Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 23)

«Νεφέλη!» άκουσε μια γνώριμη φωνή με λίγη ισπανική προφορά.
«Σεμπάστιαν!» γύρισε να δει τον άντρα που στεκόταν τώρα μερικά εκατοστά μακριά της. «Τι κάνεις εδώ;»
«Tu eres… μμμ υπέροχη! Μόλις διορίστηκα, εσύ τι στο καλό κάνεις εδώ με αυτά τα ρούχα;» την κοίταξε από πάνω ως κάτω που φορούσε την στολή υπηρεσίας και άφησε ένα στραβό χαμόγελο να διακοσμήσει το πρόσωπό του.
«Το καρναβάλι», γέλασε μαζί του, ρίχνοντας μια απογοητευτική ματιά στα ρούχα της. «Έλα μαζί μου», τον τράβηξε σε ένα απόμερο μέρος. «Σεμπάστιαν θέλω μια μεγάλη χάρη! Μου υπόσχεσαι πως θα μου την κάνεις;»

«Si, claro que si! Di me que pasa
«Σταμάτα να μου μιλάς Ισπανικά, δεν καταλαβαίνω γρι! Σέμπο εδώ κανείς δεν γνωρίζει ποια είμαι», του είπε αναστενάζοντας μέσα στο άγχος.
«Αυτό είναι όλο;» την ρώτησε απορημένος.
«Λίγο είναι; Δουλεύω εδώ και δεν ήθελα να μου φερθούν πιο ευνοϊκά γι’ αυτό απέκρυψα ποιανού κόρη είμαι»
«No problema mi amor! Χαίρομαι που θα δουλεύουμε μαζί! Μου έλειψες Νεφελάκι!»
«Σέμπο μου», τον αγκάλιασε και του άφησε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. «Πρέπει να δουλέψουμε τώρα και εμείς δεν γνωριζόμαστε, τ’ ακούς;»
«Κανένα καλό γκομενάκι, παίζει εδώ μέσα ή θα βαρεθώ την ζωή μου;»
«Σέμπο σοβαρέψου! Εδώ είναι αρκετά αυστηρά τα πράγματα!»
«Καλά, καλά! Πάω να εξερευνήσω το μέρος!» της έκλεισε το μάτι και εξαφανίστηκε.
Πήρε μια ανακουφιστική ανάσα και ήλπισε να μην τα κάνει μαντάρα ο φίλος της. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαίρεται ή να λυπάται που η τύχη τους έφερε να δουλεύουν μαζί. Της είχε λείψει φυσικά το αστείρευτο χιούμορ του Σεμπάστιαν και οι ατέλειωτες συζητήσεις που έκαναν κάτω από το Λονδρέζικο φως του φεγγαριού. Ήταν όμως αρκετά ανώριμος και μεγάλο κάθαρμα με τις γυναίκες. Αλίμονο σε όποια έπεφτε στα δίχτυα του.
«Νεφέλη! Νεφέλη σου μιλάω κορίτσι μου! Που ταξιδεύεις;» η Χριστίνα την κοιτούσε με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας απάντηση.
«Κάπου στην Αγγλία», απάντησε συνεχίζοντας την ονειροπόληση.
«Θα σου χαλάσω για λίγο το όνειρο, γιατί θα σε χρειαστώ να καθαρίσουμε το σαλόνι»
«Μαζί;» έμεινε να την κοιτάζει απορημένη.
«Όλο ερωτήσεις είσαι τον τελευταίο καιρό! Έλα μην αργείς, το απόγευμα θα γίνει ένα μικρό πάρτι και θέλω να λάμπουν όλα!» της εξήγησε και την τράβηξε από το χέρι ως την αποθήκη με τα καθαριστικά. «Γνώρισες τον καινούργιο;» την ρώτησε σε ανύποπτο χρόνο, καθώς ξεχώριζαν τι θα χρειαζόταν.
«Αυτόν με την σπαστική προφορά λέτε;» τελικά η ηθοποιία ήταν στο αίμα της.
«Μην γίνεσαι κακιά Νεφέλη μου! Νομίζω πως ο κύριος Μέγας δεν θα χαρεί καθόλου όταν τον δει. Είναι επικίνδυνα όμορφος!» της έκλεισε το μάτι πονηρά και της πέταξε το ξεσκονόπανο.
«Αν είναι έτσι, να το καλοδεχτούμε το παιδί!» μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό της γελώντας.
«Κουνήσου τώρα και πρόσεχε με αυτό το πράγμα εδώ! Είναι πολύ βαρύ, καλύτερα να φωνάξουμε κάποιον άντρα να το σηκώσει», της έδειξε την ηλεκτρική σκούπα που σίγουρα ζύγιζε κανέναν τόνο.
Μάζεψαν τα απαραίτητα για να ξεκινήσουν και έφυγαν για το σαλόνι. Σήκωσαν τα βαριά χαλιά, μάζεψαν τα διακοσμητικά, τα ξεσκόνισαν, σκούπισαν, σφουγγάρισαν, χόρεψαν για λίγο πάνω στο παρκέ, τραγούδησαν, γέλασαν με την ψυχή τους και τα έβαλαν ξανά όλα στην θέση τους. Τέσσερις ώρες τους είχε πάρει για να καθαρίσουν αυτό το σαλόνι που οι διαστάσεις θα ταίριαζαν καλύτερα σε αυτές του γηπέδου.
Αφού μάζεψαν τα καθαριστικά και ήταν έτοιμες να καταρρεύσουν, στρογγυλοκάθισαν στην κουζίνα για έναν απολαυστικό καφέ.
«Θυμίστε μου να κάνω παράπονα για το μέγεθος του σαλονιού», ξεφύσησε κουρασμένα η Νεφέλη και δάγκωσε το μήλο που γλυκοκοίταζε από το πρωί.
«Πονάνε τα πόδια μου!» γκρίνιαξε η Χριστίνα τρίβοντας τις πατούσες της.
«Πεινάω!» γέλασε με γεμάτο το στόμα της από το μήλο και σηκώθηκε να φτιάξει κάτι να φάνε.
«Μην διανοηθείς να κάνεις αυτό που ετοιμάζεσαι! Θα ξεράσω!» μόρφασε με αηδία η Χριστίνα βλέποντας τα αυγά.
«Δεν τρως αυγά;»
«Βρωμάνε!» έκλεισε την μύτη της για να μην ξεράσει.
«Μακαρονάδα;»
«Αργείς!» της απάντησε γελώντας και μάζεψε τα ποτήρια για να τα πλύνει.
Το κινητό της Νεφέλης δόνησε στον ρυθμό της σάμπας. Το άρπαξε γρήγορα για να δει ποιος είναι. Ο μπαμπάς της την καλούσε.
«Δεν θα το σηκώσεις;» την κοίταξε η Χριστίνα με απορία.
«Καλύτερα όχι», το άφησε στην θέση του και συνέχισε το μαγείρεμα. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να του μιλήσει, της είχε λείψει αλλά έπρεπε να του δώσει ένα καλό μάθημα. Εξαιτίας του αναγκαζόταν να δουλεύει σαν υπηρέτρια για ένα μεροκάματο της κακιάς ώρας.
Ένας απότομος θόρυβος ακούστηκε από την πόρτα της κουζίνας. Κάτι σαν πυροβολισμός. Η Νεφέλη κράτησε την ανάσα της. Η Χριστίνα έψαξε μέσα από τα ρούχα της για το όπλο της. Μα που το είχε αφήσει; Κοίταξε την Νεφέλη που προσπαθούσε να κάνει πως δεν άκουσε.
«Όχι πάλι!» ψέλλισε λίγο πριν ανοίξει η πόρτα και μπουκάρει ένας μελαμψός άντρας με μια κουκούλα στο πρόσωπο.
«Εσύ πέσε κάτω και μην μιλήσεις!» είπε προστακτικά στρέφοντας το όπλο προς την Νεφέλη. «Εσύ θα έρθεις μαζί μου!» έδειξε την Χριστίνα κουνώντας το όπλο.
«Ήρεμα! Μπορώ να σου δώσω όσα θέλεις! Άσε το όπλο…»
«Θα πυροβολήσω την ομορφούλα εκεί», της έδειξε τη Νεφέλη και η Χριστίνα προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε έναν τρελό με όπλο. Τι είχε πάθει; Ένοιωθε να έχει παραλύσει. «Κουνήσου!» την διέταξε ο άγνωστος εισβολέας και εκείνη δεν μπορούσε να κουνηθεί από την θέση της.
«Πάρε με αγκαλιά… Δεν μπορώ να περπατ…» του είπε χωρίς να ξέρει κι η ίδια πως τα κατάφερε να πει μια τόσο μεγάλη βλακεία.
«Δεν θα χάσω τον χρόνο μου μαζί σου!» την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε έξω από το σπίτι. Λίγο πριν βγει έστρεψε το όπλο προς την Νεφέλη και πυροβόλησε. Ένα… δύο… τρία και ακόμα ένας πυροβολισμός ήρθε για να γεμίσει την σιωπή πριν απλωθεί επώδυνα παντού.
Ένα δυνατό «όχι» ακούστηκε από τα χείλη της Χριστίνας και έπειτα ένας σπαραγμός πόνου.
Μετά η απόλυτη σιωπή.
«Την σκότωσες;» είχε παγώσει για ακόμα μία φορά.
«Πάμε!» την άρπαξε ξανά από τα μαλλιά και την έσυρε ως ένα βανάκι που βρισκόταν από την πίσω πλευρά του κήπου.

«Βοήθεια!» τσίριξε με όση δύναμη της είχε απομείνει. Ένα μαντήλι γύρω από το στόμα της κι έπειτα μια δυνατή οσμή που την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της.


Βασιλική Κυργιαφίνη