Η μελωδία του λύκου και της λέαινας (Κεφάλαιο 11)


Bορράς, Κάστρο των Λάικαν
Η νύχτα προβλεπόταν μεγάλη. Η στιγμή που έτρεμε είχε ήδη φτάσει και ετοιμαζόταν να περάσει την πόρτα της και να την κατακτήσει. Δεν ήταν έτοιμη. Ήταν παιδί. Ήταν απροετοίμαστη. Ήταν νωρίς. Δε μπορούσε.
Πολλά τη σταματούσαν, μα κανένα δεν ήταν αρκετά καλή δικαιολογία ώστε να έρθει σε σύγκρουση με τις ρητές διαταγές του βασιλιά. Έπρεπε να κάνουν τον διάδοχο και θα τον έκαναν τώρα. Ακόμα, όμως, και η ίδια η πρόταση την έκανε να θέλει να γελάσει με το πόσο γελοία ακουγόταν! Λες και ένα παιδί μπορούσε να το παραγγείλει ή να προβλέψει αν θα ερχόταν σύντομα!
Ξαφνικά, η σκέψη ότι μπορεί να χρειαζόταν να πλαγιάσει μαζί του ξανά την έκανε να νιώθει λες και την έλουζε κρύος ιδρώτας. Μια φορά ήταν αρκετή. Ήλπιζε...
Ξεφυσώντας, πέρασε νευρικά τα δάχτυλά της μέσα απ'τα πυκνά μαλλιά της και συνέχισε να περπατά νευρικά, χαμένη στις σκέψεις της.
''Δε χρειάζεται να είσαι τόσο νευρική'' άκουσε ξαφνικά την απαλή σαν χάδι, μα και βραχνή σαν βρυχηθμό, φωνή του. Γύρισε αμέσως και τον αντίκρισε να στέκεται κοντά στην πόρτα, έχοντας γείρει τον ψηλό και γεροδεμένο κορμό του ενάντια στον τοίχο και κοιτώντας την εξεταστικά με τα ξεχωριστά μάτια του. ''Δεν πρόκειται να σε φάω''.
Υπήρχε κάτι στον τόνο της φωνής του... Κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει... Κάτι που της ήταν αδύνατον να καταλάβει... Μα, και πάλι, δεν ήθελε να μπει στον κόπο να μάθει. Ένιωθε κουρασμένη απ'τη διαδικασία να προσπαθεί να τον μάθει και να τον καταλάβει.
Ύψωσε το ανάστημά της, νιώθοντας εκτεθειμένη που την είδε νευρική. ''Δεν είμαι νευρική!'' απάντησε πεισματικά, σηκώνοντας το πιγούνι της.
Κάγχασε. ''Το βλέπω''.
''Μπορούμε να τελειώνουμε; Δεν έχω όρεξη για τα αστεία σου '' του είπε, μα εκείνος δεν μίλησε. Τη πλησίασε αργά και σταθερά, κάνοντάς την να παραπατήσει.
Βρέθηκε κολλημένη στον τοίχο και με εκείνον σε απόσταση αναπνοής απ'την ίδια. Δεν μιλούσαν. Κανείς δεν τολμούσε να βγάλει άχνα. Τα εξωπραγματικά μάτια του ταξίδευαν από τα μαύρα μάτια της μέχρι τα χείλη της και πάλι πίσω. Τα χείλη της έμοιαζαν τόσο ξερά, που τον έκαναν να θέλει να σκύψει και να τους δώσει πάλι το πανέμορφο χρώμα τους. Μα, δεν έκανε καμία κίνηση. Ήθελε να τη δει να φτάνει στα όριά της και να σπάει πρώτη. Ήθελε να δει μέχρι πόσο μακριά μπορούσαν να το φτάσουν μέχρι την τελική πτώση.
Δεν άργησε πολύ. Το έντονο βλέμμα του και η ασφυκτική λιγοστή απόσταση μεταξύ τους την έκανε να φουντώνει με τρόπους που είχε να νιώσει καιρό. Μια πρωτόγνωρη ανάγκη οξυγόνου την κατέβαλε, κάνοντάς την να νιώθει ότι πνιγόταν. ''Τι περιμένεις;'' τον προκάλεσε άθελά της και αμέσως θέλησε να πάρει τα λόγια της πίσω. Μα, τα μάτια του είχαν ήδη σκουρύνει...
''Τι περιμένω;'' απάντησε στην πρόκλησή της, χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση.
Έμεινε για λίγο άφωνη. Δεν ήξερε ούτε η ίδια τι περίμενε! Πώς θα μπορούσε να του απαντήσει, απ'τη στιγμή που ακόμα και η ίδια δεν γνώριζε αν ήθελε να φύγει από κοντά της ή απλώς να φερθεί για μια φορά σαν άντρας και να την κατακτήσει.
Νιώθοντας πλέον σχεδόν να μην μπορεί να αναπνεύσει, τον έσπρωξε με δύναμη και απομακρύνθηκε από κοντά του. Ο πρίγκιπας απλά στάθηκε και την κοίταξε, καθώς εκείνη πήγαινε πέρα-δώθε, ξεφυσώντας και βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που έμεινε και τον παντρεύτηκε, αντί να τον παρατήσει και να τρέξει μακριά. Αυτές, όμως, οι ενοχές πάντα ήταν εναντίον της. Γιατί έπρεπε να τη νοιάζει πάντα ο κόσμος και όχι αυτή;
''Είσαι δειλός, γαμώτο! Είσαι δειλός και ανίκανος να διεκδικήσεις αυτό που θέλεις! Πάντα ήσουν, έπρεπε να το ήξερα ότι δεν θα άλλαζες!'' φώναξε εξαγριωμένη, μα εκείνος συνέχισε να παραμένει σιωπηλός, παρατηρώντας το σπάνιο θέαμα μπροστά του. Η στιγμή που περίμενε είχε έρθει... ''Περιμένεις πάντα από τους άλλους να σου πουν τι θέλεις! Ποτέ δεν παίρνεις πρωτοβουλίες! Γιατί μου το κάνεις αυτό;'' η φωνή της έσπασε.
''Τι σου κάνω;'' μα εκείνος συνέχισε να παίζει. Λίγο ακόμα ήθελε...
Εκείνη τον κοίταξε πληγωμένη. ''Ποτέ δεν με κατάλαβες, έτσι; Ποτέ δεν κατάλαβες τίποτα!'' έδειχνε πληγωμένη και απογοητευμένη με εκείνον. Όσο και αν περίμενε αυτή τη στιγμή που θα του πει σχεδόν ό,τι ένιωθε για εκείνον, δε μπορούσε να μείνει απαθής από τα λόγια της. Ήταν λες και τον ξέσκιζαν, από μέσα προς τα έξω. ''Είσαι και θα παραμείνεις ό,τι είσαι. Ένα τίποτα μπροστά στα μάτια του πατέρα του και όλων μας. Ένα απλό πιόνι'' τα λόγια της, σαν κοφτερά μαχαίρια, έκοβαν σε μικρά-μικρά κομμάτια την ψυχή του.
Με δυο μεγάλες δρασκελιές, βρέθηκε μπροστά της και άρπαξε το πρόσωπό της στις παλάμες του. ''Μιλάς πολύ'' βρυχήθηκε και πριν προλάβει η ίδια να αντιδράσει, είχε για πρώτη φορά κάνει το ακατόρθωτο: είχε ορμήξει στα χείλια της, διεκδικώντας τη για πρώτη φορά.
Εκείνη σοκαρισμένη, ούτε καν αντέδρασε αρχικά. Είχε παγώσει και κοιτούσε τον διεκδικητικό άντρα μπροστά της να προσπαθεί να της επιβληθεί και να την κατακτήσει, αυτή τη φορά με έναν διαφορετικό τρόπο. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον ήσυχο άντρα που είχε φιλήσει τη προηγούμενη φορά, ο οποίος δείλιαζε. Όχι, δεν ήταν καν αυτός! Ο άντρας που την είχε τώρα στην αγκαλιά του απαιτούσε από εκείνη και διεκδικούσε χωρίς να δειλιάζει. Τα χέρια του τραβούσαν ελαφρά τις άκρες των μαλλιών της και χάιδευαν τον σβέρκο της, κάνοντάς την να αναστενάζει. Όσο και να ήθελε να φύγει απ'την αγκαλιά του, δεν μπορούσε. Αδυνατούσε να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση, εκτός από το να στέκεται σαν μια πάνινη κούκλα μέσα στα στιβαρά χέρια του.
Μετά από λίγο, απομάκρυνε τα χείλη του απ'τα δικά της και κοίταξε μέσα στα μεθυσμένα μάτια της. Ήταν αλήθεια, ένιωθε μεθυσμένη απ'τα φιλιά του. Ήθελε και άλλα, πολλά ακόμα. Μα, δεν έπρεπε! Έπρεπε να το θυμηθεί! Μολονότι, όταν την κοίταξε και έγλειψε τα σαρκώδη χείλη του, τότε αποφάσισε: για άλλη μια φορά μόνο, θα τον άφηνε να την παρασύρει. Οι συνέπειες ας πήγαιναν στον διάολο, μαζί με τις αμφιβολίες!
''Σου φαίνομαι ακόμα δειλός; ''
''Δεν πρέπει!'' της ξέφυγε. Ακόμα και τώρα, το μυαλό της και η λογική της την κρατούσαν γερά. Παρά τη σιωπηλή απόφασή της...
Εκείνος γρύλισε, εκνευρισμένος με το πείσμα της. ''Γιατί πάντα πρέπει να μου κόβεις τον αέρα;! Πήρα το ρίσκο μου! Εσύ μπορείς;'' την προκάλεσε, κοιτώντας την επίμονα.
Δίσταζε να απαντήσει. Αν και είχε αποφασίσει ήδη, υπήρχε κάτι που την κρατούσε. Δε μπορούσε να του δοθεί έτσι απλά. Και αν ήταν τέχνασμα; Και αν όλα ήταν ένα ψέμα που του είπε ο πατέρας του ώστε να την πείσει; Και αν δεν την αγαπούσε; Γιατί τόσα πολλά αναπάντητα ερωτήματα;
Ο Ραλφ αναστέναξε, σκύβοντας το κεφάλι. ''Ο δειλός αποχωρεί'' σχολίασε σαρκαστικά και κίνησε να φύγει. Μα, η ξαφνική κίνηση της τον έπιασε εξαπίνης.
Άρπαξε το χέρι του, κρατώντας τον κοντά της. ''Για μια και μόνο φορά, θα αφήσω τις αμφιβολίες στην άκρη. Μόνο για μια φορά!''
Όσο και αν τον πλήγωναν οι λέξεις του, το δέχτηκε. Άρπαξε με μιας το όμορφο πρόσωπό της στα χέρια του και την ξαναφίλησε.
Ούτε που κατάλαβε πότε βρέθηκαν στο κρεβάτι... τους. Στο κρεβάτι που έπρεπε να μοιράζονται από τη μέρα του γάμου τους... Τα χέρια του και τα χείλη του βρισκόντουσαν παντού στο σώμα της, μοιράζοντάς της απλόχερα ηδονή και ευχαρίστηση. Σιωπηλές κραυγές εγκατέλειπαν τα χείλη της και τρύπωναν στα αυτιά του, κάνοντάς τον να τη θέλει ακόμα πιο πολύ. Ξάφνου, ακούστηκε ένα σκίσιμο και το φόρεμά της άνοιξε διάπλατα, αποκαλύπτοντας τη γύμνια της σε αυτόν. Αμέσως κίνησε να καταληφθεί, μα εκείνος παραμέρισε απαλά τα χέρια της και την κοίταξε στα μάτια. Με αργές και βασανιστικές κινήσεις, έσκυψε και κρατώντας σταθερά το βλέμμα του στο δικό της, ακολούθησε τη διαδρομή απ'τον λαιμό της μέχρι εκεί που άρχιζαν οι μαύρες μπούκλες της με τα χείλη του. Το σώμα της έγινε αμέσως ένα καλοσχηματισμένο τόξο, ενώ μια σειρά μικρών αναστεναγμών ξέφυγαν απ'τα χείλη της.
Άρπαξε σε μια στιγμή απόγνωσης το πουκάμισό του και τον ανάγκασε να την κοιτάξει. ''Βγάλτο.'' διέταξε αυταρχικά. Τα μάτια της, κατάμαυρα όπως ο ουρανός έξω απ'το παράθυρό τους, έδειχναν πόσο πολύ τον είχε ανάγκη.
Αμέσως το έκανε, μη θέλοντας να την κάνει να περιμένει άλλο. Λίγα λεπτά αργότερα, τα σώματά τους είχαν γίνει ένα, με εκείνον να την κατακτά ξανά και ξανά, ενώ αυτή να τον έχει σφίξει πάνω της, λες και αν τον άφηνε θα της έφευγε και ποτέ ξανά δε θα ξαναγύριζε. Και όταν έφτασε η στιγμή, τα σώματά τους συσπάστηκαν μαζί και πολλά φώτα άστραψαν πίσω απ'τα μάτια τους. Τα νύχτα της γαντζώθηκαν πάνω στο απαλό δέρμα της πλάτης του, ζωγραφίζοντας αόρατα σημάδια, ενώ εκείνος την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του, μυρίζοντας το οικείο άρωμα των μαλλιών της. Πόσο το λάτρευε αυτό το άρωμα...
Έπεσε δίπλα της, προσπαθώντας να πιάσει την ανάσα του, όπως ακριβώς και εκείνη. Πρώτη φορά ένιωθε τόσο... γεμάτος... ολοκληρωμένος! Μαζί της ένιωθε ολοκληρωμένος. Και όταν την κατέκτησε... Όταν άκουσε τον μικρό λυγμό της και αισθάνθηκε τα απαλά και υγρά δάκρυά της να του βρέχουν το μάγουλο ένιωσε ευτυχισμένος. Ήταν ο ένας! Και ήταν δικιά του! Προσωρινά τουλάχιστον... Η σκέψη τον έκανε να χάσει την ευδιαθεσία του. Μπορεί το κορμί της να τον υποδέχτηκε θερμά, μα η ψυχή της ποτέ δε θα του ανήκε...
Σηκώθηκε, ανακάθησε στην άκρη του κρεβατιού και άρπαξε το πουκάμισό του απ'το πάτωμα. Αυτό που έπρεπε να γίνει είχε γίνει. Δεν είχε λόγο να κάθεται εδώ άλλο. Οι κινήσεις του νευρικές και ο αέρας πολύ βαρύς για να τον αναπνεύσει. Η παρουσία της δίπλα του και το γυμνό κορμί της του το έκανε ακόμα δυσκολότερο.
Το ζεστό χάδι της στο γυμνό μπράτσο του τον ξάφνιασε. ''Μείνε για την νύχτα. Κρυώνω'' τα λόγια της τόσο αθώα, δεν ήξεραν τις συνέπειες. Τον ήθελε κοντά της, να την κρατήσει στην αγκαλιά του, να τν ζεστάνει με τη θέρμη του σώματός του. Να της φιλήσει γλυκά τα μαλλιά και να της πει ότι όλα θα πάνε καλά.

Και εκείνος το έκανε.  

Despoina Andreou