Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 9)


Τη νύχτα πριν τον γάμο, η Γωγώ αποφάσισε πως ήταν η κατάλληλη ώρα για ένα μικρό πάρτυ, μιας και θα ήταν το τελευταίο μου βράδυ ως ελεύθερη. Ακούγοντάς τη να το λέει, ένιωσα το σώμα μου να τρέμει αλλά γρήγορα αποφάσισα να κάνω ό,τι μου έλεγε. Βάζοντας ένα κλασικό μαύρο φορεματάκι και κόκκινο κραγιόν, ισορρόπησα στις γόβες μου και φύγαμε για το μπαρ όπου θα μας περίμεναν οι υπόλοιποι φίλοι μας.

Για καλή μας τύχη το μπαράκι είχε ανοίξει πρόσφατα και δεν είχε πάρα πολύ κόσμο, παρότι το γέμισαν οι είκοσι υπέροχοι φίλοι μου. Μόλις καθίσαμε στο τραπέζι και άρχισαν οι πρώτες παραγγελίες έβγαλα το κινητό μου.

«Μου λείπεις!» έγραψα στον μελλοντικό μου σύζυγο για να λάβω μετά από ένα λεπτό απάντηση.

«Δεν θα έπρεπε να διασκεδάζεις με τους φίλους σου;» ρώτησε και τα χείλη μου έπεσαν στο πλάι.

«Είναι κακό που θα 'θελα να είσαι εδώ;»

Μία από τις σερβιτόρες με πλησίασε καθώς έστελνα το μήνυμα.

«Θα θέλατε κάτι;» ρώτησε η κοπέλα και γρήγορα παρήγγειλα μία βότκα.

Παίζοντας με το κινητό συνειδητοποίησα πως είχαν περάσει ήδη πέντε λεπτά και δεν είχα απάντηση. Τα μάτια μου σάρωσαν τον χώρο νιώθοντας έναν μικρό πανικό, σε λίγα λεπτά όμως η Γωγώ βρέθηκε μπροστά μου κρατώντας κάποιον από το χέρι.

«Εύα, θα ήθελα να σου συστήσω κάποιον ξεχωριστό για έμενα.» είπε με τρεμάμενη φωνή.

Σηκώνοντας τα μάτια μου είδα δίπλα της ένα υπέροχο αγόρι με πράσινα μάτια και κοντά, καστανά μαλλιά. Όσο για το σώμα του φαινόταν πως ήταν γυμνασμένος, έστω και κάτω από τα ρούχα που φορούσε. Με μια κίνηση πετάχτηκα από την καρέκλα μου και τον πλησίασα.

Εκείνη με κομμένη την ανάσα περίμενε να μιλήσω. Θα έλεγε κανείς πως κρεμόταν από τη γνώμη μου -όπως ήταν ήμασταν πιο μικρές- μα σήμερα δεν ήθελα να μιλήσω. Έβλεπα πως αυτό το αγόρι την έκανε ευτυχισμένη, έβλεπα το δάχτυλό του όπως χάιδευε το χέρι της, τον τρόπο που την κοιτούσε, και κάπου μέσα μου χαιρόμουν για εκείνη παραπάνω από ό,τι για τον ίδιο μου τον εαυτό.

«Να υποθέσω πως αυτό είναι το αγόρι για το όποιο μιλούσες τις τελευταίες μέρες;» τη ρώτησα γελώντας και σύντομα έτεινα το χέρι μου σε εκείνον. Το αγόρι μπροστά μου έσφιξε το χέρι μου χαμογελώντας «Γεια σου, είμαι ο Αλέξης. Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Η φίλη σου δεν σταματά να μιλάει για εσένα και να λέει ποσό υπερήφανη είναι.» Τα λόγια του μπήκαν κατευθείαν στην ψυχή μου με τη Γωγώ να ψιθυρίζει. «Ντρέπομαι, μην της τα λες αυτά. Θα πάρουν τα μυαλά της αέρα και μετά θα την ψάχνουμε.» Σύντομα ξέσπασε σε γέλια, φανερά ευτυχισμένη.

Οι υπόλοιποι φίλοι μας από πίσω παρήγγειλαν σφηνάκια και σύντομα μας φώναξαν στο τραπέζι χτυπώντας τα ρυθμικά στην άκρη του τραπεζιού. Παίρνοντάς τους από το χέρι και έπειτα παίρνοντας ένα σφηνάκι, τους κοίταξα έναν-έναν ξεχωριστά... Πόσο τυχερή ήμουν να έχω τόσους κάλους φίλους, αγόρια και κορίτσια! Φίλους που να χαίρονται για έμενα.
Όλοι μαζί φώναξαν ξεσηκώνοντας το μαγαζί «Σου ευχόμαστε τα καλύτερα. Να έχεις μια ρόδινη και ευτυχισμένη ζωή με τον μέλλοντα άντρα σου.» Σύντομα ήπιαν τα σφηνάκια και χειροκρότησαν, όπως και οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού.

Δάκρυα χαράς έτρεχαν από τα μάτια μου όσο τα δάχτυλά μου έψαχναν το κινητό. Η Γωγώ με αγκάλιασε φιλώντας με και έπειτα συνέχισε την κουβέντα της. Βλέποντας τον Αλέξη να με κοιτάζει έσυρα το στόμα μου στο αυτί του ψιθυρίζοντας «Εάν την πληγώσεις θα σε βρω και θα σου κόψω το κεφάλι. Και ναι, είναι απειλή.» κατέληξα σφίγγοντας άλλη μια φορά το χέρι του, με εκείνον να μου δίνει ένα αδύναμο χαμόγελο.

Προχωρώντας μακριά από εκείνους με το κινητό στο χέρι κοίταξα την οθόνη και ο Θάνος δεν είχε απαντήσει ακόμα. Με μια κίνηση κάθισα σε ένα από τα σκαμπό και είπα στον μπάρμαν να μου βάλει άλλη μία βότκα.

«Συγγνώμη που δεν σου απάντησα αλλά έχω μια δουλεία να κανονίσω. Θα τα πούμε αύριο στην εκκλησία.» έγραφε το μήνυμα. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη μπροστά μου και ήμουν έτοιμη να κλάψω. Για κάποιον λόγο ένιωθα σαν να ήθελε να με αποφύγει·  εκτός αυτού, τι σημαντική δουλειά θα μπορούσε να έχει ανήμερα του γάμου μας; Δεν ήταν και γιατρός ή κάτι παρόμοιο αλλά καθηγητής.

Ο κόμπος στον λαιμό μου αντικαταστάθηκε από έντονη δυσφορία και σύντομα ένιωθα ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Είχα πάθει ξανά κρίσεις πανικού πριν από χρόνια και ήξερα πως κάτι παρόμοιο συνέβαινε τώρα. Με γρήγορα βήματα και πιάνοντας την καρδιά μου, ενώ πάσχιζα να αναπνεύσω, βγήκα έξω από το μπαρ. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, τα γόνατά μου έτρεμαν και αισθανόμουν έντονη ναυτία. Άφησα το κρύο αεράκι να χαϊδέψει τα μαλλιά μου, να πάρει από πάνω μου όλες τις αμφιβολίες και τον πανικό, που όλο και μεγάλωνε.

Μα δεν τα κατάφερα... σύντομα βρήκα τον εαυτό μου να πέφτει κάτω, αδύναμο και εξαντλημένο. Ένα χέρι βρέθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου στη μέση μου και άκουσα μια φωνή να λέει «Δεσποινίς είστε καλά;»

Με το ζόρι προσπάθησα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και το μόνο που κατάφερα να δω ήταν έναν ψηλό άντρα, γύρω στο 1.85, πολύ γυμνασμένο, με γαλάζια μάτια και μούσι. Η φωνή του ήταν βαριά και αγγίζοντάς τον έπιασα κάτι σκληρό πάνω του.

«Δεσποινίς είστε σίγουρα καλά; Μήπως να φωνάξω γιατρό;» συνέχισε αγχωμένος αφότου με σήκωσε στην αγκαλιά του. Για ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο ένιωσα σαν να επανήλθε η όρασή μου και κοιτώντας τον συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας στρατιώτης.

Ο φύλακας άγγελός μου;

Μέσα στο μπαρ...
Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ακόμα το κινητό με το έξης μήνυμα από τον Θάνο.

«Είμαι μόνος μου στο σπίτι μας και φοβάμαι... Φοβάμαι για την αυριανή μέρα. Σε παρακαλώ πάρε με τηλέφωνο, χρειάζομαι να σε ακούσω. Σε αγαπώ.»

Εύα Αναγνώστου