Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 14)


Ήταν ήδη μεσημεράκι όταν βγήκα έξω τρέχοντας ελαφρώς στον πιο κεντρικό δρόμο της πόλης. Ο καιρός ήταν σκοτεινός, σίγουρα θα έρεψε στις επόμενες ώρες μα αυτό δεν με ενδιέφερε. Συνέχισα να τρέχω χαλαρά με τη μουσική στα αυτιά μου, σταματώντας ανά 15 λεπτά για να πιω νερό και να ηρεμήσω λίγο. Στάθηκα μπροστά από ένα παγκάκι κάνοντας διατάσεις και πίνοντας λίγο νερό, όταν την προσοχή μου κέρδισε μια σκιά.
Γρήγορα τοποθέτησα το πόδι μου στο παγκάκι για να λύσω το κορδόνι και τα μακριά μαύρα μαλλιά πέσανε μπροστά μου. Η τελεία κάλυψη, σκέφτηκα βλέποντας στο απέναντι πεζοδρόμιο έναν μαυροφορεμένο άντρα με καπέλο να με παρατηρεί. Η στάση του πρόδιδε εγρήγορση και ένταση, έστω και αν δεν μπορούσα να διακρίνω από τα γυαλιά του.
Στο χέρι του υπήρχε τατουάζ: ένα φίδι, το όποιο ξεκινούσε από τον καρπό και κουλουριαζόταν στα δάχτυλά του. Σίγουρα τσιράκι του Μπαρίζνικοφ. «Σκατά.» ψιθύρισα στον εαυτό μου και άρχισα να περπατώ γρήγορα. Ήταν 15:45, μεσημέρι, ώρα που οι περισσότεροι ήταν στα σπίτια τους, άξιου και οι άδειοι δρόμοι. Μπροστά μου ήταν μια γριούλα με ένα πι, λίγο πιο κάτω ένας ματάκιας 50χρονος που κοιτούσε ένα νεαρό ζευγαράκι να φιλιέται και στο απέναντι πεζοδρόμιο ένας έφηβος με το σκέιτ στο χέρι.
Τέλεια, την είχα πατήσει. Εάν αποφάσιζα να παλέψω μαζί του, θα έχανα αυτή τη φορά. Το σώμα μου ήταν αρκετά αδύναμο και το στομάχι μου πονούσε απίστευτα. Περπατώντας με γρήγορο ρυθμό άκουσα τον ήχο από τις αρβύλες του να αντηχούν στα πλακάκια, ξέροντας πως με ακολουθεί. Μια μόνο ευκαιρία είχα. Τρέχοντας έστριψα στο πρώτο στενό την ώρα που ξέσπασε μπόρα. «Γαμώ την γκαντεμιά μου!» δεν υπήρχε ένα αξιοπρεπές μέρος για να κρυφτώ έκτος από... αηδία κατέκλυσε το κορμί μου.
Δευτερόλεπτα αργότερα τον άκουσα να έρχεται προς το μέρος μου, μιλώντας στο κινητό. Η δεξιά πλευρά της καμπαρντίνας του ήταν φουσκωμένη, σημάδι πως κουβαλούσε κάποιο όπλο, ίσως κάποιο Glock.
«Αφεντικό μην ανησυχείς, την έχω στριμώξει για τα καλά.» τα μάτια μου σκάναραν τον χώρο. «Θα κάνω ό,τι ακριβώς μου είπες.» αποκρίθηκε σηκώνοντας στο πέρασμά του οτιδήποτε υπήρχε. Ψάχνοντας γύρω και κάτω από τις παλιές πολυθρόνες και τα ξύλα, αναστέναξε θυμωμένος. «Κατάλαβα, αν δεν συνεργαστεί να τη χτυπήσω. Μάλιστα.» σφύριξε στο ακουστικό και το έκλεισε.
Κλεισμένη μέσα σε έναν από τους κάδους, σήκωσα ελαφρά το καπάκι, παίρνοντας μια γεύση του. Ήταν αρκετά ψηλός και μυώδης, με στρατιωτικό κούρεμα και άθλια όσφρηση, αν έκρινα καλά από το άρωμά του. Με δύναμη άρχισε να κλοτσά τους κάδους δίπλα μου φωνάζοντας «Βγες έξω γατούλα και δεν θα σου κάνω κακό.» Αμάν αυτοί οι άντρες και τα υπονοούμενά τους.
Χωρίς να το σκεφτώ, πετάχτηκα πάνω του περνώντας το χέρι μου γύρω από τον λαιμό του, ώστε ο αγκώνας να βρίσκεται στο κέντρο του λαιμού του μπλοκάροντας τις αρτηρίες που υπάρχουν δεξιά και αριστερά από την τραχεία του. Τη λαβή αυτή (Mata Leão) που έχει ως στόχο να διακόψει τη ροή αίματος και οξυγόνου στο θύμα μου την είχε μάθει ο καλός μου φίλος Τούπακ δέκα χρόνια πριν, τονίζοντας πως δεν είναι θέμα δύναμης αλλά τεχνικής.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα.» φώναξα στον άντρα πιέζοντας με το άλλο μου χέρι το κεφάλι του μπροστά ώστε να διακοπεί το οξυγόνο.
Είχε αρχίσει να μπλαβίζει τώρα. «Βλαντιμίρ Τζίρο, έχω ένα δέμα για σένα.»
«Τι δέμα;» ρώτησα εκνευρισμένη με ένα κύμα ζαλάδας να πλήττει το κορμί μου.
«Ό,τι χρειάζεται να μάθεις εδώ μέσα.» απάντησε αμείλικτος.
Το κινητό του άρχισε να χτυπά και πριν προλάβει να κουνηθεί το άρπαξα από την τσέπη του, αφήνοντάς τον ελεύθερο.
«Μπαρίσνικοφ» σφύριξα στο ακουστικό βλέποντας διπλά μου τον άντρα να βήχει σε μια προσπάθεια να κερδίσει το οξυγόνο που έχασε.
«Εύα... βλέπω γνώρισες τον νέο μου φρουρό. Ελπίζω να μην τον πείραξες.» ακούστηκε η βαριά ρώσικη προφορά του από την άλλη γραμμή.
«Με ξέρεις, ποτέ δεν κάνω κακό σε αθώα αγοράκια.»
«Στο θέμα μας.» συνέχισε γρυλίζοντας «Στον φάκελο είναι το επόμενο θύμα σου.»
«Δεν δουλεύω για σένα, σίχαμα.»
«Θα το κάνεις.»
«Πως είσαι τόσο σίγουρος;» ρώτησα δαγκώνοντας τη γλώσσα μου για να μην τον βρίσω.
«Ποσό: 10.000.000 ευρώ. Γενικό Νοσοκομείο, 3ος όροφος, δωμάτιο 324.» ψιθύρισε με απειλητικό ύφος και ήξερα τι εννοούσε.
«Έτσι και τολμήσεις να στείλεις κάποιον από τους δολοφόνους σου στο νοσοκομείο, θα σε βρω και θα σου φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι.» κρατήθηκα από τον τοίχο για να μην πέσω κάτω. «Συνέχισε.»
«Συμβόλαιο θανάτου. Όνομα: Beast ή αλλιώς ο άντρας χωρίς πρόσωπο. Επάγγελμα: Πρώην μέλος των Ειδικών Δυνάμεων στις ΗΠΑ και δεξί χέρι του Ροδόλφου Πουτσίνι της ιταλικής Καμόρα. Τρόπος: Πυροβολισμός, εκτός και αν προτιμάς κάτι άλλο, γνωρίζω το διεστραμμένο σου κομμάτι. Αμοιβή: 10.000.000 ευρώ.» κατέληξε με ένα μικρό γέλιο αναστενάζοντας βαριά.
«Δεν είπα ότι δέχομαι...» πριν τελειώσω τη φράση μου, μου έκλεισε το τηλέφωνο στο πρόσωπο. Γυρνώντας πίσω μου φώναξα «Πες στο αφεντικό σου πως...» μα κανείς δεν ήταν εκεί. Το τσιράκι του την είχε κοπανήσει αφήνοντας κάτω τον κίτρινο φάκελο.

Ο Θάνος βρισκόταν στο σπίτι του μόνος, τυλιγμένος σε μια πετσέτα. Μόλις είχε βγει από το μπάνιο και το νερό έσταζε κυριολεκτικά από τα μαλλιά και το κορμί του στο πάτωμα. Τα μάτια του έπεσαν στη φωτογραφία με τους δυο τους που είχε πάνω στο κομοδίνο. Η καρδιά του σφίχτηκε κλείνοντας το κεφάλι στις παλάμες του.
Τα δάχτυλά του άγγιξαν το παγωμένο γυαλί φέρνοντας τη φωτογραφία πιο κοντά, αγγίζοντας τα χείλη της και τα μαλλιά της, όσο το σώμα του αντιδρούσε στις σκέψεις. Πόσο θα ήθελε να είναι μαζί της τώρα και να την σφίγγει στην αγκαλιά του ώστε να μην μπορεί να του ξαναφύγει. Ήθελε να την κρατήσει μακριά από κινδύνους, μακριά από τα υπόλοιπα αρσενικά, να τη μαρκάρει ως δική του.
Μέχρι και το απόλυτο αρσενικό νιώθει μόνο όταν λείπει το άλλο του μισό. Η στύση του κάτω από την πετσέτα ξάφνιασε μέχρι και τον ίδιο, παρότι η εικόνα της ήταν αρκετή για να τον κάνει να τελειώσει μόνος του εδώ και τώρα.
Την ησυχία έσπασε ο ήχος του κινητού από το σαλόνι και σύντομα έτρεξε να το σηκώσει.
«Παρακαλώ;»
«Θάνο, σε χρειαζόμαστε. Το αφεντικό επέλεξε εσένα προσωπικά για το επόμενο χτύπημα.» είπε μια φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.
Ο Θάνος έσφιξε πιο πολύ το ακουστικό μουγκρίζοντας «Δεν δουλεύω για εσάς πλέον.»
«Εάν δεν το κάνεις θα σε σκοτώσουν φίλε μου. Ξέρω πως θέλεις να μείνεις μακριά μα πριν από χρόνια έκανες μια επιλογή.»
«Ναι, την όποια μετάνιωσα… Τώρα έχω μια καινούρια ζωή στην Ελλάδα και μου ζητάτε να τη διαλύσω;» Οργή πλημμύρισε το στέρνο του.
«Μην είσαι χαζός, ξέρεις τι κάνει το αφεντικό σε όσους παραστρατούν. Εάν δεν ακολουθήσεις τις οδηγίες που θα σου δοθούν, η οικογένειά σου θα διατρέξει κίνδυνο.» συνέχισε ο άντρας σε άπταιστα ιταλικά, προσπαθώντας να τον λογικέψει.
«Όχι, σας το ξεκαθάρισα πριν από χρόνια. Υπάρχουν τόσοι εκεί έξω…»
«Θα σου δώσω μία εβδομάδα περιθώριο. Απόψε θα έρθει ένας μαύρος φάκελος σπίτι σου με όλα τα στοιχεία. Σκέψου σοφά και πες μου.»
Τέλος κλήσης.
Ο Θάνος κάθισε στον καναπέ, θυμωμένος από την ξαφνική τροπή των γεγονότων. Μετά από τόσα χρόνια είχαν επιλέξει να τον επαναφέρουν στη δράση τώρα; Γιατί; Υπήρχαν πολλοί καλύτεροι εκεί έξω και πάραυτα το αφεντικό ζητούσε εκείνον.
Προχώρησε αμέσως προς τον μοναδικό πίνακα ζωγραφικής που υπήρχε στο σπίτι, αποκαλύπτοντας ένα χρηματοκιβώτιο. Το άνοιξε με σκοτεινά μάτια, παρατηρώντας ένα ένα τα αντικείμενα. Μια παλιά ζωή, που έκανε αρκετό καιρό να πετάξει από πάνω του.
Η ώρα ήταν ήδη 23:00 και έπρεπε να φύγει.

Ο τελευταίος έφυγε από το γυμναστήριο πριν από μισή ώρα και τώρα ήμουν επιτέλους μόνη. Πήρα θέση μπροστά από τον σάκο του μποξ και τον χτύπησα με δύναμη. Όλο αυτό το άγχος με έπνιγε σε σημείο που το κορμί μου αντιδρούσε έντονα. Είχα μπλέξει πολύ άσχημα και θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως δεν φοβόμουν.
Πριν από κάποιες ώρες είχα μιλήσει με τον Τούπακ, ζητώντας του να μου προμηθεύσει περισσότερα όπλα, αλεξίσφαιρα γιλέκα, γεμιστήρες, ώστε να είμαι προετοιμασμένη. Μπορεί να μην ήταν η ζωή που ήθελα αλλά έπρεπε να το κάνω. Ιδίως τώρα, που ο Μπαρίσνικοφ περίμενε από μένα να εκτελέσω το νέο συμβόλαιο θανάτου.
Χτυπώντας με όλη μου τη δύναμη, αναρωτήθηκα γιατί όλα πήγαιναν τόσο χάλια… Δεν έπρεπε να είναι έτσι. Μου άξιζε να είμαι ευτυχισμένη, μα αντί για αυτό είχα πέσει μέσα στα σκοτάδια και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να παλέψω.
Όση ώρα σκεφτόμουν, έκανα όλων των ειδών τις ασκήσεις: από τρέξιμο, σχοινάκι, μέχρι ειδικές ασκήσεις με βάρη για ενδυνάμωση των μυών μου. Εάν δεν ήμουν και τόσο πρησμένη ίσως να άντεχα για αλλά λίγα σετ μα η κοιλιά μου φαινόταν περίεργη τώρα.
Μέσα στο τρισκόταδο κάποιος χειροκρότησε. Βγάζοντας το μαχαίρι μου γύρισα το κεφάλι μου απότομα. Είδα τον άντρα χωμένο στις σκιές να πηδά πάνω στο ρινγκ και η καρδιά μου πάγωσε. Κινήθηκε αργά προς το μέρος μου και τότε τον είδα. «Θάνο; Τι στο διάολο θέλεις εδώ; Πως μπήκες;» ούρλιαξα εκνευρισμένη αποφεύγοντάς τον.
«Μου έλειψες μωρό μου. Είχα ανάγκη να σε δω.» αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο κλείνοντας το κενό ενδιάμεσά μας.
Από ένστικτο έκανα ένα βήμα πίσω, βάζοντας τα χέρια μου μπροστά σε θέση μάχης. Ούτε που πτοήθηκε καθώς συνέχισε να προχωρεί.
«Τελειώσαμε. Εγώ και εσύ... Όλο αυτό το πανηγύρι που ονόμαζες αγάπη, τέλειωσε.» έκρωξα με κομμένη ανάσα και λαχανιασμένη από τις ασκήσεις που είχα κάνει.
«Εσύ μπορείς να το πιστεύεις μα εγώ έχω άλλη γνώμη.» παρατήρησε με ύφος, γλείφοντας τα χείλη του. «Επίσης είμαι εδώ και λόγω του γιατρού σου.»
«Του γιατρού μου;» αναρωτήθηκα με ανοικτό στόμα.
«Αύριο μας περιμένει 9:00 το πρωί στο γραφείο του για τα αποτελέσματά σου.»
«Έμενα δεν με ενημέρωσε κανείς.»
«Εγώ του το ζήτησα την τελευταία φορά, λέγοντας πως είμαι ο άντρας σου και υπεύθυνος για την υγεία σου.» Τα χέρια του μπλόκαραν τον δρόμο μου.
Μπορούσα να μυρίσω το άρωμά του, να δω τους κοιλιακούς να διαγράφονται κάτω από το μπλουζάκι του… Όπως και το χαζό υφάκι του, που με εκνεύριζε όσο τίποτα.
«Δεν χρειάζομαι έναν άντρα να με φροντίζει. Είμαι μεγάλη γυναίκα.» φώναξα προσπαθώντας να ξεφύγω από τη λαβή του.
«Είσαι ένα κοριτσάκι μόνο, που κυκλοφορεί ελεύθερο σε έναν κόσμο γεμάτο με αρπακτικά και άντρες που θέλουν να σε…» γρύλισε θυμωμένος κολλώντας το στόμα του πάνω μου.
Σπρώχνοντας τον μακριά σκούπισα τα χείλη μου αηδιασμένη. «Δεν αξίζεις τίποτα από μένα.» αποκρίθηκα νιώθοντας χοντρά δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια μου, έστω και αν δεν ήθελα να κλάψω.
Εκείνος τα σκούπισε με την αναστροφή του χεριού του,φιλώντας με στον λαιμό «Ήταν λάθος μου, συγγνώμη.»
«Δεν με νοιάζουν οι δικαιολογίες σου.» Τον χτύπησα με δύναμη στο στομάχι, βγάζοντας όλη την οργή που ένιωθα για εκείνον.
Προσπάθησε να με σταματήσει αλλά ήμουν πιο γρήγορη και τον κλώτσησα στο καλάμι. Έπεσε κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Εξοργισμένη, άρχισα να τον χτυπώ όπου έβρισκα «Είσαι ένας βλαμμένος που με απάτησε από τους πρώτους μήνες της σχέσης μας. Σε σιχαίνομαι.» ούρλιαξα με θολωμένα μάτια, ρουφώντας τη μύτη μου.
Καλύπτοντας το κεφάλι με τα χέρια του ψιθύρισε «Έκανα ένα γαμημένο λάθος, τι άλλο θέλεις; Άντρας είμαι και πήγα με μια άλλη…»
Όχι, δεν είχα ακούσει καλά σίγουρα. Με δύναμη έπιασα το μαχαίρι και το κατέβασα στον δεξιό του ώμο. Την κραυγή του ακολούθησε το αίμα, που τώρα πότιζε το μπλουζάκι του.
Με μια κίνηση βρέθηκε από πάνω μου, ρίχνοντάς μου μια σφαλιάρα. «Πας καλά; Με μαχαίρωσες.» επισήμανε κόκκινος από θυμό, παίρνοντας το μαχαίρι από το χέρι μου και πετώντας το στην άλλη άκρη του δωματίου.
Τα μάγουλό μου έτσουζε από τη δύναμη που έβαλε και τώρα τα δάκρυα ακολούθησαν ένα αίσθημα θλίψης και απόγνωσης.
«Προσπαθώ τόσους μήνες να σε κάνω να με συγχωρέσεις, να με εμπιστευτείς… Θέλω να είμαι δίπλα σου σε όποιο πρόβλημα έχεις, μα εσύ δεν αφήνεις κανέναν να σε πλησιάσει γαμώ το κέρατό μου.» Βλέποντάς με έτοιμη να αντιδράσω, έπιασε τα χέρια μου πιέζοντάς τα στα πλευρά μου. «Γιατί το κανείς αυτό; Τι μου κρύβεις;»
Παλεύοντας να ξεφύγω ούρλιαξα «α χάλασες όλα. Χάλασες την σχέση μας, τον γάμο μας, για μια άλλη γυναίκ. Εσύ μας έφερες σε αυτό το σημείο… Εσύ διέλυσες την καρδιά μου. Πριν σε γνωρίσω αισθανόμουν ήδη μισή όμως τώρα, μετά από αυτό που έκανες, νιώθω ένα κενό. Μια μεγάλη τρύπα στην καρδιά μου.»
Με διάπλατα μάτια με άφησε ελεύθερη να φύγω, σέρνοντας τον εαυτό του σε μια γωνιά. Φαινόταν συγκλονισμένος από αυτό που μόλις του είχα πει, παλεύοντας με τον εαυτό του. Τρέχοντας στα αποδυτήρια, γδύθηκα και μπήκα κάτω από το ντους, σε μια προσπάθεια να ξεχάσω, να ηρεμήσω… Μα πάνω από όλα να κρύψω τη ντροπή μου.
Έκανα τόσα λάθη… Φέρθηκα τόσο άσχημα… Το ίδιο μου το σώμα με πολεμούσε αυτή τη στιγμή, έτσι όπως ήμουν κουλουριασμένη στη γωνιά με το καυτό νερό να ξεπλένει τις αμαρτίες μου. Όχι πολύ αργότερα, ο Θάνος με βρήκε και προτού προλάβω να αντιδράσω μπήκε κάτω από το νερό μαζί μου.
Σκύβοντας για να είναι στο ίδιο ύψος με έμενα μουρμούρισε «Ποτέ δεν πίστεψα ότι σε είχα πληγώσει τόσο. Ήξερα πως είσαι θυμωμένη αλλά... βλέποντάς σε έτσι…»
Σήκωσα τα μάτια μου να τον κοιτάξω, σέρνοντας τα δάχτυλά μου στο δέρμα του, αγγίζοντας το σημείο στο οποίο τον είχα μαχαιρώσει.
«Φταίω και εγώ.» μονολόγησα, αδύναμη για οτιδήποτε άλλο.
Τα υγρά χείλη του πλησίασαν το μουσκεμένο δέρμα μου αφήνοντας ένα μονοπάτι σε όλο το μήκος του κορμιού μου.
«Δεν είναι σωστό… Όχι μετά από όσα έχουμε περάσει.» είπα σε μια προσπάθεια να τον αποτρέψω.
Αγνοώντας με σηκώθηκε όρθιος και σε δευτερόλεπτα ήταν γυμνός μπροστά μου. Το κορμί  του πράγματι έμοιαζε με Έλληνα θεού και αυθόρμητα χάζεψα τα τέλεια χαρακτηριστικά του. Προτείνοντας το χέρι του, έκλεισα το δικό μου στην παλάμη του. Σύντομα με είχε κολλήσει στον τοίχο, φιλώντας με απαλά και χαϊδεύοντάς με παντού.
«Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε σοβαρά μωρό μου. Τόσο καιρό λέγαμε ψέματα ο ένας στον άλλον.» μουρμούρισε με το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου.
Δαγκώνοντας το κάτω χείλος του έγνεψα καταφατικά. «Είμαι σίγουρη πως αν σου πω ποια είμαι πραγματικά θα με παρατήσεις.» η φωνή μου ακούστηκε πιο απελπισμένη από όσο ήμουν πραγματικά.
Σηκώνοντάς με στον αέρα, τύλιξα τα πόδια μου γύρω από τη μέση του, αναπνέοντας βαριά. Τα μάτια μας κόλλησαν σε μια ατελείωτη στιγμή…
«Αποκλείεται να είναι τόσο σοβαρό.» με καθησύχασε, γλείφοντας τα στήθη μου και εγώ βόγκηξα από ηδονή.
Κολλώντας το σώμα μου πάνω του έκρυψα το κεφάλι μου στο στήθος του όσο εκείνος οδηγούσε το πέος του μέσα μου. Όλα γίνονταν σε αργό ρυθμό, σαν μια μορφή ιεροτελεστίας. Διεισδύοντας όλο και πιο βαθιά μέσα μου δάγκωσα τον ώμο του σε μια προσπάθεια να μην φωνάξω από επιθυμία.
Τα επιδέξια δάχτυλά του άγγιζαν όλο μου το κορμί, κάνοντάς με να τρέμω…
«Εκτελώ συμβόλαια θανάτου.» ανακοίνωσα μέσα στην παραζάλη μου με κλειστά μάτια.


Για λίγο σταμάτησε να κουνιέται και ήξερα πως αυτό ήταν. Θα με παρατούσε όπως όλοι, αφήνοντάς με μόνη και πληγωμένη… Μα δεν το έκανε. Χώνοντας τη γλώσσα του στο στόμα μου, έσπρωξε τον εαυτό του βαθιά μέσα μου με απίστευτη δύναμη, κόβοντάς μου την αναπνοή.
«Ποτέ δεν θα σε αφήσω. Πόσο μάλλον τώρα, που έμαθα ποια είσαι.» βόγκηξε στο αυτί μου, πιέζοντας τη λεκάνη του στη δική μου.
Κοίταξα βαθιά στα μάτια του με απορία και εκείνος άνοιξε το στόμα του. «Κάνουμε την ίδια δουλειά. Θάνος Μαυρέας, πρώην μέλος των ένοπλων ειδικών δυνάμεων.»
Σπρώχνοντας όλο του τον εαυτό μέσα μου, έγειρα το κεφάλι μου πίσω βγάζοντας μια μικρή κραυγή, ξεχνώντας όσα μου είχε πει. Μετά από κάποια λεπτά, ένιωσα το σπέρμα του κατευθύνεται μέσα μου και εκείνον να πέφτει πάνω μου κουρασμένος.

Η υπόλοιπη νύχτα μας βρήκε ξαπλωμένους στα αποδυτήρια, χωρίς να μιλάμε. Τα χέρια του βρίσκονταν γύρω από τη μέση μου όσο το κεφάλι μου ξεκουραζόταν στον ώμο του. Όλες οι αμφιβολίες και οι φόβοι είχαν σβήσει μετά από αυτή την τρελή νύχτα πάθους.

Εύα Αναγνώστου