Κρυστάλλινες Αλυσίδες (Κεφάλαιο 1) - Σημάδια

2010: Ένα βροχερό απόγευμα του Δεκέμβρη η Κρυσταλλία κάθισε στην άνετη πολυθρόνα που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο του σαλονιού. Δίπλα της ένα μικρό καφέ τραπεζάκι που ακουμπούσε το πιατάκι με την ζεστή, ακόμα, σοκολάτα της και μια χαρτοπετσέτα.
Έχοντας τραβήξει τη λευκή κουρτίνα που κρεμόταν ανάλαφρα παρατηρούσε με τα μεγάλα κεχριμπαρένια της μάτια όσους περπατούσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, τα σπίτια με τα κλειστά παντζούρια και τις σφραγισμένες πόρτες, τα γατάκια της κυρίας Όλγας, που κοιμόντουσαν στα σκαλιά της εξώπορτάς της αγκαλιασμένα για να ζεσταθούν, τον ουρανό γεμάτο με γκρι σύννεφα... Αναρωτιόταν πόσες μέρες είχε να τον παρατηρήσει. Δεν θυμόταν αφού δεν καθόταν συχνά να ξεκουραστεί. Την έπιασε μελαγχολία. «Πότε πέρασαν οι μέρες της ξεγνοιασιάς;» μουρμούρισε. Η απάντηση από τον ίδιο της τον εαυτό την διέκοψε «Γιατί πότε έζησες ξέγνοιαστα;». Ήταν αλήθεια. Μια αλήθεια που την βάραινε.
Τελείωσε τη ζεστή της σοκολάτα και μπήκε πάλι στους δύσκολους ρυθμούς της καθημερινότητάς της. Έπιασε το φλυτζάνι με το πιατάκι από το τραπέζι. Μια απότομη κίνηση, για να πιάσει την χαρτοπετσέτα που έπεσε, την πόνεσε και την έκανε να αφήσει όπως όπως το φλυτζάνι με το πιατάκι πίσω στο τραπεζάκι. Σήκωσε τα ρούχα της και περιεργαζόταν το σημάδι, που βρισκόταν μια παλάμη κάτω από τα πλευρά, στη δεξιά μεριά του ψιλόλιγνου κορμιού της. Είχε συνηθίσει να το βλέπει 22 χρόνια τώρα, άλλωστε το απέκτησε λίγες μέρες μετά τη γέννησή της στο χειρουργείο, κι όμως ένιωσε σαν να το βλέπει πρώτη φορά.
Είναι αυτό που την κάνει ξεχωριστή στους γύρω της. Είναι όμως αυτό που την ταλαιπωρεί σχεδόν κάθε μέρα. Φανταζόταν πως θα ήταν τα πράγματα αν ο γιατρός δεν επέμενε να «σπάσει» τις «αλυσίδες» με εκείνο το χειρουργείο. Θα ήταν καλύτερα. Αυτό το επιβεβαίωναν όλοι οι γιατροί που είχε επισκεφθεί ως σήμερα.... και ήταν πολλοί. Μα που ήταν όλοι αυτοί οι γιατροί όταν προσπάθησε εκείνος ο γιατρός να τη σώσει; Να πουν τη γνώμη τους. Να τον σταματήσουν... «Ό,τι έγινε έγινε και πρέπει να συνεχίσω τη ζωή μου» είπε αποφασιστικά και το μακρόστενο πρόσωπο της σοβάρεψε.
Ήπιε λίγο νερό και αισθάνθηκε καλύτερα. Οι «αλυσίδες» της την πονούσαν συχνά, εκείνη όμως δεν το έβαζε κάτω. Αγωνιζόταν καθημερινά για να φτάσει τους στόχους της. Ήταν το μόνο που την παρηγορούσε, ότι μια μέρα θα έχει πετύχει όλα όσα ονειρεύεται... ή τουλάχιστον τα περισσότερα. Γιατί αυτό που ήθελε πιο πολύ δεν θα γινόταν ποτέ και το ήξερε. Ήξερε πως δεν θα απαλλαχτεί ποτέ από τις «αλυσίδες». Για αυτό άλλωστε φρόντισε και εκείνος ο γιατρός που «πρόσθεσε» περισσότερες. Τουλάχιστον ήταν ζωντανή, είχε νικήσει το θάνατο εκείνο το πρωί στο νοσοκομείο. Είχε παλέψει  τα δύσκολα και ας ήταν ένα μωρό μόνο μερικών ημερών.

1995: Η μητέρα της, Αναστασία, θα πήγαινε την κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της Κρυσταλλίας, Φαίδρα, στο σχολείο. Η Κρυσταλλία ήταν μόλις πέντε και έπαιζε ήσυχα με τις κούκλες της στο ροζ παιδικό δωμάτιο που το μοιραζόταν με την αδερφή της. Η μητέρα τους, καθώς τις χάζευε να παίζουν, ένιωθε περήφανη που μεγάλωσε δυο υπέροχες κόρες.
Την όμορφη στιγμή διέκοψε το κουδούνι. Η Φαίδρα ανέλαβε να απαντήσει «Ποιος είναι;» « Ο θείος Νίκος είμαι κορίτσια ήρθα για επίσκεψη». Ο θείος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τα κορίτσια γιατί έφερνε συχνά δώρα, σοκολάτες, ρούχα και ό,τι του ζητούσαν τους το αγόραζε. Η μητέρα τους τον μάλωνε που και που πως τις κακομαθαίνει και εκείνος γελούσε. Ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να προσφέρει ως αδερφός του πατέρα τους. Προμήθευσε το φαρμακείο με κάθε λογής φάρμακα και αφού τελείωσε κάποιες παραλαβές φαρμάκων θα καθόταν να κρατήσει την Κρυσταλλία για λίγο, ώσπου να έρθει η μητέρα της από το σχολείο, και μετά θα έφευγε για να πάει σπίτι του για φαγητό με τη γυναίκα του, τη Μαρίνα, και τον οχτάχρονο γιο του, τον Νεκτάριο.
Ο πατέρας τους, ο Δαμιανός, δούλευε σκληρά στο ξυλουργείο που βρισκόταν στην Αθήνα. Δεν παραπονιόταν για τη δουλειά. Είχε κάνει καλές παρέες από εκεί. Μόνο για τα οικονομικά τούς φώναζε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως έχει πολλά έξοδα να συντηρείς τέσσερα άτομα. Όλοι μαζί ήταν πέντε άτομα, αλλά εκείνος όλο νευρίαζε για το ρεύμα ή το νερό. Η Αναστασία και τα κορίτσια έκαναν στα κρυφά μπάνιο και έδιναν μερικά από τα άπλυτα ρούχα στη γιαγιά τους, την Παρασκευούλα, τη μαμά της Αναστασίας, για να τα βάλει μαζί με τα δικά της στο πλυντήριο ρούχων. Εξάλλου έμενε μόνη της πολλά χρόνια τώρα. Ο παππούς Θωμάς, ο μπαμπάς της Αναστασίας, είχε πεθάνει όταν η Αναστασία ήταν δεκατριών χρονών. Ήταν μοναχοπαίδι η Αναστασία, και μέχρι να παντρευτεί, ζούσαν μαζί στο δυαράκι. Η γιαγιά έμενε ακόμα εκεί και τα κορίτσια την επισκέπτονταν συχνά μιας και έμεναν δυο στενά πιο πέρα. Όσο για τους γονείς του Δαμιανού, εκεινοι ζούσαν σε ένα ωραίο σπίτι με κήπο στην Κρήτη.
Ο θείος Νίκος ήξερε ότι θα έλειπαν και ο αδερφός του και η γιαγιά. Αφού έφυγε η μητέρα, στρίμωξε την Κρυσταλλία στη γωνία του παιδικού δωματίου, τελείωσε γρήγορα αυτό για το οποίο είχε έρθει, το οποίο δεν ήταν να προσέχει απλώς την Κρυσταλλία... Το άρρωστο όνειρό του επιτέλους είχε γίνει πραγματικότητα. Το σχεδίαζε καιρό, και παρόλο που φοβόταν μήπως τον τσακώσει η Αναστασία, το ευχαριστήθηκε. Εξάλλου η αγωνία τον εξίταρε περισσότερο. Η Κρυσταλλία τον κοιτούσε με κενό βλέμμα μη μπορώντας να εξηγήσει τι συνέβη. 
Έφυγε μόλις ήρθε η Αναστασία, χωρίς να αφήσει τίποτα πίσω του, δίνοντας νωρίτερα ρητή εντολή να μην πει τίποτα η μικρή στη μαμά ή τον μπαμπά γιατί θα την μάλωναν πολύ σκληρά. Η Κρυσταλλία φοβόταν πολύ και έτσι δεν είπε τίποτα. Η Αναστασία έπιασε κουβέντα με τη φουρνάρισσα και έτσι υπήρχε αρκετός χρόνος για να τελειώσει ο θείος Νίκος το αποτρόπαιο έργο του. Λίγο πιο πριν να ερχόταν.... τώρα τσιμουδιά. Η Αναστασία παρατήρησε πως η μικρή ήταν κάπως κακόκεφη, μα η Κρυσταλλία κοιτούσε ένα παιδικό βιβλίο σιωπηλή. Συνήθιζε να κάθεται ήσυχα και δεν παραξένεψε την Αναστασία το ότι καθόταν ήσυχη. Η Κρυσταλλία δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ.
Αυτοί οι εφιάλτες ακόμη κυνηγούσαν την Κρυσταλλία. Παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια ήταν ακόμα χαραγμένη στο μυαλό της εκείνη η στιγμή.  Άλλωστε ήταν μια ακόμη «αλυσίδα» για εκείνη, έστω και αν ήταν κρυφή από όλους. Μερικά σημάδια μένουν ανεξίτηλα στο σώμα, μερικά μένουν στο μυαλό. Η Κρυσταλλία είχε και από τα δύο. Εκείνο το χειρουργείο στο έντερο, όταν ήταν μωρό μερικών ημερών, άφησε το πρώτο σημάδι, σχεδόν εκ γενετής θα μπορούσε να πει κανείς. Εκείνη τη μέρα προστέθηκε και άλλο που θα άφηνε σημάδι και στο μυαλό.

1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1979: Η δεκατριάχρονη Αναστασία έχει σχολάσει από το σχολείο της και πηγαίνει στο σπίτι της, όπου την περίμενε η μητέρα της, η Παρασκευούλα. Η μέρα κυλούσε γρήγορα και δεν άργησε να έρθει το βράδυ. Ο πατέρας της Αναστασίας, ο Θωμάς, άργησε πολύ να έρθει σήμερα, και ποτέ δεν αργούσε. Η Αναστασία κάθε μέρα περίμενε πως και πως να γυρίσει για να κάτσουν όλοι μαζί στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και να φάνε. Ο πατέρας της τους διηγούταν πως πέρασε τη μέρα του στο καφενείο, που δούλευε ως καφετζής. Ποιοι γείτονες επισκέφθηκαν το καφενείο, ποιος κέρδισε στο τάβλι, ποιος ήπιε περισσότερο, ποιοι τσακώθηκαν, όλες αυτές οι ιστορίες άρεσαν πολύ στην Αναστασία και έκανε γούστο τον τρόπο που τα περιέγραφε ο πατέρας της.
Ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ο κυρ Βασίλης, ήρθε στεναχωρημένος και είπε τα θλιβερά νέα στην Παρασκευούλα. Ο Θωμάς «έφυγε» από την καρδιά του. Η μητέρα της Αναστασίας λιποθύμησε. Την συνέφερε ο κυρ Βασίλης και την έβαλε να ξαπλώσει μέχρι να αισθανθεί καλύτερα. Η Αναστασία άκουσε τη μητέρα της, καθώς την πήγαινε στο δωμάτιό της ο κυρ Βασίλης, να λέει «Ο Θωμάς μου, ο Θωμάς μου». Η Αναστασία ρώτησε δειλά «Τι συμβαίνει κυρ Βασίλη;». Τι να πει ο κυρ Βασίλης. Πως να ξεστομίσει τέτοιο νέο στην Αναστασία. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας. Σαν εκείνη που έρχεται πριν την καταστροφή... Με βαριά καρδιά είπε τελικά ο κυρ Βασίλης τα νέα στην Αναστασία, που άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη.
Έκλεγε ώρες μέχρι που τα δάκρυα στέρεψαν. Μετά απο δύο μέρες, την Τετάρτη έγινε η κηδεία σε πολύ βαρύ κλίμα. Φίλοι και συγγενείς ήταν εκεί να παρηγορήσουν την Παρασκευούλα και την Αναστασία. Ήταν πολύ δεμένη οικογένεια και ήταν η μοναδική πατρική φιγούρα που είχε η Αναστασία, καθώς δεν είχε γνωρίσει τους παππούδες της, και ούτε είχε θείους. Η Παρασκευούλα είχε μια μεγαλύτερη αδερφή, την Ειρήνη και ο Θωμάς ήταν μοναχοπαίδι. Ο χαμός του πατέρα της Αναστασίας έφερε ένα μεγάλο κενό στη ζωή της. Ένα κενό που της άφησε ένα «ανεξίτηλο σημάδι».

27 Μαρτίου 2008: Η Φαίδρα είναι έγκυος εννέα μηνών και περιμένει από ώρα σε ώρα να γεννήσει Ο σύζυγός της, ο Αλέξης, περιμένει μαζί με την μαμά της Φαίδρας, την Αναστασία, τον μπαμπά της, τον Δαμιανό, την Κρυσταλλία, την γιαγιά Παρασκευούλα, την μητέρα του Αλέξη, Μερόπη, τον πατέρα του, Γιώργο, και τον δίδυμο αδελφό του, Λουκά, να κρατήσει για πρώτη φορά τον γιο του στην αγκαλιά του. Περνούσαν οι ώρες και δεν γεννούσε η Φαίδρα. Η γυναικολόγος της δεν θα περίμενε πολύ ακόμη. «Η μόνη λύση είναι η καισαρική» είπε η γιατρός στην Φαίδρα. Το απόγευμα, αφού ενημερώθηκαν όλοι για την καισαρική, ξεκίνησε η διαδικασία. Η Φαίδρα σύντομα έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι.

Όλοι ήταν πανευτυχείς και ανυπομονούσαν να δουν τη Φαίδρα και τον μπέμπη. Αργότερα η γιατρός επέτρεψε να μπει ένας ένας με σειρά. Η Φαίδρα έλαμπε από χαρά καθώς κρατούσε το μωρό στα χέρια της. Τα πρώτα τηλέφωνα για το χαρμόσυνο νέο έφεραν χαμόγελα σε συγγενείς και φίλους. Η Φαίδρα, αν και ήταν ταλαιπωρημένη από την καισαρική, είδε όλους όσους την περίμεναν να γεννήσει. Εκείνο το βράδυ έμεινε μέσα στο δωμάτιο η μαμά της και τη βοηθούσε κάθε τόσο να σηκωθεί ή να γυρίσει λίγο, γιατί μόνη της η Φαίδρα δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει. Την ενοχλούσε το φρεσκοαποκτημένο σημάδι της, αλλά ήταν κάτι που θα της θύμιζε την πιο όμορφη μέρα στη ζωή της. Άλλωστε τα σημάδια έχουν πολλές διαφορετικές μορφές. Άλλα είναι φανερά και άλλα όχι. Άλλα είναι στο σώμα και άλλα στο μυαλό. Τέλος, άλλα φέρνουν άσχημες αναμνήσεις και άλλα όμορφες. Μερικές φορές συνδυάζονται οι μορφές μεταξύ τους, αλλά σε οποιαδήποτε μορφή τα σημάδια μένουν για πάντα.


Δέσποινα Τ.