Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 28)

«Βλέπω τα κατάφερες», κάγχασε ο άντρας που στεκόταν τώρα μπροστά στην πόρτα ενός παλιού οικήματος.
«Αφεντικό μάλλον με είχατε παρεξηγήσει», χαμογέλασε περίτρανα ο νεαρός άντρας και άναψε το τσιγάρο που κρατούσε ώρα τώρα στο χέρι του.
«Πως το έκανες;»
«Γρήγορα πράγματα, μια και έξω! Πουφ!» ένωσε τα χέρια του σε σχήμα όπλου.
«Και το πτώμα;»
«Αυτό είναι δική μου υπόθεση, εσείς δεν χρειάζεται να…»

«Εντάξει, δεν με νοιάζουν εξάλλου περισσότερες λεπτομέρειες. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι πως πήραν το πρώτο μήνυμα. Το δεύτερο θα είναι λίγο πιο οδυνηρό, αλλά θα περιμένουμε λίγες μέρες», του έδειξε την πόρτα για να φύγει.
«Αφεντικό…» γύρισε ο νεαρός σκεφτικός, «αν δεν την σκότωνα τι θα γινόταν;»
«Δεν θέλεις να μάθεις»
Ο νεαρός έφυγε γρήγορα και βγήκε στο αμάξι του. Πληκτρολόγησε έναν αριθμό και περίμενε. Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.
«Όλα εντάξει εκεί;»
«Ναι», απάντησε μονολεκτικά η γυναίκα.
«Ξύπνησε;»
«Ναι»
«Θα έρθω σύντομα», έκλεισε το τηλέφωνο και ξεκίνησε.
Θυμόταν ακόμα την σκηνή. Ούτε μπορούσε να σκεφτεί τι θα γινόταν αν δεν έπαιρνε αυτή την απόφαση τελικά. Έπαιζε το κεφάλι του κορώνα γράμματα με το αφεντικό που είχε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Αυτή η γυναίκα ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αποστολή και σίγουρα την ήθελε ζωντανή. Δεν είχε μπορέσει να της τινάξει τα μυαλά στον αέρα όπως κανονικά θα έπρεπε να έχει κάνει. Την είχε ναρκώσει μόνο για λίγες ώρες, ώστε να μπορεί να σκεφτεί. Δεν ήξερε ποια απόφαση ήταν η σωστή, το μοναδικό που ήξερε ήταν πως η επιλογή της δολοφονίας θα του έσωζε την ζωή.
Δεν είχε σκεφτεί να την δέσει ή να την φιμώσει. Δεν μπορούσε να την αγγίξει για να της κάνει κακό. Μόνο την κοίταζε που κοιμόταν βαθιά σαν την ωραία κοιμωμένη. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί και γρήγορα μάλιστα. Αν την άφηνε να ζήσει, εκείνος θα έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Αν πάλι την σκότωνε θα έπρεπε να το κουβαλάει μέσα του μια ζωή και το χέρι του δεν πήγαινε να πατήσει την σκανδάλη.
Τριγυρνούσε ώρα τώρα η ιδέα για το Μεξικό αλλά δεν ήξερε πώς να το οργανώσει. Είχε εκεί κι την αδελφική του φίλη, αλλά πως θα της δικαιολογούσε αυτή την ιστορία; Τι θα της έλεγε που θα της ήταν αρκετό για να δεχθεί; Δεν μπορούσε να της πει ψέματα, μα ούτε την αλήθεια. Έπρεπε να σκαρφιστεί μια καλή ιστορία. Βρήκε στα γρήγορα τον αριθμό της και την κάλεσε.
«Θα έρθω να σε επισκεφθώ», της είχε πει και τουλάχιστον το ένα μέρος του σχεδίου είχε ολοκληρωθεί.
Το υπόλοιπο θα ήταν πιο δύσκολο, αφού θα είχε να αντιμετωπίσει την Χριστίνα. Δύο χρόνια την παρακολουθούσε να μπαινοβγαίνει στο εγκληματολογικό και αναθεμάτιζε την τύχη του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως μια τέτοια γυναίκα είχε αποφασίσει να δουλέψει στην αστυνομία. Τώρα θα έπρεπε να της δώσει εξηγήσεις και το χειρότερο ήταν πως δεν είχε να κάνει με καμιά τυχαία. Γνώριζε από πρώτο χέρι την εκπαίδευση που είχε πάρει.
Έπρεπε να είναι έτοιμος για το μεγάλο μπαμ, για το ξέσπασμα, για την απόπειρα να του ξεφύγει. Πως θα της εξηγούσε πως έτσι την προστάτευε από βέβαιο θάνατο; Την είχε δει που κουνιόταν ανάμεσα στο πάπλωμα αλλά δεν τολμούσε να πλησιάσει. Θα την άφηνε να ξυπνήσει μόνη της και έπειτα θα έβρισκε τρόπο να την ακινητοποιήσει. Με μια τέτοια γυναίκα αιχμάλωτη ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι ήσυχος πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Σαν από εφιάλτη ξύπνησε. Τον κοίταξε που στεκόταν αμίλητος μερικά μέτρα μακριά της. Κοίταξε τα χέρια της και τα πόδια της. Πουθενά δεν υπήρχε δείγμα κακοποίησης ή κακομεταχείρισης. Γύρισε πάλι το βλέμμα της αγριεμένη προς τον άντρα.
«Την σκότωσες;» γρύλλισε.
«Ποια;» τον είχε πιάσει απροετοίμαστο.
«Λέγε ρε κάθαρμα! Την σκότωσες;»
«Χριστίνα να σου εξηγήσω…» έκανε ένα βήμα να την πλησιάσει, αλλά εκείνη αγρίεψε ακόμα περισσότερο και χοροπήδησε προς τον τοίχο.
«Μην τολμήσεις να με αγγίξεις», του έλεγε, ενώ έπιανε το μαξιλάρι να το βάλει για ασπίδα.
«Δεν θα σε πειράξω. Δεν θέλω να σε πειράξω», της δήλωσε με ήρεμο βλέμμα, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά σε ένδειξη ειρήνης.
«Το όπλο», του έδειξε το όπλο που κρεμόταν στο παντελόνι του. «Πέτα το!»
«Εντάξει!» το έβγαλε σιγά – σιγά και το ακούμπησε στο πάτωμα. Δεν ήθελε να την αγριέψει περισσότερο αν και ήξερε πως αυτή η κίνηση δεν ήταν σωστή.
Σαν αγρίμι πετάχτηκε τότε η Χριστίνα και άρπαξε το όπλο. Το ήξερε από την αρχή πως θα το έκανε αυτό, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήθελε απλά να την προστατέψει και θα έπαιζε κορώνα γράμματα την ζωή του αν αυτό έπρεπε.
Η Χριστίνα άρπαξε το όπλο και το έστρεψε προς εκείνον. Το παιχνίδι είχε αλλάξει ρόλους και θύμα.



«Απαιτώ να μάθω!» ακούστηκε η βαριά φωνή του Δούκα να τσιρίζει στην κυριολεξία έξω από τα γραφεία του εγκληματολογικού. «Απαιτώ να μάθω τι συνέβη στην κόρη μου! Τώρα!» έσπρωξε με δύναμη την πόρτα του πρώτου γραφείου που βρήκε. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Έκανε το ίδιο για όσες πόρτες έτυχαν να βρίσκονται δεξιά του και στο τέλος έφτασε μπροστά από το γραφείο όπου ήταν μαζεμένοι ο διευθυντής, ο Τάσος, ο Γιώργος και ο Ντίνος. Ο τελευταίος σε απόλυτη απάθεια, κοιτούσε απλά το κενό χωρίς να αντιδράει.
«Την κάτσαμε την βάρκα», μουρμούρισε ο Γιώργος, ενώ προχωρούσε μπροστά στον Δούκα που έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
«Κύριε Δούκα, ειλικρινά λυπάμαι πολύ για το περιστατικό και ελπίζω σύντομα η κόρη σας να…»
«Άσε τις γαλιφιές και μίλα! Ποιος πείραξε την κόρη μου;»
«Μακάρι να γνώριζα», ακούστηκε η φωνή του Ντίνου να σπάει την σιωπή την πιο ακατάλληλη στιγμή.
«Μέγα;» ούτε που τον είχε προσέξει.
«Κύριε Δούκα, ποια είναι η κόρη σας;» τον ρώτησε ο Ντίνος με όση σταθερότητα και σοβαρότητα μπορούσε να έχει την συγκεκριμένη στιγμή.
«Ε, Νεφέλη… Νεφέλη Αλιβόσου!» απάντησε χαμένος ο Δούκας και ξαφνιασμένος από την παρουσία του Ντίνου στα γραφεία της αστυνομίας.
Ο Ντίνος δεν απάντησε κάτι περισσότερο. Δεν έριξε ούτε ένα βλέμμα στους συναδέλφους του, απλά μάζεψε όσα κομμάτια του είχαν απομείνει από το εγώ του και σηκώθηκε όρθιος. Χαιρέτισε στρατιωτικά, όπως αρμόζει σε έναν σαν τον Δούκα και έφυγε από το τμήμα. Ήθελε καθαρό οξυγόνο να αναπνεύσει, να καθαρίσουν για λίγο οι φλέβες του από την σαστιμάρα.
Εκείνη… Εκείνη που του είχε χαρίσει ξανά το φως του έρωτα μετά από τόσα χρόνια… Εκείνη που για χάρη της έβαλε σε κίνδυνο την δουλειά του… Εκείνη που ανυπομονούσε να την κλείσει στην αγκαλιά του… Τώρα πέρα από σοβαρά τραυματισμένη, ήταν και κόρη του Δούκα. Η κόρη που έψαχνε στον ουρανό και του εμφανίστηκε μέσα στα πόδια του να του πουλάει έρωτες. Η κοπέλα με το όμορφο χαμόγελο, με το αψεγάδιαστο δέρμα, με το γλυκό της βλέμμα.
Όλα ένα ψέμα.
 Ήθελε να πιει, να ξεσπάσει. Δεν γινόταν να είναι αλήθεια όλο αυτό. Όνειρο έβλεπε και κάποια στιγμή θα ξυπνούσε. Άκουσε τον Γιώργο να τον φωνάζει.
«Παραιτούμαι», απλά επιβεβαίωσε αυτό που ο Γιώργος ήδη ήξερε.
«Ντίνο σε παρακαλώ!» τι να του έλεγε; Ήξερε πως τα λόγια ήταν μάταια και άδικα. Δεν μπορούσε να τον κάνει να αλλάξει γνώμη, τουλάχιστον όχι τώρα και όχι με τον Ντίνο σε αυτή την κατάσταση.

«Αντε μου στον διάολο μαλάκα!» του γρύλισε νευριασμένος και έφυγε προς την αντίθετη μεριά.

Βασιλική Κυργιαφίνη