Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 22)

Γύρισε αρκετές φορές πλευρό. Ο ύπνος σήμερα δεν θα του χαριζόταν τόσο εύκολα. Άναψε ένα τσιγάρο και μετά άλλο ένα. Τίποτα. Προσπαθούσε με πολύ κόπο να κλείσει τα μάτια του, να ηρεμήσει λίγο, να βρει τους ρυθμούς του. Μα πως είχε συμβεί αυτό σε εκείνον; Τίποτα δεν τον είχε κάνει ξανά να χάσει τον ύπνο του, αλλά σήμερα ένοιωθε μια δυσφορία. Ήταν κι εκείνη η γυναίκα που είχε δει και δεν μπορούσε να ηρεμήσει.

«Γαμώτο», μουρμούρισε μόλις κατάλαβε τι σκεφτόταν.
Κοίταξε το βιβλιάριο της τράπεζας και επικεντρώθηκε στο ποσό που μόλις είχε πιστωθεί. Πενήντα χιλιάδες ευρώ ήταν πολλά για να τα χαραμίσει για μια γκόμενα. Έπιασε το κεφάλι του σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συνεφέρει τον εαυτό του. Έπρεπε να δράσει ως ένας ψυχρός δολοφόνος, αυτό ακριβώς που ήταν κι όχι να ερωτευτεί σαν σχολιαρόπαιδο. Η εντολή που είχε ήταν ξεκάθαρη «Τους εκτελείς όλους εν ψυχρώ, σε αντίθετη περίπτωση θα εκτελέσω εγώ εσένα», κι ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει.
Σηκώθηκε τσατισμένος από τον εαυτό του. Έριξε λίγο νερό στα μούτρα του για να επανέλθει στην πραγματικότητα και έψαξε να βρει το όπλο του. Αν δεν μπορούσε το μυαλό του να βάλει ένα στοπ, θα το έκανε το χέρι του. Δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι να ξημερώσει. Έστειλε ένα μήνυμα στο αφεντικό του ότι σήμερα θα σκότωνε το δεύτερο θύμα. Σήμερα έπρεπε να το κάνει.
Θυμόταν ακόμα τις κραυγές βοήθειας που του ζητούσε η Κλάρα. Τον εκλιπαρούσε να την λυπηθεί, αλλά εκείνος άδειασε όλο του το μίσος πάνω της. Ταυτόχρονα μεγάλωσε το κτήνος που έκρυβε μέσα του. Εκείνος δεν ευθυνόταν για τίποτα απ’ όλα αυτά, μόνο εντολές εκτελούσε και για κάθε κραυγή πληρωνόταν καλά.
Έσυρε τα πόδια του μέχρι το αμάξι. Κάθισε στην θέση του οδηγού και έψαξε να βρει το κινητό του μπάτσου που είχε καταφέρει να κλέψει. Έψαξε στις τελευταίες κλήσεις. Κανένα από τα ονόματα που βρήκε δεν τον ενδιέφερε. Αποφάσισε να δράσει διαφορετικά.
Βγήκε από το αμάξι του και μπήκε ξανά στο σπίτι. Απόψε θα της χάριζε λίγες αναπνοές ακόμα, μέχρι να είναι έτοιμος για την τελική σφαίρα. Κι είχε πολλές τέτοιες να ρίξει για να φέρει την γαλήνη στο αφεντικό του, μα περισσότερο για να πληρωθεί ξανά ένα ακόμα υπέρογκο ποσό.
Κέρασε τον εαυτό του ένα ποτήρι ουίσκι και άφησε τις σκέψεις του ελεύθερες. Τουλάχιστον για λίγο ήθελε να νοιώσει ελεύθερος. Να αισθανθεί πως είναι να είσαι ερωτευμένος, να κάνεις τρέλες για τον έρωτά σου, να παραδίνεσαι σε μια νάρκη που ξέρεις πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί να εκραγεί. Ούτε που είχε νοιώσει ποτέ έτσι. Δεν θυμόταν καμιά γυναίκα να του έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον του. Τις πρόσεχε όλες στο κρεβάτι, φερόταν σαν κύριος και ποτέ δεν έδινε δικαίωμα. Ήταν δολοφόνος αλλά όχι από χόμπι, η ζωή τον είχε αναγκάσει να γίνει αυτό που ήταν σήμερα.


Η λιμουζίνα πάρκαρε ακριβώς μπροστά από τον όμιλο. Ο Ντίνος επιβλητικός κατέβηκε από το αμάξι με το κύρος που θα έπρεπε να έχει. Ξερόβηξε για να φτιάξει την φωνή του και προχώρησε προς το εσωτερικό του κτιρίου. Σήμερα θα έπρεπε να συναντήσει τον Δούκα. Μπήκε στο επιβλητικό κτίριο και παρατήρησε τα ολόχρυσα αντικείμενα που στόλιζαν το εσωτερικό.
Παντού υπήρχαν πίνακες μεγάλων ζωγράφων, γλυπτά και εξαίσια διακοσμητικά που αδυνατούσε να καταλάβει που τα είχαν βρει ή πόσα τα είχαν πληρώσει. Τελικά το κράτος όταν ήθελε είχε χρήματα για να αριστουργήσει. Πέρασε μπροστά από την γραμματέα του και με ένα νεύμα εκείνη τον ακολούθησε ως το γραφείο του.
Η φαντασία του πραγματικά οργίαζε μπροστά σε αυτό που μόλις αντίκριζε. Ένα τεράστιο γραφείο λίγο λοξό με μια κομψή δερμάτινη λουρίδα από την μία άκρη ως την άλλη. Η καρέκλα δεν ήταν συνηθισμένη, αλλά ένα είδος δέρματος στεκόταν αμετάβλητο καλά στηριγμένο στο πάτωμα.
«Κύριε Μέγα έχετε ραντεβού σήμερα με τον κύριο Δούκα και με έναν δημοσιογράφο», του είπε το πρόγραμμα που θα έπρεπε να ακολουθήσει σήμερα.
«Το όνομα του δημοσιογράφου;»
«Είναι ο κύριος Στεργίου Ευάγγελος, ο γνωστός», του έλεγε η κοπέλα χαρούμενη που επιτέλους θα γνώριζε έναν άντρα τέτοιου βεληνεκούς.
«Μάλιστα! Φέρε μου έναν καφέ και ειδοποίησε με όταν έρθει το πρώτο ραντεβού μου», της έδωσε συνοπτικές οδηγίες και περίμενε να εξαφανιστεί από το γραφείο του για να μπορέσει να χαλαρώσει.
Μα ποιανού ιδέα ήταν ο δημοσιογράφος; Δεν είχε καμιά όρεξη να συναντήσει ακόμα έναν περίεργο τύπο που θα τον ρωτούσε συνέχεια πράγματα γύρω από την ζωή του. Από την μέρα που έγινε ο Μέγας αναγκαζόταν να δέχεται τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους για μια συνέντευξη. Η συμφωνία όμως δεν ήταν ακριβώς αυτή με την αστυνομία. Τους είχε ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελε να μπλεχτούν τα κανάλια, ασχέτως που η Χριστίνα ορκιζόταν πως ήταν απαραίτητο κακό.
Η νεαρή γραμματέας χτύπησε απαλά την πόρτα και του άφησε στο γραφείο του προσεχτικά μια κούπα με καφέ. Του χαμογέλασε.
«Μόλις έφτασε ο κύριος Στεργίου. Να του πω να περάσει;»
«Ναι, ας περάσει», ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του που τον είχε τόσο ανάγκη. Ήταν σίγουρος πως ο τύπος θα του έσπαγε τα νεύρα αλλά έπρεπε να δώσει τόπο στην οργή για χάρη της δικαιοσύνης.
Ένας κύριος γύρω στα πενήντα μπήκε στητός και αγέρωχος στο γραφείο του. Φορούσε μια φόρμα κι μια μακό μπλούζα. Ούτε γραβάτες, ούτε καλογυαλισμένα παπούτσια. Μάλλον θα τον συμπαθούσε πολύ αυτόν τον τύπο.
«Κύριε Μέγα! Τι μεγάλη τιμή και χαρά μου δώσατε όταν με ειδοποίησε η γλυκύτατη γραμματέας σας ότι θα με δεχτείτε», είπε χαμογελώντας ο Στεργίου και του έδωσε μια θερμή χειραψία.
«Δεν μπορούσα να αρνηθώ σε έναν δημοσιογράφο σαν εσάς», άκουσε τον εαυτό του να λέει χωρίς να γνωρίζει τον λόγο που ξεστόμισε τέτοιο πράγμα. Ούτε που τον γνώριζε τον τύπο, δύο φορές τον είχε πετύχει στην τηλεόραση αλλά πέρα από αυτό τίποτα περισσότερο.  
«Να σας πω την αλήθεια είχα μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω τον άνθρωπο που τόλμησε να βάλει με την αυτοκρατορία του κύριου Δούκα», έριξε ένα συνωμοτικό χαμόγελο.
«Δεν τα έχω βάλει με κανέναν. Νόμιζα πως η αγορά είναι ελεύθερη για όποιον θέλει να επενδύσει»
«Κύριε Μέγα λείπατε χρόνια στο εξωτερικό και ίσως δεν γνωρίζετε μερικές λεπτομέρειες για την κατάσταση της ελληνικής αγοράς», ξερόβηξε και συνέχισε. «Όταν το 2000 ο Δούκας έβγαλε όλες του τις επιχειρήσεις στην Αυστραλία, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τον λόγο αυτής της κίνησης. Ήταν ένας άνθρωπος που έδειχνε να αγαπάει πολύ την χώρα του και μάλιστα σε κάθε συνέντευξη δεν παρέλειπε να εκφράζει την επιθυμία του για μια αυτοδύναμη ελληνική αγορά. Εγώ τότε ήμουν ένας άγνωστος δημοσιογράφος κύριε Μέγα και είχα ασχοληθεί έντονα με το θέμα μήπως καταφέρω να γίνω κάτι πιο σημαντικό στην ελληνική τηλεόραση»
«Και τα καταφέρατε;» δεν ήξερε γιατί του βγήκε σε ερώτηση.
«Όπως το πάρει κανείς! Αυτό που ήθελα να σας πω είναι ότι ο Δούκας επέστρεψε σαν αυτοκράτορας στην ελληνική αγορά το 2004 μια μέρα πριν την λήξη των Ολυμπιακών αγώνων. Μου θυμίζετε τα νιάτα του Δούκα. Αν κι ίσως εσείς δεν το καταλαβαίνετε έχετε πολλά κοινά εσείς οι δύο»
«Θα ήταν τιμή μου να έχω κάτι κοινό με έναν τέτοιο άνθρωπο!» του απάντησε χαμογελαστός για να κρύψει την απέχθεια που είχε για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε την συνέντευξη;» έβγαλε το μαγνητοφωνάκι του και το ακούμπησε πάνω στο γραφείο. Πάτησε το κουμπάκι. «Κύριε Μέγα θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να δεχτείτε αυτή την συνέντευξη. Είναι γνωστό πως έχετε διώξει σχεδόν όλους τους δημοσιογράφους. Τι σας έκανε να δεχτείτε εμένα;»
«Είναι δική μου η τιμή που σας έχω απέναντι μου. Είναι αλήθεια πως δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα φώτα της δημοσιότητας. Προτιμώ να κρατάω χαμηλό προφίλ»
«Κύριε Μέγα εμφανιστήκατε στην ελληνική αγορά σαν μια βόμβα. Επενδύσατε σχεδόν πενήντα εκατομμύρια την ίδια ώρα που η Ελλάδα έχει βυθιστεί στο πένθος της κρίσης. Δεν φοβάστε μήπως χάσετε τα λεφτά σας;»
«Πάντα ήθελα να επενδύσω στην Ελλάδα και νομίζω πως τώρα το χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο. Διανύουμε μια περίοδο κρίσης, τόσο οικονομικής, όσο κι συνειδησιακής. Τα πενήντα εκατομμύρια ακόμα κι αν δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα, πάλι δεν θα έχουν πάει χαμένα γιατί θα έχουν μοιραστεί στις ελληνικές οικογένειες»  
«Εμφανιστήκατε τόσο ξαφνικά που πολλοί διακωμώδησαν την εμφάνισή σας και σας χαρακτήρισαν ως αστραπή. Τι θα απαντούσατε σε αυτά τα σχόλια;»
«Οι αστραπές είναι αυτές που εμφανίζονται ξαφνικά και για λίγη ώρα αλλά κυβερνούν τον ουρανό και τον ομορφαίνουν. Από αυτή την άποψη είμαι περήφανος που μοιάζω με την αστραπή»
«Τι λένε τα σχέδιά σας; Θα μείνετε μόνιμα στην Ελλάδα ή σκοπεύετε να επιστρέψετε στις Ηνωμένες Πολιτείες;»
«Ήρθα για να μείνω αλλά σίγουρα θα επιστρέψω κάποια στιγμή πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες για να τακτοποιήσω κι εκεί τα θέματα που έμειναν ανοιχτά»
«Τι θα συμβουλεύατε τους νέους επιχειρηματίες που ξεκινούν τώρα τα δειλά τους βήματα στην αγορά;»
«Να μην φοβούνται να ρισκάρουν, να επενδύσουν και να επιμείνουν στο όραμά τους. Βλέπετε η κρίση δεν είναι λόγος αποτυχίας, αλλά μια καλή δικαιολογία για στασιμότητα»
«Δηλαδή; Κάποιος που έχει δέκα χιλιάδες στην τράπεζα για μια ώρα ανάγκης δεν είναι πολύ επικίνδυνο να τα επενδύσει στην ελληνική αγορά τώρα;»
«Επικίνδυνο σπορ είναι που τα έχει στην τράπεζα κι όχι η επένδυση κύριε Στεργίου. Οι τράπεζες δεν διασφαλίζουν τα χρήματά σας σε περιόδους κρίσης. Μάλιστα δεν είναι σίγουρο πως θα υπάρχουν την επόμενη μέρα»
«Δηλαδή εσείς δεν εμπιστεύεστε τις τράπεζες;»
«Εσείς θα εμπιστευόσασταν έναν τοκογλύφο;»
«Ναι αλλά δεν είναι το ίδιο»
«Είναι ακριβώς το ίδιο και ίσως οι τράπεζες είναι κι κάτι χειρότερο. Κύριε Στεργίου ένας άνθρωπος και πόσο μάλλον επιχειρηματίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι τόσο κουτός σε ότι έχει να κάνει με τα κεφάλαια που διαθέτει»
«Ναι αλλά έχετε αγοράσει μετοχές σε διάφορες τράπεζες του εξωτερικού. Αυτή κατά εσάς δεν είναι λάθος κίνηση;»
«Απλά έγινα μέρος του συστήματος για να μην χάσω ποτέ τα χρήματά μου. Ξέρετε κανέναν τοκογλύφο που να πεινάει κύριε Στεργίου;»
«Έχετε σχέδια για το μέλλον;»
«Δεν προγραμματίζω το μέλλον, προτιμώ να κοιτάω το παρόν»
«Εγώ πάλι είμαι σίγουρος πως θα απασχολήσετε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για πολύ καιρό ακόμα με τις επιτυχίες σας. Σας ευχαριστώ γι’ αυτή την όμορφη κουβέντα που είχαμε»
«Εγώ σας ευχαριστώ!»


Βασιλική Κυργιαφίνη