Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 20)

Ο Γιώργος άναψε κι το τελευταίο τσιγάρο που του είχε απομείνει. Ο φίλος του μάλλον είχε ξεφύγει από τα προκαθορισμένα και έπρεπε κάπως να τον συμμαζέψει. Έπιασε το κινητό του στο χέρι αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Αν τον πρόδιδε το μόνο που θα κατάφερνε είναι να πάνε στράφι όλα όσα είχαν καταφέρει έως τώρα. Έπειτα ήταν κι αυτή η σπίθα που έβλεπε στο βλέμμα του φίλου του που τον έκανε να ελπίζει πως επιτέλους θα βάλει λίγο έρωτα στην ζωή του.

Τόσα χρόνια μόνο κρεβάτι πρόσφερε στις ερωμένες του, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Δεν ήθελε να δώσει κάτι παραπάνω, ούτε φυσικά περίμενε να πάρει. Ο Γιώργος γνώριζε πολύ καλά τους λόγους και από την μία τον δικαιολογούσε. Ήθελε όμως να δει ξανά τον κολλητό του να βγαίνει από το τέλειο πρόγραμμά του για έναν έρωτα, να τα δίνει όλα, να ξεχνάει, να αφαιρείται. Ήταν σίγουρος πως εκείνη η κοπέλα μπορούσε να τα πετύχει όλα αυτά και απ’ ότι διαπίστωνε ο Ντίνος ήταν έτοιμος να πέσει με τα μούτρα στην μάχη.
Στην μάχη του έρωτα… Μια μάχη που την τελευταία φορά του είχε βγει ξινή. Όχι, δεν μπορούσε να προδώσει τον καλύτερό του φίλο. Επιτέλους τον είχε δει να γελάει και δεν θα του έμπαινε εμπόδιο. Ας πήγαινε στον διάολο κι ο Δούκας και οι προϊστάμενοι. Η ψυχική υγεία του φίλου του ήταν πολύ πιο σημαντική.  
«Τι σκέφτεσαι και έχεις μείνει άγαλμα να κοιτάς το κενό;» τον ρώτησε η γυναίκα του, ενώ τον αγκάλιαζε παιχνιδιάρικα από την πλάτη.
«Ο Ντίνος…»
«Τι ο Ντίνος;»
«Ερωτεύτηκε!» της είπε χαμογελώντας.
«Έλα μωρέ Γιώργο, βλακείες! Ο Ντίνος δεν είναι από εκείνους τους άντρες που δίνονται μόνο σε μία γυναίκα! Ο Ντίνος για να δοθεί χρειάζονται τρεις τουλάχιστον», του άφησε ένα γλυκό φιλί στον λαιμό.
«Εντάξει δεν φημίζεται για τον ρομαντισμό του αλλά δεν είναι κι τελείως μαλάκας»
«Γιώργο, δεν πιστεύω να του έριξες εσύ καμιά μικρή από δίπλα του για να…»
«Μωρέ ακούς τι λες; Μόνη της έπεσε στα χέρια του», της έκλεισε το στόμα με ένα γεμάτο φιλί. «Μήπως όμως πρέπει να ξελογιάσω…» μουρμούρισε γλυκά πάνω στα χείλη της, «την πανέμορφη γυναίκα μου;»
«Μμμ, θα δυσκολευτείς πολύ», τον πείραξε, «έχω ξεχάσει πως γίνεται», του είπε και ο Γιώργος την κοίταξε απορημένος.
«Κανένα πρόβλημα, θα σου φρεσκάρω την μνήμη», την πήρε στα χέρια του και την άφησε πάνω στο κρεβάτι. Την κοιτούσε που χαμογελούσε πονηρά και ήθελε να της ορμήσει. Σήμερα όμως ήθελε να την βασανίσει, να της ξεκλειδώσει όλα τα κουμπιά ένα – ένα, να την κάνει να τον παρακαλάει.



Την ίδια ώρα…

«Μπορείς να μου πεις τι σε έπιασε και νευρίασες;» της χάιδευε τα μαλλιά απαλά, γεμίζοντας τον ώμο της με φιλιά.
«Μην χαλάς την στιγμή», του μουρμούρισε στο αυτί γεμάτη πάθος.
«Μυρίζεις τόσο υπέροχα», άφησε την μύτη του να εξερευνήσει σχεδόν όλο της το κορμί.
«Μην προσπαθείτε να με ξελογιάσετε κύριε Μέγα», γέλασε μαζί του με την φάτσα που είχε. Ήξερε ότι τον παίδευε αλλά της άρεσε.
«Μμμ, μικρή μου κυρία πρέπει να ξεκολλήσουμε μπας κι δουλέψουμε λίγο», της είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Μην μου θυμώνεις μικρό σκανταλιάρικο, έχω αφήσει τρομερές υποχρεώσεις και μην ξεχνάς πως πρέπει να βρω κάτι να πω στον κύριο. Δεν νομίζεις;»
«Σιγά μωρέ! Λίγο μαλάκα σε είπα», του κλαψούρισε.
«Χμ, να θυμηθώ κι άλλα;»
«Εντάξει τώρα, μην το κάνουμε θέμα! Πάω να κάνω καμιά δουλειά κύριε Μέγα», του είπε σοβαρά και έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο πριν κολλήσει ξανά στην ματιά του.
Ο Ντίνος έψαξε να βρει το κινητό του. Μα που το είχε βάλει; Έκανε το δωμάτιο άνω – κάτω αλλά πουθενά το κινητό του. Ξεφύσησε αγανακτισμένος και βγήκε προς την κουζίνα μήπως έβρισκε την Χριστίνα.
Την βρήκε να κάθεται στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας και να παίζει με ένα μήλο, αφηρημένη.
«Έπεσε βαρεμάρα;» την ρώτησε κι κάθισε ακριβώς απέναντί της.
«Με τρόμαξες ρε άνθρωπε!» τσίριξε σχεδόν πιάνοντας το κεφάλι της.
«Που έτρεχε ο λογισμός σου;»
«Άσε, πουθενά! Πες εσύ!»
«Χριστίνα, σε ξέρω πολύ καλά! Λέγε!»
«Έπεσα κατά λάθος πάνω σε έναν…»
«Ε και γι’ αυτό είσαι σαν χαμένη;»
«Έλα ρε Ντίνο! Μην κοροϊδεύεις γαμώτο!» τον κάρφωσε με ένα νευριασμένο βλέμμα.
«Οκ, οκ, συγνώμη!»
«Στεκόταν έξω στο νοσοκομείο την ώρα που πήγα να πάρω το εξιτήριο. Έπεσα πάνω του στην κυριολεξία και όταν τον είδα έπαθα σοκ…» μουρμούρισε μεθυσμένη από την ανάμνηση.
«Ώπα, Χριστινάκι ερωτευτήκαμε;»
«Σταμάτα ρε!» του πέταξε μια χαρτοπετσέτα σε σχήμα μπάλας. «Απλά είχε ένα βαθύ μπλε το βλέμμα του, που με έκανε να ανατριχιάσω. Είχε τόσο καθαρό βλέμμα, τόσο γνήσια ομορφιά»
«Τουλάχιστον φρόντισες να τον ξαναδείς;» την ρώτησε καταλαβαίνοντας πως η φίλη του μόλις είχε κεραυνοβοληθεί.
«Τι;»
«Λέω όνομα έμαθες;»

«Α ναι, Τριανταφύλλου», του είπε και συνέχισε να κοιτάζει απορροφημένη το μήλο που κρατούσε στα χέρια της. 

Βασιλική Κυργιαφίνη