Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 10)

« Θα σ’ αγαπάω από μακριά.»
Περνάω ανάμεσα από μαθητές προσπαθώντας να φτάσω στις κερκίδες. Έχω κανονίσει να συναντηθώ με την Scarlett γιατί δεν την είδα το πρωί. Κάποιοι ακόμα με κοιτούν περίεργα για τις ανταύγειες αλλά δεν δίνω σημασία. Διασχίζω όλο το γρασίδι ενώ μία φωνή με σταματάει.
«Olivia το Halloween δεν έχει έρθει ακόμα.» Λέει και χασκογελάει με τις άλλες ηλίθιες κακό βαμμένες ξανθές φίλες της.
«Οh γλυκιά μου Hailee τότε γιατί κυκλοφορείς από τόσο νωρίς στους δρόμους;» Της λέω σαρκαστικά ενώ γυρίζω και την κοιτάζω.
Περιμένω να έρθει μία απάντηση αλλά μιλάμε για την Hailee, την χαζή ξανθιά κοπέλα που τα έχει φτιάξει με όλο το σχολείο δεν μπορεί να έχει απάντηση. Προχωράω χωρίς να γυρίσω το βλέμμα μου πίσω αφού δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθώ άλλο μαζί της. Όταν φτάνω στις κερκίδες η Scarlett βρίσκεται ήδη εκεί αλλά δεν είναι μόνη της. Μαζί της κάθεται ο Simon και ο Jason .Κάθομαι δίπλα της εντελώς χαμένη. Ήθελα να της μιλήσω για το χθεσινό μου ραντεβού με τον Stefan αλλά αυτή κουβάλησε τον ηλίθιο γκόμενο της και τον παν ηλίθιο φίλο του.
«Γεια σου Oli.» Μου λέει ενώ βρίσκεται στην αγκαλιά του Simon. Ήθελα να ήξερα τι του βρίσκει και είναι μαζί του.
«Γεια σας παιδιά.»
«Λοιπόν αύριο βράδυ ένας φίλος του αδερφού μου, ο Luke παίζει live σε ένα club και μας έχουν καλέσει είστε μέσα;» Ρωτάει ο Simon. Κι αυτή την Παρασκευή;
«Είμαι μέσα.» Απαντάει ο Jason.


«Και εγώ ,Olivia εσύ τι λες;» Με ρωτάει η Scarlett και το μόνο που σκέφτομαι είναι για το πως θα την δολοφονήσω.


«Μπορώ να κάνω αλλιώς;» Βρίζω μέσα από τα δόντια μου.


«Αυτή είσαι.» Ενθουσιάζεται ο Simon.


Η Scarlett φαίνεται να το διασκεδάζει ενώ εγώ βρίσκομαι στον κόσμο μου.


Ο καιρός σήμερα δεν είναι τόσο καλός. Από το πρωί φαίνεται ότι θα βρέξει και τα σύννεφα είναι πυκνά. Παρατηρώ τον ουρανό και είναι λες και βλέπω τον εαυτό μου από τρίτο πρόσωπο. Είναι τόσο μουντός και δείχνει σαν εμένα τα τελευταία δύο χρόνια.


Βρίσκομαι χαμένη στις σκέψεις μου και δεν έχω καταλάβει ότι το κουδούνι για την τελευταία ώρα έχει ηχήσει κι εγώ πλέον είμαι μόνη μου στις κερκίδες αφού όλοι έχουν ξεκινήσει τον δρόμο τους για μέσα.


Σηκώνομαι γρήγορα και κατευθύνομαι προς την έξοδο. Δεν βαριέσαι, μία απουσία είναι , δεν υπάρχει πρόβλημα. Παρατηρώ τα λίγα παιδιά που κάθονται στα μπροστινά παγκάκια μάλλον επειδή έχουν κενό, ενώ ένα αγόρι καρφώνει το βλέμμα του πάνω μου όταν αφαιρώ τις αλυσίδες από το ποδήλατο μου.


Σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκεται μπροστά μου, χαμογελώντας μου αμήχανα.


«Θέλεις κάτι;» Τον ρωτάω μετά από λίγη ώρα γιατί φαίνεται να έχει μπλοκάρει.


«Είμαι ο Fin, το αγόρι που κάθεται μπροστά σου στα μαθηματικά.» Με πληροφορεί και το μυαλό μου τρέχει πίσω στην τάξη των μαθηματικών αλλά τίποτα δεν μου θυμίζει το αγόρι με τις περίεργες μπούκλες.


«Ωραία , και;» Τον ρωτάω κοφτά.


«Το πρωί όταν έμπαινες στην τάξη με κοίταξες και μου χαμογέλασες, σε παρατηρώ μέρες τώρα και απλά ήθελα να σε γνωρίσω.»


«Κοιτάω πολλούς ανθρώπους αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να τους γνωρίσω.» Ξεφουρνίζω τις σκέψεις μου σε ένα άγνωστο αγόρι.


Απομακρύνομαι από δίπλα του και γυρίζω και τον κοιτάω με το πιο παιχνιδιάρικο βλέμμα μου.


«Εξάλλου θέλεις να θέλω να σε γνωρίσω;» Τον ρωτάω και είμαι σίγουρη ότι τον έχω μπερδέψει.


Ανεβαίνω πάνω στο ποδήλατο μου και βρίσκομαι έξω από το λύκειο. Το άγνωστο αγόρι που δεν συγκράτησα το όνομα του τρέχει προς τα κάγκελα.


«Τουλάχιστον, δώσε μου το όνομα σου.» Φωνάζει και εγώ γελάω.


«Δεν έχει σημασία.» Φεύγω προτού αρχίσει να μιλάει ξανά.


Όσο διασχίζω τον κλασσικό δρόμο για το σπίτι μου, σκέφτομαι. Τίποτα συγκεκριμένο. Απλά σκέφτομαι, κι έτσι όπως είμαι χαμένη στις σκέψεις μου μία ανάμνηση έρχεται στο μυαλό μου για να με ταρακουνήσει.


~Παρελθόν~


Δεν με έπαιρνε ο ύπνος-ξανά. Είχα συνηθίσει πλέον να μένω ξύπνια όλο το βράδυ. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι , κάτω από τα σκεπάσματα , απολάμβανα την μουσική που ερχόταν από το κινητό μου. Σχεδόν με είχε πάρει ο ύπνος κοντά του , όταν η μουσική σταμάτησε και το κινητό άρχισε να χτυπάει. Σηκώθηκα και κοίταξα την οθόνη. Μα φυσικά. Ήταν ο Marcous.


Δεν το σήκωσα αμέσως. Περίμενα να το κλείσει αλλά το όνομα του συνέχιζε να εμφανίζεται στην οθόνη θυμίζοντας μου πόσο πεισματάρης μπορεί να υπάρξει.


«Παρακαλώ;» Απάντησα τελικά λίγο αργότερα.


«Δεν κοιμάσαι;»


«Όχι, τι θες;»


«Να σου κάνω μία ερώτηση;»


Δεν απαντώ. Η αναπνοή μου αρχίζει και βαραίνει .Όχι Marcous πρέπει να βάλεις ένα τέλος σε αυτό.


«Μία ερώτηση και δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ ξανά. Μόνο αυτό και ύστερα τέλος.» Ακούω την φωνή του να τρέμει.


«Πες μου.» Βάζω τα δυνατά μου να ακουστώ αδιάφορη.


«Θα ακουστεί εγωιστικό αφού ο αδερφός μου είναι νεκρός και εγώ ενδιαφέρομαι να μάθω κάτι ανούσιο. Αλλά απάντησε μου σε κάτι. Τι ήταν όλα όσα ζήσαμε για σένα;» Η φωνή του ήταν τόσο επιθετική που φοβόμουν να απαντήσω. Με είχε αιφνιδιάσει.


Ακούω τον εαυτό μου να ξερό καταπίνει. Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Γαμώτο πάντα είχα κάτι να πω μα τώρα δεν έβγαινε ούτε ένας ψίθυρος.


«Απάντησε μου μην έρθω μέχρι εκεί και τα διαλύσω όλα.» Αρχίζει να φωνάζει και η φωνή του είναι τόσο εχθρική που με κάνει να ανατριχιάσω.


«Δεν ήταν τίποτα για μένα, τίποτα.»


Η σιωπή επανήλθε για μερικά δευτερόλεπτα. Ακούω να αναπνέει βαριά. Μετά το χαρακτηριστικό «τουτ, τουτ» διέκοψε την επαφή μας. Μου το είχε κλείσει.


Vas A.