Η Ελπίδα του Λαού του της Beatrice Ray

«Είσαι Βασιλιάς».
Την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Ο Θρόνος των Κυμάτων σου ανήκει. Είσαι ο κληρονόμος του πατέρα σου και του παππού σου και τόσων άλλων βασιλιάδων πριν απ’ αυτούς. Μια μεγάλη σειρά από θαυμαστούς και παντοδύναμους άντρες που καταλήγει σε σένα. Εσύ είσαι ο τελευταίος».
Του χαμογέλασε θλιμμένα.
«Είσαι εκείνος που κρατά το Σκήπτρο των Μαργαριταρένιων Αστεριών. Εκείνος που φορά το Αφρισμένο Στέμμα στο κεφάλι. Εκείνος που στέκεται στητός και περήφανος όταν όλοι υποκλίνονται με το μέτωπο να ακουμπά την άμμο. Είσαι ο Άρχοντας, ο ευεργέτης τους μα, αν παραστεί ανάγκη, είσαι και η νέμεσή τους».
Το πρόσωπό της ήταν θολό, ένα λευκό σύννεφο που παλλόταν κοντά στο δικό του. Όμως η φωνή της, το άρωμά της…
«Είσαι Ηγέτης. Εσύ προχωράς αποφασιστικά μπροστά, δείχνεις το δρόμο και πίσω σου μυριάδες ακολουθούν τα βήματά σου, πατούν πάνω στα χνάρια σου με δέος και υποταγή. Θα σε ακολουθήσουν ως τα πέρατα του κόσμου, θα χύσουν και την τελευταία τους σταγόνα αίμα για χάρη σου…».
Έσφιξε τις γροθιές του. Μα ακόμα δεν καταλάβαινε.
«Εσύ είσαι ο Στρατηγός. Κι όσο κι αν πέσει βαριά αυτή η ευθύνη στους ώμους σου, είναι δική σου. Η ζωή και ο θάνατος είναι στα χέρια σου και τα χέρια σου είναι ζυγοί κι εσύ αποφασίζεις πού θα γείρει η πλάστιγγα».
Του χάιδεψε το μπράτσο με τρυφερότητα.
«Μην αρνηθείς αυτή σου την ιδιότητα, όπως την αρνήθηκε ο…».
Η φωνή της έσπασε. Ο κόμπος που τόση ώρα είχε σκαλώσει στο λαιμό της κόντεψε να λυθεί και να την πνίξει. Μα δεν θα το επέτρεπε. Δεν έπρεπε η τελευταία του ανάμνηση από εκείνη να είναι μια μορφή αδύναμη, μια γυναικούλα που έκλαιγε σα μοιρολογίστρα. Δάγκωσε τα χείλη, όπως είχε χρειαστεί να κάνει τόσες και τόσες φορές. Ήταν μια τέχνη που είχε διδαχθεί από μικρή, μαζί με το κέντημα, το χορό και την εθιμοτυπία της Αυλής.
«Εσύ είσαι ο Στρατηγός», επανέλαβε. «Εσύ αναγνωρίζεις τον εχθρό και τις αδυναμίες του. Οι στρατοί σου ξεχύνονται πανίσχυροι σαν ένα σώμα, μια βροντερή φωνή που εκφράζει τη σιδερένια σου θέληση. Είσαι εκείνος που βάζει τους κανόνες στον πόλεμο και στην έκβασή του».
Κοίταξε το σπαθί που είχε ακουμπήσει με περισσή προσοχή δίπλα του.
«Είσαι το Λιοντάρι. Το λιοντάρι μου! Είσαι ο Πολεμιστής, ο πιο γενναίος, ο πιο δυνατός. Όταν σηκώνεις το σπαθί σου κορμιά πέφτουν στα γόνατα, εκλιπαρώντας για έλεος. Οι συμπολεμιστές λαχταρούν να σου μοιάσουν, οι βάρδοι τραγουδούν το όνομά σου κι οι αντίπαλοι τρέμουν μην τυχόν βρεθούν στο διάβα σου. Πρώτος ρίχνεσαι στη μάχη ασταμάτητος και τελευταίος αποτραβιέσαι, μεθυσμένος με το κρασί της νίκης».
Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Καπνός είχε αρχίσει να τρυπώνει ύπουλα απ’ τα καγκελόφραχτα παράθυρα. Καπνός και κραυγές, άλλες άγριες κι άλλες σπαραχτικές.
 «Μεθυσμένος μα… νηφάλιος, εκστατικός και όχι αλλόφρων σαν αρχηγός βαρβάρων της Ανατολής. Γιατί είσαι Σοφός, διαβασμένος και πολυταξιδεμένος και μύστης των απόκρυφων μυστηρίων και θαυμάτων. Γνωρίζεις από πού πηγάζει το Ποτάμι της Άμπια και γιατί τα σύννεφα φέρνουν τη βροχή και ποια είναι τα Εννιά Ονόματα του Θεού και πώς φτιάχνεται το χρυσάφι…».
Της χαμογέλασε ήρεμα. Είχε προσηλωθεί στη μελωδική φωνή της, στους όμορφους ήχους που έβγαιναν απ’ το στόμα της. Η οχλοβοή που όλο και δυνάμωνε δεν τον ενδιέφερε καθόλου.  
«Και πάνω απ’ όλα, πρώτα απ’ όλα, γνωρίζεις τι κρύβεται στις καρδιές του λαού σου. Τις ελπίδες τους, τις ανάγκες τους, τις πιο βαθιές τους σκέψεις. Είσαι Δικαστής, εσύ που δίνεις ή παίρνεις, εσύ που μοιράζεις με φρόνηση, εσύ που τιμωρείς το δόλο και επιβραβεύεις το δίκαιο. Οι αγαθοί φιλούν με ευγνωμοσύνη την άκρη του μανδύα σου· οι αχρείοι σέρνονται στα μπουντρούμια μ’ ένα σου νεύμα. Οι γιορτές προς τιμήν σου και προς τιμήν της σοφίας σου δεν έχουν τελειωμό…».
Η πόρτα μισάνοιξε τρίζοντας ελαφρά. Η ηλικιωμένη γυναίκα στο κατώφλι στάθηκε εκεί, χωρίς να τολμά να μπει στο δωμάτιο. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα και την αγρύπνια και οι βαθιές της ρυτίδες έμοιαζαν να βαθαίνουν ακόμα περισσότερο με κάθε στιγμή που περνούσε.
«Το βρήκες;», τη ρώτησε η νεότερη χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του.
Έτεινε το σκουριασμένο κλειδί που κρατούσε στα ζαρωμένα της χέρια.
«Ναι. Ώρα να φύγουμε, Βασίλισσά μου».
«Όχι ακόμα, Νόνα…».
«Καλή μου Κυρά, πρέπει να βιαστούμε! Οι πρώτοι πέρασαν κιόλας την Κοραλλένια Γέφυρα, σε λίγο θα βρίσκονται μέσα στο Παλάτι…».
«Έχουμε ώρα…», απάντησε η Βασίλισσα σχεδόν χωρίς να την ακούει.
«Μα…».
«Πρέπει να φύγετε! Τώρα αμέσως!».
Μια αρρενωπή, τελεσίδικη φωνή αυτή τη φορά. Μια φωνή που ήξερε να επιβάλλεται, μια φωνή που απαιτούσε να της δώσουν σημασία. Ο άντρας ξεγλίστρησε απ’ τις σκιές που κρυβόταν τόση ώρα και πλησίασε. Κάτω από το μαύρο του μισάνοιχτο μανδύα αχνοφαίνονταν τα γαλάζια άμφια του αξιώματός του.
Η Βασίλισσα τον κοίταξε με παράπονο.
«Μου υποσχέθηκες λίγο χρόνο μαζί του».
«Και κράτησα την υπόσχεσή μου. Αλλά ο χρόνος τελείωσε».
«Μα έχω τόσα ακόμα να του πω, τόσα που πρέπει να ξέρει…».
Έσκυψε πάλι από πάνω του και τον κοίταξε με λαχτάρα, χάιδεψε τα μαλλιά του με περισσή στοργή. 
«Κυρά μου…».
«Είσαι η Ελπίδα του λαού σου», του ψιθύρισε. «Είσαι Οραματιστής,  εκείνος που θα πλάσει το βασίλειο απ’ την αρχή, που θα χτίσει πάνω στις στάχτες. Εκείνος που θα βλέπει το μεγαλείο εκεί που οι άλλοι θα βλέπουν μόνο συντρίμμια. Ο Ποιητής, ο Ονειροπόλος, ο Δημιουργός, ο Απελευθερωτής…».
Ο άντρας με το μαύρο μανδύα την έπιασε απαλά από τους ώμους και κατάφερε τελικά να την απομακρύνει. Συμπονετικά μα αμετάκλητα.
«Εμπιστέψου με», της είπε. «Θα τον προσέχω, θα τον φροντίζω. Θα τον διδάξω όλα όσα χρειάζεται να ξέρει. Στο υποσχέθηκα κι αυτό».
Υπνωτισμένη σχεδόν την παρέδωσε σε κείνη που την έλεγαν Νόνα.
«Φύγετε τώρα! Ακολουθήστε το πέρασμα, βγείτε στο δάσος και μη γυρίσετε να κοιτάξετε πίσω σας. Δεν έχετε στιγμή για χάσιμο».
Μόλις οι δύο γυναίκες χάθηκαν πίσω από τη μυστική πόρτα, ο άντρας γύρισε με τη σειρά του να τον κοιτάξει.
Είχαν απομείνει οι δυο τους μέσα στο δωμάτιο.
Και τότε το βλέμμα του άλλαξε.
«Είσαι…».
Το σκέφτηκε λίγο.
«Είσαι Ψαράς. Ταιριαστό με τη γενιά σου, σωστά; Βουτηγμένος στην αλμύρα, με τις παλάμες χαραγμένες απ’ την πετονιά. Ή… είσαι Ναυτικός. Μέθυσος και βλάσφημος Ναυτικός σίγουρα, ακολουθώντας τα χνάρια του μακαρίτη του πατέρα σου».
Γέλασε σιγανά, ικανοποιημένος με το αστείο του. Κι ας το κατάλαβε μόνο ο ίδιος.
«Κι αν δε σου αρέσει η θάλασσα, μπορώ να σε πάω ακόμα πιο μακριά… Να είσαι Ξυλοκόπος, Εργάτης στα Ορυχεία της Ενδοχώρας… ή ακόμα και Βοσκός. Ένα ακόμα πρόβατο στο κοπάδι, ε; Στο ποίμνιο! Τι λες κι εσύ… Ελπίδα του λαού σου;», συμπλήρωσε ειρωνικά.
Έσκυψε πάνω απ’ την κούνια, πήρε το βρέφος αγκαλιά και, ψιθυρίζοντας μία Λέξη Δύναμης, εξαφανίστηκε σ’ ένα σύννεφο από σκοτάδι.

Beatrice Ray