την πείνα και το κρύο παρά να πάω σ’ αυτόν, για
βοήθεια. Στο δολοφόνο της μητέρας και του Ιζιασλάβ; Όχι. Όχι. Όχι. Όσο ζω, όχι.
», φώναξε η Ναντέζντα στάζοντας όλο της το δηλητήριο. Ήταν ένα ειλικρινές
ξέσπασμα. Πράγματι, αφότου έχασε το Γιαροσλάβ, έπεσε πολύ χαμηλά για να
καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή. Αλλά ποτέ, δεν σκέφτηκε να χτυπήσει την πόρτα
του Βλαντιμίρ. Προτίμησε την εξαθλίωση. Κι έζησε έτσι, μέχρι να πάει να βρει το
Μιστισλάβ, αλλά αυτό φυσικά δε θα το ανέφερε.
Έτσι,
ο Σβιατοπόλκ δε δυσκολεύτηκε να την πιστέψει. Χάρηκε μάλιστα, που η Ναντέζντα
συμμεριζόταν τα συναισθήματά του για τον πατριό του.
«Γιατί
δεν πήγες σε κάποιο από τ’ άλλα αδέρφια σου;»
«Λίγοι
απ’ αυτούς με ήξεραν καλά. Δεν είχα καμιά εγγύηση ότι θα με αναγνώριζαν.
Εξάλλου, δεν τους εμπιστευόμουν. Έμεινα λοιπόν ολομόναχη όλα αυτά τα χρόνια. Αποφάσισα
να έρθω στο Κίεβο. Προσπάθησα να βρω δουλειά στο παλάτι, μα δεν τα κατάφερα.
Τελικά τα παράτησα. Όταν ο βογιάρος Άντρεϊ Γιαρομίροβιτς με βρήκε στο
οινοπωλείο που δούλευα, σκέφτηκα, γιατί όχι; Δεν είχα κάτι να χάσω.»
«Και
γιατί μόνο τώρα, αποφάσισες να μου πεις ποια είσαι;»
«Ήθελα
να σιγουρευτώ ότι η εξουσία δε σας είχε αλλάξει, μεγαλειότατε. Ήθελα να είμαι
βέβαιη ότι είστε ακόμα ο άνθρωπος που κατόρθωσε το αδύνατο!», αναφώνησε. Ο
Σβιατοπόλκ την κοιτούσε απορημένος. Γι’ αυτό κι εκείνη έσπευσε να εξηγηθεί.
«Δεν αφήσατε το γιο της Άννας να πάρει εσφαλμένα την εξουσία. Αποδείξατε στο
Βλαντιμίρ ότι δεν μπορεί να ελέγξει τα πάντα.»
Ο
Σβιατοπόλκ κολακεύτηκε από τα λόγια της. Η εκτίμηση και ο θαυμασμός ήταν τόσο
έκδηλος στο βλέμμα της, ώστε ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκε πως μπορεί να ήταν
προσποιητός. Κι η Ναντέζντα συνέχισε να του πλέκει το εγκώμιο.
«Δεν
προσδοκώ τίποτα από εσάς. Μονάχα να με αφήσετε να σταθώ στο πλάι σας, να σας
βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ να κάνετε πραγματικότητα το ένδοξο όραμά σας. Έχω
αντιληφθεί πόσο χαρισματικός ηγέτης είστε, όμως ξέρω καλά πως πολλοί αχρείοι θα
τολμήσουν να σας προκαλέσουν αν παραστεί η ευκαιρία. Γι’ αυτό αφήστε με να σας
βοηθήσω.»
Τον
είχε εκεί ακριβώς που ήθελε. Εκείνος την κοίταξε με τα διαπεραστικά μαύρα μάτια
του και απόρησε. Πώς ήταν δυνατόν να ήταν τόσο τυχερός; Αν έμοιαζε στο ελάχιστο
στη μητέρα της, τότε σίγουρα θα ήταν πολύτιμη βοηθός˙ θυμόταν καλά ότι η
Ρογκνέντα ήταν ο εγκέφαλος της εξέγερσης του Ιζιασλάβ, μια εξέγερση που θα είχε πετύχει, με περισσότερη τύχη. Ο ίδιος
είχε ανάγκη από ανθρώπους στο πλευρό του που να μπορεί να τους εμπιστεύεται, να
βασίζεται σε αυτούς. Κι εκείνη η όμορφη κοπέλα, με το καθάριο βλέμμα, σίγουρα
δε θα τον πρόδιδε ποτέ. Της χαμογέλασε ζεστά.
«Πήγαινε
να ξεκουραστείς απόψε. Ύστερα βλέπουμε…»
Να ‘ξερες μονάχα τι φίδι τρέφεις
στον κόρφο σου, δύσμοιρε… Είσαι πράγματι αξιολύπητος. Μα εγώ δε θα σε λυπηθώ.
*
* *
Νεκρική
σιγή είχε σκεπάσει πια το κάστρο, καθώς η Ναντέζντα επέστρεφε στο κοινόχρηστο
δωμάτιο. Ήρθε όμως αντιμέτωπη με μία δυσάρεστη έκπληξη, σαν άνοιξε την πόρτα. Η
Λαρίσσα και η Σβετλάνα κοιμούνταν μακάρια, μα είδε την Αναστασία να κάθεται στο
κρεβάτι της. Την περίμενε.
«Τι
κάνεις εδώ;», ρώτησε ενοχλημένη μέσα από τα δόντια της.
«Θέλω
να μιλήσουμε; Είναι κακό;»
Ο
τόνος της ήταν απροκάλυπτα επιθετικός και σαρκαστικός. Πρώτη φορά την έβλεπε η
Ναντέζντα να εκδηλώνεται τόσο έντονα. Όντως, η Αναστασία ήταν εξαγριωμένη και
με δυσκολία συγκρατούσε τα νεύρα της.
«Να
πούμε τι;», απάντησε η Ναντέζντα με τη γνωστή απάθειά της.
«Μην
κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!», ξέσπασε.
«Ωραία,
τι θες να σου πω;», υπέκυψε. «Και μίλα πιο σιγά, θα τις ξυπνήσεις. Μάλλον, πάμε
έξω.», λέγοντας αυτά βγήκε στο σκοτεινό διάδρομο. Η κοπέλα την ακολούθησε, μην
έχοντας άλλη επιλογή.
Η
Ναντέζντα πήγε και κάθισε στο περβάζι ενός παραθύρου. Ο διάδρομος ήταν έρημος,
ήταν απίθανο κάποιος να περάσει και να τις ακούσει. «Λέγε τώρα!», είπε κοφτά.
«Ήταν
οτιδήποτε απ’ ότι είπες στον Σβιατοπόλκ αλήθεια; Είσαι αδερφή μου;»
«Αναστασία,
δεν είμαι σε καμία περίπτωση αδερφή σου.», απάντησε η Ναντέζντα με αδιάσειστη βεβαιότητα
κι ένα χαιρέκακο χαμόγελο. Περίμενε μέχρι να τη δει να ανασαίνει βαθιά,
ανακουφισμένη και τότε, την κεραυνοβόλησε, «Είμαι ετεροθαλής αδερφή σου. Είμαι θυγατέρα του Βλαντιμίρ του Μεγάλου,
όπως κι εσύ. Μόνο που μητέρα μου ήταν η
Ρογκνέντα Ρογκβολοντόβνα.»
Η
Αναστασία έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένη. Τι ήταν αυτή η γυναίκα; Από τι ήταν
φτιαγμένη;
«Γιατί
δε μου είπες τίποτα τόσον καιρό; Μου έλεγες ψέματα κατά πρόσωπο! Πώς μπόρεσες;»
«Μέχρι
σήμερα το πρωί, είχες ακουστά ότι ο πατέρας σου είχε κόρη που την έλεγαν
Ναντέζντα;», τη ρώτησε ατάραχη.
Μεμιάς
σκυθρώπιασε. «Όχι. Δεν ήξερα τίποτα.»
«Βλέπεις;
Αγνοούσες την ίδια μου την ύπαρξη! Δε φταις εσύ βέβαια γι’ αυτό… Αλλά το
ερώτημα παραμένει: πώς θα με πίστευες;»
«Θα
σε πίστευα. Εγώ…»
«Δε
με απασχολεί.», τη διέκοψε απότομα. «Δεν ήμουν υποχρεωμένη να σε εμπιστευτώ με
τα μυστικά μου, Αναστασία. Δεν είχα κανένα λόγο να μη σε κρατήσω στο σκοτάδι.»
«Σοβαρά;
Αυτό έχεις να πεις μόνο;»
«Αυτό
μόνο. Και τώρα, καληνύχτα.»
Σηκώθηκε
από το περβάζι κι έφυγε χωρίς να της ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Κι η Αναστασία
έμεινε να την κοιτάζει πληγωμένη, απορώντας με την αναισθησία της. Τι της είχε
κάνει επιτέλους; Ποιανού τις αμαρτίες πλήρωνε;
Τι στο καλό περιμένει από μένα
αυτό το κορίτσι; Από πότε της χρωστώ εξηγήσεις; Νομίζω ότι ασχολούμαι
υπερβολικά μαζί της. Έχω πιο σημαντικά θέματα.
Όλα προχωρούν βάση σχεδίου. Ο
Καταραμένος με αναγνώρισε, με πίστεψε και δε θα αργήσει να με δεχτεί με τιμές
στους κόλπους της οικογένειάς του. Όπως το είχα προβλέψει.
Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Η κατάσταση
θα μπορούσε να είχε εξελιχτεί τελείως διαφορετικά. Θα μπορούσε ο Καταραμένος να
είχε εξοργιστεί και να διέταζε την άμεση εκτέλεσή μου. Όμως ευτυχώς, τα
κατάφερα. Ίσως ο Σλάβα από ψηλά να με παρακολουθεί και να προσέχει. Ποιος
ξέρει;
Τώρα όμως ξεκινούν τα δύσκολα. Πώς
θα μπορέσω να πείσω ένα ολόκληρο έθνος ότι είμαι άξια να κυβερνήσω; Ίσως οι
απλοί πολίτες να με δεχτούν, να καταλάβουν ότι εγώ δεν είμαι σαν τους κηφήνες
που πίνουν σταγόνα σταγόνα το αίμα τους, ότι δε θα επισύρω θανατικές ποινές,
όποτε μου κάνει κέφι. Αλλά οι ευγενείς; Τι θα πουν για μια γεροντοκόρη που
τολμά να σκέφτεται σαν άντρας; Δε με αποκαλέσουν ξωτικό και μάγισσα όπως κάποτε
τη μητέρα μου;
Κι εκτός των άλλων πρέπει να
είμαι εξαιρετικά προσεκτική. Ο Καταραμένος δεν πρέπει να αντιληφθεί το
παραμικρό. Μία λάθος κίνηση σημαίνει εσχάτη προδοσία, και γραμμή για το
ικρίωμα.
Το ταξίδι προμηνύεται μακρύ και
δύσκολο, κίνδυνοι ελλοχεύουν σε κάθε στροφή. Αλλά αξίζει. Αν βάλει τέλος στην
αυθαίρετη κυριαρχία του Καταραμένου, αξίζει.
Και τότε ίσως μπορέσω κι εγώ να
βρω τη γαλήνη.
*
* *
«Την
πιστεύεις;», βροντοφώναξε η θυγατέρα του βασιλιά της Πολωνίας, σαν βρέθηκε μόνη
με τον σύζυγό της.
«Φυσικά.
Η απόδειξη είναι χαραγμένη στο πρόσωπό της που είναι ίδιο με του ακατανόμαστου
του Βλαντιμίρ, στα μάτια της που είναι
όμοια με της Ρογκνέντα, στα λεγόμενα της που είναι ακριβέστατη περιγραφή όσων
πραγματικά συνέβησαν!»
Η
Μεγάλη Πριγκίπισσα τα ‘χασε σαν αναγνώρισε τον έκδηλο θαυμασμό στα λόγια του
συζύγου της. Αναγκάστηκε να κρατήσει τις σκέψεις της για τον εαυτό της,
καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να τη διαβάλλει σ’ εκείνον.
Όχι, όταν φαινόταν να έχει ξεμυαλιστεί μαζί της.
Αυτό
φυσικά, δεν μπορούσε να το καταπιεί. Είχε περάσει ολόκληρο το διάστημα από την
άφιξη εκείνης της διαβολογυναίκας ζηλεύοντας, και ανησυχώντας μήπως ο άντρας
της την επιθυμήσει στο κρεβάτι του. Τώρα, ανακάλυπτε με έκπληξη ότι η Ναντέζντα
δεν ήταν αντίζηλος, αλλά μια συγγενής, αλλά δεν πίστευε ότι μπορούσε πλέον να
πάψει να τη φοβάται. Αντιθέτως, ένιωθε πως τώρα η παρουσία της στο κάστρο
αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή απ’ όσο πριν.
Τι
θα μπορούσε όμως να τους κάνει; Δεν ήταν παρά μια ανυπεράσπιστη και αδύναμη
γυναίκα κι ας κρατούσε από βασιλική
γενιά. Η Μίρα έπρεπε να παραδεχτεί ότι
σύμφωνα με τη λογική, οι φόβοι της ήταν αβάσιμοι. Άλλα όμως, έλεγε η γυναικεία
διαίσθηση της.
«Και
τι σκοπεύετε να κάνετε μαζί της, άρχοντα μου;», ρώτησε πασχίζοντας να μη φανεί
στη φωνή της ο τρόμος γι’ αυτό που μπορεί να άκουγε.
«Μα,
να την κρατήσω κοντά μου. Είναι εξαδέλφη μου στο κάτω κάτω.»
Το
χαμόγελο πέτρωσε στο πρόσωπο της ώριμης γυναίκας. Ήθελε πολύ να φωνάξει ότι αυτό
ήταν μεγάλο λάθος, αλλά ήξερε ότι ήταν μάταιο. Όταν ο Σβιατοπόλκ αποφάσιζε
κάτι, κανείς δεν μπορούσε να τον μεταπείσει. Έπρεπε όμως να κάνει κάτι˙ δεν
έπρεπε να της επιτραπεί να αλωνίζει στο σπιτικό τους ανενόχλητη.
«Βέβαια!»,
αναφώνησε με ένα προσποιητό χαμόγελο. «Έχετε απόλυτο δίκιο. Πρέπει να την
αγκαλιάσουμε να τη βάλουμε μες στην οικογένεια μας. Και πρέπει να γίνει σωστά:
να την αναγνωρίσουμε επίσημα, να αποκτήσει δικά της διαμερίσματα, καθώς και ακολουθία. Μάλιστα, σκέφτομαι να
της παραχωρήσω κάποιες από τις δικές μου ακολούθους.»
«Το
ήξερα ότι θα συμφωνούσαμε!», είπε ο Μεγάλος Πρίγκιπας ευχαριστημένος. Μπορεί να
μην ενδιαφερόταν πολύ για τη γυναίκα του, αλλά του άρεσε να τη βλέπει να
συμμορφώνεται με την κάθε του επιθυμία.
Αυτό
όμως που δεν αποκάλυψαν το γαλήνιο ύφος και τα γλυκά λόγια της Πολωνής
πριγκίπισσας ήταν πως οι ακόλουθοι δε θα υπηρετούσαν τη Ναντέζντα. Θα την
κατασκόπευαν.
Σοφία Γκρέκα