Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 10)


Έχεις ξυπνήσει ποτέ με έναν κόμπο στον λαιμό; Σαν να ξέρεις πως μια σκιά σε ακολουθεί, πως κάποιος ετοιμάζεται να σε πληγώσει; Λένε πως οι γυναίκες έχουν διαίσθηση απέναντι στον κίνδυνο και ιδίως εγώ θα έπρεπε. Ή μήπως όχι; Με έχουν απειλήσει τόσες φορές που νομίζω πως τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει πλέον.

Τα δάχτυλά μου πλανήθηκαν στα μαλακά σεντόνια μυρίζοντας το γλυκό αεράκι που έμπαινε από το παράθυρο, βλέποντας τις πρώτες ακτίνες του ηλίου όπως έμπαιναν κρυφά από το παράθυρο. Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο αρκετά μεγάλο, με υπέροχες γκρι κουρτίνες που σίγουρα θα ήθελα για το σπίτι μου, έναν μεγάλο πινάκα ζωγραφικής –σίγουρα από κάποιον αναγνωρίσιμο καλλιτέχνη– και στολές.

Στο τελευταίο τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Μισό λεπτό...τι στολές; Στρατιωτικές στολές; Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα και γυρίζοντας πλευρό είδα έναν ημίγυμνο άντρα δίπλα μου. Το σεντόνι κάλυπτε μονάχα τα γεννητικά του όργανα και χωρίς να το θέλω παρατήρησα πόσο όμορφος ήταν. Υπέροχα καστανά μαλλιά πλαισίωναν το αρρενωπό του πρόσωπο και τα χείλη του ήταν ομολογουμένως για φάγωμα.

Τα μάτια μου κατρακύλησαν και άλλο νιώθοντας ένα περίεργο κάψιμο στο σώμα μου, βλέποντας το γυμνασμένο του κορμί. Μπορεί να μην είχε κοιλιακούς όπως όλοι θα περίμεναν, μα σίγουρα ήταν γραμμωμένος και οι μύες του διαγράφονταν. Πίσω στην πλάτη είχε ένα μικρό τατουάζ που έγραφε «Βe strong no matter what». Δεν είχα ιδέα για πόση ώρα τον κοιτούσα, ώσπου κοίταξα το ρολόι στο χέρι του και... Ω Θεέ μου!

«Ωωω, όχι!!! Όχι, όχι,όχι... τι κάνω; Είναι ήδη 10.00! Ηλίθια Εύα, ηλίθια Εύα.» κραύγασα στον εαυτό μου με τα χέρια μου να χτυπάνε το κεφάλι μου. Σίγουρα αν άνοιγε τώρα τα μάτια του ο άγνωστος άντρας θα νόμιζε ότι είμαι τρελή.

Πως μπόρεσα να ξεχάσω τον Θάνο; Και τον γάμο; Ποια κοπέλα ξεχνά τον γάμο της, σκέφτηκα βρίζοντας τον εαυτό μου. Σηκώθηκα με ορμή ψάχνοντας για το φόρεμα και φορώντας το στα γρήγορα. Δεν το πιστεύω πως είχα ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι μαζί με έναν άλλον άντρα τέτοια μέρα!
Πέφτοντας στο πάτωμα αγκάλιασα τον εαυτό μου νιώθοντας την κρίση πανικού να με κυριεύει. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν δαιμονισμένη και το σώμα μου έτρεμε. Προσπαθούσα να ηρεμήσω μα ήταν αδύνατο, καθώς όλο μου το σώμα τρανταζόταν από τους λυγμούς μου. Δυο στιβαρά μπράτσα τυλίχτηκαν γύρω μου, κλείνοντάς με σε μια μεγάλη αγκαλιά, από αυτή που δεν μπορείς να ξεφύγεις όπως κάπου βαθιά μέσα σου αποζητάς. Ένιωσα τα πρώτα δάκρυα να κυλάνε στα μάτια μου και αναρωτήθηκα πότε είχα γίνει τόσο ευαίσθητη. Τις τελευταίες μέρες δεν ένιωθα αρκετά καλά· είχα συνεχόμενες ναυτίες και ήμουν πιο ευερέθιστη από ποτέ.

Μα δεν είχα μιλήσει σε κανέναν, καθώς ήξερα πως πρόκειται για κρίση. Πάντα έτσι ήμουν, γιατί να άλλαζα τώρα; Ο άντρας δίπλα μου σκούπισε με την αναστροφή του χεριού του τα δάκρυά μου, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου.

«Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά. Εγώ είμαι εδώ.» προσπάθησε να με καθησυχάσει, κουνώντας με ρυθμικά στην αγκαλιά του και χαϊδεύοντας το μέτωπό μου. Ω, αυτή η αίσθηση... Θυμάμαι τη μητέρα μου όταν ήμουν μικρή που με χάιδευε στο μέτωπο κάθε φορά που ήμουν άρρωστη και για έναν περίεργο λόγο με ηρεμούσε. Αλλά τώρα επρόκειτο για έναν άντρα, έναν άγνωστο, και δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν σωστό.

Ισιώνοντας το σώμα μου ανακάθισα κάνοντας τα χέρια του στην άκρη. «Πρόκειται να παντρευτώ σε τρεις ώρες. Με έναν άντρα που αγαπώ και με αγαπά όσο τίποτα στον κόσμο.» ομολόγησα κατακόκκινη, νιώθοντας ένοχη για ό,τι είχε συμβεί.

«Μην αισθάνεσαι άσχημα. Δεν συνέβη τίποτα μεταξύ μας και ούτε θα τολμούσα να ακουμπήσω μια δεσποινίς χωρίς την άδειά της.» είπε με τα χείλη του ενωμένα σαν χάρακα.

Τον είδα να σηκώνεται και να βαράει προσοχή φέρνοντας το χέρι του στο κεφάλι του. «Στρατιώτης του πολεμικού ναυτικού, Τζον Κάιν.» Τα μάτια του βρίσκονταν σε μένα περιμένοντας για κάτι.

«Ε...ανά...ανάπαυση;» τραύλισα αμήχανα και σύντομα όλο του το σώμα χαλάρωσε, χαμογελώντας μου πλατιά.

«Τυχερός ο άντρας που θα σε πάρει.» μουρμούρισε με κομμένη αναπνοή.

«Συγγνώμη;» Νόμιζα πως δεν είχα ακούσει καλά.

Αφού επανέλαβε την προηγούμενη φράση, έφυγε από το δωμάτιο με τα ρούχα του στο χέρι. Παίζοντας με το δαχτυλίδι στο χέρι μου αισθάνθηκα πολύ περίεργα δίπλα του, καθώς δεν ήταν σωστό να με φλερτάρει. Όχι τώρα, που ήμουν σχεδόν παντρεμένη.

Μερικά λεπτά αργότερα, βγήκε από το μπάνιο και το στόμα μου άνοιξε διάπλατα από το θέαμα. Φορούσε ένα μαύρο σακάκι με κόκκινη γραβάτα και τα μαλλιά του είχαν μαζευτεί προς τα πίσω τονίζοντας τα υπέροχα βαθυγάλανα μάτια του. Στο πέτο του υπήρχε μια καρφίτσα με έναν αετό και ένα μικρό σύμβολο που δεν καταλάβαινα.

«Έτοιμη να φύγουμε» είπα παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα και σύντομα βρεθήκαμε μαζί έξω από το σπίτι του.

Οι ώρες περνούσαν με έμενα να τρέχω στο σπίτι της Γωγώς, όπου βρισκόταν το νυφικό και τα υπόλοιπα κορίτσια. Η αναπνοή μου είχε κοπεί από τον πανικό μα δεν θα λύγιζα. Κοιτώντας τη Γωγώ έκανα ένα βήμα μπροστά.

«Πρέπει να βιαστούμε. Θα σου εξηγήσω τα πάντα.»

«Συγγνώμη αλλά ποιος είναι ο κύριος;» ρώτησε εκείνη με ένα τεράστιο χαμόγελο, δείχνοντας τον Τζον. Άλλο ένα θύμα της γοητείας του, σκέφτηκα και γέλασα μόνη μου.

«Στρατιώτης Τζον Καιν, μεγάλη μου τιμή να σας γνωρίζω δεσποινίς.» Παίρνοντας το χέρι της το φίλησε απαλά.

Με την άκρη του ματιού μου είδα τη Γωγώ έτοιμη να λιποθυμήσει από τη ντροπή της. Μπορούσα να ορκιστώ πως το πρόσωπό της ήταν πιο κόκκινο και από αυτό του αστακού.

«Συγγνώμη που ενοχλώ αλλά έχω έναν γάμο!» τους διέκοψα τραβώντας τη μέσα στο δωμάτιο.

«Χάρηκα για τη γνωριμία. Σαν στο σπίτι σου.» φώναξε εκείνη κοιτώντας πίσω της.

Μέσα στο δωμάτιο μπήκα πίσω από το παραβάν με το νυφικό στα χέρια μου. Προσπαθώντας να χωρέσω μέσα σε αυτό κράτησα την αναπνοή μου. Ήταν ιδέα μου ή είχα πρηστεί άραγε; Μα δεν ήταν ακόμα εκείνες οι μέρες του μήνα, σκέφτηκα τραβώντας το φερμουάρ που υπήρχε πίσω στην πλάτη. Αδύνατον...

«Ειλικρινά τώρα, ποιος είναι αυτός ο Τζον;» ρώτησε εκείνη με περιέργεια.

«Χθες το βράδυ, βγαίνοντας από το μπαρ λιποθύμησα. Δεν ξέρω αν έφταιγαν τα ποτά ή η υγεία μου αλλά πάλι καλά που με πήρε στο σπίτι του.» αποκρίθηκα με σφιγμένα δόντια. Βλασφημώντας δυνατά και χωρίς να μπορώ να ανεβάσω το φερμουάρ βγήκα από το παραβάν. Ώρα για τα μαλλιά και το μακιγιάζ.

«Φαίνεσαι λίγο χλωμή. Είσαι σίγουρα καλά;»

«Μια χαρά, μην ανησυχείς για έμενα. Άπλα έχω αγχωθεί λιγάκι, μια φορά παντρεύεται κάποιος.» συμπλήρωσα κοιτώντας το κουρασμένο μου είδωλο στον καθρέφτη.
Φτιάχνοντάς μου τα μαλλιά σε ένα ωραίο στεφανάκι συνέχισε την ανάκρισή της «Θα έλεγα πως το έχεις μετανιώσει. Ίσως... ίσως ο Θάνος δεν είναι ο ένας και μοναδικός.» Κάτι στη φωνή της πρόδιδε ανησυχία και σύντομα βρήκα τον εαυτό μου να αναρωτιέται μήπως είχε δίκιο. Απογοητευμένη από την εμφάνισή μου, έκλεισα τα μάτια μου.

«Μήπως έμαθες τίποτα και δεν ξέρεις πώς να μου το πεις; Ο Θάνος είναι όντως λίγο περίεργος αυτόν τον καιρό.»

«Φυσικά και δεν έχω μάθει κάτι άπλα είναι ένα αίσθημα... ένα περίεργο αίσθημα. Εκτός αυτού...» τραυλίζοντας στερέωσε δυο μικρά λουλουδάκια στα μαλλιά μου, φέρνοντας το χέρι στην καρδιά της.

Τα μάτια της πήγαιναν μπρος και πίσω, καθώς δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει η όχι. Παίρνοντας μια καρέκλα ήρθε και κάθισε δίπλα μου περνώντας το χέρι μου στο δικό της.

«Αυτό δεν είναι καλό.» τόνισε η φωνή στο μυαλό μου και σύντομα ένιωσα ένα κύμα ναυτίας.

«Χθες το βράδυ όταν εξαφανίστηκες μυστηριωδώς προσπάθησα να σου τηλεφωνήσω. Όπως ξέρεις το κινητό σου έμεινε πίσω στο μπαρ και βρίσκοντάς το έπεσα πάνω σε κάποια μηνύματα.» Τα μάτια της κόλλησαν στα δικά μου για λίγα δευτερόλεπτα.

«Τι έγραφαν Γωγώ; Πες μου.» είπα αποφασιστικά σφίγγοντας τις γροθιές μου.

Με μια μεγάλη αναπνοή ξεφούρνισε «Υπήρχαν δύο μηνύματα. Στο πρώτο έγραφε «Μωρό μου δεν νιώθω έτοιμος για αυτό που πάμε να κάνουμε» και στο δεύτερο, το όποιο μάλλον ήρθε κατά λάθος, έγραφε «Μην τολμήσεις να ξαναενοχλήσεις ούτε έμενα ούτε την Εύα, γιατί θα σε βρω και θα σε σκοτώσω.»

Ησυχία... Καμιά μας δεν μιλούσε. Κοιτώντας την παιδική μου φίλη άνοιξα και έκλεισα το στόμα μου εκατομμύρια φόρες ψιθυρίζοντας «Είναι ψέμα, σίγουρα θα μου έκανε φάρσα. Ο Θάνος δεν είναι ικανός για να κάνει κάτι τέτοιο... Ποτέ δεν θα με κορόιδευε.»

Τρέμοντας έβαλα λίγη ακόμα μάσκαρα και κόκκινο κραγιόν. Με μια τελευταία ματιά σκέφτηκα τα λόγια της. Ακόμα ηχούσαν οι λέξεις της στα τύμπανά μου.

«Μπορείς να με αφήσεις λίγο; Πάρε τα κορίτσια και πηγαίνετε μαζί στην εκκλησία. Θα έρθω μόνη μου.» είπα με σκυμμένο κεφάλι.

«Εύα, συγγνώμη... Δεν έπρεπε να σου τα πω. Όχι σήμερα.» δάκρυα έτρεξαν από τα μάγουλά της αφήνοντάς με μόνη.

Μόνη... Πάντα μόνη ήμουν. Το μυαλό μου κόντευε να σπάσει από τις πληροφορίες της Γωγώς. Σηκώνοντας το χέρι μου πέταξα κάτω με δύναμη ό,τι υπήρχε πάνω στο μπουντουάρ.

«Δεν γίνεται να με κοροϊδεύει. Έχω πίστη. Εκείνος μου έμαθε ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι καλοί χωρίς να θέλουν πάντα αντάλλαγμα.» επανάλαβε η φωνή μέσα μου όσο έσπαζα τα πάντα.

Η πόρτα άνοιξε και για δεύτερη φορά εκείνη την ημέρα δυο μπράτσα τυλίχτηκαν γύρω μου. Παλεύοντας μαζί του για να ξεφύγω με κάθισε στην καρέκλα ανήσυχος.

«Σήμερα είναι η μέρα σου. Είμαι σίγουρος πως αυτό που σε στενοχώρησε δεν είναι αρκετά σημαντικό.» ήρεμα λόγια γέμισαν το δωμάτιο δίνοντάς μου δύναμη. Σκουπίζοντας τα δάκρυά μου σηκώθηκα όρθια. «Μπορείς να με βοηθήσεις με το φερμουάρ;» τον ρώτησα κοιτώντας το είδωλό μου.

Παρά τα κόκκινα μάτια μου, ήμουν σχετικά όμορφη. Τα μαλλιά μου ήταν υπέροχα όπως και το μακιγιάζ και το νυφικό έδειχνε να με κολακεύει. Ήταν στράπλες με ένα μικρό φερμουάρ από πίσω ενώ άνοιγε από την μέση και κάτω . Απλό και όμορφο.

Τα δάχτυλά του άγγιξαν το ευαίσθητο δέρμα μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Τον παρατήρησα μέσα από τον καθρέφτη· είχε τα μάτια του κλειστά ανεβάζοντας σιγά το φερμουάρ μου με μια μόνο κίνηση. Το πρόσωπό του είχε γείρει μπροστά μυρίζοντας το άρωμά μου και εγώ μπορούσα να νιώσω την καυτή του ανάσα. Όταν τα χείλη του άγγιξαν το δέρμα λίγα εκατοστά κάτω από το αυτί μου, ένιωσα ένα κύμα ηλεκτρισμού να διαπερνά τον οργανισμό μου. Η αναπνοή μου έγινε πιο βαριά καθώς τα χέρια του άγγιζαν το γυμνό δέρμα μου κάνοντας μασάζ στην πλάτη μου.

«Μη, είναι λάθος Τζον.» ψιθύρισα με όση αντοχή είχα.

«Λάθος είναι να παντρευτείς κάποιον ο όποιος σε κάνει δυστυχισμένη.» πρόσθεσε φιλώντας τον λαιμό μου.

«Όχι.» σπρώχνοντάς τον προσπάθησα να επαναφέρω τον εαυτό μου.

«Εμείς οι δύο είμαστε γνωστοί-άγνωστοι ακόμα. Δεν έχεις το δικαίωμα να μου λες τι νιώθω. Ούτε ξέρεις τον Θάνο.» συνέχισα θυμωμένη με το θράσος του.

«Συγγνώμη. Έχεις δίκιο.» Απλώνοντας το χέρι του έπιασε το δικό μου.


«Καιρός να σε πάω στην εκκλησία.» είπε ικανοποιημένος από την έκβαση και τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο.

Εύα Αναγνώστου