Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 8) Άσχημα Νέα


Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο μου με τον Τάι και ξεκινάμε για το σπίτι μου. Η διαδρομή είναι στην πραγματικότητα μικρή, αλλά αυτή τη φορά μου φαίνεται ατελείωτη. Κοιτάζω το ρολόι στο ταμπλό και έχουν περάσει μόνο δέκα λεπτά από την ώρα που αφήσαμε την οικεία Χάλιγουελ με προορισμό τη δική μου. Δέκα λεπτά μέσα στην απόλυτη σιωπή και την αφόρητη αμηχανία μεταξύ μας.

Κοιτάζω προς το μέρος του Τάι με την άκρη του ματιού μου, αναζητώντας κάποιο σημάδι στη στάση του, που θα μπορούσα να αποκωδικοποιήσω. Θα ήθελα να καταλάβω αν νιώθει το ίδιο νευρικός με μένα, αν θέλει να ανοίξει κάποιο θέμα συζήτησης και διστάζει, αν έχει άγχος για το τι μας επιφυλλάσσουν οι επόμενες ώρες στο σπίτι μου, αλλά μάλλον προσπαθεί να το παίξει άνετος για να μη με αναστατώσει. Επίσης θα ήθελα να μάθω τι σκέφτεται για το ξέσπασμα δύναμης που είχα νωρίτερα. Ειδικά αυτό το τελευταίο, με σκοτώνει. Θα αντάλλασσα όλες τις προηγούμενες ερωτήσεις με αυτήν εδώ, αν γινόταν να πάρω μια απάντηση.
Άλλα πέντε λεπτά αμήχανης σιωπής και φτάσαμε στο μικρό, γνώριμο μωβ σπίτι με τα κίτρινα παράθυρα της οδού Μπέβερλι, λίγο πιο έξω από το κέντρο της Σέντραλ Σίτι. Μια σχετικά παλιά διώροφη κατοικία, αλλά καλοσυντηρημένη και διακοσμημένη με το ασυναγώνιστο γούστο της αδερφής μου. Παρτέρια με διαφόρων ειδών χρωματιστά λουλούδια στα παράθυρα και μια πανέμορφη μικρή κούνια στη βεράντα δίνουν στο σπίτι μας μια άλλη αίσθηση ρομαντισμού και κομψότητας – τουλάχιστον σε σχέση με τα υπόλοιπα σπίτια που υπάρχουν κοντά στο κέντρο. Γιατί προφανώς τα σπίτια των προαστίων παίζουν σε άλλη κλάση κομψότητας!
Παρκάρω σχεδόν μπροστά στην είσοδο και παρατηρώ πως το αμάξι της Νόρα δεν είναι ακόμα εδώ. Και τώρα; Τι κάνουμε τώρα με τον Τάι; Να τον προσκαλέσω μέσα, να τον αφήσω εδώ;
“Φτάσαμε”, του λέω τελικά. Όχι και καμιά φοβερή διαπίστωση, αφού πάρκαρα, φτάσαμε!
“Ωραία”, μου απαντά ήρεμα ο Τάι.
“Θέλεις να περάσουμε μέσα; Η αδερφή μου δεν έχει έρθει ακόμα”, τολμώ να ρωτήσω. Άλλωστε δεν θα ‘ταν σωστό να τον αφήσω μόνο του από τώρα, θα ήταν αγένεια...
“Ναι, πάμε. Λογικά θα έχει φτάσει ήδη ο Κα και μπορούμε να καλέσουμε και τον Κρις, για να μοιράσουμε τις βάρδιες από τώρα. Βέβαια, όλοι εδώ θα είμαστε εννοείται, απλά καλό θα ήταν ένας από εμάς κάθε φορά να είναι μέσα μαζί σου. Έτσι, θα ειδοποιηθούν και οι άλλοι αν κάτι δεν πάει καλά.”
“Α. Μάλιστα.”
Τέλεια. Έχει ήδη μπει το σχέδιο σε εφαρμογή. Και δεν προβλέπω καμία διάθεση για ψιλή κουβέντα.
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω. Ο Τάι ακολουθεί το παράδειγμά μου. Κλειδώνω το αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε προς την πόρτα, όταν ξαφνικά συνειδητοποιώ πως κάποιος κάθεται στην βεράντα μου, κοντά στην κούνια.
Tάι....”
“Σςςςς, τον είδα”, μου απαντά απόλυτα ψύχραιμος. “Πάμε σιγά σιγά προς τα μέσα. Και να περπατάς πίσω μου.”
“Μα καλά από πού έρχεστε;”, ρωτάει ο άντρας κοντά στην κούνια.
“Κα;”
“Τι;”
Ω, ανακούφιση! Γύρισε η καρδιά μου στη θέση της.
“Το βρίσκεις λογικό να παραμονεύεις μες στα σκοτάδια έξω από το σπίτι της προστατευόμενής μου; Θα μπορούσα να σε έχω χτυπήσει! Έτοιμος ήμουν βασικά.”
“Να με.... ΧΤΥΠΗΣΕΙΣ? ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!”
Αυτό είναι το πιο δυνατό, κοροϊδευτικό και αλαζονικό γέλιο που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Είμαι σίγουρη ότι το άκουσαν και σε πέντε έξι διπλανές πόλεις.
Ο Τάι δεν σχολιάζει καθόλου την αντίδραση του ξάδερφού του, και απλά μένει σιωπηλός μέχρι να τελειώσει με το παραλήρημά του για τα επόμενα τρία – πολύ θορυβώδη- λεπτά. Αφού λοιπόν σταματά, κάθεται τελικά στην κούνια και μας κοιτάζει, κρατώντας φυσικά, το περιπαιχτικό χαμόγελο στα χείλη του.
“Ωραία, και τώρα που τελείωσες μπορούμε να καλέσουμε τον Κρις και να αποφασίσουμε τις βάρδιες”, επανήλθε στο σχέδιο ο Τάι.
“Να φωνάξουμε όποιον θες, εγώ θα πάρω την πρώτη βάρδια μέχρι τη μία”.
“Θα ρωτήσουμε και τον Κρις και θα δούμε”.
“Καλάααα”, απαντά ο Κα και μου κλείνει το μάτι.
Αυτή η κίνηση του με επανέφερε κάπως στην πραγματικότητα, γιατί μέχρι τώρα απλά είχα χαζέψει με το οικογενειακό σόου που εκτυλίσσοταν μπροστά μου και την κόντρα μεταξύ των ξαδέρφων. Σαν να παρακολουθώ ριάλιτι.
“Λοιπόν πάμε μέσα”, προστάζω τους δυο σωματοφύλακές μου.
Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω μέσα και τα δυο ξαδέρφια με ακολουθούν υπάκουα.
“Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα”, υπενθυμίζω ευγενικά στον Κα που μπήκε με φόρα. Πριν γυρίσει να κλείσει την πόρτα, στρέφεται προς το μέρος μου με ένα βλέμμα του τύπου ‘μη το παρατραβάς’. Ωωωω, πόσο θέλω να το παρατραβήξω!
Ανοίγω τα φώτα στο σαλόνι, που είναι ο πρώτος χώρος του σπιτιού μετά το μικροσκοπικό χωλ, που βλέπει ένας επισκέπτης. Ο μεγάλος κουφετί ροζ καναπές με καλωσόριζε επιτέλους στην αγκαλιά του. Ξαπλώνω και παίρνω αγκαλιά ένα από τα δαντελωτά μαξιλάρια του.
“Λοιπόν, πώς σας φαίνεται;”, αναρωτιέμαι για την γνώμη των αντρών. Αν και ξέρω ήδη πώς θα τους φανεί ένα σαλόνι με ροζ και λευκά έπιπλα και με μια λουλουδάτη κουρτίνα στο παράθυρο.
“Εμ, κοριτσίστικο, θα έλεγα”, απαντά αμέσως ο Τάι και επιλέγει να κάτσει σε μια από τις λευκές πολυθρόνες δεξιά μου – αφαιρώντας διακριτικά τα ροζ μαξιλαράκια από την πλάτη του.
“Αναμενόμενο”, σχολιάζει και ο Κα. Όχι ότι περίμενα κάτι περισσότερο στα σχόλιά του. Αυτός επιλέγει να κάτσει όρθιος με την πλάτη στον τοίχο και ελπίζω να μην σκέφτεται ότι θα κολλήσει τίποτα από τη ροζ διάθεση του σαλονιού μας! “Έχει τίποτα να πιούμε;”
“Στέλνω μήνυμα στον Κρις”, δηλώνει ο Τάι κοιτώντας προς τη μεριά του Κα. “Και δεν πίνουμε εν ώρα καθήκοντος. Χρειάζεται να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή για μάχη”.
“Και μια μπύρα θα με εμποδίσει σε αυτό; Εγώ δεν είμαι φλώρος”.
“Κα”, αποφάσισα να επέμβω πριν γίνει μακελειό εδώ μέσα. “Ειλικρινά θα ένιωθα καλύτερα αν δεν έπινες κάτι τώρα. Μετά τη βάρδιά σου πιες και δέκα μπύρες, αλλά προς το παρόν θα ένιωθα πιο ασφαλής αν έκανες υπομονή και έσβηνες τη δίψα σου με λίγο νεράκι”.
“Εντάξει λοιπόν”, μου απαντά και νιώθω ανακούφιση αλλά ταυτόχρονα και μια ικανοποίηση για το πώς χειρίστηκα την κατάσταση. “Αλλά παίρνω την πρώτη βάρδια. Και θα με κεράσεις αύριο στο πάρτυ της Μίμη δέκα μπύρες”.
Για άλλη μια φορά μένω με το στόμα ανοιχτό. Ο Κα Τέρνερ μόλις μου ζήτησε να πάμε μαζί σε πάρτυ; Σαν τι; Σαν ραντεβού μήπως; Και μάλιστα μπροστά στον Τάι; Και ο Τάι; Γυρίζω προς το μέρος του και αναρωτιέμαι αν και αυτός είναι το ίδιο σοκαρισμένος με μένα. Και ναι, είναι. Το πρόσωπό του έχει πάρει μια πρωτοφανή έκφραση απορίας και το χρώμα από τα μάγουλά του έχει εξαφανιστεί τελείως.
Ο ήχος από το αυτοκίνητο της αδερφής μου που μόλις έφτασε, δεν μας επιτρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε μέσα σε αυτή τη σουρεαλιστική κατάσταση. Πρέπει να οργανωθούμε άμεσα.
“Γρήγορα, ήρθε η Νόρα. Τι θα κάνουμε;”
“Κα, κρύψου στο δωμάτιο της Μπόνι. Εγώ θα είμαι στο αυτοκίνητο της στα πίσω καθίσματα με τον Κρις. Ό,τι χρειαστείς Μπόνι, μου κάνετε σινιάλο από το παράθυρο”.
“Έγινε, έγινε, φύγετε τώρα!”
Ο θόρυβος από τα κλειδιά που ανοίγουν την πόρτα με αγχώνει και πετάγομαι όρθια από τον καναπέ σχεδόν πάνω στον Κα. “Κα, ανέβα γρήγορα, δεύτερη πόρτα αριστερά”, του υποδεικνύω και τον σπρώχνω ελαφρά στο στήθος, για να διαπιστώσω γι’ ακόμα μια φορά πόσο γυμνασμένος είναι. Χωρίς να το ελέγχω, πετάγεται ξαφνικά στο μυαλό μου εκείνη η στιγμή που έπεσα πάνω του στο μπάνιο και ήρθα σε άμεση επαφή με το γυμνό του στήθος. Μα γιατί να είναι τόσο γραμμωμένος;
Η πόρτα επιτέλους ανοίγει και οι δυο τους, ευτυχώς, έχουν ήδη εξαφανιστεί.
“Μικρή μου, γύρισες!”, ξεφωνίζει χαρούμενη η αδερφή μου μπαίνοντας φορτωμένη στο χωλ και πετά στο πάτωμα και τις δέκα τσάντες με ψώνια που κουβαλούσε, για να με αγκαλιάσει.
“Και μένα μου έλειψες Νόρα μου”, της απαντάω κι εγώ με τη σειρά μου και τρέχω να χωθώ στην αγκαλιά της. Γενικά έχουμε την τάση να υπερβάλουμε με τις εκφράσεις αγάπης μεταξύ μας, κάθε φορά. Ακόμα και από βόλτα να γυρίσω, θα χρειαστώ μια γερή αγκαλιά από την αδερφή μου.
“Πώς πέρασες με τα κορίτσια;”, με ρωτά με ενθουσιασμό και την ίδια στιγμή χαλάει τον σοβαρό κότσο στα μαλλιά της και αφήνει τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά της να πέσουν στο πρόσωπό της.
“Εμ, μια χαρά ήταν πάρα πολύ ωραία. Νομίζω ότι ταιριάζουμε για να κάνουμε παρέα με τις δίδυμες”.
“Αχ, χαίρομαι πάρα πολύ Μπόνι μου που σ’ ακούω να το λες αυτό!”, λέει με έναν αναστεναγμό και προχωρά προς το σαλόνι. “Ξέρεις, πάντα είχα το άγχος με όλες αυτές τις μετακινήσεις που κάναμε ότι ποτέ δεν θα είχες την ευκαιρία να κάνεις πραγματικούς φίλους... Κάποια βράδια ένιωθα ακόμα και τύψεις γι ‘αυτό. Που δεν μπορούσα να σου προσφέρω μια φυσιολογική ζωή”.
“Έλα τώρα, Νόρα, τι λες; Έχεις κάνει τα πάντα για μένα! Πίστεψε με δεν έχω κανένα παράπονο και ποτέ δεν ένιωσα να μου λείπει τίποτα! Μπορείς να μη ξανασκεφτείς ποτέ αυτά τα πράγματα;”, την ψευτομάλωσα και της χάιδεψα απαλά το μάγουλο, ελπίζοντας να προλάβω τυχόν δάκρυα που μπορεί να έρχονταν. Αυτή είναι η αδερφή μου. Σκληροτράχηλη και τέρμα ρομαντική και ευαίσθητη την ίδια στιγμή.
Παίρνει το χέρι μου και το κρατά στοργικά στις παλάμες της. Με κοιτά με αυτά τα μεγάλα πράσινα μάτια της, με τις χρυσές πιτσίλες, και καταλαβαίνω ότι είναι έτοιμη να αλλάξει διάθεση και να γίνει πιο παιχνιδιάρα.
“Λοιπόν, θέλω περισσότερες λεπτομέρειες. Τι λες να ετοιμαστούμε και να φύγουμε για του Τζο;”
Ωχ, ωχ, ωχ. Το είχα ξεχάσει αυτό. Δεν γίνεται όμως να φύγουμε από το σπίτι.
“Εμ... καλύτερα να μείνουμε σπίτι απόψε να έχουμε την ησυχία μας. Άσε που είμαι και λίγο κουρασμένη από χθες. Σε πειράζει να παραγγείλουμε και να καθήσουμε μέσα;”
“Μπααααα, καθόλου! Και εγώ είμαι πτώμα...”, μου δηλώνει αμέσως και παίρνει μια γκρινιάρικη έκφραση. “Αυτός ο κύριος Ντι Κάρλο με έχει ξεθεώσει. Μόνο σήμερα, του παρουσίασα άλλα τρία ακίνητα για να έχει υπόψη του προς αγορά. Και φαντάσου, έχει ήδη κλείσει μαζί μου δυο σπίτια λίγο πιο έξω από την πόλη! Είναι εκείνη η μεγάλη δουλειά που σου είπα στο τηλέφωνο, αν θυμάσαι”.
“Ναι, θυμάμαι. Ήσουν πολύ χαρούμενη, δεν θα μπορούσα να το ξεχάσω... Ντι Κάρλο είπες;”
“Ναι, Ίβο Ντι Κάρλο. Γιατί;”
“Έχουμε κάτι παιδιά στο σχολείο με αυτό το επίθετο”.
“Οι γιοι του είναι”.
“Γουάου. Δεν ήξερα ότι είναι τόσο πλούσιοι”. Αχ, Μίμη μου, πού πας να μπλέξεις με τον πλούσιο Καζανόβα!
“Και όμως είναι!”, επιβεβαιώνει και έπειτα βγάζει τις γόβες της και κάθεται με τα γόνατα αγκαλιά στον καναπέ. “Αλλά τουλάχιστον είναι πολύ ευγενικός. Και δε με έκανε να βαρεθώ καθόλου. Όταν δεν είχαμε να πούμε κάτι άλλο για τα ακίνητα,μιλούσαμε για πιο προσωπικά θέματα και κυλούσε πιο γρήγορα η ώρα”.
“Όταν λες ‘μιλούσαμε’ μήπως εννοείς ότι αυτός μιλούσε και εσύ άκουγες; Γιατί αν ο μεγαλύτερος γιος του του μοιάζει, τότε μπορώ να φανταστώ πόσο πολύ λατρεύει να ακούει την φωνή του”, σχολιάζω, έχοντας φυσικά στο μυαλό μου τον Ματ. Βλέπω τη Νόρα να μου κουνά αρνητικά το κεφάλι της και εκπλήσσομαι. Πιάνω το σταθερό τηλέφωνο και πηγαίνω να κάτσω δίπλα της για να ακούσω περισσότερα.
“Αν θες να ξέρεις μου έκανε αρκετές ερωτήσεις για μένα – για εμάς για την ακρίβεια, και με πολύ ενδιαφέρον μάλιστα. Είναι ένας πολύ γοητευτικός, διακριτικός, παρατηρητικός άντρας και με καλό γούστο στα κοσμήματα. Το πιστεύεις ότι πρόσεξε το μενταγιόν που φορούσα τις προάλλες στην πρώτη μας συνάντηση; Του έκανε φοβερή εντύπωση η δουλειά που έγινε πάνω στο δέσιμο των πετρών αλλά και το γεγονός ότι κρατάω σε  τόσο καλή κατάσταση ένα κειμήλιο”.
“Ε, όχι και κειμήλιο το μενταγιόν της μαμάς!”
Είναι μόλις δεκαεφτά ετών κόσμημα. Ή τουλάχιστον αυτό υπέθετα μέχρι τώρα.
“Κι όμως σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ίβο είναι πιο παλιό από όσο νομίζαμε. Σχεδόν μεσαιωνικό.”
“Του Ίβο; Τώρα μιλάμε για τον πελάτη σου ή για κανένα φιλαράκι από τα παλιά;”
“Έλα τώρα Μπόνι!”, μου λέει ψιλοεκνευρισμένη και σκοπεύω να αφήσω αυτό το θέμα προς το παρόν. Βέβαια, δεν μου αρέσει καθόλου που ο πατέρας του Ματ Ντι Κάρλο και η αδερφή μου μπορεί να έχουν συνάψει φιλικές σχέσεις. Ειδικά γιατί πιστεύω ότι το μήλο δεν μπορεί να έπεσε μακριά από τη μηλιά. Και ο Ματ μόνο προβλήματα μπορεί να φέρει σε μια κοπέλα.
“Λοιπόν, καλά. Έλα να παραγγείλουμε και να μου πεις λεπτομέρειες για τις δουλειές που έκλεισες! Θέλω να ξέρω πόσο πολύ θα ανανεώσω την γκαρνταρόμπα μου για τον χειμώνα!”

Περάσαμε όλο το υπόλοιπο βράδυ τρώγοντας καυτερές μεξικάνικες λιχουδιές, όπως μπουρίτος, τάκος και εντσιλάδας, και μιλώντας ασταμάτητα και με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τις ώρες που περάσαμε χώρια μέχρι αυτήν την στιγμή. Κυρίως μιλήσαμε για τις ώρες της Νόρα στη δουλειά, αφού εγώ έπρεπε να φτιάξω μια τελείως φανταστική ιστορία για το υποτιθέμενο πιτζάμα πάρτυ που συμμετείχα, οπότε και προσπαθούσα να αλλάξω θέμα κάθε φορά που η Νόρα μου ζητούσε περισσότερες λεπτομέρειες. Άλλωστε, η φαντασία μου δεν είναι και πολύ πλούσια όταν πρέπει να πω ψέμματα.
Κατά τις έντεκα το βράδυ, ενώ χαζεύουμε μια αστυνομική σειρά στην τηλεόραση, παρατηρώ πως η Νόρα έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ. Την σκεπάζω απαλά με μια κουβέρτα, ρυθμίζω το ξυπνητήρι της για τις εφτά το πρωί  και ανεβαίνω τις σκάλες σιγά σιγά και αθόρυβα προς στο δωμάτιο μου.
Ανοίγω την πόρτα και βουτάω με φόρα στο ‘καταφύγιό’ μου.
“Έι, έι, έι, εσύ δεν έμαθες να χτυπάς την πόρτα πριν μπεις σε ένα δωμάτιο;”, με ρωτάει ο Κα ειρωνικά, σηκώνοντας με έμφαση το δεξί του φρύδι.
“Όχι, όταν είναι το δωμάτιο μου, δεν μπαίνω στον κόπο”, του απαντάω στο ίδιο ύφος. “Και κατέβασε τα πόδια σου από το κρεβάτι μου! Ούτε τα παπούτσια σου δεν έβγαλες!”, συνεχίζω την επίθεση και του χτυπάω ελαφριά τα πόδια με την παλάμη μου. Κανονικά αυτό θα με εκνεύριζε απίστευτα, αλλά σκόπευα ούτως ή άλλως να αλλάξω σκεπάσματα σήμερα.
Ο Κα συνεχίζει να κάθεται στην ίδια θέση πάνω στο αφράτο κρεβατάκι μου και σταματά να μου δίνει σημασία. Στρέφει την προσοχή του και πάλι σε αυτό που διάβαζε πριν μπουκάρω στο χώρο. Αναστενάζω ελαφρά, προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου απέναντί του και μένω στη θέση μου να τον κοιτάζω εκνευρισμένη. Δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει όμως. Οπότε, τον παρατηρώ λίγο καλύτερα τώρα που μου δίνεται η ευκαιρία. Με αυτό τον χαμηλό φωτισμό και έχοντας αυτή την σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του, μοιάζει ακόμα πιο γοητευτικός και μυστηριώδης. Και αυτά τα περίεργα τατουάζ που έχει στο πρόσωπό του, του δίνουν ένα άλλο είδος αλητείας... Και είναι τόσο σέξυ! Έχοντας έτσι εκτεθειμένα τα γυμνασμένα του μπράτσα και με το μαύρο φανελάκι του να διαγράφει τέλεια το επίσης γυμνασμένο του στήθος, νιώθω να ξεσηκώνομαι. Ωχ, να την πάλι η σκηνή από το μπάνιο στο μυαλό μου! Οι σταγόνες που κυλούσαν τόσο αισθησιακά πάνω στο δέρμα του... Το λακάκι στο κέντρο του στήθους του... Η αίσθηση της αγκαλιάς του...
“Ανέβηκε λίγο η θερμοκρασία ή μήπως είναι η ιδέα μου;”
Η ερώτηση του με πιάνει απροετοίμαστη. Και τώρα; Παρασύρθηκα από τις σκέψεις μου και οι δυνάμεις μου ακολούθησαν και έκαναν την ατμόσφαιρα λίγο πιο, εμ.. καυτή. Μπόνι, σκέψου κάτι, γρήγορα.
“Σου φαίνεται, επειδή είμαστε πλέον δυο άτομα στο δωμάτιο και ο χώρος είναι μικρός. Κάτσε να ανοίξω λίγο το παράθυρο”. Ελπίζω η απάντηση μου να ήταν αληθοφανής. Εγώ θα το πίστευα. “Λοιπόν, τι διαβάζεις εκεί με τόσο ενδιαφέρον;”
Νομίζω πως η αλλαγή θέματος επιβάλλεται στην παρούσα φάση. Εν τω μεταξύ, πηγαίνω προς το μικρό παράθυρο στα ανατολικά του δωματίου και έτσι όπως ανοίγω το παράθυρο βλέπω πως τα παιδιά στο αυτοκίνητο μου κάνουν σινιάλο με τα φώτα.
“Κα, νομίζω πως τα ξαδέρφια σου κάτι θέλουν να μας πουν”.
“Α, ναι, ξέχασα να σου πω. Μου έστειλαν μήνυμα πριν από καμιά ώρα ότι έχουν κάτι νέα να μοιραστούν μαζί μας”.
“Και μου το λες τώρα;”
“Τώρα το θυμήθηκα”, μου απαντά με εκείνη την κακιασμένη υποψία χαμόγελου στα χείλη του.
“Στείλ’ τους μήνυμα να ανέβουν επάνω. Να τηλεμεταφερθούν”, του λέω με προστακτικό τόνο ελπίζοντας πώς θα καταλάβει ότι δεν το εκτιμώ καθόλου όταν διασκεδάζει σε βάρος της ασφάλειάς μου.
“Πιάσε”, λέει και μου πετάει το κινητό του.
“Μου κάνεις πλάκα τώρα;”, του απαντώ και μόλις που προλαβαίνω να αντιδράσω και να πιάσω το κινητό του στον αέρα, πριν να γίνει κομμάτια πάνω στο αγαπημένο μου κάδρο.
“Καθόλου. Α, και προσπάθησε να ηρεμήσεις αλλιώς θα χρειαστεί να κάνουμε ανακαίνιση στο δωμάτιο σου”.
Αααααααα, τι βλάκας! Δεν το πιστεύω ότι πριν από λίγο τον φανταζόμουν ημίγυμνο! Δεν το πιστεύω ότι με αυτόν τον τύπο θα βγω ραντεβού!!!
Παίρνω βαθιά ανάσα και πληκτρολογώ το μήνυμα στα παιδιά. Σε λιγότερο από μισό λεπτό, η γνώριμη γαλάζια λάμψη της τηλεμεταφοράς του Τάι κατακλύζει το δωμάτιο και με αναγκάζει να κλείσω για λίγο τα βλέφαρά μου. Όταν τα ανοίγω πάλι, βλέπω τα αδέρφια Χάλιγουελ, με ρούχα ελαφρώς στραπατσαριμένα, να στέκονται μπροστά μου.
“Ε, παιδιά, τι έγινε;” ρωτάω ανήσυχη.
“Δεν σου είπε ο Κα;”, με ρωτάει με τη σειρά του και ο Κρις.
“Α, ναι ξέχασα να σου πω. Τα παιδιά ήρθαν αντιμέτωπα με δυο μικρές ομάδες μαγισσοκυνηγών έξω από το σπίτι σου. Αλλά μην ανησυχείς, όλα πήγαν καλά”.
“Α. Και αυτό το ξέχασες; Κάτι πρέπει να κάνουμε για τη μνήμη σου”, σχολιάζω εκνευρισμένη.
“Και αυτά δεν είναι τα χειρότερα νέα”, δηλώνει σκυθρωπός ο Τάι.
“Μίλησα πριν από λίγο στο τηλέφωνο με την Ρέη. Μου είπε ότι σήμερα εξαφανίστηκε από το σχολείο της μια κοπέλα. Η Γιολάντα Ρίβερς”.
“Δεν καταλαβαίνω, Κρις. Αυτό τι σχέση έχει...;”
“Θα σου πω εγώ”, με διακόπτει ο Κα. “Η Ρέη υποψιάζεται πως αυτή η κοπέλα είναι Μάγισσα των Στοιχείων”.
“Τι; Αυτό σημαίνει πως είναι...;”
“Νεκρή; Πιθανότατα”, συνεχίζει ο Κα.
“Αυτό δεν το ξέρουμε ακόμα. Μάλλον τη χρειάζονται ζωντανή όπως και τη Μπόνι για να βρούν την Πέτρα”.
“Ναι, Τάι, προφανώς και θα την κρατήσουν ζωντανή μέχρι το τελετουργικό. Αλλά μετά τι λες να κάνουν; Θα την αφήσουν σπίτι της κάνοντας τη να πιστεύει πως ό,τι έζησε ήταν ένα κακό όνειρο; Δεν λειτουργούν έτσι οι δαίμονες και το ξέρεις πολύ καλά”.
“Κα, δεν χρειάζεται να είσαι τόσο κυνικός. Μπορεί να τρομάζεις τη Μπόνι”.
“Είμαι απλά ρεαλιστής. Και δεν νομίζω πως η Μπόνι περίμενε εμένα να της μιλήσω για θάνατο για να τρομάξει”.
“Είμαι καλά”, δηλώνω αποφασισμένη να φανώ γενναία, αν και μόνο εγώ ξέρω πόσο τρέμει η καρδούλα μου αυτήν τη στιγμή. “Αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να βρούμε αυτή την κοπέλα πριν να είναι αργά”. Θεέ μου, ο εφιάλτης του Ντρέικο έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και όστα. Αν πάρουν αυτή την Πέτρα, ή ακόμα χειρότερα αν έχουν ήδη τις υπόλοιπες τρεις, θα πέσουν με ακόμα περισσότερο μένος στο κυνήγι για το κεφάλι μου. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φρικάρω.
“Δεν είναι δουλειά μας αυτή”, μου απαντά ο Κα και σηκώνεται επιτέλους από το κρεβάτι μου. “Δουλειά μας είναι να παραμείνεις ασφαλής”.
“Και οι υπόλοιπες πέτρες; Οι υπόλοιποι μάγοι και μάγισσες; Δεν ξέρουμε πόσοι έχουν ήδη σκοτωθεί και πόσες πέτρες είναι στα χέρια τους. Δουλειά μας δεν είναι να αποτρέψουμε την ανακατασκευή του Σπαθιού των Πέντε Στοιχείων; Δουλειά μας δεν είναι η σωτηρία των αθώων;”
“Άσε να ανησυχούμε εμείς για αυτό”, μου απαντά ο Τάι. “Εσύ δεν μπορείς να μπλέξεις με τη διάσωση αυτής της κοπέλας και να εκτεθείς στον κίνδυνο. Θα είναι σα να μπαίνεις εθελοντικά στο στόμα του λύκου. Σα να τους δίνουμε την Πέτρα του Αέρα στο δίσκο”.
“Και θα κάθομαι με σταυρωμένα χέρια, ενώ η ζωή μιας αθώας κοπέλας κινδυνεύει; Δεν μπορεί να μου το ζητάτε αυτό, αλήθεια”, του απαντώ εκνευρισμένη και περπατάω νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο. “Αυτό είναι λάθος. Είμαι λευκή μάγισσα και δουλειά μου είναι να μάχομαι για τους αθώους και απροστάτευτους”.
Κανένας από τους τρεις δεν αντικρούει τα λεγόμενά μου. Απλά κάθονται και με κοιτάζουν αμίλητοι. Πού και πού ανταλλάσουν μεταξύ τους κάτι αινιγματικές ματιές. Ξέρουν ότι έχω δίκιο, που να πάρει, το ξέρουν καλά! Σταματώ το εκνευριστικό πέρα δώθε και στέκομαι μπροστά από τον Τάι.
“Έχω δίκιο. Το ξέρεις ότι έχω δίκιο. Βοήθησέ με να στήσουμε ένα σχέδιο”.
“Μπόνι...”, είναι το μόνο που μου λέει και το βλέπω στο βλέμμα του ότι είναι έτοιμος να συμφωνήσει μαζί μου, αλλά κάτι τον κρατάει. Πρέπει να ρίξω και αυτόν τον τοίχο.
“Αρκετά. Αν δεν μπορείς εσύ να επιβληθείς θα το κάνω εγώ”, μας διακόπτει ο Κα και μπορώ να διακρίνω θυμό στη φωνή του. Έρχεται προς το μέρος μου και με δυο μεγάλα βήματα βρίσκεται δίπλα μου σε απόσταση αναπνοής. “Μπόνι, έχουμε ήδη ένα σχέδιο. Και αυτό είναι να μείνεις ασφαλής μέχρι αύριο το απόγευμα που θα κάνουμε τα ξόρκια για την προστασία σου. Γι’ αυτό και θα με συγχωρέσεις γι’ αυτό που θα κάνω, αλλά δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή”.
“Τι ενν...; Έι!”
Πριν προλάβω να ρωτήσω, ο Κα βγάζει από τη τσέπη του κάποιο είδος σκόνης και τη φυσά πάνω μου. Αμέσως με πιάνει έντονη ζαλάδα και όλο το δωμάτιο γυρίζει γύρω μου με εξωφρενική ταχύτητα. Τα κυρίαρχα χρώματα που στόλιζαν το χώρο, μοιάζουν να γίνονται μια άμορφη μάζα και να αναμυγνύονται μεταξύ τους... Φούξια, ,μπεζ, ροζ, όλα μπερδεύονται μεταξύ τους και φτιάχνουν ένα πολύ φωτεινό λευκό.
Και μετά....τίποτα.

Foni Nats